Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος και στοχαστής. Γεννήθηκε και ζει στην Κέρκυρα. Πάνω απ’ όλα εκτιμά την καλοσύνη.
- Από την Κέρκυρα κατάγομαι κι εκεί προσπάθησα να επιστρέψω μόνιμα τουλάχιστον δύο φορές –την τελευταία άντεξα μια ολόκληρη πενταετία–, αν όμως σε έχει αναθρέψει η μεγαλούπολη, δύσκολα την αποχωρίζεσαι κι εγώ την Αθήνα την αγάπησα σαν «μητριά» ήδη από τα 17 μου. Το νησί μου είναι πανέμορφο, δεν λέω, αλλά για να σε ικανοποιεί η διαμονή εκεί, όπως γενικά στην επαρχία, πρέπει να είσαι είτε ανήλικος είτε ηλικιωμένος. Συμπτωματικά κιόλας το νέο μου σπίτι βρίσκεται στην Ξενοκράτους, στον ίδιο δρόμο που ήταν και το αρχικό μου, τέσσερις δεκαετίες πριν! Εδώ, στο Κολωνάκι, έζησα τα περισσότερα αθηναϊκά μου χρόνια, εκτός από ένα διάστημα που μετακόμισα στο Χαλάνδρι. Αγαπώ αυτήν τη γειτονιά, Κολωνακιώτης όμως δεν κατάφερα να γίνω ποτέ. Με τραβούσαν περισσότερο τα Εξάρχεια κι εκεί ξημεροβραδιαζόμουν νεότερος, όντας πνεύμα ανήσυχο. Εκεί, άλλωστε, γινόταν το «παιχνίδι» – τα νέα ρεύματα, η διανόηση, η αμφισβήτηση...
Το σημαντικότερο είναι να θεραπευτούμε από την τρέλα μας, διατηρώντας, ωστόσο, τα θετικά της. Κατά τα άλλα, δεν με τρομάζουν ούτε τα γεράματα, ούτε η φτώχεια, ούτε η μοναξιά. Φλερτ, σχέσεις, αγάπες εφήμερες, απ' όλα είχα, πλέον όμως πιο πολύ τα σκέφτομαι, παρά τα κάνω. Ο μονήρης βίος νομίζω μου πάει.
- Η Αθήνα τότε –κι όταν λέω Αθήνα, εννοώ το νοητό τρίγωνο ανάμεσα σε Κολωνάκι, Εξάρχεια και Μοναστηράκι, όπου μαζευόταν όλη η κίνηση, καφέ, μπαρ, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα κ.λπ.– ήταν ένα μεγάλο χωριό όπου όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Γίνονταν θαυμάσια πράγματα, συναντούσες υπέροχους ανθρώπους. Ξέρω, ακούγεται εξιδανικευμένο όλο αυτό, αλλά είμαι υπέρ της νοσταλγίας κι ας έχει τόσο συκοφαντηθεί. Όσο παλιότερα, τόσο καλύτερα, το πιστεύω ακράδαντα. Όλα τότε διαπνέονταν από τον άνθρωπο, ενώ τώρα είναι πιο απρόσωπα, βιαστικά κι επιπόλαια. Και ενώ χάρη στην τεχνολογία η επικοινωνία μοιάζει απείρως ευκολότερη, έγινε ουσιαστικά περισσότερο ρηχή και σχηματική.
- Το ξακουστό βιβλιοπωλείο Octopus του Τέου Ρόμβου στα Εξάρχεια ήταν το πρώτο μου στέκι και ορμητήριο. Διαβάσματα, διανομές, αφισοκολλήσεις, πολιτικές «ζυμώσεις», ατέλειωτες κουβέντες επί παντός επιστητού, «αναρχία μετά μουσικής» τη λέω εκείνη την περίοδο. Αποφασίζω να ασχοληθώ σοβαρότερα με το βιβλίο και το '76 στήνουμε με μια φίλη τις εκδόσεις Άκμων. Αρχικά κυκλοφορούσαμε βιβλία κυρίως θεωρητικά, τύπου «Μάης '68», ύστερα το γυρίσαμε σε ποίηση και λογοτεχνία κι εντέλει το κλείσαμε το μαγαζί γιατί επιχειρηματίας δεν ήμουν, το κέφι μου έκανα! Συγκεντρώθηκα στα δικά μου γραπτά, που μέχρι το Δωμάτιο με τις Εικόνες, που είχε προλογίσει ο Ελύτης (1986), και το μυθιστόρημα Αφρική, που ακολούθησε, τα θεωρούσα ανάξιες λόγου νεανικές «αμαρτίες». Τον Ελύτη τον αγαπούσα πολύ – μοιραζόμαστε, ξέρεις, την ίδια μυστικιστική αντίληψη για τη φύση και τον έρωτα, μια αντίληψη βαθιά ποιητική. Γι' αυτό, άλλωστε, στράφηκα σταδιακά στην ποίηση, μια πιο βαθιά, πιο εκλεπτυσμένη μορφή έκφρασης. Ποιητικό είναι και το έργο ζωής που δουλεύω εδώ και χρόνια, η «Μορφολογία», ένας στοχασμός πάνω στο τέλος των πραγμάτων.