*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Τον Κύριο να εμπιστεύεσαι με όλη σου την καρδιάκαι στην δική σου σύνεση να μην στηρίζεσαι.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 3:5
Κάποτε στην Αθήνα γνώρισα τον Γκάμπριελ, έναν Αιθίοπα φοιτητή της Ιατρικής. «Όταν τελειώσω», έλεγε, «θα γυρίσω στην χώρα μου να βοηθήσω τους συμπατριώτες μου που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Υπάρχει πολλή δυστυχία εκεί κάτω». Αυτό ήταν τ’ όνειρό του.
Κάναμε συχνά παρέα και μιλούσαμε για πράγματα που μιλιούνται δύσκολα. Κι αν μιληθούν, δεν απαντιούνται εύκολα.
Ήμουν οργισμένο νειάτο, πνεύμα σπινθηροβόλο κι ετοιμοπόλεμο. Ήθελα να γίνω η άμμος κι όχι το λάδι στα γρανάζια του συστήματος. Ήξερα, βέβαια, πως το σύστημα είναι πολυπρόσωπο και πολυδαίδαλο –η μυθική Λερναία Ύδρα: ένα κεφάλι κόβεις, δύο φυτρώνουν στο διηνεκές– κι έχει εκπαιδεύσει τον καθένα μας να το υπηρετεί, όπως φέρνει το σκυλάκι τις παντόφλες στον αφέντη του. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε τον αφέντη που θα μας σκλαβώσει και νομίζουμε την σκλαβιά μας για ελευθερία. Και το χειρότερο; Το γνωρίζουμε αυτό, αλλά δεν πιστεύουμε πως είναι αλήθεια. Γιατί το σύστημα –το λέει και η λέξη– έχει σύστημα, που δουλεύει εμφανώς και υπογείως –με ακρίβεια μηχανισμού ελβετικού ρολογιού– ενώ εμείς είμαστε σκορποχώρι. Κι ο σκοπός του συστήματος είναι ακριβώς αυτός: να παραμείνουμε σκορποχώρι.
Οδηγοί μου τα διαβάσματά μου.
Ξεκίνησα με Καζαντζάκη. Ξετίναξα το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε και το «Άκου ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ. Συνέχισα με «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου, με Μπακούνιν και Μαρξ. Καταβρόχθισα τους Μπρεχτ, Όργουελ, Καστοριάδη, Καμύ. Ξεκοκάλισα «Παλαιά», «Καινή Διαθήκη», «Κοράνι» κι εντρύφησα στην «Θιβετιανή» κι «Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών». Ξεψάχνισα Βούδα και Προσωκρατικούς.



