Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου.
Ω! να ‘ξερες αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μου και να ορθοποδήσω. Πόσες αβαρίες χρειάστηκε να κάνει η συνείδησή μου, για να μπορέσω να επιζήσω, μέσα σε μια κοινωνία, όπου αγρίμια, μ’ ανθρώπινο πρόσωπο, αλληλοσπαράσσονταν, καθώς κυνηγούσαν ασθμαίνοντας το «χρήμα». Κι ήταν εκείνο, τελικά, που τους καταβρόχθιζε πάνω στον ύπνο τους.
Σου γράφω σήμερα αυτό το γράμμα για να σου ανοίξω την καρδιά μου και να σου πω πως το όνειρό μου είναι πώς ν’ αποκολληθώ από τούτη την πάλη, προτού ξεχάσω ολότελα ποιος ήμουν όταν πρωτόρθα εδώ. Αχ, πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη που σαν τη μυθική Κίρκη, τη δαιμονική αυτή θεά, με κρατάει αιχμάλωτο με τα σκοτεινά της μάγια. Όμοια κρατούσε κοντά της και τον ταλαίπωρο τον Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να γυρίσει στην πατρίδα, στην αγαπημένη του Ιθάκη και στην πιστή του Πηνελόπη. Κι όπως σε ζώα μεταμόρφωσε τους συντρόφους του, σε μηχανή με μεταμόρφωσε εμένα και με λαδώνει με το «χρήμα», για να γυρίζω, να γυρίζω, να γυρίζω, να ζαλίζομαι, να χάνω τη μαγεία του κόσμου και τον εαυτό μου.