Του Μάνου Λαμπράκη
Η φανουρόπιτα, ως λαϊκή συνήθεια που διαχέεται στις κοινότητες κάθε Αυγούστου, ιδίως ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, αποτελεί ίσως μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η λαϊκή ευσέβεια συγκρούεται με τη θεολογική αυστηρότητα της Ορθοδοξίας. Ενώ εμφανίζεται ως τάμα, ως χειρονομία ευχαριστίας για ένα «φανέρωμα» — αντικειμένου, προσώπου ή ακόμη και τύχης — εντούτοις η ίδια η πράξη δεν έχει καμία λειτουργική θεμελίωση. Στην πατερική θεολογία δεν υπάρχει Μυστήριο που να ανταποκρίνεται στη λογική του «φανερώματος» ως αντάλλαγμα, ούτε επιτρέπεται η θεοποίηση της συμπτωματικότητας. Αντίθετα, η Εκκλησία αναγνωρίζει μόνο τη λειτουργική μνήμη του Αγίου, η οποία εκφράζεται δια του ευχαριστιακού σώματος της κοινότητας και αποκορυφώνεται αποκλειστικά στην αρτοκλασία.
Η αρτοκλασία δεν είναι μια αυθαίρετη προσφορά. Δεν γεννάται από λαϊκό αίτημα να «φανερωθεί» κάτι, αλλά από την ίδια την εκκλησιολογική δομή της προσευχής: τον ευχαριστιακό χαρακτήρα της κοινότητας που προσφέρει τους άρτους, το σιτάρι, το κρασί και το λάδι ως προοίμιο της Θείας Ευχαριστίας.
