τοῦ Φώτιου Σταυρίδη
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στίς 3 Ἀπριλίου 1770 στό Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Μητέρα του ἦταν ἡ Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κωτσάκη ἀπό τήν Ἁλωνίσταινα καί πατέρας του ὁ Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης ἡγέτης τῶν Ἁρματολῶν τῆς Κορινθίας.
Εἶχε τέτοια τρομερή φήμη ὁ Κωνσταντῆς πού οἱ Τουρκαλβανοί ὁρκίζονταν μέ τήν φράση “νά μήν σώσω ἀπό τοῦ Κολοκοτρώνη τό σπαθί!”
Ἡ φάρα τοῦ Κολοκοτρώνη, τό Κολοκοτρωνέϊκο, ποτέ δέν συμβιβάστηκε μέ τόν κατακτητή, ποτέ δέν τόν προσκύνησε καί ὅπου τόν συναντοῦσε τόν πολεμοῦσε.
Ὁ παππούς τοῦ Θεοδωράκη Γιάννης Κολοκοτρώνης εἶχε πέντε γιούς: τόν Ἀναγνώστη, τόν Βασίλη, τόν Κωνσταντῆ, τόν Ἀποστόλη καί τόν Γιώργη.
Οἱ τρεῖς τελευταῖοι σκοτώθηκαν στήν περίφημη μάχη τῆς Καστάνιτσας (1780). Ὅταν ὁ Γιάννης ἔμαθε γιά τή γέννηση τοῦ ἐγγονοῦ του, ἔκανε τήν λανθασμένη πρόβλεψη, ὅτι “ἀκόμα ἕνας Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σκλάβος καί θά πέθαινε σκλάβος”. Ὁ ἴδιος ἀπαγχονίστηκε ἀπό τούς Τούρκους ἀφοῦ προηγουμένως τόν εἶχαν ἀκρωτηριάσει, τό 1772.
Ἡ καταγωγή τῆς οἰκογένειας κρατάει ἀπό τό ἀκατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι τοῦ Δήμου Φαλάνθου, νοτίως τῆς Βυτίνας. Στό ἐπίσης ἐγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Ἀρκουδόρεμα οἱ Κολοκοτρωναῖοι διατηροῦσαν τά λημέρια τους.
Μετά τήν ἐξόντωση τῆς οἰκογένειας, ὁ Ἀναγνώστης Κολοκοτρώνης φρόντισε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς χήρας του ἀδερφοῦ του καί τοῦ δεκάχρονου Θεοδωράκη φυγαδεύοντάς τους στό χωριό Μηλιά τῆς Μάνης, ὅπου ἔμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πῆγαν στήν Ἁλωνίσταινα, στούς πρόποδες τοῦ Μαίναλου, ἀπό ὅπου κρατοῦσε ἡ καταγωγή τῆς Ζαμπέτας. Στή συνέχεια ὁ θεῖος Ἀναγνώστης, τούς πῆγε στό χωριό Σαμπάζικα (Ἄκοβο), ὅπου ἡ Ζαμπέτα ξενοΰφαινε, καί ἔκοβε ξύλα τά ὁποῖα ὁ μικρός Θόδωρος τά κουβαλοῦσε στήν Τρίπολη καί τά πουλοῦσε. Ὅταν, μιά μέρα ὁ μικρός Θοδωράκης ἔμπαινε μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στήν Τρίπολη, τό ζῶο παραπάτησε σέ μία λακούβα μέ νερά μέ ἀποτέλεσμα νά βραχεῖ ἕνας Τοῦρκος πού περνοῦσε δίπλα του. Τότε αὐτός ἀγριεμένος τοῦ ἔδωσε δύο χαστούκια. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν ξαναπῆγε στήν Τρίπολη. Θά ἔμπαινε ὕστερα ἀπό σαράντα χρόνια στρατηγός τῶν Ἑλλήνων καί ἐκδικητής.
Τό 1790 παντρεύτηκε σέ ἡλικία 20 χρονῶν τή θυγατέρα τοῦ προεστοῦ Καρούτσου τήν Αἰκατερίνη (1790) μέ τήν ὁποία ἔκανε ἕξι παιδιά. Βγῆκε ἀπό μικρός στήν κλεφτουριά καί γρήγορα ἔγινε πρωτοπαλίκαρο τοῦ Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη. Ὁ Ζαχαριᾶς, ὅταν παρατηροῦσε τό νεαρό κλέφτη νά μήν ἀποχωρίζεται τό τουφέκι του οὔτε ἀκόμα καί ὅταν χόρευε, εἶχε προβλέψει ὅτι κάποτε αὐτός θά πάρει τήν θέση του καί θά γίνει καπετάνιος. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σέ νεαρή ἡλικία, ἔγινε καπετάνιος, ἐπικεφαλῆς ἑξῆντα ἀνδρῶν καί ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι δέν μποροῦσαν νά τόν θανατώσουν τόν ἔκαναν ἀρματολό στήν ἐπαρχία Λεονταρίου καί Καρύταινας. Συμμετεῖχε καί στίς ἐμφύλιες διενέξεις μεταξύ τῶν οἰκογενειῶν τῆς Μάνης, βοηθώντας τόν μπέη Παναγιώτη Κουμουντουράκη πού μαχόταν ἐναντίον τοῦ μισητοῦ του ἀντιπάλου Ἀντώνμπεη Γρηγοράκη.
«Ἡ Μάνη ἐφθόνησε τόν Μπέϊ, ἦλθε καί ὁ Σερεμέτ Μπέϊς, διά νά βάλουν τόν Ἀντωνόμπεη Γληγοράκη. Ἦλθε ὁ Μπέϊς ὁ Κουμουντουράκης εἰς τήν Καλαμάτα μέ ἑξῆντα ἀνθρώπους, ἐγώ εἶχα δεκαοκτώ. Μέ ἐμπόδιζαν νά βοηθήσω τόν Κουμουντουράκη, ἀλλά ἔπρεπε νά τόν βοηθήσω ἐξ’ αἰτίας τῆς φιλίας. 3.000 Τοῦρκοι καί Μανιᾶται πηγαίνουν κατά τοῦ Κουμουντουράκη. (Συμμάχησε ὁ Γρηγοράκης μέ τούς Τούρκους γιά νά γίνει αὐτός μπέης τῆς Μάνης καί ἐπιτέθηκε στόν Κουμουντουράκη).
Βλέπω μικρά μπαϊράκια εἰς ταῖς Καπετανῖαις, συμβούλευσα νά μήν πᾶμε μέσα εἰς τήν Μάνη, ἠθέλαμε νά πιάσωμε τό κάστρο τοῦ Κουμουντουράκη τέσσαρες ὥραις μακρυά ἀπό τήν Καλαμάτα. Οἱ Καπετανάκιδες καί ἄλλοι Μανιάταις μας πολέμησαν, ἐλαβώθηκα.
Ἐπιάσαμε τόν πύργον, ἔπειτα διά νυκτός ἀνέβημεν εἰς τό κάστρο. Οἱ πατζαοῦρες (τά βόλια πού δέχτηκε ἀπό πυροβολισμό) τῆς λαβωματιᾶς ἦτον μέσα. Ὁ Παναγιώτης Μούρτζινος καί ὁ Χρηστέας, φίλοι πατρικοί, τούς γράφω ἕνα γράμμα, μέ κάθε συμβιβασμό νά ἔβγω, νά ὑπάγω εἰς τήν Μάνην νά γιατρευθῶ. Οἱ Μούρτζινοι λέγουν εἰς τόν Σερεμέτ Μπέη νά ἐβγάλουν τούς κλέφταις διά νά ἀδυνατίση ὁ Κουμουντουράκης, καί ἔτζι ἐγέλασαν τόν Σερεμέτ μπέϊ νά ἔβγω ἐγώ ἀπό μέσα, καί μοῦ εἶπαν νά ἔβγω μέ ὅλους μου τούς ἀνθρώπους. (Εἶπαν στούς Τούρκους νά βγοῦν οἱ Κλέφτες, τάχα γιά νά ἀδυνατίσει ὁ ἀντίπαλος, ἀλλά ἤθελαν νά βοηθήσουν τόν Κολοκοτρώνη πού ἦταν τραυματίας νά ξεφύγει. Βλέπουμε ὅτι οἱ Μανιάτες ἦταν χωρισμένοι καί πολεμοῦσαν οἱ μέν τούς δέ στίς ἐμφύλιες συρράξεις καί βεντέτες, ἀλλά μετά ἐπανασυνδέονταν.) Ὁ Κουμουντουράκης ἐπαραδόθηκε καί τόν πῆρε ἡ ἁρμάδα σκλάβον, ἐγιατρεύθηκα ἐγώ ἐπῆγα εἰς τό ἀρματωλίκι μου.
Μοῦ ἔπεσαν οἱ προεστοί καί ὁ κύρ Γιάννης (Δεληγιάννης) καί μοῦ λέγουν: δέν εἶναι καλόν νά κινδυνεύης εἰς τήν Μάνην καί νά φέρεις τήν φαμίλιάν σου εἰς τήν Καρύταινα. (Τοῦ εἶπαν οἱ προεστοί νά ἀφήσει τήν Μάνη καί νά γυρίσει μέ τήν οἰκογένειά του στήν Καρύταινα). Τά ἔβγαλα τά παιδιά μου εἰς τήν Καρύταινα καί ἐκατοίκησα εἰς ἕνα χωριό Στεμνίτζα.»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
Τό 1792 βρέθηκε νά ὑποστηρίζει, μαζί μέ τόν Ζαχαριᾶ, τή μεγάλη ὑποχώρηση τοῦ θρυλικοῦ κλέφτη Ἀνδρίτσου (πατέρα τοῦ Ὀδυσσέα) ἀπό τή Μάνη πρός τίς βορεινές ἀκτές τοῦ Μοριά. Ἀπό τήν παραλία τῆς Βοστίτσας τόν συνόδευσαν ἀπέναντι στή Ρούμελη στό χωριό Ἄσπρα Σπίτια. Κατά τήν διάρκεια τῆς “Ξενοφώντειας” αὐτῆς πορείας, οἱ Ρωμιοί ἦρθαν σέ ἐπανειλημμένες συγκρούσεις μέ τούς Τούρκους καί τούς ἐπέφεραν ἀπώλειες μέ ἑκατοντάδες νεκρούς. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα θά ἄρχιζε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τήν κλεφτουριά τοῦ Μοριά.
Ἡ Ὑψηλή Πύλη ἔβαλε μπρός νά ἀφανίσει τούς κλέφτες πάσει θυσία. Ὁ σουλτάνος μοίρασε πολύ χρυσάφι καί πότε μέ ἐκβιασμούς πότε μέ ὑποσχέσεις κέρδισε τή συνεργασία τῶν κατσαμπάσηδων καί τῶν ἐπισκόπων. Οἱ προεστοί Ζαΐμης καί Ἰωάννης Δεληγιάννης συνεννοήθηκαν μέ τό βοϊβόντα τῶν Πατρῶν νά δολοφονήσουν τόν Πετμεζᾶ καί τόν Κολοκοτρώνη καί τά κατάφεραν στήν περίπτωση μόνο τοῦ Σουδενιώτη ἀγωνιστῆ.
«Ἐβγῆκε φερμάνι νά μᾶς σκοτώσουν καί τούς δύο Πετιμεζᾶ κι’ ἐμέ, 1802. Ἕνας βοϊβόδας τῆς Πάτρας ἐνήργησε αὐτό – τό φιρμάνι ἔλεγε: Ἤ τούς δύο ἠμᾶς ἤ τά κεφάλια τῶν κοτζαμπασίδων. Ἐσκότωσαν τότε τόν Πετιμεζᾶ εἰς τά Καλάβρυτα καί ἔστειλαν τό κεφάλι του εἰς τήν Τριπολιτζά. (Ὁ Ἀθανάσιος Πετιμεζᾶς, στίς 11 Ἰουνίου 1804 πολιορκήθηκε ἀπό τούς Τούρκους στόν οἰκογενειακό του πύργο στά Σουδενά καί ὕστερα ἀπό δεκάωρη ἀντίσταση τραυματίστηκε δόλια προδομένος ἀπό ἕναν ἔμπιστό του Ὀθωμανό καλούμενο Ἀχμέτ – Πετιμεζᾶ. Τό κεφάλι του στάλθηκε στό σεράϊ τοῦ μόρα – βαλεσί στήν Τρίπολη. Παιδιά του ἦταν οἱ Βασίλειος καί Νικόλαος Πετιμεζᾶς. “Τά παλικάρια Θανάση μου τά καλά, συντρόφοι τά σκοτώνουν”.)
Εἰς τά Μαγούλιανα ἐσκοτώσαμεν τούς Τούρκους, ἔκαια τά χωριά. Οἱ προεστοί βάζουν τόν Κόλια (Πλαπούτα), διά νά προσπέσει νά συμβιβασθοῦμε, νά ἡσυχάσουμε. Μᾶς ἔδωσαν τό ἀρματωλίκι. Περάσοντας τρεῖς τέσσαρους μῆνες, ὁ Δελιγιάννης ἤθελε νά μᾶς χαλάσει, πλήν δέν ἠμπόρουσε. (Ὁ δαιμόνιος Κολοκοτρώνης γλύτωσε καί αὐτή τή φορά).»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη