1 Ιανουαρίου, 2025

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τοὺς ἀδικημένους καὶ κουρασμένους, τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ γένος, τὴ φυλὴ καὶ τὸ θρήσκευμα. Ἔτσι τὸ ὅραμά του τὸ ἔκανε πραγματικότητα ἰδρύοντας ἕνα πρότυπο καὶ γιὰ τὶς μέρες μας κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ σύστημα, τὴ «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα ποὺ λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καὶ ξενῶνας γιὰ τὴν φροντίδα καὶ ἰατρικὴ περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καὶ ξένων. Τὶς ὑπηρεσίες τοῦ τὶς πρόσφερε τὸ ἵδρυμα δωρεὰν σὲ ὅποιον τὶς εἶχε ἀνάγκη. Τὸ προσωπικὸ τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντὲς ποὺ προσφέρανε τὴν ἐργασία γιὰ τὸ καλό του κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καὶ σὲ ἄλλες ἐπισκοπὲς καὶ στοὺς πλουσίους ἕνα μάθημα νὰ διαθέτουν τὸν πλοῦτο τους μὲ ἕνα ἀληθινὰ χριστιανικὸ τρόπο. Πραγματικὰ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος ,τὸν 4ο αιώνα μ.Χ. νὰ ἱδρύσει καὶ νὰ λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα – πρότυπο. (Ἀπὸ Ἰστοσελίδα Μητρόπολης Κηφισιᾶς).
Ὁμιλία στὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου “Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω” (Λουκ. 12, 18).
Τί δὲν μηχανεύεσαι, στ’ ἀλήθεια, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρυσάφι; Τὸ σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Τὸ κρασὶ μετατρέπεται σὲ χρυσό. Τὸ μαλλὶ τῶν προβάτων σοῦ δίνει χρυσό. Κάθε ἐμπορικὴ δουλειά, κάθε ἐφεύρεση σοῦ ἐπιδαψιλεύει χρυσό. Ὁ ἴδιος ὁ χρυσὸς σοῦ γεννάει χρυσό, μὲ τὸ νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὰ δανείσματα καὶ τοὺς τόκους ποὺ ἐπιβάλλεις. Παρὰ ταῦτα, δὲν ἐπέρχεται σὲ σένα κορεσμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία σου δὲν ἔχει τέλος. Στὰ λαίμαργα παιδιά, πολλὲς φορές, ἁπλόχερα τοὺς δίνουμε ὅ,τι ζητοῦν καὶ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παραχορτάσουν μὲ ὅσα ἐκεῖνα ὀρέγονται, ὥστε μὲ τὸν ὑπερβολικὸ κορεσμὸ νὰ τὰ βοηθήσουμε νὰ ἀποστραφοῦν καὶ νὰ σιχαθοῦν ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦν. Στὸν πλεονέκτη δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ὅσο πιὸ πολλὰ ἔχει, τόσο περισσότερα ἐπιθυμεῖ. «Ἂν ὁ πλοῦτος ρέει καὶ αὐξάνει, μὴν ἀφήνετε τὴν καρδιὰ σας νὰ προσκολληθεῖ σ’ αὐτόν», λέει ὁ Ψαλμωδός. […] [5]
Τί σὲ ἐμποδίζει λοιπὸν νὰ δώσεις τώρα κάτι ἀπὸ τὰ πολλὰ σου ἀγαθά; Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα σου; Δὲν εἶναι γεμάτες οἱ ἀποθῆκες σου; Δὲν εἶναι ἐπαγγελμένη ἡ ἀνταπόδοση καὶ ἡ Χάρη ποὺ θὰ λάβεις; Δὲν εἶναι ξεκάθαρη ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου; Ὁ πεινασμένος σβήνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ γυμνὸς ξεπαγιάζει ἀπὸ τὸ κρύο. Ὁ ὀφειλέτης πεθαίνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ σὺ ἀναβάλλεις γιὰ αὔριο τὴ συμπαράσταση σου πρὸς αὐτούς; Ἄκου τὸν προφήτη Σολομώντα ποὺ λέει: «Μὴν πεῖς στὸν φτωχό, πήγαινε τώρα καὶ ἔλα αὔριο καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω». Διότι «δὲν γνωρίζεις τί τέξεται ἡ ἐπιούσα». [6]
Καὶ ποιὸν ἀδικῶ, λέει ὁ πλεονέκτης πλούσιος, μὲ τὸ νὰ ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὴν περιουσία μου; Ἀλήθεια; Ἀλλὰ πές μου, ποιὰ εἶναι ἡ περιουσία σου, ποιὰ εἶναι τὰ δικά σου; Ἀπὸ ποῦ τὰ ἔλαβες καὶ τὰ ἔφερες στὴ ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλὲς φορὲς οἱ πλούσιοι ὅπως κάποιος ποὺ πιάνει θέση στὸ θέατρο, γιὰ νὰ ἔχει καλὴ θέα, καὶ ἔπειτα ἐμποδίζει τοὺς μετέπειτα εἰσερχόμενους νὰ βροῦν κι αὐτοὶ κάποια θέση, δικαίωμα ποὺ εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Δηλαδὴ καταλαμβάνουν οἱ πλούσιοι τὰ κοινὰ ἀγαθά, τὰ ἰδιοποιοῦνται, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔλθουν στὰ χέρια τοὺς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Εἶναι ἀληθινὸ πώς, ἂν ὁ καθένας κρατοῦσε αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειαζόταν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες του, καὶ τὸ περίσσευμα τὸ ἔδινε σὲ ὅσους τὸ εἶχαν ἀνάγκη, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας φτωχός. Δὲν βγῆκες γυμνὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας σου; Δὲν θὰ ἐπιστρέψεις πάλι γυμνὸς στὴ γῆ; Κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις τώρα ἀπὸ ποῦ τὰ ἔχεις; Ἂν μοῦ πεῖς ὅτι τὰ ἔχεις ἀπὸ τὴν τύχη, εἶσαι ἄθεος, διότι δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν Δημιουργό, οὔτε εὐχαριστεῖς τὸν Δωρεοδότη. Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι τὰ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεό, πές μου τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ μοιράζει σὲ μᾶς ἄνισα ὅσα χρειαζόμαστε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή; Γιατὶ ἐσὺ νὰ εἶσαι πλούσιος καὶ ἐκεῖνος νὰ εἶναι φτωχός; Γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖς ἐσὺ καλὸς οἰκονόμος καὶ νὰ λάβεις τὴ Χάρη καὶ τὸν μισθὸ τῆς καλῆς διαχειρήσεως καὶ τῆς πονετικῆς καρδιᾶς σου πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἐκεῖνος, ὁ φτωχός, γιὰ νὰ τιμηθεῖ μὲ τὰ μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς ποὺ θὰ καταθέσει, λόγω τῆς ἔλλειψης τῶν ἀναγκαίων.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τοὺς ἀδικημένους καὶ κουρασμένους, τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ γένος, τὴ φυλὴ καὶ τὸ θρήσκευμα. Ἔτσι τὸ ὅραμά του τὸ ἔκανε πραγματικότητα ἰδρύοντας ἕνα πρότυπο καὶ γιὰ τὶς μέρες μας κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ σύστημα, τὴ «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα ποὺ λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καὶ ξενῶνας γιὰ τὴν φροντίδα καὶ ἰατρικὴ περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καὶ ξένων. Τὶς ὑπηρεσίες τοῦ τὶς πρόσφερε τὸ ἵδρυμα δωρεὰν σὲ ὅποιον τὶς εἶχε ἀνάγκη. Τὸ προσωπικὸ τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντὲς ποὺ προσφέρανε τὴν ἐργασία γιὰ τὸ καλό του κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καὶ σὲ ἄλλες ἐπισκοπὲς καὶ στοὺς πλουσίους ἕνα μάθημα νὰ διαθέτουν τὸν πλοῦτο τους μὲ ἕνα ἀληθινὰ χριστιανικὸ τρόπο. Πραγματικὰ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος ,τὸν 4ο αιώνα μ.Χ. νὰ ἱδρύσει καὶ νὰ λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα – πρότυπο. (Ἀπὸ Ἰστοσελίδα Μητρόπολης Κηφισιᾶς).
Ὁμιλία στὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου “Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω” (Λουκ. 12, 18).
Τί δὲν μηχανεύεσαι, στ’ ἀλήθεια, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις χρυσάφι; Τὸ σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Τὸ κρασὶ μετατρέπεται σὲ χρυσό. Τὸ μαλλὶ τῶν προβάτων σοῦ δίνει χρυσό. Κάθε ἐμπορικὴ δουλειά, κάθε ἐφεύρεση σοῦ ἐπιδαψιλεύει χρυσό. Ὁ ἴδιος ὁ χρυσὸς σοῦ γεννάει χρυσό, μὲ τὸ νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὰ δανείσματα καὶ τοὺς τόκους ποὺ ἐπιβάλλεις. Παρὰ ταῦτα, δὲν ἐπέρχεται σὲ σένα κορεσμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία σου δὲν ἔχει τέλος. Στὰ λαίμαργα παιδιά, πολλὲς φορές, ἁπλόχερα τοὺς δίνουμε ὅ,τι ζητοῦν καὶ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παραχορτάσουν μὲ ὅσα ἐκεῖνα ὀρέγονται, ὥστε μὲ τὸν ὑπερβολικὸ κορεσμὸ νὰ τὰ βοηθήσουμε νὰ ἀποστραφοῦν καὶ νὰ σιχαθοῦν ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦν. Στὸν πλεονέκτη δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ ὅσο πιὸ πολλὰ ἔχει, τόσο περισσότερα ἐπιθυμεῖ. «Ἂν ὁ πλοῦτος ρέει καὶ αὐξάνει, μὴν ἀφήνετε τὴν καρδιὰ σας νὰ προσκολληθεῖ σ’ αὐτόν», λέει ὁ Ψαλμωδός. […] [5]
Τί σὲ ἐμποδίζει λοιπὸν νὰ δώσεις τώρα κάτι ἀπὸ τὰ πολλὰ σου ἀγαθά; Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα σου; Δὲν εἶναι γεμάτες οἱ ἀποθῆκες σου; Δὲν εἶναι ἐπαγγελμένη ἡ ἀνταπόδοση καὶ ἡ Χάρη ποὺ θὰ λάβεις; Δὲν εἶναι ξεκάθαρη ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου; Ὁ πεινασμένος σβήνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ γυμνὸς ξεπαγιάζει ἀπὸ τὸ κρύο. Ὁ ὀφειλέτης πεθαίνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ σὺ ἀναβάλλεις γιὰ αὔριο τὴ συμπαράσταση σου πρὸς αὐτούς; Ἄκου τὸν προφήτη Σολομώντα ποὺ λέει: «Μὴν πεῖς στὸν φτωχό, πήγαινε τώρα καὶ ἔλα αὔριο καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω». Διότι «δὲν γνωρίζεις τί τέξεται ἡ ἐπιούσα». [6]
Καὶ ποιὸν ἀδικῶ, λέει ὁ πλεονέκτης πλούσιος, μὲ τὸ νὰ ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὴν περιουσία μου; Ἀλήθεια; Ἀλλὰ πές μου, ποιὰ εἶναι ἡ περιουσία σου, ποιὰ εἶναι τὰ δικά σου; Ἀπὸ ποῦ τὰ ἔλαβες καὶ τὰ ἔφερες στὴ ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλὲς φορὲς οἱ πλούσιοι ὅπως κάποιος ποὺ πιάνει θέση στὸ θέατρο, γιὰ νὰ ἔχει καλὴ θέα, καὶ ἔπειτα ἐμποδίζει τοὺς μετέπειτα εἰσερχόμενους νὰ βροῦν κι αὐτοὶ κάποια θέση, δικαίωμα ποὺ εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Δηλαδὴ καταλαμβάνουν οἱ πλούσιοι τὰ κοινὰ ἀγαθά, τὰ ἰδιοποιοῦνται, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔλθουν στὰ χέρια τοὺς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Εἶναι ἀληθινὸ πώς, ἂν ὁ καθένας κρατοῦσε αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειαζόταν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες του, καὶ τὸ περίσσευμα τὸ ἔδινε σὲ ὅσους τὸ εἶχαν ἀνάγκη, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας φτωχός. Δὲν βγῆκες γυμνὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας σου; Δὲν θὰ ἐπιστρέψεις πάλι γυμνὸς στὴ γῆ; Κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις τώρα ἀπὸ ποῦ τὰ ἔχεις; Ἂν μοῦ πεῖς ὅτι τὰ ἔχεις ἀπὸ τὴν τύχη, εἶσαι ἄθεος, διότι δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν Δημιουργό, οὔτε εὐχαριστεῖς τὸν Δωρεοδότη. Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι τὰ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεό, πές μου τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ μοιράζει σὲ μᾶς ἄνισα ὅσα χρειαζόμαστε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή; Γιατὶ ἐσὺ νὰ εἶσαι πλούσιος καὶ ἐκεῖνος νὰ εἶναι φτωχός; Γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖς ἐσὺ καλὸς οἰκονόμος καὶ νὰ λάβεις τὴ Χάρη καὶ τὸν μισθὸ τῆς καλῆς διαχειρήσεως καὶ τῆς πονετικῆς καρδιᾶς σου πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἐκεῖνος, ὁ φτωχός, γιὰ νὰ τιμηθεῖ μὲ τὰ μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς ποὺ θὰ καταθέσει, λόγω τῆς ἔλλειψης τῶν ἀναγκαίων.