Βασίλης Ξυδιάς

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 2010. Αναφέρεται στην πρωτοβουλία μιας διευθύντριας σχολείου να αντικαταστήσει στη πρωινή σχολική προσευχή το «Πάτερ Ημών» με την «Προσευχή» του Γιάννη Ρίτσου (βλ. εδώ). Σκόπευα να το στείλω σαν επιστολή στον Ιό της Ελευθεροτυπίας, αλλά για διάφορους λόγους δίστασα, οπότε έμεινε αδημοσίευτο.

Τώρα, με αφορμή τον θόρυβο που γίνεται για τη σχολική προσευχή, είδα κάποιους να θυμούνται το γεγονός και να το αναφέρουν ως θετικό παράδειγμα (π.χ. εδώ). Σκέφτηκα λοιπόν πως ίσως θα άξιζε τον κόπο να διαβαστεί σήμερα, συμβάλλοντας ελπίζω σε μια σοβαρή συζήτηση με κριτήρια Παιδείας, πέρα από την ιδεολογική αντιπαράθεση “προοδευτικών-αντιδραστικών”, “άθεων-πιστών” κλπ.

Αγαπητοί φίλοι του Ιού. Πριν μερικές ημέρες το δικαστήριο δικαίωσε, από νομικής τουλάχιστον πλευράς, τις δασκάλες Στέλλα Πρωτονοταρίου και Ντενάντα Καρκάλο, που κατηγορούνταν διότι πριν από μερικά χρόνια διοργάνωσαν στο σχολείο τους επιπλέον βοηθητικά μαθήματα για μετανάστες, μαθητές και γονείς, εκτός του κανονικού ωραρίου. Η κατηγορία ήταν παρανοϊκή. Η αθώωση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Κι ευτυχώς, κάπως έτσι έκριναν και οι δικαστές.

Όμως εδώ, πέρα από τη νομική, την ηθική ή και την πολιτική διάσταση του πράγματος, τίθεται ένα ζήτημα παιδαγωγικών κριτηρίων. Διότι αν είναι να δικαιωθεί και ως προς την ουσία της η εκπαιδευτική πρωτοβουλία των δύο «κατηγορουμένων», αυτό έχει να κάνει κυρίως με το αν και πώς θα επηρεάσει την εκπαιδευτική πράξη. Και από την άποψη αυτή ένα βασικό ζητούμενο είναι να ανοίξει επί της ουσίας η συζήτηση γύρω από τα θέματα που ετέθησαν, όχι μόνο από τα βοηθητικά μαθήματα, αλλά από όλες τις ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες της εμπνευσμένης αυτής και θαρραλέας εκπαιδευτικού, Στ. Πρωτονοταρίου, ως διευθύντριας τότε του 132ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών στην Γκράβα.

Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να δούμε μια ειδική πλευρά αυτών των πρωτοβουλιών, που έχει να κάνει με τη σχολική προσευχή. Είναι ένα θέμα που την ώρα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως επιμέρους ή δευτερεύον, αλλά που έχω την εντύπωση ότι αξίζει να συζητηθεί, κυρίως από την άποψη – ξαναλέω – των κριτηρίων. Διότι, αν μιλάμε από ένα επίπεδο και πάνω, το ζήτημα δεν είναι βέβαια μόνο το τί κάνουμε, άλλα και πώς το κάνουμε.