Του Μάνου Λαμπράκη
Στην προσευχή δεν λέγεται τίποτα αλλά συμβαίνει το παν. Εκεί όπου τελειώνει η επιθυμία για νόημα, αρχίζει ο χώρος του Θεού. Η προσευχή δεν είναι μια πράξη του ανθρώπου. Είναι το ρήγμα της ύπαρξης, είναι η σιωπή που διασώζει την ετερότητα του Θεού μέσα στην εξάντληση του κόσμου. Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται, δεν επικοινωνεί· κατοικεί. Δεν ζητά αλλά παρίσταται. Όχι μπροστά στον Θεό, αλλά μέσα Του, «ὡς παῤῥησίᾳ προσερχόμενος τῷ θρόνῳ τῆς Χάριτος» (Ἑβρ. 4,16).
Η προσευχή είναι το τελευταίο αρνητικό, το τελευταίο «όχι» στον κόσμο της διαρκούς απόδοσης. Είναι μια μορφή μη-χρήσης, ένα πέρας κάθε χρηστικότητας, ένας χώρος όπου το άχρηστο αποκτά απεριόριστη αξία. Όταν ο μοναχός κάθεται στο στασίδι του και επαναλαμβάνει το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησόν με», δεν μιλά φίλες και φίλοι, παραιτείται. Δεν ζητά. Γίνεται προσφορά. Η νοερά προσευχή είναι η άρνηση του εγώ ως θεμέλιου της ύπαρξης, είναι η αναπνοή που δεν θέλει να καταγραφεί.
«Ἡ προσευχή ἐστὶν συνομιλία καὶ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου· ἐν ὁμονοίᾳ δὲ καὶ ὁσίῳ βίῳ γίνεται ἡ ἔνωσις αὕτη»
(Ἅγιος Νείλος ὁ Ἀσκητής, PG 79, 1145C)








