Του Χρόνη Βάρσου
Αντιλαμβανόμαστε σήμερα το τι διακυβεύθηκε εκείνο το χάραμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν απερρίφθη το ιταλικό τελεσίγραφο υποταγής του πρεσβευτή Γκράτσι; Είμαστε σε θέση, ως λαός και πολιτικό σύστημα, ν’ αντλήσουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα για το σήμερα και να τα συσχετίσουμε με την νέα απειλή που αντιπροσωπεύει η νεοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν;
Μια απλή ματιά στην πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ευρώπης τον Οκτώβριο του 1940 και στον διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων που θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει η χώρα μας σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την Ιταλία –και εν γένει με τον Άξονα– θα ήταν αρκετή για να θεωρηθεί διπλωματική «τρέλα» η απόρριψη του τελεσιγράφου. Το ΌΧΙ της Ελλάδας φαινόταν εντελώς καταστροφική γεωπολιτική επιλογή, ιδίως με τα κριτήρια που θέτουν σήμερα οι οπαδοί του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας.
Η Ιταλία το 1940 ήταν μια περίπου μεσαία υπερδύναμη με πανίσχυρο ναυτικό. Ενδεικτικά η αναλογία υποβρυχίων με την Ελλάδα ήταν εκείνη την εποχή 119:6 (!) . Διέθετε ακόμη έμπειρους πιλότους με πολεμική δράση στην Ισπανία, τη Λιβύη και την Αιθιοπία και πληθώρα σύγχρονων αεροσκαφών. Στον στρατό ξηράς παρέτασσε μεγάλους αριθμούς σε προσωπικό, άφθονο υλικό σε πυροβολικό, όλμους, οχήματα και τεθωρακισμένα. Επιπλέον αποτελούσε μια χώρα 6πλάσια σε πληθυσμό, με κτήσεις στην Αφρική, πολλαπλάσιες εφεδρείες, απεριόριστες δυνατότητες αναπλήρωσης απωλειών, ανεφοδιασμού, μεταφορών, παραγωγής πολεμικού υλικού, και εγγύτητα με τα ελληνικά σύνορα (Αδριατική-Ιόνιο, Αλβανία, Δωδεκάνησα). Παράλληλα η ιταλική ηγεσία –πολιτική και στρατιωτική– χαρακτηριζόταν από αλαζονεία, αίσθημα υπεροχής και ασυγκράτητη φιλοδοξία, επιδιώκοντας την αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Βόρειο Αφρική.


