Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας




Το κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου

 Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αντί», τ. 463 την 05/04/1991. Αναδημοσιεύθηκε στην συλλογή κειμένων του ιδίου με τίτλο Από το χάος στο χαρτί, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995, σε επιμέλεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.

Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Γιώργο που μου έδωσε ήδη αντεγραμμένο το κείμενο κι έτσι διευκολύνθηκε κατά πολύ η ανάρτησή του.

Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.

Πώς ραγισμένη βάρβιτος θά βάλλῃ αρμονίαν;
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπῃ μελωδίαν;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i].

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Είναι ξεπερασμένος ο Γιώργος Ιωάννου;



από Στέλιος Κούκος


Ίσως! (Αλλά αυτό πρόκειται για υπόθεση εργασίας για να πάμε παρακάτω). Ξεπερασμένος, όμως, γιατί; Και αν αυτό αφορά την φόρμα… εργασίας του, δηλαδή το διήγημα, το πεζογράφημα, όπως το αποκαλεί ο ίδιος, σίγουρα όχι! Γιατί έχουμε και σήμερα εξαιρετικές ανάλογες δημιουργίες στο λογοτεχνικό αυτό… καλούπι. Και ως προς αυτό, μάλλον, θα μπορούσαν κάποιοι να ισχυριστούν πως ήδη έχουν προσπεράσει τον Ιωάννου!

Και αν αυτό ισχύει, είναι αρκετό για να πούμε άπαξ και διά παντός πως έχει ξεπεραστεί; Προσωπικά δεν το νομίζω και αυτό δεν είναι υπόθεση εργασίας. Αλλά αυτό θα πρέπει να το πω στο τέλος αν τελικά… συμφωνήσω και με τα λοιπά που θα παραθέσω! (Ευτυχώς που δεν είμαι ούτε κριτικός ούτε φιλόλογος και μπορώ δια του τρόπου του μεθοδολογικού αναρχισμού του Φέγεραπεντ να λέω και μια κουβέντα παραπάνω. Τι μια κουβέντα! Και έτσι να χαιρόμαστε και το γράψιμο και ελπίζω και εσείς την ανάγνωση! Προχωράμε…).

Μένει να εξετάσουμε τις εντάσεις στο έργο του, και γενικά το πλήρες φορτίο και φόρτωμα που κουβαλά μέσα του για να είναι συγχρόνως εύπλαστο, στιβαρό και, βεβαίως, άμεσο όπως πρέπει να είναι το διήγημα, και οπωσδήποτε ένα σύγχρονο ποίημα.

Πράγματι, υπάρχουν σήμερα κάποιοι διηγηματογράφοι οι οποίοι εξέλιξαν το είδος. Μερικοί από αυτούς, μάλιστα, δεν θα αρνιόντουσαν πως πράγματι «πάτησαν» στον Γιώργο Ιωάννου και κάποιοι άλλοι μπορεί και όχι. (Οι τελευταίοι, ίσως, και να ισχυριστούν πως πάτησαν τον Ιωάννου. Λέμε τώρα)!

Όπως και να έχει η εντύπωσή μου είναι πως δύσκολα μπορούμε να βγάλουμε τον Ιωάννου από την μέση και πως φίλοι και εχθροί πέρασαν διά μέσου του έργου του.

Η μικρή φόρμα, το διήγημα, έμοιαζε στα χέριά του ως ένα τέλειο και σχεδόν πρωτότυπο «εργαλείο» κι ας μην ήταν καθόλου πρωτότυπο. Προφανώς, όμως, δεν ήταν η φόρμα που του έδινε λάμψη, αλλά ο ίδιος έδωσε λάμψη και νέα ζωή στην φόρμα αυτή! Η προσωπική του χρήση, η δική του «εκμετάλλευσή» της. Ο ευρύτερος κόσμος του. Εσωτερικός και εξωτερικός!

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Σχόλιο για τη «Φόνισσα»




του Χρίστου Π. Φαράκλα


Είδα τις προάλλες τη «Φόνισσα» στα Ολύμπια. Ήταν ένα έργο συναρπαστικό, καλογυρισμένο, καλοπαιγμένο και από κάθε άποψη προσεγμένο αλλά… Παπαδιαμάντης ΔΕΝ ήταν. Το είχα καταλάβει αυτό και από τα διαφημιστικά τρέιλερ του έργου που είχα ήδη δει στην τηλεόραση και ήμουν περίπου προετοιμασμένος για το τι θα έβλεπα στην οθόνη. Γι’ αυτό δεν ξαφνιάστηκα και πολύ. Δεν θα ήθελα να καταπιαστώ εδώ με «βαθυστόχαστες αναλύσεις» και «διεισδυτικές κριτικές» αλλά να επισημάνω απλώς –ΟΧΙ απλά!– ότι η αναμέτρηση των παραγόντων του έργου με τον κολοσσό που λέγεται Παπαδιαμάντης δεν ήταν απλώς άνιση αλλά και καταδικασμένη εξαρχής, αν όχι σε παταγώδη αποτυχία, τουλάχιστον σε απόλυτη αστοχία. Και εξηγούμαι:
Αστοχία –και μάλιστα τύπου βολής στον… γάμο του Καραγκιόζη!– είναι να δημιουργείται στον θεατή η εντύπωση ότι πρόθεση του Παπαδιαμάντη στη «Φόνισσα» είναι να καταδικάσει την πατριαρχία και τις συνέπειές της. Ο Παπαδιαμάντης με τη «Φόνισσα» δεν κοινωνιολογεί. Ούτε γράφει ένα ψυχολογικό ή αστυνομικό θρίλερ. Το κοινωνικό πρόβλημα που θίγεται στο παπαδιαμαντικό έργο –και που αποτέλεσε, ως φαίνεται, τη μέγιστη τιμή της εμβέλειας την οποία θα μπορούσε να λάβει η αντιληπτική δυνατότητα των συντελεστών του κινηματογραφικού έργου– είναι μόνο η αφορμή για να θέσει ο Παπαδιαμάντης ένα πολύ καίριο ηθικο-θεολογικό ζήτημα, το οποίο αφορά τα όρια ανάμεσα στο αγαθό και το κακό, και να διατυπώσει επ’ αυτού μία άποψη, η οποία, υπερβαίνοντας την ιεροεξεταστική νομικίστικη αντίληψη ότι το αγαθό και το κακό είναι επιδεκτικά οριοθέτησης, τσακίζει με επαναστατική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τόλμη τις αυτονόητες, και καθησυχαστικές ίσως, σχετικές παραδοχές και συμβάσεις.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


Η Φόνισσα

(Φραγκογιαννού)

Η Φόνισσα είναι νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για το δεύτερο συγγραφικό έργο του και θεωρείται ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και αποτελείται συνολικά από 17 κεφάλαια. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Η πλοκή του εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο.

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη...




Δημήτρης Τριάντος

Μορφώθηκε μόνος του, παρακολουθώντας επιλεκτικά μαθήματα, όπως μόνος του έμαθε αγγλικά και γαλλικά για να διαβάζει στο πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της εποχής του και όχι μόνο. Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας αφού βιοποριζόταν αποκλειστικά από τα γραπτά του συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά ως συγγραφέας και μεταφραστής.
Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Άστυ, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα, με φτάνουνε εκατό».

Πήγε στα γραφεία της εφημερίδας « Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος:

«-Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω;

 Δὲν τὰ θέλετε; Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

 –Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.
Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.

 –Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…

–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε. Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η Σαπφώ Νοταρά διαβάζει το διήγημα του Παπαδιαμάντη "Έρωτας στα χιόνια"



Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

"ΤΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΠΑΝΩΦ" του ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ




Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε ένας γέρος τσαγκάρης. Το όνομά του ήταν Πανώφ. Ο μπαρμπα-Πανώφ δεν ήταν πλούσιος. Όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι του. Δεν είχε πια κανένα κοντά του...

Είναι βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Ο μοναχικός ηλικιωμένος τσαγκάρης, μπαρμπα-Πανώφ, κατεβάζει από το ψηλό ράφι το παλιό καφέ βιβλίο, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα του και αρχίζει να διαβάζει...

Διαβάζει από το βιβλίο την ιστορία της γέννησης του Χριστού, την ιστορία δηλαδή των Χριστουγέννων. Καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του...

Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ, τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό!
Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει.
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν.  Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια.
Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει!
Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του!

Με την επιθυμία, λοιπόν, να τον επισκεπτόταν ο Χριστός και να του έδινε το δώρο του, ο μπαρμπα-Πανώφ αποκοιμήθηκε...
Ακούει τότε τον Χριστό να του λέει: «Μπαρμπα-Πανώφ, έχεις την επιθυμία να με δεις, να έλθω στο μαγαζάκι σου και να μου προσφέρεις κάποιο δώρο. Αύριο, λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κοιτάζεις έξω στον δρόμο και θα με δεις να έρχομαι. Πρόσεξε να με αναγνωρίσεις!»

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

ΟΛΙΓΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΦΟΡΗΤΗΣ "ΦΟΝΙΣΣΟΛΟΓΙΑΣ",



Του Νίκου Σταθόπουλου


ΟΛΙΓΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΦΟΡΗΤΗΣ "ΦΟΝΙΣΣΟΛΟΓΙΑΣ", με την woke εργαστηριακή παράκρουση και την αυτάρεσκη αμάθεια να σκαρώνουν Ψέματα χρήσιμα για "χρήσιμους ηλίθιους".....

........................στα 1903, στο περιοδικό Παναθήναια, δημοσιεύεται, σε συνέχειες, το αριστούργημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη "Η Φόνισσα", ένα, κατ' εμέ, εκ των δέκα σημαντικότερων λογοτεχνικών κειμένων στην ελληνική γλώσσα, από την εποχή του Ομήρου...καρπός της ωριμότητας του Αλ.Π., συμπυκνώνει τη λογοτεχνική του πείρα και την προσωπική του εμπειρία ζωής : είναι ο μοναδικός που μπορεί να βγάζει "σύγχρονη αγωνία" και όντως διαφωτιστικό ρεαλισμό από την "Αμαρτωλών Σωτηρία" του Αγαπίου Λάνδου!...γι' αυτό, άλλωστε, μισήθηκε όσο κανείς από τους "προοδευτικούς"(της κλίκας Δημαρά) αλλά και από τους παραεκκλησιαστικούς κύκλους της όντως φασίζουσας θρησκοληψίας πού τόσο αποστρεφόταν!...

.............................ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει, μόνον αυτό από όλα τα έργα του, "κοινωνικόν μυθιστόρημα"...

............................γιατί τάχα;...διότι : 
α) θέλει, αντιδιαστέλλοντάς το προς τα "ιστορικά μυθιστορήματα" με τα οποία έχει ταυτιστεί, να αναδείξει την εστίαση σε ένα οξύ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, άρα σε κάτι και υπαρκτό που αφορά το κοινωνικό σύνολο ως "ενιαίο όλον συνθηκών"...και, 
β)δεν επιθυμεί να ταυτιστεί με "μερικούς προβληματισμούς", όπως. λόγου χάρη, "της γυναικείας απελευθέρωσης", για την οποία, άλλωστε, στο ίδιο το έργο είναι σφόδρα επικριτικός σαρκάζοντας τα εκπαιδευτικά ήθη της νέας δασκάλας η οποία "ωθεί τα κοράσια να χειραφετηθώσιν"!...και λίγο μετά επιτίθεται με ένταση και τη γνωστή του φινετσάτη ειρωνεία στους "μοδέρνους" με τα "νέα ήθη εξ Εσπερίας"!...είναι αναίδεια και ντροπή και τεκμήριο βλακείας να "εφευρίσκεις" φεμινισμό (έστω και "ερμηνευτικά") στη σκέψη αυτού του Θεοφοβούμενου 'Γίγαντα" της ελληνικής παράδοσης και γλώσσας!...

''Για ένα φιλότιμο'', 1964

† 13-12-43

Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

Το διήγημα ανήκει στη συλλογή του ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

________

''Για ένα φιλότιμο'', 1964

(Κατά την Περίοδο της Γερμανικής κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη, στην Κάντανο, στη Βιάννο και σε τόσα άλλα μέρη ποτισμένα με αίμα αθώων).
________________

''Για ένα φιλότιμο'', 1964


Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια.

 Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. 

Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά.

 Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,

που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,

φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...

Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του.

 Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.
Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: 

Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.


ΠΗΓΗ: 
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Τα καράβια - Του Φώτη Κόντογλου


Τα καράβια

Του Φώτη Κόντογλου

(Από άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 20/12/1953)
Καπετάν Νικόλας Γρίτσας, Αϊβαλιώτης. 
Από το βιβλίο "Τ' Αϊβαλί η πατρίδα μου", εκδ. Μεταίχμιο 


Σαν ήμουνα μικρός βρισκόντανε ακόμη πολλά καράβια. Έφταξα σκαριά που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζουγραφισμένα. Όσα σκαριά κι αρματωσιές  ζούνε ακόμη δεν είναι να λογαριάζονται. Βρίσκουνται σα να πούμε για παρηγοριά. 

Τα μεγάλα, τα καλά τα σκέδια τα ‘φαγε ο ατμός και η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Σήμερα όλα τα ίδια είναι, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά τα χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του. Όπως διάλεγε την κοπέλα που θα ‘παιρνε γυναίκα έτσι διάλεγε και το σχέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζωγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια (ή να γράφουνε λογής λογής τραγούδια στην πρύμη :

 «Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζωγραφισμένη
σύντα μπουντάρω τα πανιά σε βρίσκω μπερδεμένη»


Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσάτα κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απάνω στην ακρογιαλιά. Τα καράβια που ‘ναι φουνταρισμένα στ’ ανοιχτά σκαμπανεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στον γαρμπή και μια στον  μαΐστρο. Τα ψαροπούλια κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγος και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνω σε καμιά τράτα που την έχουνε βουλιάξει τα αφεντικά της για να φύγουνε οι κοριοί. 

Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι σαν είμαστε μικροί πως μας τράβαγε το μέρος που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες. Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκείνων που πελεκούσανε κι εκείνων που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα. Σαν τα τραβούσανε έξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κι εμείς τις μανέλλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο. Καπεταναίοι με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλυτοι, μ’ ένα μαντήλι για σαρίκι γύρω από το κεφάλι, λιοψημμένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών λογιών φάτσες, πολεμάγανε σα τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια που ήτανε αραδιασμένα το ΄να δίπλα στ’ άλλο. 

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

“ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ”- ΒΊΝΤΕΟ



H ομορφιά σώζει τον κόσμο



από Αντίφωνο

Δραματική οικογενειακή σειρά σε 12 επεισόδια. Βασισμένη στην κλασσική ρωσική νουβέλα του Ντοστογιέφσκι.


Τέσσερις αδελφοί Καραμαζόφ. Ο κάθε ένας με τη μοναδική του προσωπικότητα και τις διαφορετικές του επιθυμίες. Καθοδηγούμενοι από έντονα, ανεξέλεγκτα συναισθήματα οργής και εκδίκησης, θα εμπλακούν όλοι στη βάναυση δολοφονία του απεχθούς πατέρα τους. Η σειρά ξεδιπλώνει ένα μεγάλο έπος που επιχειρεί να εμπλακεί στην πιο σκοτεινή καρδιά του ανθρώπινου είδους, και να κατανοήσει το αληθινό νόημα της ύπαρξής τους.

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Νίκος Γαβριήλ Πεντίκης: Ξαναδιαβάζοντας τον «παιζωγράφο»

Μια νέα φάση στην πρόσληψη του Θεσσαλονικιού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη εγκαινιάζει η επανέκδοση των έργων του από τις εκδόσεις Δόμος, με πρώτο το νεανικό μυθιστόρημα «Αντρέας Δημακούδης».

Λαμπρινή Κουζέλη



Ηκατακτημένη θέση στα ελληνικά γράμματα του πεζογράφου και ζωγράφου – «παιζωγράφο» αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του – Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) ορίζεται από τις σταθερές της γενέτειράς του, της «μητέρας Θεσσαλονίκης», της λογοτεχνικής συντροφιάς των πρωτοποριακών περιοδικών Μακεδονικές Ημέρες και Κοχλίας, τις μοντερνιστικές τεχνικές που χρησιμοποίησε στα γνωστά του μυθιστορήματα και τη σχέση του με μια βυζαντινών καταβολών Ορθοδοξία.

Εμβληματική μορφή της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης όσο ζούσε, με το φαρμακείο του να αποτελεί σημείο συνάντησης των διανοουμένων της πόλης, παραμένει ωστόσο αταξινόμητος, ένας συγγραφέας «προσωπικός», μιας «απροσάρμοστης ιδιοτυπίας», κατά τον Λίνο Πολίτη, ένας συγγραφέας mainstream και ταυτόχρονα cult θα λέγαμε σήμερα, ίσως γι’ αυτή την ιδιαίτερη σύζευξη στη ζωή και στο έργο του της μοντερνιστικής πρωτοπορίας με την ορθόδοξη πνευματικότητα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους έχει κινηθεί και η πρόσληψη του έργου του, με έμφαση αρχικά στον Πεντζίκη του εσωτερικού μονολόγου και της συνειρμικής γραφής των πεζογραφημάτων Ο πεθαμένος και η ανάσταση (1944) και Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης (1966) και την προοδευτική μετακίνηση προς τον συγγραφέα της Ορθόδοξης ευαισθησίας. Η μετακίνηση αυτή αποτυπώνεται και στην πρόσφατη εκδοτική μεταστέγαση του έργου του από τις εκδόσεις Αγρα στις εκδόσεις Εν Πλω με το imprint «Δόμος», από τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει τα Απαντα του Παπαδιαμάντη και κείμενα του Λορεντζάτου, κεντρικών συγγραφέων αυτής της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

«Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου» (1906) Άπαντα τόμος 4ος, Σελ. 85-97




{...} Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας...

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

Μενέλαος Λουντέμης: Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι



Γεννήθηκε το 1912 ή το 1906 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία όπου εργαζόταν εκεί τα νεανικά του χρόνια.



Στην Ελλάδα ήρθε με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια αλλά οι γονείς του έχασαν τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Εργάστηκε από μικρός ως λούστρος, λαντζέρης και βοσκός, ενώ για μεγάλα διαστήματα έμενε άνεργος. Πολλοί τον χαρακτήρισαν και ως τον Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας.

Ο Λουντέμης υπήρξε πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης. Στα γράμματα εμφανίζεται το 1934 με τη δημοσίευση του διηγήματός του “Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια” στο περιοδικό Νέα Εστία. Το 1938 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων “Τα πλοία δεν άραξαν” και τιμάται με το Α’ Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας.

Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Μακρόνησο και τον Αη- Στράτη, μαζί με τον Ρίτσο, τον Θεοδωράκη, τον Κατράκη.




Στο έργο του Οδός Αβύσσου Αριθμός 0, ο Λουντέμης κάνει μια κατάθεση ζωής. Καταθέτει στον Ελληνικό Λαό την φρικαλεότητα της Μακρονήσου, τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Το 1956 μεταφέρεται από την εξορία στην Αθήνα για να δικαστεί για το βιβλίο “Βουρκωμένες Μέρες”, καθώς σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο αναφέρονται “…προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας” και “προπαγανδίζει τας πολιτικάς ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στην Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος”.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ο καπετάν-Στέλιος κι ο Βασίφ-εφέντης



Η πατρίδα μου τ’ Αϊβαλί είχε πολλά καΐκια και καράβια. Μα δεν τα ναυλώνανε ξένοι, αλλά οι ίδιοι οι Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τα λάδια και τα σαπούνια τους, που ήτανε τα καλύτερα στον κόσμο, όπως άκουσα να λένε και στη Μαρσίλια. Αλλά απ’ αυτά ταξιδεύανε στην Πόλη, άλλα στη Σμύρνη, και τα πιο μεγάλα ταξιδεύανε στη Βλαχιά και στη Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε το Μισίρι, στο Τριέτι και στη Μαρσίλια.

Τα μικρά σκαριά ήτανε αχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντούσκες, περάματα, πένες. Τα μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, με φαρδιές σκάφες, με πλώρη λοξή, σαν τους αχταρμάδες, και με τάκο πίσω στην πρύμη. Η αρματωσιά τους ήτανε δυο άλμπουρα, το ‘να με σταύρωσες, τ’ άλλο με μπούμα. Καραβόσκαρα δεν είχανε οι Αϊβαλιώτες. Καραβόσκαρα με δυο και τρία άλμπουρα ερχόντανε στ’ Αϊβαλί από άλλα μέρη, για να φορτώσουνε ή για να ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη και πλούσια πολιτεία, κ’ εύρισκε κανένας απ’ όλα τα πράγματα.
Ο καπετάν – Στέλιος ο Καρνιαγούρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στη Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του˙ ύστερα είχε πάρε – δώσε μοναχά με την Πόλη. Στην Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τον ξέρανε Ρωμιοί και Τούρκοι και τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός που ήτανε σοβαρός άνθρωπος και κουβαρντάς, αλλά και στο παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, εμορφάνθρωπος, λες κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. Όπου να ρωτούσες τον ξέρανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε Αϊβαλικλί – Στέλιο ή καμπουντάν – Στέλιο.

Η μπομπάρδα του άραζε πάντα στο ίδιο μέρος, και ξεχώριζε ανάμεσα στα λογής – λογής πλεούμενα, που μερμηγκιάζανε μέσα στο λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σαν τον καπετάνιο της, βαμμένο με μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, όλα σαν ζωγραφιστά. Ο τάκος της πρύμης ήτανε εμορφοσκαλισμένος με πλουμίδια σοβαρά, σαν να ‘τανε κανένα σκαλιστό προσκυνητάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδούρο, με δυο περιστέρια που βαστούσανε με τις μύτες τους μια κορδέλα οπού έγραφε: «Τους μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε».

Μια φορά έτυχε να βρεθούνε στην Πόλη δυο Αϊβαλιώτες καπετάνιοι, ο Στέλιος Καρνιαγούρος κι ο Νικόλας ο Κοντογιώργης ο Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, ευκολομίλητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε και φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στο Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οι δυο με τα μαρκούτσια στο ‘να χέρι, με τα κομπολόγια στ’ άλλο. Ο Γρίτσας είχε τόση χάρη στην κουβέντα του, κι ο άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στο παρουσιαστικό του, που πηγαίνανε πάντα και καθόντανε κοντά τους ειδών – ειδών άνθρωποι, θαλασσινοί, εμπόροι και γραμματικοί.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Μας θέλουν γκαρσόνια, ταβερνιάρηδες, μαστροπούς, βαρκάρηδες, επιβήτορες, καμπαρετζούδες...



«Μας θέλουν γκαρσόνια, ταβερνιάρηδες, μαστροπούς, βαρκάρηδες, επιβήτορες, καμπαρετζούδες, μπουζουξήδες, χασισέμπορους, αχ αμάν αμάν και συρτάκι αμέ και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’αρμέγουν τον τόπο το κρασί, το λάδι, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τα ροδάκινα, το βαμπάκι, τα μάρμαρα, το βωξίτη, το λιγνίτη, τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.» 

Στρατής Τσίρκας γεννήθηκε σαν σήμερα  (23 Ιουλίου 1911 – 27 Ιανουαρίου 1980)


1911


Γεννιέται στο Κάιρο ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας. Συγγραφέας της κοσμοπολίτικης διασποράς, γόνος ελληνικής προσφυγικής οικογένειας, στρατευμένος διανοούμενος ήταν ένας άνθρωπος με πολλαπλές ταυτότητες και πλούσια πολιτισμική εμπειρία, η οποία ενισχύθηκε από τα ταξίδια του στην Ιταλία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Αυστρία, στην Παλαιστίνη, στη Γαλλία, στην Ελβετία και την Ισπανία.

Το 1927 δημοσιεύει στα «Παναιγύπτια» το πρώτο του πεζό με τίτλο «Φεγγάρι». Η πρώτη δημιουργική στιγμή της λογοτεχνικής γραφής συνοδεύεται και με τον αγώνα της βιοπάλης. Τον Ιούλιο του 1937 πηγαίνει στο Παρίσι, όπου γίνεται το Β` Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό. Ο Τσίρκας γράφει μαζί με τον Λάγκστον Χιούις τον «Όρκο» στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Αφιέρωμα στο άνθος της ανατολής και της πονεμένης Ρωμιοσύνης, Φώτη Κόντογλου


Αφιέρωμα στον ζωγράφο και συγγραφέα

της πονεμένης ρωμοσύνης Φώτη Κόντογλο

της Σοφίας Ντρέκου

† 13 Ιουλίου 1965 μετέστη ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμοσύνης για την Ρωμέϊκη Πολιτεία τ' ουρανού, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγαπητός σε πολλούς/ές από εμάς, Φώτης Κόντογλου. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο.

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φ. Κόντογλου από πολύ νωρίς προσανατολίστηκε στη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913 και κατόπιν έφυγε για το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με διαφορετικές σχολές της δυτικής ζωγραφικής. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Το αισθητήριο του κυρ-Φώτη Κόντογλου «αναβίωσε» την βυζαντινή αγιογραφία, έβγαλε στην επιφάνεια τεχνικές παλιές, έγινε ο μέντορας που γέμισαν οι ναοί μας ομορφιά με ύμνο στο Θεό και δογματική διδασκαλία (μπορεί να κυκλοφορούν άτεχνοι αγιογράφοι αλλά έχουμε και κάποιους που έχουν φτιάξει αριστουργήματα και δεν χορταίνεις να κοιτάς...!!!

Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη...

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ξέγνοιαστα νιάτα και κακά γεράματα


Τον καιρό που γύριζα τον κόσμο, βρέθηκα μια φορά στη Μαρσίλια, κ’ επειδή μ’ άρεζε αυτή η πολιτεία, κ’ είχα και κάμποσους καλούς φίλους εκεί πέρα, κάθισα ένα – δυο μήνες.
Έκανα παρέα με κάποιους Μαρσεγιέζους, που ήτανε όλοι τους ανοιχτόκαρδοι και καλοί άνθρωποι, προ πάντων ένας ζωγράφος, Γιάννης Λασά τ’ όνομά του, από καλό σπίτι, κ’ ένας άλλος Μποτρού, θαλασσινός, κ’ οι δυο τους ως εικοσιπέντε χρονώ, όσο ήμουνα κ’ εγώ. Μα ήτανε και κάμποσοι Ρωμιοί, ο Νικόλας ο Βαγής και ο Παναγής ο Γκαγκάνης, κι οι δυο πατριώτες μου, ο Νίκος ο Σαμιωτάκης από τις Φώκιες και κάποιοι άλλοι.

Τη Μαρσίλια ήμουνα ξαναπηγαιμένος άλλες δυο φορές πρωτύτερα, αλλά τούτη τη φορά έτυχε να κάνω γνωριμιά μ’ ένα γέρικο σκυλόψαρο, έναν θαλασσινό κοσμογυρισμένον, που καθότανε στην παλιά Μαρσίλια, στο μαχαλά του Σαν Βικτόρ, κι από κείνον έμαθα όλα τα μυστήρια του Παλαιού Πόρτου.

Εγώ καθόμουνα κοντά στην πλατεία Καστελάν. Δυο μήνες που κάθισα, πέρασε πολύ έμορφα. Τις περισσότερες φορές κοιμόμουνα τα ξημερώματα, γιατί τη νύχτα καθόμαστε ως την αυγή σε καμιά ταβέρνα του λιμανιού, σε κανέναν καφενέ της Καναμπιέρ ή στη ρου ντε Μελάν, με τα έμορφα τα δέντρα, που θαρρείς πως είναι Παράδεισος το καλοκαίρι, όλο δροσιά κι ανοιχτή καρδιά κι αλεγρία.

Σαν τύχαινε να σηκωθώ πρωί, πήγαινα πότε στον ζωολογικό κήπο κ’ έβλεπα τα θεριά και τα άλλα ζώα, πότε στο μουσείο που ‘ναι στον πύργο του Μπορελί, πότε σε καμιά παλιά εκκλησιά, πότε το μουσείο που ‘ναι μέσα στο παλάτι του Λονσάν. Αυτό το μουσείο απόμεινε μέσα στην καρδιά μου, γιατί εκεί πέρα βλέπεις ό,τι θαλασσινό υπάρχει στον κόσμο, από τα πιο μικρά κοχλίδια ως τα πιο μεγάλα θεριόψαρα, και καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι στη Μαρσίλια, τη βασίλισσα της θάλασσας.

Τις πιο πολλές φορές σεργιάνιζα μονάχος στο λιμάνι, μέσα στη φασαρία. Κόσμος παρδαλός πηγαινοερχότανε, άλλος μ’ ανασκουμπωμένα τα παντελόνια του, άλλος μ’ ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, άλλος μεθυσμένος, άλλος φορτωμένος ψάρια, άλλος χούγιαζε, άλλος χαχάνιζε, άλλος βλαστημούσε, άλλος κυλούσε ένα βαρέλι, άλλος πουλούσε μύδια, άλλος τα τηγάνιζε, άλλος βαστούσε μια μποτίλια στο χέρι του κ’ έπινε κρασί σα νά ‘τανε νερό και κουνιότανε ο χαλκός από το σκουλαρίκι που ‘χε στο ‘να τ’ αυτί του, όλοι τους ξυπόλητοι κ’ ηλιοκαμένοι, οι πιο πολλοί γελαζούμενοι, κόσμος κουρσάρικος. Μυρουδιές βαριές από κατράμια, από πιπέρια και κανέλες, τηγανιά, ψαρίλα, ανθρωπίλα, αρμύρα, κι ο ήλιος έβραζε από πάνω. Πολλοί τρώγανε μέσα στις ταβέρνες και τραγουδούσανε με κάτι φωνές βραχνιασμένες, γυναίκες ξεστηθωμένες μπαινοβγαίνανε, ίδιες γύφτισσες, με τα λουλούδια στ’ αυτί, μ’ ένα σωρό χάντρες στο λαιμό, σκουλαρίκια και βραχιόλια, μ’ ανασηκωμένα τα φουστάνια τους, με κάτι φρύδια σαν του κοράκου το φτερό. Άντρες και γυναίκες φωνάζανε σαν ζουρλοί, με κείνα τα φραντσέζικα που τα λένε σαν ιταλιάνικα. Πολλοί ναύτες μασούσανε καπνό και φτύνανε δω κι εκεί, άλλος τραβούσε ταμπάκο, άλλος είχε μια μαϊμού καθισμένη απάνω στον ώμο του, άλλος έναν παπαγάλο που έσκουζε πιο πολύ από τ’ αφεντικό του. Χέρια και ποδάρια μαλλιαρά, ψημένα από την άρμη, πιτσιλισμένα από την πίσσα, με κάτι δαχτυλιδάρες περασμένες στα δάχτυλα κι από τα δυο χέρια, που ήτανε πλουμισμένα με λογιών – λογιών ανάλια. Καράβια κρεμόντανε από το ταβάνι, γολέτες μ’ ανοιχτά πανιά, κι ορτσάρανε απάνου από τα κεφάλια όπτε φυσούσε ο αγέρας. Ουρές και φτερούγες από θεριόψαρα ήτανε καρφωμένες από πάνω από τις πόρτες.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσα, γύρισα να κοιτάξω έναν καραβίσιον, που έστριβε τσιγάρο με το ‘να χέρι, γιατί με τ’ άλλο σήκωνε ένα αγκουρέτο, κ’ έπεσα απάνω σ’ έναν άλλον βιαστικόν, που ερχότανε από τ’ άλλο μέρος. Αυτός μ’ έσπρωξε θυμωμένος και σήκωσε το χέρι του να με χειροτονήσει˙ μα, σαν γύρισα κατά κείνον το μούτρο μου, με γνώρισε και μου λέγει γελαστά:

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

5 ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ

Τι κάνει ένα παιδικό βιβλίο στ’ αλήθεια ξεχωριστό; Ποιο βιβλίο θα κρατήσουν τα παιδιά για χρόνια και θα επιστρέφουν σ’ αυτό ξανά και ξανά; Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, βγήκαμε στα βιβλιοπωλεία, ψάξαμε καλά στα ράφια ανακαλύψαμε πέντε βιβλία που αξίζει να έχει κάθε παιδί στη βιβλιοθήκη του.

Σύμφωνοι, μέχρι να βγάλουν το Δημοτικό οι μικροί και οι μικρές βιβλιοφάγοι θα διαβάσουν απνευστί και τους επτά τόμους Χάρι Πότερ, κάθε καινούργιο Dogman, όλες τις περιπέτειες του Σπασίκλα, της Ξενέρωτης ή και των Μυστικών 7 – αν έχουμε βάλει κι εμείς οι μεγάλοι λίγο το χεράκι μας. Αλλά με αυτά εδώ τα πέντε βιβλία, τα παιδιά θα πατήσουν παύση. Θα αρχίσουν να «ξεκλειδώνουν» κόσμους, άλλους κάπως γνωστούς, άλλους λιγότερο.

Ξεφυλλίζοντας θα γνωρίσουν την μοναδική ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, την αξεπέραστη τέχνη των κυκλαδικών ειδωλίων, τη μαγεία της κλασικής μουσικής, την αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα του Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τη γοητευτική ιστορία της Ακρόπολης. «Βουτήξτε» κι εσείς μαζί τους και χαρείτε τα, σελίδα σελίδα.

1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ, Πάνος Βαλαβάνης

Έχετε πάει με τα παιδιά στην Ακρόπολη; Αν σ’ αυτή την ερώτηση απαντάτε αρνητικά, ήρθε η ώρα να ανεβείτε στον ιερό βράχο με οδηγό σας το βιβλίο «Η ιστορία της Ακρόπολης – Εκεί όπου οι άνθρωποι συναντούσαν τους θεούς» (εκδόσεις Καπόν). Ένας έμπειρος αρχαιολόγος εξηγεί στον μικρό ανιψιό του όλα όσα θέλει να μάθει. Ο διάλογός τους, άμεσος και διασκεδαστικός, μας δίνει κάθε πληροφορία για την Ακρόπολη, τη γειτονιά της και την εποχή της.



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Εκδόσεις Καπόν

«Επιτέλους, φθάσαμε στον Παρθενώνα! Εξήγησέ μου, γιατί αυτός ο ναός είναι ο πιο σημαντικός απ’όλους!» λέει το παιδί κι ο θείος ξεκινά. Οι δυο τους κατηφορίζουν και στο μουσείο της Ακρόπολης. Γιατί η Αθηνά προσφέρει την ελιά;

Ψυχοσάββατον - Αλέξανδρος Μωραϊτίδης | Ο Ανδρέας Διαβάζει Κλασικά Διηγήματα