Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

«Το μοιρολόγι της φώκιας», Προσπάθεια για μια βαθύτερη ανάγνωση

Το διήγημα ΕΔΩ...




*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~
Ὁ Γιώργης Μανουσάκης ἐπιλέγει τὴ γραφὴ τῆς λέξης «μοιρολόγι» με οι καὶ ὄχι μὲ υ, ὅπως στὰ Ἅπαντα. Ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ ὀφείλεται, νομίζω, στὸ γεγονὸς ὅτι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» περιλαμβανόταν γιὰ χρόνια στὸ σχολικὸ βιβλίο Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα τῆς Γ΄ Γυμνασίου, (τῶν Καλαματιανοῦ, Μακρόπουλου, Κοντόπουλου). Φιλόλογος καθηγητὴς τῆς Γ΄ τάξης ὁ Μανουσάκης, τὸ δίδαξε καὶ τὸ σχολ. ἔτος 1978‒1979, ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο τῆς 16ης ἔκδοσης τοῦ 1978. Καὶ ἔχοντας, φαίνεται, ἀπὸ τὴν πολύχρονη διδασκαλία τοῦ διηγήματος, διαπιστώσει τὴν ἀνάγκη «γιὰ μιὰ βαθύτερη ἀνάγνωσή» του, ἀκούμπησε στὸ χαρτὶ τὶς σκέψεις του τὸ 1979, χρονιὰ ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ κείμενό του. Ὅμως «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» τὸ ἑπόμενο σχολ. ἔτος (1979-1980) δὲν ὑπήρχε στὸ νέο ἐγχειρίδιο τῆς Γ΄ γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (τῶν Γρηγοριάδη, Καρβέλη, Μπαλάσκα, Παγανοῦ). Οἱ ἐπιμελητές, (μὲ τοὺς Μηλιώνη καὶ Παπακώστα ἐπιπλέον), προτίμησαν νὰ τὸ μετακινήσουν στὸ ἀντίστοιχο ἐγχειρίδιο τῆς Β΄ Λυκείου, διατηρώντας τὴν ἐπίμαχη λέξη μὲ οι.

Ἐπιστρέφω στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ 1978· στὸ τέλος τοῦ διηγήματος ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πληροφορία: Ἐφημερίδα «Πατρίς», 13 Μαρτ. 1908. Ἀναζήτησα καὶ βρῆκα τὴν έφημερίδα: Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου). Καθημερινὴ Πολιτικὴ Ἀνεξάρτητος ἐφημερίς, ἱδρυτὴς ὁ ἠπειρώτης δημοσιογράφος Σπ. Μ. Σίμος, (μὲ γραφεῖα στὴν Ἀθήνα, ὅπως δηλώνεται). Στὸ ἀναφερόμενο φύλλο (ἀρ. 5112) δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο ἐνθουσιῶδες δίστηλο ἄρθρο, σὲ τέσσερεις ἑνότητες, μὲ ὑπέρτιτλο «Ἡ σημερινὴ φιλολογικὴ 25ετηρὶς» καὶ τίτλο: «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»· ἐνδιάμεσα ἡ γνωστὴ φωτογραφία του ἀπὸ τὸν Νιρβάνα (1906). Τὸ ἄρθρο ἔχει ὑπογραφὴ Σ. Μ. (ὑποθέτω τοῦ νεαροῦ τότε Σπύρου Μελᾶ). Ὁ ἴδιος μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου του ἀνακοινώνει: «Δημοσιεύομεν κατωτέρω ἓν ἀνέκδοτον διήγημα τοῦ διακεκριμένου διηγηματογράφου. Τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας» ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸ τάλαντον τοῦ διηγηματογράφου ἔχει δώσει εἰς τόσα μέχρι τοῦδε ἀριστουργήματά του. Ἡ ἁπλότης τῆς φράσεως, τὸ ζωντανὸν τῶν εἰκόνων του καὶ ἡ βαθεῖα περιπάθεια τῆς ἐμπνεύσεώς του ὑπάρχουν ζωηρότατα εἰς τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», εἰς τὸ σύνολον τοῦ ὁποίου τόσον δυνατὸς καὶ τόσον γνωστὸς ἐπιχύνεται ὁ τοπικὸς χρωματισμός». Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ διήγημα, μὲ τὸ μεγαλύτερο μέρος του στὴν ἑπόμενη σελίδα. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπιλέξει τὴ γραφὴ μὲ υ γιὰ οὐσιαστικὸ καὶ ρῆμα: «μυρολόι…», «μυρολογᾶ». — Α.Κ.

~.~

Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ «Μοιρολόγι τῆς φώκιας» δουλεύει μὲ τὸν τρόπο τοῦ σκηνοθέτη.[1] Μᾶς παρουσιάζει ἕνα-ἕνα τὰ τρία πρόσωπα τοῦ διηγήματος, παρακολουθώντας τα γιὰ λίγο σὲ μιὰν ἁπλὴ ἐκδήλωση τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς, ὣς μιὰ στιγμὴ πρὶν ἀπὸ τ’ ἄξαφνο δράμα. Στὸ σύντομο τοῦτο διάστημα ἔχει φυσήξει στὸ καθένα τους ὅση πνοὴ χρειάζεται γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, βέβαια, δὲ σημαίνει πὼς ὁ συγγραφέας κατευθύνει τοὺς ἥρωές του καὶ πὼς τὸ ἔργο μοιάζει σκηνοθετημένο.



Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ο ακροβολιστής


Το περίπλοκο υφάδι, ο λαβύρινθος γνώσεων, εκρήξεων και προκλήσεων της άκρως ερεθιστικής (προκλητικά και αναρχικά) γραφής του Ρένου Αποστολίδη

Γεωργουσόπουλος Κώστας


11 Αυγούστου 2018 | 06:00


Το κείμενο που ακολουθεί είχε σχεδιαστεί να συμμετάσχει στον «έρανον» κειμένων που τώρα φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Ρένο Αποστολίδη, παραγγελία των φίλων γιων του Στάντη και Ηρκου. Δεν έφτασε εγκαίρως λόγω δυσεπίλυτων εμποδίων προσωπικών. Πάντως το κείμενο αυτό είναι κυρίως προσωπικό και όχι αξιολογικό. Άλλοι σημαντικοί γνώστες του έργου στο αφιέρωμα τοποθετούν τον ξεχωριστό αυτόν λογοτέχνη, μαχητή και άνθρωπο στη θέση που του πρέπει στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.

Εγώ γνώρισα το έργο του Ρένου έφηβος στην επαρχία όπου μεγάλωσα γιατί ο πατέρας μου, φιλόλογος, γυμνασιάρχης το 1952, στην Καλαμπάκα, ήταν συνδρομητής πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (της «Νέας Εστίας» από το 1927!), ανάμεσα στα οποία και τα «Νέα Ελληνικά» (πρώτη περίοδο) του Ρένου Αποστολίδη. Εκεί νεαρός τότε έφηβος, «φανατικός για γράμματα», πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Νίκου Φωκά, της Μιμίκας Κρανάκη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, της Λύντιας Στεφάνου, του Αιμ. Χουρμούζιου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και κυρίως την άκρως ερεθιστική (προκλητικά και αναρχικά) γραφή του Ρένου Αποστολίδη. Ομολογώ πως στο άκρως επιθετικό εκείνο περιοδικό με οδήγησε η παρουσία της Μιμίκας Κρανάκη που είχε γεννηθεί στη Λαμία, την πατρίδα μου, και ήταν ιδιαίτερη μαθήτρια του πατέρα μου πριν φύγει το 1944 με το γνωστό γαλλικό πλοίο με τόσους άλλους κυνηγημένους (ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Ξενάκης) στο Παρίσι.

Εχοντας ως εφαλτήριο τη «Νέα Εστία» από το πρώτο τεύχος της είχα έρθει σε επικοινωνία και συχνά σε ταύτιση με κείμενα των συγγραφέων του "30. Ηταν λοιπόν για μένα (και για μερικούς συμμαθητές μου με το ίδιο χούι) ένα ηχηρό χαστούκι το μένος του Ρένου για τη γενιά του "30. Βλέπαμε βέβαια πως υπήρχε μια τιμιότητα σ" αυτή του την πολεμική. Τιμούσε και το τάλαντο και το συγγραφικό ήθος των συγγραφέων εκείνης της γενιάς. Την ενημέρωσή τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη σύγχρονη γραφή που άφηνε πίσω της την παρεξηγημένη στον τόπο μας ηθογραφία. Ο Ρένος όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη δημόσια εικόνα των συγγραφέων της γενιάς του "30, τις δημόσιες θέσεις τους, τις κριτικές τους προτιμήσεις που προωθούσαν επαναλαμβανόμενα μοντέλα γραφής και θεματογραφίας με τα σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, έργα τους.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

''Για ένα φιλότιμο'', 1964

† 13-12-43

Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

Το διήγημα ανήκει στη συλλογή του ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

________

''Για ένα φιλότιμο'', 1964

(Κατά την Περίοδο της Γερμανικής κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη, στην Κάντανο, στη Βιάννο και σε τόσα άλλα μέρη ποτισμένα με αίμα αθώων).
________________

''Για ένα φιλότιμο'', 1964


Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια.

 Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. 

Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά.

 Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,

που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,

φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...

Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του.

 Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.
Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: 

Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.


ΠΗΓΗ: 
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Ο ακροβολιστής

Το περίπλοκο υφάδι, ο λαβύρινθος γνώσεων, εκρήξεων και προκλήσεων της άκρως ερεθιστικής (προκλητικά και αναρχικά) γραφής του Ρένου Αποστολίδη
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου- ΤΑ ΝΕΑ -11 Αυγούστου 2018


Το κείμενο που ακολουθεί είχε σχεδιαστεί να συμμετάσχει στον «έρανον» κειμένων που τώρα φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Ρένο Αποστολίδη, παραγγελία των φίλων γιων του Στάντη και Ηρκου. Δεν έφτασε εγκαίρως λόγω δυσεπίλυτων εμποδίων προσωπικών. Πάντως το κείμενο αυτό είναι κυρίως προσωπικό και όχι αξιολογικό. Αλλοι σημαντικοί γνώστες του έργου στο αφιέρωμα τοποθετούν τον ξεχωριστό αυτόν λογοτέχνη, μαχητή και άνθρωπο στη θέση που του πρέπει στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.
Εγώ γνώρισα το έργο του Ρένου έφηβος στην επαρχία όπου μεγάλωσα γιατί ο πατέρας μου, φιλόλογος, γυμνασιάρχης το 1952, στην Καλαμπάκα, ήταν συνδρομητής πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (της «Νέας Εστίας» από το 1927!), ανάμεσα στα οποία και τα «Νέα Ελληνικά» (πρώτη περίοδο) του Ρένου Αποστολίδη. Εκεί νεαρός τότε έφηβος, «φανατικός για γράμματα», πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Νίκου Φωκά, της Μιμίκας Κρανάκη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, της Λύντιας Στεφάνου, του Αιμ. Χουρμούζιου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και κυρίως την άκρως ερεθιστική (προκλητικά και αναρχικά) γραφή του Ρένου Αποστολίδη. Ομολογώ πως στο άκρως επιθετικό εκείνο περιοδικό με οδήγησε η παρουσία της Μιμίκας Κρανάκη που είχε γεννηθεί στη Λαμία, την πατρίδα μου, και ήταν ιδιαίτερη μαθήτρια του πατέρα μου πριν φύγει το 1944 με το γνωστό γαλλικό πλοίο με τόσους άλλους κυνηγημένους (ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Ξενάκης) στο Παρίσι.

Εχοντας ως εφαλτήριο τη «Νέα Εστία» από το πρώτο τεύχος της είχα έρθει σε επικοινωνία και συχνά σε ταύτιση με κείμενα των συγγραφέων του "30. Ηταν λοιπόν για μένα (και για μερικούς συμμαθητές μου με το ίδιο χούι) ένα ηχηρό χαστούκι το μένος του Ρένου για τη γενιά του "30. Βλέπαμε βέβαια πως υπήρχε μια τιμιότητα σ" αυτή του την πολεμική. Τιμούσε και το τάλαντο και το συγγραφικό ήθος των συγγραφέων εκείνης της γενιάς. Την ενημέρωσή τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη σύγχρονη γραφή που άφηνε πίσω της την παρεξηγημένη στον τόπο μας ηθογραφία. Ο Ρένος όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη δημόσια εικόνα των συγγραφέων της γενιάς του "30, τις δημόσιες θέσεις τους, τις κριτικές τους προτιμήσεις που προωθούσαν επαναλαμβανόμενα μοντέλα γραφής και θεματογραφίας με τα σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, έργα τους.
Εφηβος ήμουν και όπως κάθε έφηβος ήμουν επαναστατημένος και σχεδόν παρίας πολιτικά (ο πατέρας μου ήταν εξόριστος για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση στον Εμφύλιο). Ηταν λοιπόν αναμενόμενο να προσχωρήσω, τουλάχιστον συναισθηματικά, στην αιχμηρή επιθετικότητα, συχνά την υψηλού ύφους λιβελογραφία, του Ρένου. Και δεν ήταν μόνο η θεματική των κειμένων του. Ηταν και το ύφος και το ήθος της γραφής. Αν υπάρχει κάποιο ανάλογο προηγούμενο στη νεοελληνική λογοτεχνία ήταν το ύφος, το αναρχικό και προκλητικά πολύπλοκο, του Γιάννη Σκαρίμπα, ενός συγγραφέα που ο Ρένος εκτιμούσε, αλληλογραφούσε και προέβαλλε στα περιοδικά του, όταν ο Κ. Θ. Δημαράς αποσιωπούσε τελείως την «Ιστορία της Λογοτεχνίας» του!
Νομίζω πως ο Ρένος εκτιμούσε στον Σκαρίμπα ό,τι χαρακτήριζε και τη δική του στάση στην αγορά των ιδεών εκείνες τις δύσκολες εποχές και για τις ιδέες, και για τα ήθη, και για την αισθητική. Μια κάθετη και απόλυτη άρνηση να αποδεχτούν τη νόρμα, τα στερεότυπα, την επίσημη επιδοκιμαζόμενη και βραβευόμενη ιδεολογία, άκρως μεγαλοαστική.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Χυμός πορτοκάλι



Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος

Στέλλα Σερέφογλου

Χυμός πορτοκάλι
Διήγημα, Κείμενα
Σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι. Έσκυψε να πάρει τις κάλτσες από το πάτωμα και κουτούλησε το κεφάλι στη γωνία του κομοδίνου. Δεν έδωσε καμία σημασία μολονότι ο χτύπος που βγήκε ήταν σκληρός και πυκνός. Λίγο αργότερα, στο λεωφορείο, θα τον κοίταζαν περίεργα. Στο γραφείο τα ίδια. Κάποιες ώρες πιο μετά κι ενώ σαπούνιζε τα χέρια του –μια συνήθεια που είχε από μικρό παιδί μετά το κατούρημα– θα έβλεπε το ξεραμένο αίμα πάνω από το φρύδι. Πήγε να πλυθεί και κοπάνησε τη μύτη στη μεταλλική βρύση. Δεν μάτωσε, όμως όπως τη ζούληξε με τις άκρες των δαχτύλων, αυτή έτριξε. Επέστρεψε γρήγορα στο γραφείο του.
Η δουλειά θα κυλούσε κανονικά. Οι κούπες του καφέ θα συνωστίζονταν άπλυτες στον νεροχύτη της μικροσκοπικής κουζίνας, θα μύριζε τσιγαρίλα μετά τις 4 που έφευγε το αφεντικό, η Ελισάβετ θα σκούπιζε με υγρομάντηλο το γραφείο της, λίγα σουσάμια θα τρύπωναν κάτω από έγγραφα, πέντε-έξι πρεζάκια θα μαζεύονταν στην απέναντι πολυκατοικία, όλα θα κυλούσαν πολύ κανονικά. Όλα, αν αυτός δεν έκανε μια αδέξια κίνηση την ώρα που έκλεινε το ντουλάπι και δεν του έπεφτε στο πόδι με δύναμη ο χοντρός, κίτρινος φάκελος με τις τελευταίες υποθέσεις.

Στην αρχή, ξαφνιάστηκε. Όσο τα δευτερόλεπτα όμως περνούσαν και το μεγάλο δάχτυλο άρχισε να μεγεθύνεται, ο πόνος γινόταν ολοένα και πιο οξύς. Έπρεπε να βγάλει το παπούτσι, όμως προτίμησε να πάει κουτσαίνοντας μέχρι τη γωνία να βρει ταξί.

Όπως έγειρε το κεφάλι, εντελώς σαστισμένος, για να κάτσει στη θέση του συνοδηγού, λίγο η άκρη της καράφλας βρήκε, εντελώς απροειδοποίητα, τη μεταλλική πόρτα, γαμώ την Πα…, δεν είχε βρίσει ποτέ του, δεν είχε σιχτιρήσει όλη μέρα, αλλά ο πόνος ερχόταν ανελέητος από όλες τις μεριές, σαν το υγρομάντηλο της Ελισάβετ που καθαρίζει κάθε απόγευμα τη γυάλινη επιφάνεια του γραφείου, κι όποιον πάρει ο Χάρος.

Τέσσερις ώρες αργότερα – αφού η αναμονή στα επείγοντα της πρωτεύουσας είναι κάτι που κρατάει πολύ. Κάταγμα του μεταταρσίου. Δύο ράμματα στο φρύδι. Καθαρισμός με betadine κι έπειτα αποστειρωμένη γάζα στα αριστερά του γυμνού κεφαλιού του. Κι αν ένιωθε κάποια ζαλάδα, οπωσδήποτε επίσκεψη στο πρώτο εφημερεύον. Ίσως πονούσε. Ίσως. Όταν τον ρώτησαν τι συνέβη, είπε τίποτα το ιδιαίτερο. Όμως οι γιατροί ήξεραν. Ήπιος ξυλοδαρμός. «Δεν είναι περιοχή να δουλεύει κανείς εκεί πέρα! Το υποβαθμίζουν το κέντρο για να τα ξεπουλήσουν όλα!», σχολίασε, δίχως ίχνος πρωτοτυπίας, ένας νεαρός επιμελητής.

Γύρισε σπίτι. Θεοσκότεινα. Ευτυχώς. Δεν άναψε το φως για να μην την ξυπνήσει.

Παραπάτησε στο σκαλί, στο σκαλί που ανεβοκατέβαινε τριάντα δύο χρόνια τώρα και χτύπησε με δύναμη το μικρό δάχτυλο του άλλου ποδιού στη μπρούντζινη οικογενειακή ομπρελοθήκη. Κοντοστάθηκε για λίγο για να μην ουρλιάξει. Δεν πόνεσε, αποκλείεται. Έπειτα ανέβηκε, στις μύτες των τραυματισμένων ποδιών, μέχρι το υπνοδωμάτιο. Ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και περίμενε να αποκοιμηθεί. Ήθελε να ησυχάσει, να σταθεί, έστω οριζοντίως, εν ειρήνη.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Πήρα να γράψω… βούρκωσα. Κι ο τόπος βουρκωμένος σήμερα… και βουβός, Μιχάλη μου!

Πήρα να γράψω… βούρκωσα. Κι ο τόπος βουρκωμένος σήμερα… και βουβός, Μιχάλη μου!

Του Χρήστου Μποκόρου

____



Ένα όνειρο παλιό, γραμμένο. 

 
Συνέχεια αναρωτιόμουνα τι ήθελα εγώ εκεί πέρα, δεν ήξερα κανέναν. Είμασταν, λέει, παραθεριστές κι επιστρέφαμε, παρέα μεγάλη, από μακρινό περίπατο, σούρουπο, βαδίζαμε σε μονοπάτι χωματένιο, χαμηλή βλάστηση γύρω, ρείκια, αφάνες, θρούμπη, δεσποινοβοτανάκια, ξερόχορτα, σκονισμένα όλα, καλοκαιρινά, ανεβοκατεβαίναμε λόφους, υψώματα ομοιόμορφα, προπορευόμουν, ο ήλιος έπεφτε, λιγόστευε και γλύκαινε το φως, σκοτείνιαζε σιγά σιγά και φάνηκε επιτέλους κάτω αριστερά μακριά ένας μικρός συνοικισμός, φώτα αναμμένα, κάτι σπιτάκια ανάμεσα σε κήπους, ήτανε λέει τα καταλύματα, ο προορισμός μας, μπορεί και να το λέγαν Σουμιτζού -ή Σουμιτζού να ‘ταν ο τόπος απ’ όπου επιστρέφαμε;

- δίπλα τους παραλία κι ανέδιναν μια πρόσκληση δροσιάς καθαριότητας και τάξης, ένιωθα ήδη κουρασμένος, χρειαζόμουν ένα μπάνιο χλιαρό ή έστω μια βουτιά στη θάλασσα, λόξεψα, κατευθυνόμουν προς τα ‘κει υπνωτισμένος, μεσ’ απ’ στους θάμνους πέρναγα, δεν είχε μονοπάτι κι άκουσα πίσω μου φωνές: που πας; μου λέγανε, από ‘κει δεν βγαίνει, έλα από δώ μαζί μας, κοίταξα πίσω κι είδα την παρέα πολύχρωμη, με κλαρωτά πουκάμισα και παρδαλά t-shirts, βερμούδες και σορτσάκια, σακκίδια στην πλάτη, καπελάκια, σκούρα γυαλιά, χρωματιστά μαντήλια και τιράντες, κανείς γνωστός, αλλόγλωσσοι απ’όλες τις φυλές του κόσμου, σκόρπιοι προχωρούσαν, κουβέντιαζαν, γελούσανε, χαρούμενοι κι ανέμελοι μου γνέφανε καλόβολα κάποιοι απ’ αυτούς να κάνω δεξιά σε μιαν ανηφορίτσα που ‘χε φιδίσιο μονοπάτι, το πήρα κι όλο ανέβαινα κοιτώντας που και που λοξά τον φωτεινό καταυλισμό που όλο απομακρυνόταν, άκουγα πίσω και τους άλλους αραιά ν’ ακολουθάνε, σκαρφάλωνα ώσπου σκοτείνιασε εντελώς, άρχισα πια ν’ ανησυχώ κι έπιασε να φυσσάει ένα αεράκι, όλο δυνάμωνε, σαν να έφερνε υγρασία βουνίσια, άκουγα πέτρες να κυλάνε και λιθάρια, έτρεμε κάτω απ΄ τα πόδια μου ο βράχος, γονάτισα να μη με πάρει ο αέρας που ερχόταν κι έφευγε, πότε υγρός, πότε ξερός, έφερνε κάτι ακατανόητες φωνές, μιαν αναστάτωση, έναν μικρό χαμό, κοίταξα πίσω, τίποτα, ούτε σπιτάκια ούτε φώτα πουθενά, οι άλλοι χαμένοι, γαντζώθηκα στο χώμα, στ’ αγριόχορτα, μπροστά γκρεμός, ήμουν στην άκρη του και κάτω χάος, πετρούλες ξεκολλούσαν, βροντολογούσανε και πέφταν στο κενό, κρατούσα με τα δάχτυλα σφιχτά το χώμα κι αυτό όλο γλύστραγε, μέναν οι χούφτες μου αδειανές, γδαρμένες, σκονισμένες, χώμα στα χείλια, σκόνη στη μύτη μου, παντού, να τη σκορπάει ο αέρας, η μυρωδιά της γης στα μάγουλα, στ’ αυτιά, στο δέρμα, στον λαιμό μου, κι ενώ φλετούραγε η ψυχή να φύγει, με πήρε μια ευωδιά, αγιόκλημα να ‘ταν, φούλι, γιασεμί, ή μήπως νυχτολούλουδο, ή λεμονανθοί;

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Γιώργος Θεοτοκάς

Κάθε  Σάββατο  μια  σταλιά  λογοτεχνίας        

Βιβλιοπωλείο Παίδευσις - Βασιλειάδης                                                                            

    Η σημερινή σταλιά είναι αφιερωμένη στο Γ. Θεοτοκά που κάποιες  μέρες πριν, στις 30 του Οκτώβρη, είχαμε την επέτειο της ''φυγής'' του (30-10-1966).



                                
  ''Πρωτοβρεθήκαμε το δεύτερο χρόνος της στερνής κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η καλύτερη εποχή του περασμένου μεσοπολέμου για την Ελλάδα. Ήταν ωραίο παλληκάρι, γεμάτος κέφι για τη ζωή, είχε μεγάλη πεποίθηση στα νιάτα, στον εαυτό του, στη γενιά μας και στα μελλούμενα του τόπου. Ενθουσιαζότανε όταν μπορούσε να πει : ''αισιοδοξώ'', ήταν η φύση του. Εκείνος αισθανότανε όμορφο τον κόσμο, εγώ τον έβλεπα χαλάσματα, πράγματα που του φαίνουνταν πολύ απλά, μου φαίνουνταν εμένα βουνά. Τον περνούσα πέντε χρόνια. Ήμουν πέντε χρόνια και κάμποσα μίλια πιο κοντά στην καταστροφή της Μικρασίας. Τον ξεχώριζε στα μάτια μου μια λαμπερή ευθύτητα. Αυτός ο Κωνσταντινοπολίτης δε μετάδινε διόλου τη ''βυζαντινή'' ατμόσφαιρα, γεμάτη επιφυλάξεις της συνείδησης και περιστροφές, που μου άφηναν οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι απ΄ όσους είχε τύχει να γνωρίσω. Ήταν αυθόρμητος και καθαρός.                                                                             
    Όσο για την ελληνική λογοτεχνία, κινούμασταν περίπου στον ίδιο κύκλο δασκάλων...                                     
...                                                                                                                 
   Ήταν φυσικό να γίνουμε φίλοι. Το πράγμα όμως που δεν είναι πολύ φυσικό, και γι αυτό του έχω μεγάλη ευγνωμοσύνη, είναι ότι, μέσα στους αναπότρεπτους κλυδωνισμούς μιας ταραγμένης ζωής, μείναμε το ίδιο φίλοι όπως ήμασταν στα νιάτα μας. Δεν είναι λίγο, όταν λογαριάσει κανείς ότι ήμασταν Έλληνες καλαμαράδες, και τι καταβροχθιστής φιλίας είναι το τυπογραφικό μελάνι. 

                            Γ. Σεφέρης                                             
                                                                                               
       Είναι σπουδαίο να μιλά έτσι για σένα κάποιος φίλος σου. Ένας φίλος ειλικρινής, δίκαιος, και ιδιαίτερα εάν είναι διπλωμάτης (οι διπλωμάτες έχουν την ικανότητα να διακρίνουν τους χαρακτήρες των ανθρώπων πιο εύκολα -είναι η φύση του επαγγέλματός τους), και ακόμα πιο ιδιαίτερα όταν ο φίλος σου αυτός είναι ο Γ. Σεφέρης. Το παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο απ΄ το κείμενο του Γ. Σεφέρη ''Η Συνομιλία Με Τον Φαβρίκιο''. Φαβρίκιο αποκαλούσε το Γ. Θεοτοκά ο Σεφέρης. Του φαινότανε ίδιος με τον Φαμπρίτζιο Ντελ Ντόγκο, τον ήρωα του Σταντάλ, εκείνον το ιδεαλιστή, ευθύ, αυθόρμητο και ορμητικό νέο, τον αβάσταχτα ερωτευμένο με τη ζωή και την Κλέλια, που είναι ο κεντρικός ήρωας του έργου του, ''Το Μοναστήρι Της Πάρμας''. Φαβρίκιο όμως λέγανε και ΄κείνον τον ακέραιου χαρακτήρα και εντιμότητας Ρωμαίο διπλωμάτη, τον οποίο ο βασιληάς Πύρρος προσπάθησε μάταια να εκμαυλίσει, του οποίου τα παραπάνω χαρακτηριστικά κοσμούσαν επίσης το χαρακτήρα του Θεοτοκά.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Η κοινωνική ανισότητα και η φτώχεια στο " Έγκλημα και Τιμωρία " του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκυ.



Μαντώ Μαλάμου 

Η φιλόλογος Μαντώ Μαλάμου συζητά με τον Κώστα Παππά στον Ρ/Σ της εκκλησίας της Ελλάδος για την κοινωνική ανισότητα και την φτώχεια στο " Έγκλημα και Τιμωρία " του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκυ.

Η εικαστική επιμέλεια έγινε από το https://antistudio.gr.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Σκέπτομαι λοιπόν, πως σε κάτι παρόμοιες απαγγελίες, στην ηχώ των λέξεων οφείλει κανείς ν΄αναζητήσει καταγωγή, κι όχι στα ληξιαρχεία


Της Ελένης Σκαβδη

Πέρα-δώθε στο βεραντάκι... Αρχισα τα φθινοπωρινά κόλπα. Έβλεπα απέναντι το Χλεμούτσι , τα φώτα της Ε.Ο Πατρών Πύργου, μια γραμμή που κάνει παρέλαση. συνομιλούσαν και δυο σκυλιά, ένα με τσιριχτή φωνή, του απαντούσε μια μπάσα ρυθμική... Τι να λέγανε γμτ! Εβηχε κι εκείνο το κουκουβαγιοειδές πουλί, χοροπηδούσαν και δυο τρεις νυχτερίδες τριγύρω, Επαναλήψεις, που έχω μαζί τους μια πρωτοφανή οικειότητα. Πάνω απ΄το κεφάλι μου η ουρά της Άρκτου... 

Γυρνάω ανάποδα για τη δω ολόκληρη, και μού ῤχεται εκείνη η προσευχή που έμαθα στους Εσπερινούς του Αη Λευτέρη -με έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί του-μόλις πήγα σχολείο, στην 1η Δημοτικού. Μου τη μάθαινε απαγγελία: "Βασιλεύ ουράνιε...παράκλητε το πνεύμα της αληθείας..." Είμαστε χωρισμένοι στο σπίτι σε δυο...προσευχικά κόμματα. Της Καλλιώς της άρεσε το "πάτερ ημών". εμένα και του Παντελή το "Βασιλεύ ουράνιε..." Η μαμά ήταν πιο λαϊκή, τραγουδούσε συχνά μαζί με την προσευχή και το "Αστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα..." Εγώ κι ο Παντελής είμαστε πιο...πολυτελείς!

 Βουτούσαμε στο στόμφο της γλώσσας, μας άρεσαν οι κλητικές... τά γάργαρα του ρυθμού! "Παράκλητε... πανταχού παρών...τα παντα πληρών... θησαυρός των αγαθών...ζωής χορηγός... Ελθέ και εσκήνωσον..." Τέτοια ελληνικά πρωτόμαθα ας είναι καλά οι Άγιοι Πατέρες... Με γοήτευε αυτή η απαγγελία, κι ας μη καταλάβαινα γρι το νόημα των λέξεων...

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Από πού να ξεκινήσω; Μάνος Ελευθερίου


*
Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

1938 – 2018

-> Από πού να ξεκινήσω;

Η κυριότερη ιδιότητα από τις πολλαπλές που έφερε ο Μάνος Ελευθερίου (ποιητής, πεζογράφος, ερευνητής, συλλέκτης, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός κ.ά.) και σίγουρα εκείνη που τον ανέδειξε ως μείζονα δημιουργό αφήνοντας το όνομά του στην ιστορία του νεότερου μας πολιτισμού υπήρξε σαφέστατα η στιχουργική. Από το τεράστιο, τώρα, σε όγκο στιχουργικό του έργο, κρίνουμε πως το καλύτερο δυνατό σημείο αφετηρίας αποτελούν τόσο οι κύκλοι τραγουδιών όσο και αρκετά από τα μεμονωμένα τραγούδια του που κυκλοφόρησαν κατά τη δεκαετία του 1970 (Άγιος Φεβρουάριος, Τα λαϊκά, Θητεία, Τροπάρια για φονιάδες, συμμετοχή σε δίσκους όπως οι: Σεργιάνι στον κόσμο, Γράμματα στον Μακρυγιάννη, Μικρές Πολιτείες κ.α.). Εδώ συναντούμε τη στιχουργική φωνή του Ελευθερίου έτοιμη και ώριμη να διαλέγεται με τα πλέον ιστορικά και κομβικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας (Δικτατορία, μετεμφυλιακή Ελλάδα, Μικρασιατική Καταστροφή, Επανάσταση του 1821), ανιχνεύοντας το αποτύπωμα και τις συνέπειές τους τόσο στο σώμα του λαού ως σύνολο όσο και στο κάθε άτομο ξεχωριστά ως μονάδα. Ο αναγνώστης / ακροατής θα αναγνωρίσει ορισμένα από τα διασημότερα τραγούδια του στιχουργού που ντύνουν έκτοτε παλλαϊκές συναυλίες και σχολικές επετείους, ενώ, παράλληλα, θα εξοικειωθεί με ορισμένες από τις βασικές θεματικές του κοινωνικού και πολιτικού τμήματος της προσωπικής του γραφής, διαμορφώνοντας μια αρκετά αντιπροσωπευτική πρώτη εικόνα της συνολικής του παρουσίας.
-> Τι να διαβάσω στη συνέχεια;

Από τη στιγμή που ο αναγνώστης έχει τοποθετηθεί ιδεολογικά κι αισθητικά στον πυρήνα της στιχουργίας του Μάνου Ελευθερίου, το επόμενο βήμα διαχέεται σε πολλαπλές κατευθύνσεις, σύμφυτες και με την εν γένει πολλαπλότητα του έργου του. Αφενός μπορεί κανείς να εντρυφήσει περαιτέρω στη στιχουργία του ώστε να παρατηρήσει τις μεταλλαγές της όσο η Μεταπολίτευση χάνει σταδιακά τα ριζοσπαστικά της προτάγματα και ο στιχουργός, παράλληλα, αρχίζει να έρχεται αντιμέτωπος με τα γηρατειά και το φάσμα της απογοήτευσης και του επερχόμενου θανάτου. Αφετέρου μπορεί να αποτολμήσει και το επόμενο βήμα στα υπόλοιπα τμήματα του έργου του, είτε στο αμιγώς ποιητικό του κομμάτι που διαλέγεται με την κοινωνική και υπαρξιακή διάσταση της μεταπολεμικής ποίησης είτε στο ερευνητικό / δοκιμιακό που τοποθετείται κριτικά επάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις του στιχουργικού, μουσικού και ποιητικού τοπίου, περιγράφοντας, ταυτόχρονα, και την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής με τρόπο εύληπτο, κατανοητό και σε κάθε περίπτωση απολύτως προσβάσιμο κι όχι εξεζητημένο φιλολογικά.

-> Από πού να ΜΗΝ ξεκινήσω:

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Η Σταχτοπούτα φοράει Πράντα: Γυναίκες και Λογοτεχνία




Είναι κοινό μυστικό ότι λογοτεχνία σήμερα διαβάζουν κυρίως οι γυναίκες. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν παντού. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία που λέει ότι έτσι ήταν πάντοτε. Ιδιαίτερα το μυθιστόρημα, το βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου λογοτεχνικού βιβλίου, ήταν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εξαρχής γυναικεία υπόθεση, τουλάχιστον από την άποψη του αναγνωστικού κοινού του. Και όταν λέμε εξαρχής, εννοούμε από την ύστερη αρχαιότητα, όταν πρωτοεμφανίστηκε το είδος. Δηλαδή, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.

Δημοσθένης Κούρτοβικ – 21/07/2007 – Τα Νέα


Δεν αποκλείεται να είναι έτσι. Μπορώ, πράγματι, εύκολα να φανταστώ ότι πρωτομυθιστορήματα όπως το Χαιρέας και Καλλιρρόη του Χαρίτωνα, το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, το Λευκίππη και Κλειτοφών του Αχιλλέα Τάτιου διαβάζονταν πιο πολύ από τις γυναίκες της εποχής. Αλλά και τα μεσαιωνικά ρομάντζα, τόσο τα δυτικά όσο και τα βυζαντινά, θα πρέπει να συγκινούσαν κατ΄ εξοχήν τις κυρίες, ενώ οι κάπως πιο ζωηρές ανάμεσά τους θα τρελαίνονταν και για το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου (υπάρχει άλλωστε, σαν μακρινός απόηχος, το γνωστό μεσοπολεμικό άσμα που λέει «…και εις το Αρσάκειο διάβαζα Βοκκάκιο»).

Και, συνεχίζοντας το ταξίδι μας στον χρόνο, μήπως δεν συναντάμε διάσημα μυθιστορήματα που δεν θα είχαν γίνει διάσημα αν δεν είχαν αγαπηθεί προπαντός από τις γυναίκες: την Πριγκίπισσα της Κλεβ, την Πάμελα , τη Μαντάμ Μποβαρύ, την ΄Αννα Καρένινα , τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, για να μη μιλήσουμε για την Τζέιν ΄Ωστιν, τη Σάρλοτ και την ΄Εμιλυ Μπροντέ ή τη Βιρτζίνια Γουλφ; Αμφιβάλλω, βέβαια, αν άλλα διάσημα μυθιστορήματα, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Μόμπυ Ντικ, το Μαγικό βουνό, ο ΄Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες, η Δίκη, ο Οδυσσέας , υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή στο γυναικείο κοινό. Αλλά θα αφήσω στην άκρη τέτοιες αμφιβολίες, ύποπτες για σεξισμό μέσα στο politically correct κλίμα της εποχής μας, και θα τονίσω για ξεκάρφωμα ότι, αν δεν διάβαζαν τόσο πολύ οι γυναίκες, η λογοτεχνία θα ήταν σήμερα πιθανότατα ένα περιθωριακό φαινόμενο. Στην Ελλάδα μάλιστα πολύ περιθωριακό.


Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την Ελλάδα. Το γυναικείο αναγνωστικό κοινό λογοτεχνίας στην Ελλάδα έχει δύο στατιστικές ιδιαιτερότητες, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρώτον, είναι αναλογικά μεγαλύτερο (για πολύ πάνω από 70% κάνουν λόγο οι στατιστικές και οι εκτιμήσεις των βιβλιοπωλών). Και δεύτερον, διαβάζει κυρίως γυναίκες συγγραφείς: στους καταλόγους των ευπώλητων κυριαρχούν σαφώς τα γυναικεία ονόματα, ενώ οι άνδρες συγγραφείς μόνον υπό ειδικές προϋποθέσεις φτάνουν τα γυναικεία νούμερα. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στην αναλογία γυναικών και ανδρών συγγραφέων, που με ραγδαίους ρυθμούς γίνεται ολοένα ευνοϊκότερη για τις γυναίκες. Μπορεί να κατέχουμε μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη σε ό, τι αφορά το ποσοστό γυναικών βουλευτών, γυναικών υπουργών, γυναικών πανεπιστημιακών, γυναικών διευθυντικών στελεχών, αλλά το ποσοστό γυναικών συγγραφέων μας – γύρω στο 50% σήμερα- αποτελεί πιθανότατα ευρωπαϊκό, ίσως και παγκόσμιο ρεκόρ. Ούτε Σκανδιναβία να ήμασταν!

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Ερατώ


  Ήταν δεν ήταν δεκάξι, όταν την γκάστρωσε ένας δήθεν πολιτισμένος κυριούλης τουρίστας στο νησί.
 Χωρίς πατέρα, η “αλαφριά Ερατώ” όπως την φώναζαν στη γειτονιά, με αδελφό ανάπηρο και μάνα πλύστρα, ποιος να τη νοιαστεί, ποιος να την φροντίσει, ποιος να της δείξει τη ζωή; 
Πότε φούσκωσε η κοιλιά, πότε γλίστρησε το μωρό στα πατώματα ένα καυτό καλοκαιρινό βράδυ του Ιουνίου, μήτε η ίδια το κατάλαβε, μήτε η μάνα ως τότε είχε πάρει μυρωδιά. 

Η επιτήδεια ξαδέλφη εξ Αμερικής, τουρίστρια κι εκείνη τα καλοκαίρια, τύλιξε το μωρό σε βρωμοκούρελα και μες στη νύχτα το παράτησε στα σκαλιά της εκκλησίας. 
Εκεί ήταν η θέση του και της Ερατούς μαζί της, μακριά στην μεγαλούπολη, όσο γινόταν πιο γρήγορα.

Νύχτα μπήκαν στο καράβι, δυο βρακιά κι ό,τι φορούσε ήταν οι αποσκευές της. 
Νύχτα φτάσανε στη μεγάλη πόλη, μετά από μέρες ταξίδι και χωθήκαν σε ένα μεγάλο σπίτι σαν τα αρχοντικά που έπλενε η μάνα στο νησί. Σκάλες μαρμάρινες, πόρτες σκαλιστές, πατώματα γυαλιστερά, έπιπλα ακριβά, φωτεινό, αρωματισμένο και δροσερό κι ένα κατάδικό της μεγάλο πλουμιστό δωμάτιο, διπλό κρεβάτι με ουρανό. Πρώτη φορά θα ξάπλωνε σε κρεβάτι, σε στρώμα, σε σεντόνια λευκά. Μια μαρμάρινη μπανιέρα με χρυσά πόδια δέσποζε στο δωμάτιο, πρώτη φορά το ταλαιπωρημένο σώμα θα άγγιζε ζεστό νερό και σαπούνια αρωματικά θα ευωδίαζαν την ψυχή της.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Κάτω απ’ την κληματαριά


Της Ελένης Καραγιάννη 

 
Χαλασμένη την πήρε. Το κατάλαβε την πρώτη νύχτα του γάμου όταν έπεσε πάνω στο κορμί της με πάθος και τρυφεράδα. Τίποτα δεν είπε. Ένα κοκόρι ξέπλυνε τη ντροπή. Το ‘σφαξε για το  ματωμένο νυφιάτικο σεντόνι που άπλωσαν το πρωί τα πεθερικά στο μπαλκόνι. Όλο το χωριό χόρευε κι έπινε στη θέα του αίματος, σημάδι αγνότητας και καθαρότητας της νύφης κι αξιοσύνης του γαμπρού. Ο Γιωργής άξιο παλικάρι ήταν, δουλευταράς, έντιμος, καλός και συμπονετικός.

 Ποτέ κανείς δεν του γύρισε κουβέντα. Την αγαπούσε από παιδί. Τρεις φορές έστειλε προξενιό να τη ζητήξει και τρεις φορές ο πατέρας το γύρισε  πίσω. Δεν τον ήθελε για γαμπρό. Τον είχε για παρακατιανό.
Γεννήθηκε  σ’ ένα  καπνοχώρι της Μακεδονίας. Ο πατέρας  τής  είχε αδυναμία κι ας μην ήταν αγόρι. Ήταν φτυστή η μάνα του έλεγε, η κυρά Μαριγώ. Της έδωσε το όνομά της και τη φώναζε Μαριώ. Τη μάνα δεν τη θυμάται ούτε τρυφερή ούτε στοργική. Σκληρή κι απόμακρη τούς αγαπούσε με τον τρόπο της. Είχε να φέρει βόλτα το σπίτι, τα χωράφια, τα ζωντανά, να ταΐσει τόσα στόματα. Σαν γατάκι γουργούριζε  και τριβόταν στην αγκαλιά του πατέρα κι ας έλεγε η μάνα πόσο άπρεπο ήταν για μία καθωσπρέπει θυγατέρα.

Οι σκοτεινές μέρες της Κατοχής και του εμφυλίου είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν στη μνήμη και τις καρδιές των ανθρώπων. Ο φόβος και το μίσος είχαν καταλαγιάσει και στην πλατεία του χωριού στήνανε γλέντια και πανηγύρια ολοήμερα. Άλλες φορές για να τιμήσουν τον Άγιο κι  άλλες για να κάψουν τα ξεραμένα στεφάνια του Μαγιού και να πηδήξουν πάνω απ’ τη φωτιά, να υποδεχτούν το θέρος και να ευχηθούν καλύτερη σοδειά. Σ’ ένα απ’  τα πανηγύρια τον γνώρισε. Τη  μάγεψε με τη μουσική του. Της πήρε τα μυαλά της ξεσυλλόγιστης! Περιπλανώμενος βιολιστής έτρεχε από γιορτή σε γιορτή σ’ όλη την επαρχία. Στα βάθη του κάμπου, κρυμμένοι πίσω από τις παχιές συστάδες των δέντρων χάνονταν  με τις ώρες. Με το δοξάρι του γρατζουνούσε τις χορδές του βιολιού κι έκανε την καρδιά να φτεροκοπά στο στήθος της.

Ένα πρωινό έφυγε αξημέρωτα χωρίς αυτήν. Άφησε την ψυχή της πίσω, γρατζουνισμένη απ’ τις νότες  να  τον καρτερά και τον σπόρο του να μεγαλώνει στην κοιλιά της.  Με πόσα σκουτιά, πόσα υφάσματα ξεχασμένα στα σεντούκια της μάνας φάσκιωνε  την κοιλιά που όλο στρογγύλευε!

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Δε θα τ΄ αφήσω τα γράμματα, όχι, δε θα τ΄ αφήσω.



«-Μέλο… είπε τώρα ο Μπίθρος. Που γυρνάς; Τι αραντίζεις μες στον κόσμο; Έφυγες απ΄ τη σκολάρα; Καλά έκανες! Οι δάσκαλοι  κουλαντρίζουνε ζεβζέκικα κεφάλια! Τα γράμματα είναι σφήκες μπρε! Να …τρυπάνε το κεφάλι σου και χύνεται  όλο το μυαλό όξω… Χα χα χάα! Έτσι δεν είναι;

-Όχι, Μπίθρο…. Όχι… Δεν είν΄ έτσι.
Η φωτιά ανέβαινε πάνω… ψηλά… γιόμιζε τον ουρανό σπίθες… γινόταν άστρα …πούλιες…

-Όχι, Μπίθρο… Δε θα τ΄ αφήσω τα γράμματα, όχι, δε θα τ΄ αφήσω. Άφησα τους δασκάλους… Αλλά΄τα γράμματα όχι, δε θα τ΄ αφήσω . θα τα ξετρυπώσω μόνος μου… απ΄ τα βιβλία… απ΄ τα στόματα… απ΄ τις καρδιές… και θα τα κάνω πάλι γράμματα… Θα τα ξαναδώσω πίσω στους ανθρώπους πάλι γράμματα!...»

Απόσπασμα, από το πολυαγαπημένο βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη "Ένα παιδί μετράει τα άστρα"  


ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/DptWmRF7Qm3nwwty/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ηλειακές μνήμες του 1969



Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

*
Στη μνήμη του πατέρα μου

Φέτος το ταξίδι για το χωριό του πατέρα μου δεν ήταν ατέλειωτο, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’50, που ταξιδεύαμε με τον καρβουνιάρη, φορώντας ό,τι πιο πρόχειρο, για να μην λερωθούμε από τη μουτζούρα του. Ήταν πιο γρήγορο κι από το ταξίδι που κάναμε, αργότερα, με το «πολυτελές», και αρκετά ταχύτερο, ωτομοτρίς.

Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ταξιδεύαμε άνετα με το ΙΧ του πατέρα μου και σταματούσαμε όπου θέλαμε, όποτε θέλαμε. Κι όταν φτάσαμε στην Αμαλιάδα, δεν χρειάστηκε να φορτώσουμε, όπως τότε, τις αποσκευές μας πάνω στη σκεπή τού λεωφορείου-σακαράκα, όπου μέσα στοιβάζονταν οι επιβάτες με προορισμό την Εφύρα και το Σιμόπουλο. Εμείς κατεβαίναμε πάντα πιο πριν, στού Μπεζαΐτη, όπως έλεγαν τότε την Κεραμιδιά, τρίτο χωριό μετά το μεγαλοχώρι του Χάβαρη και τη μικρή Ντάμιζα.


Η διαδρομή από την Αθήνα ώς το χωριό μου φαινόταν μαγευτική. Όλα γνωστά, τα είχα δει πολλές φορές, μα σήμερα μου φαίνονταν καινούργια, διαφορετικά από άλλοτε· δεν μου ’κανε όρεξη να ρίξω ούτε ένα βλέμμα στο βιβλίο, που είχα πάρει μαζί μου για το μακρύ ταξίδι. Όλη την ώρα παρατηρούσα γύρω αμίλητη και σκεπτόμουν… σκεπτόμουν…

Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής φτάσαμε στο σπίτι του αδελφού τού πατέρα μου. Όλοι μάς περίμεναν στην αυλή, κάτω από την πελώρια, σχεδόν αιωνόβια μουριά, την ίδια όπου σκαρφάλωνε παιδί ο πατέρας μου. Το παλιό σπίτι όμως, το πατρικό, δεν υπήρχε πιά.

Αρκετό καιρό μετά το κάψιμο του σπιτιού και του χωριού από τους Γερμανούς το 1944, για αντίποινα, ο θείος είχε πρόχειρα επιδιορθώσει ένα δωμάτιο, όπου η οικογένειά του έμενε για χρόνια. Οι εμφυλιακές περιπέτειες και η διαρκής ανέχεια δεν επέτρεπαν κανονική επισκευή.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Καχτίτσης, περιπλανώμενος, ενοχικός, εύτρωτος



«Θυμούμαι πολύ ζωηρά – θα ήμουν μόλις επτά χρονών – κάποιο απόγιομα στις πέντε με έξι η ώρα στον κήπο μας, ξαναβλέπω τον εαυτό μου να σταματά, να στρέφει τα μάτια στον ουρανό, και να καταριέται το Θεό που μ’ έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο ολομόναχο. Κι αυτό, παρόλο που ήμουν κάθε άλλο παρά μόνος, αφού είχα έναν αδελφό αρκετά μεγαλύτερο από μένα και τρεις αδελφές. Ή πάλι θυμούμαι πως περπατώ μικρό παιδί, Φλεβάρη μήνα στον αδειανό δρόμο της παραθαλάσσιας επαρχιακής πόλης, όπου μέναμε, κυνηγώντας πεταμένες εφημερίδες που τις έσερνε ο άνεμος».


Ένα τόσο υπαρξιακά μοναχικό, τόσο ονειροπόλο, τόσο απεγνωσμένο παιδί, τόσο διαφορετικό από τα συνομήλικά του ακόμα κι από τα ίδια του τ’ αδέλφια δεν θα μπορούσε παρά να έχει ένα τόσο εφήμερο πέρασμά από αυτόν τον κόσμο – αν και φρόντισε να μας αφήσει έξι νουβέλες, αφηγήματα, παράξενες ιστορίες – όπως και να τα πεις, μια ποιητική συλλογή, αλλά κυρίως έναν θησαυρό κυριολεκτικά επιστολών αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και παραπονιόταν όταν δεν ελάμβανε τις απαντητικές που περίμενε [από τον επιστήθιο φίλο του και πατριώτη ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο τον οποίο είχε κατακλύσει με επιστολές και γράμματα].

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Ο ρεμβαστὴς τοῦ Δεκαπενταυγούστου



Ὑπάρχουνε κάποιες  μέρες ποὺ θὰ  μπορούσαμε νὰ τὶς ποῦμε «μέρες Παπαδιαμάντη», ἔτσι καθὼς ἔχουν ἁγιάσει γιὰ δεύτερη  φορὰ μέσα στὸ ἔργο του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς  εἶναι κι ὁ «Δεκαπενταύγουστος», τούτη ἡ ἄλλη ἡ μικρότερη Λαμπρή,  ποὺ μᾶς ἔρχεται κάθε χρόνο καταμεσῆς τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔχει γίνει ὄχι μόνο γιορτὴ τῆς Παναγίας, μὰ καὶ γιορτὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ρέμβασε καθισμένος νοερὰ «παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν», «εἰς προαύλιον ναΐσκου τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας».

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ ποιητὴς τῆς σκιαθίτικης ζωῆς ἤτανε «ὣς πενηνταπέντε χρονῶν ἄνθρωπος», σὰν τὸν ἥρωά του, τὸ Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα. Καὶ σὰν αὐτὸν κουρασμένος ἀπὸ τὴ ζωή, μὲ τὴν ψυχὴ γεμάτη πόνο. Ἔμενε πάντα στὴν Ἀθήνα, «στὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν» καὶ κάθε φορὰ ποὺ θυμοῦνταν τὸ μικρὸ νησί του ἡ καρδιά του ἔλιωνε ἀπὸ νοσταλγία καὶ πίκρα. Ἐκεῖ, στοὺς κόρφους μὲ τὴν ψιλὴ ξανθὴ ἀμμουδιά, στὶς ψαρόβαρκες, στὰ μοναχικὰ ἐκκλησάκια, στὰ κάτασπρα συμμαζωμένα χωριουδάκια, εἶχε περάσει τὰ μοναδικὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ποὺ τά ’φερνε στὸ νοῦ του μ’ ἀγάπη. Ὅμως ἐκεῖ, στὸ φτωχικὸ πατρικὸ σπίτι περιμένανε τέσσερεις μαυροντυμένες γυναῖκες σιωπηλές.


Όλη η ανάρτηση ΕΔΩ

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος (Γιώργος Θεοτοκάς): μια άποψη


Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας


Θέρος, Aύγουστος, καρδιά του καλοκαιριού –που λένε- αυτές τις μέρες και μέσα στο αποκάρωμα, την ακραία νωχέλεια που φέρνει η ζέστη (θυμηθείτε εδώ τους Μεξικάνους που κάάάθονται, με κατεβασμένα τα καπέλα, ολημερίς), κάποιοι, μάλλον… προνομιούχοι στις μέρες μας, ετοιμαζόμαστε να εκδράμουμε για ολιγοήμερες διακοπές, σε κάποιον προορισμό βουνίσιο ή παραθαλάσσιο. Επιπλέον, σε μια εβδομάδα, έχουμε και τη μεγάλη εκκλησιαστική γιορτή της Θεοτόκου Μαρίας, που επηρεάζει κάπως και σήμερα τους ρυθμούς της συλλογικής και εθνικής μας ζωής.

Τι βιβλία μπορεί κανείς να διαβάσει σε μια τέτοια περίσταση; Αυτό μάλλον απόκειται στη θέληση και την ιδιοσυγκρασία του. Πάντως, τα οδοιπορικά ή οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις είναι, ως λογοτεχνικό είδος, αν και όχι το δημοφιλέστερο, πάντως, θεματικά, το πιο σχετικό.

Αυτό το είδος κάνει ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης (πεζογράφος και δοκιμιογράφος) του 20ου αιώνα γράφοντας το βιβλίο του για την επίσκεψη στο Σινά και το Αγιονόρος. Ο Θεοτοκάς, στα 55 του, θα λέγαμε στην ακμή της ηλικίας ή σε ηλικία ύψιστης δημιουργικής ακμής, βρίσκεται να έχει χάσει τη σύζυγό του πριν ένα έτος μετά από ολιγοετή ασθένεια. Το γεγονός τον έχει συντρίψει. Αλλά και η «συντετριμμένη καρδιά», στο μέτρο που την αποκτάς, είναι πνευματική αρετή.

Μια τέτοια εμπειρία, όπως μπορεί κανείς σχετικά εύκολα να δει, τείνει να σε κάνει πιο ειλικρινή, πιο βαθυστόχαστο. Δεν έχουν θέση οι σκοπιμότητες ή οι ματαιοδοξίες ή οι μικρές κι οι μεγάλες κακίες που επινοούμε καθημερινά σκοτώνοντας το χρόνο μας- ή και τους γύρω μας. Βιάζεται θα λέγαμε κανείς τότε να βρει ό,τι είναι αληθινό στη ζωή, εν όψει του επικείμενου τέλους της, που έχει δει από πολύ κοντά, και να το ζήσει. Αυτό λέει κάπου κι ο Θεοτοκάς: «…δεν ξεκίνησα από το ζόφο και τα ξεφωνητά του 20ου αιώνα, από το κενό της σύγχρονης σκέψης κι από τη μαύρη απόγνωση των ποιητών και των φιλοσόφων, και δεν ήρθα να πλανηθώ και να ξεχαστώ στο μεγάλον ήλιο της Ανατολής και στη γοητεία της Ιερουσαλήμ, για να βρω τα μυστικά της αστρολογίας. Από άλλο είδος στηρίγματα έχουμε ανάγκη, κι εγώ και πολλοί όμοιοί μου. Δεν με γέλασες σήμερα, πειρασμέ…» (σελ. 92)

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Του Κώστα Χατζηαντωνίου 

«Το νησί αυτό δεν υπάρχει πια. Είμαι βέβαιος ωστόσο πως βρισκόταν στο Αιγαίο. Το θυμάμαι πολύ καλά στον άτλαντα της γεωγραφίας, στην πρώτη Γυμνασίου. Τι κι αν ο μαθητής που το σχεδίασε εκείνο το πρωί του 1977 στη σελίδα του αρχιπελάγους (για να διασκεδάσει με τους συμμαθητές του που μάταια θα το έψαχναν, στο ιδιότυπο παιχνίδι που είχαν εφεύρει), δεν ξέρει πια αν ήταν πλάσμα της μνήμης ή αποκύημα της φαντασίας του; Αν οι χαριτωμένες εξοχές του απλώνονται τώρα σε άλλους τόπους, αν οι ονειρεμένες παραλίες του είναι τώρα γαλήνιοι βυθοί; 

Οι άνθρωποί του, έστω αυτοί οι λίγοι που ζουν ακόμη, μπορούν να σας βεβαιώσουν για την ύπαρξή του και να βοηθήσουν έτσι κι εμένα, που έχω αρχίσει ν’ αμφιβάλλω, πως, ναι, υπήρξε τούτο το νησί. Παρότι (δεν σας το κρύβω) θα με παρηγορούσε η διάψευση, δεν θ’ άντεχα το ειρωνικό χαμόγελο για την αμνησία μου, τα υπονοούμενα πως με χτύπησε πρόωρα η λήθη που οι επιστήμονες θεωρούν ασθένεια. Όχι πως θα ήταν και κανένα επίτευγμα η διάγνωση πως μου έλειψε το σθένος.

 Καθώς ταξιδεύω, όπως πάντα σε θέση καταστρώματος (δεν μου αρέσει ο όρος τρίτη θέση, η αναγνώριση των χρόνων της θητείας μου επί του καταστρώματος, ακούγεται πιο ποιητική και, κυρίως, πιο ακριβής), ακούω τους συνεπιβάτες μου να διηγούνται γεγονότα που ενισχύουν τον φόβο μου πως το νησί αυτό δεν υπάρχει πια. Από την προφορά τους καταλαβαίνω ωστόσο πως είναι αδύνατο να έχουν σχέση με το νησί που έζησα τα πρώτα δεκαεφτά μου χρόνια κι αμέτρητα καλοκαίρια. Κι όμως. Αισθάνομαι ανακούφιση (ντρέπομαι που το λέω), όταν σβήνουν ένα- ένα τα τεκμήρια πως το νησί αυτό υπήρξε. Γιατί η ανυπαρξία είναι προτιμότερη από την απώλεια»...

[Η συνέχεια στα "δε(κατα)" που μόλις κυκλοφόρησαν]


ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/z1MoKo1Hbrg3YYLJ/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

«Ποιητών Κατάλογος» από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη «Τα Ελληνικά»

Ένα πραγματικά παιδαγωγικό μήνυμα που πρέπει να μελετήσουν, κυρίως, δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και φιλόλογοι



«Ποιητών Κατάλογος» από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη «Τα Ελληνικά». Ο συγγραφέας στέλνει ένα πραγματικά παιδαγωγικό μήνυμα που πρέπει να μελετήσουν, κυρίως, δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και φιλόλογοι.

«Υπήρχε το 19ο αιώνα ένας ποιητής στην Αθήνα, που από καιρό σε καιρό τον καλούσαν να διαβάσει ποιήματά του στο βήμα του Παρνασσού. Ωσάν ετελείωνε η απαγγελία και κατέβαινε να φύγει, ο κόσμος χύνουνταν στο δρόμο και πέφτανε στη γης να φιλήσουν το χώμα, όπου επάτησε. Ντελίριο τους είχε όλους κυριέψει, και ιερό τρεμέντο. Ήταν ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος. […]

Σήμερα ποιος τον ξέρει πια, και ποιος τον θυμάται τον Αχιλλέα Παράσχο, και την προτομή του στον Κήπο. Πολύ περισσότερο ποιος ανοίγει να τον διαβάσει. Και ακόμη χειρότερα, κανείς σαν κοιτάξει μια σελίδα του, δεν αντέχει να προχωρήσει στη δεύτερη.

Το πράγμα δεν είναι χωρίς σπουδαιότητα. Γιατί καθώς το κοιτάζεις μπροστά σου και το υπολογίζεις ακίνητο και νεκρό, ξαφνικά ζωντανεύει. Σαν το ραβδί του Μωυσή γίνεται φίδι και αρχίζει να σείεται. Τότε, λες, και σου ρίξανε αθάλη στα μάτια, η πίεσή τους γίνεται σαράντα, Το βάζεις πια στα πόδια και όπου φύγει φύγει.

Θέλω να ειπώ πως με τον ίδιο τρόπο κι απάνου στο ίδιο μοντέλο της εφήμερης δόξας του Αχιλλέα Παράσχου, πέρυσι, 1989, πουλήθηκαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα από Το φοβερό βήμα του Ταχτσή. Και πρόπερσι άλλα τόσα από το Τρίτο στεφάνι.

Ο κοσμάκης διαβάζοντας Ταχτσή χόρτασε να διαβάζει άχρηστα πράγματα. Όσα δε φαντάζεται κανείς φληναφήματα, καπνούς και υλικό εφημερίδας που παλιά αγόραζαν με την οκά οι μπακάληδες και διπλώνανε τη σαρδέλλα. Εμ, αν ήτανε να ̓ναι τέτοια η τέχνη, τότε και οι όνοι το Μάη θα κελαηδούσανε νότες.