Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Ήρθε η άνοιξη!


Φώτης Κόντογλου


Πότε πρόφτασε η άνοιξη και στόλισε τη γη σαν νύφη!
 Παντού πρασινάδα και δροσιά. Εκεί που ήτανε ξέρακας, βλέπεις χλωρασιά, εκεί που έβλεπες χώματα ξεροκαμένα από το βοριά, τώρα βρίσκεις ένα χαλί με χίλια χρώματα κεντημένο. Τα άγρια βράχια πλουμισμένα σαν από το χέρι κανενός ζωγράφου.

 Όλη η πλάση χαίρεται. Το κάθε ζωντανό πλάσμα ζωντανεύει πιο πολύ, κι όσα δε ζούσανε έρχονται στη ζωή. Πουλιά κελαηδούνε, πεταλούδια και χρυσοβασιλιάδες και λογιών λογιών μαμούδια πετάνε, είτε περπατάνε στο χώμα. Τα χελιδόνια ήρθανε από τα ζεστά μέρη και χτίζουνε βιαστικά τις φωλιές τους. Τα λελέκια στέκονται απάνου στους κουμπέδες της εκκλησίας με το 'να ποδάρι και χτυπάνε τη μύτη τους.

Η θάλασσα ημερεύει και καλεί τους ανθρώπους να τους δροσίσει. Βαρκάκια, μικροκάικα, που ήταν τραβηγμένα στη στεριά το χειμώνα κι ήτανε τα μαδέρια τους ξεροσκασμένα, τώρα ξετρυπώνουνε από τα λιμάνια και πιάνουνε τ΄ ανοιχτά. 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

6 Μαρτιου-Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού.



''Τη Μεγάλη Παρασκευή, ο δάσκαλος, μας πήγε
στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο.

Μας γύρισε ύστερα στο σχολειό
να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε
και τι θα πει Σταύρωση.

Αραδιαστήκαμε στα θρανία,
κουρασμένοι, βαριεστημένοι,
γιατί δεν είχαμε φάει παρά λεμόνι
και δεν ήπιαμε παρά ξύδι,
για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού.

Άρχισε λοιπόν,
με βαριά επίσημη φωνή να μας ξηγάει
πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός,
κι έπαθε και σταυρώθηκε
για να μας σώσει από την αμαρτία.

Ποια αμαρτία;
Δεν καταλάβαμε, μα καταλάβαμε καλά
πως είχε δώδεκα μαθητές
κι ένας, τον πρόδωσε. Ο Ιούδας.

- Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; Σαν ποιον;
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του
και τον μετακινούσε από τον έναν μας στον άλλο,
ζητώντας να βρει
με ποιον από εμάς έμοιαζε ο Ιούδας.

Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε, μην μπας
και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό πάνω μας.

Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή,
και το δάχτυλό του στάθηκε
σ' ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι
με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά.
Ήταν το Νικολιό, που 'χε φωνάξει πέρυσι:
''Σώπα δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί''.

Να σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος.

Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός,
κι είχε κόκκινα μαλλιά,
κόκκινα σαν τις φλόγες της Κόλασης!

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Γενέθλιο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σχεδόν λίβελος για τον άλλο Αλέξανδρο


από Στέλιος Κούκος

Προφανώς ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο ξάδελφος, του «άλλου Αλέξανδρου», είναι καλύτερος πεζογράφος από τον ξάδελφό του τον Παπαδιαμάντη! Και μάλιστα κατά παρασάγκας!

Ως προς αυτό είμαι απολύτως απόλυτος! Αυτός, ο ξάδελφος, του ξαδέλφου του τα έχει όλα τακτοποιημένα, βατά, όμορφα, γλυκά χωρίς άναρχες και ετσιθελικές παρεκβάσεις. Δεν πλατειάζει στα κείμενά του.

Και δεν κάθεται να συνορίζεται, να μαλώνει με τον κόσμο, και μάλιστα χρονιάρες μέρες, να απαντά στους... καλοθελητές, (γιατί άκουσε, γιατί είπαν γι' αυτόν), να διατυπώνει μανιφέστα, διακηρύξεις -είναι αυτό το πράγμα λογοτεχνία;- όπως ο ξάδελφος!

Καλά τριτεξάδελφος!

Σ' αυτόν τον Αλέξανδρο του Μωραϊτίδη, του άλλου Αλέξανδρου του Αδαμαντίου ξάδελφο, συντονίζεσαι αφήνεσαι και πας. Φτάνει να έχεις επιβιβαστεί και αποπλεύσει: «Με του βοριά τα κύματα». Ή και με του βοριά τα... κείμενα.

Όσο και αν οι θάλασσες, οι τρικυμίες, οι προορισμοί και οι τόποι είναι ίδιοι, εδώ στον δικό του λογοτεχνικό χώρο νιώθεις πως ο καιρός είναι ευδείελος (εύδιος, καθαρός). (Λέξη που άκουσα από τον Ν.Γ. Πεντζίκη σε προφορικό λόγο, μιλώντας για κάτι που συνέβη στην Θεσσαλονίκη, αλλά έμεινα στο ευδείελος. Μου ήταν αρκετή η λέξη και έτσι έχασα την λοιπή ιστορία).

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί «τά δαιμόνια στό ρέμα»

Γεννήθηκε σαν σήμερα 04.03.1851

Τό σκοτεινό σύμπαν τῆς παιδικῆς ἡλικίας στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη

από Μαντώ Μαλάμου



Ἡ παιδική ἡλικία ἦταν αὐτό τό βουλιαγμένο σπίτι

(Γιῶργος Χειμωνᾶς)

Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στήν ἀνατολή τοῦ 20ου αἰῶνα δημοσιεύει τό διήγημα μέ τόν ἐντυπωσιακό τίτλο «Τά δαιμόνια στό ρέμα» (1900), ὁ Sigmud Freud ἔχει μόλις ἐκδώσει τό ἐμβληματικό ἔργο του γιά τήν ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων. Ἐκεῖ, σύν τοῖς ἄλλοις, ὑπογραμμίζει τόν θεραπευτικό ρόλο πού μπορεῖ νά διαδραματίσει ἡ μνημονική ἀνάκληση τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τῆς ὁποίας τήν θεμελιώδη σημασία γιά τήν διαμόρφωση τῆς ἐνήλικης προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου συνοψίζει στήν ἀφοριστική διατύπωση ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι παρά τό προϊόν τῶν τραυμάτων τῆς παιδικῆς του ἡλικίας». Αὐτή τήν αὐτοθεραπευτική λειτουργία ἐπιτελεῖ καί γιά τόν συγγραφέα του, πιστεύω, τό συγκεκριμένο διήγημα, ὅταν ἀνασύρει τραυματικές ἐμπειρίες τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, καθοριστικές γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του, σύμφωνα μέ τήν δική του ὁμολογία:

Ὅταν ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ συμβὰν ἐκεῖνο τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, μοῦ φαίνεται ὡς νὰ ἦτο ἀλληγορία ὅλης τῆς ζωῆς μου.

Ὡστόσο τόν ἴδιο καιρό ἡ ἑλληνική κριτική θά χαρακτήριζε τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἁπλῶς ἠθογραφικό. Ἀργότερα, βεβαίως, θά ὑπέπιτε καί σέ βαρύτερα ἁμαρτήματα[1], ὁ ἀπόηχος τῶν ὁποίων φτάνει σέ ὡρισμένες περιπτώσεις μέχρι καί σήμερα. Πῶς ἀλλιῶς νά δεῖ κανείς τό γεγονός ὅτι τά σχολικά βιβλία συστήνουν τόν Παπαδιαμάντη στούς ἐφήβους μέ ἀφελεῖς ἀπόψεις, σημαντικῶν κατά τά ἄλλα, ἱστορικῶν τῆς λογοτεχνίας, ὅπως εἶναι π.χ. τό εἰσαγωγικό σημείωμα γιά τήν Φόνισσα τοῦ Λίνου Πολίτη, πού καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Ἡ γυναίκα αὐτή μέ τήν ἀβυσσαλέα ψυχολογία […] εἶναι ἕνα πρόσωπο αἰνιγματικό καί ὁλότελα ξένο ἀπό τούς ἀφελεῖς (πονηρούς πολλές φορές, ἀλλά καλόκαρδους πάντα[2]) νησιῶτες πού γεμίζουν τά ἄλλα του διηγήματα».

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Ιωάννου, Το τέλος του μυθιστορήματος της ζωής του, το απωλεσθέν μυθιστόρημά του, η υπαρξιακή έκκλησή του

Σαράντα χρόνια από την κοίμηση του

από Στέλιος Κούκος


Ποιος το περίμενε εκείνο τον καιρό, εκείνες τις μέρες, στις 16 Φεβρουαρίου του 1985, πως θα τελείωνε τόσο απότομα η δημιουργική ζωή του λαμπρού, μεγάλου και πολυπράγμονα συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου;

Ποιος το φανταζόταν να έφτανε το όλο δημιουργικό μυθιστόρημα της ίδιάς της ζωής του σ' αυτό το αναπάντεχο τέλος -και τόσο ξαφνικά!

Κανείς δεν το περίμενε. Ήταν ένα πραγματικό σοκ. Ή για να το φέρουμε στα μέτρα της συγγραφή ή του κινηματογραφικού σεναρίου έμοιαζε σαν ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης να είχε δυσκολία να κλείσει δημιουργικά, εμπνευσμένα και ποιητικά το έργο του και το τέλειωνε όπως όπως.

Για να μην πω βίαια εξουδενώνοντας πρωταγωνιστή, αναγνώστες και λοιπό κοινό!

Όπως και να το κάνουμε αυτό που παρακολουθούσαμε εκείνες τις μέρες και τέλειωνε τόσο βίαια, σχεδόν μπροστά στα μάτια μας δεν ήταν ένα έργο φαντασίας και τέχνης, αλλά η πορεία και το έργο μιας ολόκληρης ζωής.

Και αυτό, επαναλαμβάνω ήταν ένα φοβερό σοκ, για όλους!

Τώρα, απέμενε μόνον η έλευσή του από την Αθήνα στην γενέτειρα Θεσσαλονίκη, η εξόδιος ακολουθία στον καθεδρικό ναό της του Θεού Σοφίας, και η οδυνηρή στιγμή της ταφής του στα κοιμητήρια της Αναστάσεως της Κυρίου, στην περιοχή της Θέρμης.

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Η σκέψη κλέβει τις στιγμές απ’ το χτες του ονείρου και στολίζει το παρόν, ένα παρόν γεμάτο ανθισμένα γαρύφαλλα.


Μεγάλωσα, άλλαξα γειτονιές, άλλαξα τόπο, γνώρισα κι άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, άλλαξαν πολλά στη ζωή μου, πολλά εκτός από τις θύμησες και κάποιες από αυτές ξεκλειδώνουν την πόρτα του παλιού καιρού μαγικά, μ’ ένα γαρύφαλλο. Ας άλλαξαν τόσα. Κοιτάζω μέσα μου, όλα είναι απείραχτα εκεί. Τελικά, από αυτά που αγάπησα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όσο ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν’ αντέχει στην παγωνιά του Γενάρη, όσο του περισσεύει άρωμα και χρώμα και βάφει το χιόνι στα απέναντι βουνά το δειλινό, η καρδιά ξέρει πως έχει πάντα τον ίδιο προσανατολισμό στο φως και «τα θαύματα της αγάπης δεν είναι μακριά, όχι, ένα φεγγάρι δρόμος η απόσταση», έτσι όπως το ’λεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Η σκέψη κλέβει τις στιγμές απ’ το χτες του ονείρου και στολίζει το παρόν, ένα παρόν γεμάτο ανθισμένα γαρύφαλλα.

Μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, ένα γαρύφαλλο είναι αρκετό καμιά φορά. Φτάνει κι ας είναι ένα μόνο. Καταφέρνει τρυφερά να εξουσιάσει τη μνήμη, να βρει μια παραπάνω αφορμή να ξεθάψει από τον ασβέστη τον παλιό καιρό, να ξορκίσει τον φόβο, να φωτίσει το σκοτάδι, να σού θυμίσει πόσο μοναδική είναι η αγάπη!

Ένα γαρύφαλλο, αυτό που στα λεπτά του πέταλα η μάντισσα Μοίρα διαβάζει το μέλλον με χρώμα κι άρωμα και χαμογελά ευχαριστημένη κλείνοντάς σου το μάτι. Σκύβεις με ευλάβεια να το φιλήσεις, να το προσκυνήσεις, δεν ξέρεις. Τα μάτια βουλιάζουν μέσα του και ταξιδεύουν, χάνονται. «Μπορεί να έχει τόση δύναμη ένα λουλούδι; Να μας δείχνει τον κόσμο που έχουμε ονειρευτεί και τόσο ποθήσει;» αναρωτιέσαι με συγκίνηση.

Γριούλα, γελαστή, ήρεμη και γλυκιά, έτσι την θυμάμαι. Και διάφανη, γιατί πάντα, είχα την αίσθηση πως έβλεπα μέσα της, στην ψυχή της αφού έδειχνε αυτό που πραγματικά ήταν. Μια ψυχή που είχε το χάρισμα να βρίσκει στην καθημερινότητά της έναν μοναδικά απλό τρόπο επικοινωνίας με όλα, ακόμη και με το υπερφυσικό, το θείο. Η ίδια έλεγε πως είχε γεννηθεί το χίλια οκτακόσια ογδόντα οκτώ, όταν κέρδισε τις εκλογές το κόμμα των Ξυπόλητων. Της άρεσε να καμαρώνει λέγοντας πως κρατούσε από τη γενιά του καπετάν Μανώλη Καζάνη από το Μαρμακέτο. Όταν τό ’λεγε αυτό η ματιά της γέμιζε περηφάνια και τα χείλη της τρεμούλιαζαν από ευχαρίστηση ή και από συναισθηματική φόρτιση για τη γενιά της.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου.



Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου.

Ω! να ‘ξερες αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μου και να ορθοποδήσω. Πόσες αβαρίες χρειάστηκε να κάνει η συνείδησή μου, για να μπορέσω να επιζήσω, μέσα σε μια κοινωνία, όπου αγρίμια, μ’ ανθρώπινο πρόσωπο, αλληλοσπαράσσονταν, καθώς κυνηγούσαν ασθμαίνοντας το «χρήμα». Κι ήταν εκείνο, τελικά, που τους καταβρόχθιζε πάνω στον ύπνο τους.

Σου γράφω σήμερα αυτό το γράμμα για να σου ανοίξω την καρδιά μου και να σου πω πως το όνειρό μου είναι πώς ν’ αποκολληθώ από τούτη την πάλη, προτού ξεχάσω ολότελα ποιος ήμουν όταν πρωτόρθα εδώ. Αχ, πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη που σαν τη μυθική Κίρκη, τη δαιμονική αυτή θεά, με κρατάει αιχμάλωτο με τα σκοτεινά της μάγια. Όμοια κρατούσε κοντά της και τον ταλαίπωρο τον Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να γυρίσει στην πατρίδα, στην αγαπημένη του Ιθάκη και στην πιστή του Πηνελόπη. Κι όπως σε ζώα μεταμόρφωσε τους συντρόφους του, σε μηχανή με μεταμόρφωσε εμένα και με λαδώνει με το «χρήμα», για να γυρίζω, να γυρίζω, να γυρίζω, να ζαλίζομαι, να χάνω τη μαγεία του κόσμου και τον εαυτό μου.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Το Σημάδι του Λαζάρου



*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

20 Οκτωβρίου 2024

Εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη διάβασα την παρακάτω είδηση:

ΗΠΑ: Άνδρας εγκεφαλικά νεκρός ξύπνησε την ώρα που οι γιατροί του αφαιρούσαν τα όργανά του για δωρεά.

Ένα απίστευτο περιστατικό σημειώθηκε σε νοσοκομείο του Κεντάκι, όπου ένας 36χρονος άνδρας που είχε υποστεί ανακοπή και, σύμφωνα με τους γιατρούς, ήταν εγκεφαλικά νεκρός, ξύπνησε την ώρα που οι χειρουργοί του αφαιρούσαν τα όργανά του για δωρεά.


Η οικογένειά του Άντονι Τόμας «TJ» Χούβερ δήλωσε σε τοπικά ΜΜΕ ότι η περίπτωσή του εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία για τη δωρεά οργάνων επισημαίνοντας ότι ο άνθρωπός τους βίωσε έναν αληθινό εφιάλτη. Ενώ ήταν νεκρός, σύμφωνα πάντα με το ιατρικό πρωτόκολλο, ξαφνικά, την ώρα που η ομάδα των χειρουργών του αφαιρούσαν τα όργανα, αναστήθηκε…

Πριν από τριάντα χρόνια

Η κηδεία του θείου μου του Λάζαρου θα ήταν μια τυπική κηδεία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου αν δεν είχαν συμβεί εκείνα τα περίεργα σκηνικά κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών και οι εικόνες που αντίκρισα χαράχτηκαν πολύ βαθιά στη μνήμη μου.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Καρούζος μεταφραστής των Ευαγγελίων: Τρία αθησαύριστα αποσπάσματα



*
Εισαγωγή-Επιμέλεια κειμένων:
Παναγιώτης Χαχής

Σε συνέχεια παλαιότερων δημοσιεύσεων του Νέου Πλανόδιου, στη σειρά «Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη», θα άξιζε νομίζω να προστεθεί, ανασυρμένη από την κειμενική λήθη, μια ανεντόπιστη από τις δύο ―απ’ όσο ξέρω― ως τώρα μεταφραστικές αποδόσεις ευαγγελικών κειμένων στη νέα ελληνική από τον ποιητή Νίκο Καρούζο. Τον εντοπισμό της τον οφείλω στον φίλο και συνεργάτη σε μια πολύχρονη έρευνα γύρω από τον Καρούζο, Χρήστο Νάτση, τον οποίο ευχαριστώ θερμά.

Έχει προηγηθεί την άνοιξη του 1965 η απόδοση στα νέα ελληνικά του έβδομου λόγου του Συμεών του νέου Θεολόγου στο τεύχος 33 του πρωτοποριακού για τα θεολογικά γράμματα της εποχής περιοδικού Σύνορο. Σε προηγούμενο τεύχος της Εποπτείας (τ. 15), η απόδοση ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού. Εκεί, όπως σημείωσε εύστοχα ο Ηλίας Μαλεβίτης σε προηγούμενη δημοσίευση των ανωτέρω στο Νέο Πλανόδιον, περιλαμβάνονται «Αποσπάσματα του δημοσιευόμενου μεταφράσματος, και άλλων μεγαλοβδομαδιάτικων ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού, διαβάστηκαν απ’ τον ηθοποιό Πέτρο Φυσσούν στις 9 Απριλίου τούτης της χρονιάς, Μεγάλο Σάββατο, σε σχετική με τον υμνογράφο γιορταστική εκπομπή της ΕΡΤ».

Ακολουθεί στο τεύχος 20 (Μάρτιος 1978) της Εποπτείας ένα απάνθισμα μεταφρασμάτων από το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, τα κατά Λουκάν, Ματθαίον, Ιωάννην ευαγγέλια και τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας[1], με τίτλο «Fragmenta για τη Μάνα του Χριστού».

Στο τεύχος 29 (Δεκέμβριος 1978) της Εποπτείας ο Καρούζος επιστρέφει στο θέμα του θείου πάθους, στις μεταφράσεις που παραθέτουμε εδώ. Για την απόδοσή τους, (σε ένα «ελεύθερο σχεδίασμα» όπως περιέγραφε ο ίδιος την εργασία του το 1965 στο Σύνορο), επιλέγει μια λαϊκή, δημώδη γλώσσα, διανθισμένη με στοιχεία προφορικότητας. Όπως ίσως θα περιέγραφαν τα γεγονότα της σταύρωσης απλοί άνθρωποι του λαού στην καθημερινή τους γλώσσα ― όπως ακριβώς και οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Πιθανόν επίσης να είχε κατά νου κάποια παλαιότερη λαϊκή φυλλάδα με κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου. Μια γλώσσα έρρυθμη ―που δεν την συναντούμε αλλού στο έργο του― με βαθύ αποτύπωμα ωστόσο της ιδιοσυγκρασίας του ποιητή. Η αρχική δημοσίευση είχε γίνει στο πολυτονικό σύστημα, εδώ όμως, σεβόμενοι τις μετέπειτα επιλογές στις εκδόσεις των έργων του, χρησιμοποιήθηκε το μονοτονικό.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Φώτης Κόντογλου: Ο αγιογράφος καπετάνιος (Ηχητικό)


Φώτης Κόντογλου: Ο αγιογράφος καπετάνιος

Αφήγηση: Κώστας Καστανάς

Στην σειρά ο Κώστας Καστανάς διαβάζει:
ο "καπετάνιος αγιογράφος" του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ είναι μια γοητευτική ιστορία που περιγράφει ένα τάμα και τις συναρπαστικές συνέπειες του για τον ένθεο καπετάνιο.
Οι αναγνώσεις μου αυτές είναι επιλογή από κείμενα που μου έκαναν ιδιαίτερη ευχαρίστηση και ελπίζω και σε σας...

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Τα Φώτα στ' Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ή;τανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η ζωή του και η διαμάχη για το έργο του

Τα κομβικά σημεία της ζωής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντησ και η διαμάχη των κριτικών για το έργο του

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Γιάννης Θ. Διαμαντής

Στις 3 Ιανουαρίου 1911, πεθαίνει ένας από τους θεμελιώδεις λίθους των ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Όπως γράφει ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος στο «ΒΗΜΑ» στις 3 Ιανουαρίου του 2010:

«O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.

Παιδικά χρόνια

»Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

»Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει.

»Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του.

»Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Τα ρόδινα ακρογιάλια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


από Ευθύμης Χατζής


Υπόθεση: Το πάθος για μια γυναίκα και κάποιες απελπισμένες σκέψεις σπρώχνουν έναν νέο άντρα να πάρει κρυφά μια ξένη βάρκα και να φύγει στη θάλασσα. Η αύρα τον παρασύρει, και ναυαγεί. Συνέρχεται σε μια σπηλιά, κοντά στα έρημα ακρογιάλια, ανάμεσα σε τρεις ιδιόρρυθμους ανθρώπους που, ο καθένας τους γι ‘άλλο λόγο, ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Τους ακούει να διηγούνται, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, τις προσωπικές τους ιστορίες. Πίσω όμως από τους φαινομενικά άτυχους έρωτες, διακρίνει την αληθινή αγάπη... 

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραψε το 1907 ο Ευθύμης Χατζής δημιουργεί ένα άψογα κινηματογραφημένο ερωτικό δράμα, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

 Ερωτικό – υπαρξιακό δράμα, παραγωγής 1998.

Σκηνοθεσία: Ευθύμης Χατζής. Σενάριο: Ευθύμης Χατζής, Δημήτρης Νόλλας. 
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Του Βασίλη Λαμπόγλου 

Το έγραψε το 1903 στο κελλί του 
(φωτό 2)δίπλα στους Αγίους Αναργύρους του Ψυρρή,μα δεν πρόλαβε να δει τη δημοσίευση του το 1912, καθώς μια τέτοια μέρα του 1911 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγκατέλειπε τα εγκόσμια από πνευμονία.

Ακολουθεί ένα χωρίο του διηγήματος
-στη μοναδική  γλωσσική του 
απόδοση -και οι τελευταίες γραμμές στον συμβολικό 
Αι Σώστη ,"εκεί μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης" (που τα θεωρώ ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά για τη φύση της Φραγκογιαννου).

-"Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή προικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμεναι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπα των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζαν πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.

— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Η ανίκητη ελπίδα


Του Αντώνη Καραμπάτσου

Είναι κάτι ώρες, τέτοιες μέρες,  που σε παίρνει η παλίντονος αύρα των ήχων του Χρηστοβασίλη, Του Καρκαβίτσα, του Παπαδιαμάντη…………………και θυμάσαι 
 

Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις.

 Ηράκλειτος, 544-484 π.Χ.,


Ελπίδα είναι; «το ενύπνιο ενός ξύπνιου», 

Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ.,

Αν θέλεις να μάθεις…   
• Μια μικρή ωραία ιστορία 
• Τι σημαίνει ελπίδα
• Την απέραντη αγάπη της μάνας 

Τότε …άκουσε

Η  ανίκητη   ελπίδα         


Η ιστορία της κυρά Μήτραινας, είναι η  ιστορία  μιας γυναίκας, που την τύχη της την  ύφαναν οι μοίρες Κλωθώ, Λάχεσις και  Άτροπος, οι κόρες της Ανάγκης, Με αργαλειούς  ασύγχρονους και γνέματα μπλεγμένα. 

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ


".... − Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν....
....Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου."




Ο Κώστας Καστανάς διαβάζει Χριστουγεννιάτικα διηγήματα: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...


Ο έρωτας στα χιόνια - Παπαδιαμάντης_Μέρος 1ο




Η Σαπφώ Νοταρά διαβάζει το διήγημα "Ο έρωτας στα χιόνια" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο ήχος είναι από το αρχείο της ΕΡΤ.

Έρωτας στα χιόνια  - Γεράσιμος Ανδρεάτος|Χρυσόστομος Σταμούλης


Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο έρωτας στα χιόνια

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Παπαδιαμαντικά Χριστούγεννα


"Πότε τη γουτού, γουπατού, μαμ γιατί...''  μ΄ άλλα λόγια  ''Πότε να ΄ρθη του Χριστού, τ΄ Αιβασιλειού, να φάμε...'' μ΄ άλλα λόγια τέλος ''...και τρανή έσται γλώσσα μογγιλάλων...''

                                                
~~~~~~~~~
                                            
   ''Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων τους έτους... η δεκαοκταέτις κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.    
             
     Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γείνη πορθμεύς  είς το γήρας του... Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν αλλ΄ ενύκτωσε και ακόμα δεν εφάνη...           
                                 
     Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ΄ ολίγον και ο ίδιος ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά αλλ΄υπερτάτη ευτυχία του πτωχού !            
       
     Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμα δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ δεν της είχε φέρει ούτε αυγά ούτε μυζήθραις ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δυο στιβαράς χελωνοδέρμους χείρας του, δι  ών ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι΄ εαυτόν και δι΄ αυτήν.''                                                                                                     
~~~~~~~~~~~~
    
    ''Έκπληξιν μεγάλην εξέφρασεν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 187... την θειά-Αχτίτσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα...                                            
     Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, ''χιονιστής'', εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τα συνήθη παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων...''                                                                             
     ~~~~~~~~~~~~~
                                                                                                             
     ''Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κ΄ επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μύριας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου ''Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη'', όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται οι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις, ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το,  ''Δ ό ξ α   ε ν   υ ψ ί-    σ τ ο ι ς   Θ ε ώ !''

ΠΗΓΗ:
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Γνήσια γλωσσική διαχρονία




Του Κώστα Γεωργουσόπουλου  03/03/2018 / εφ. ΤΑ ΝΕΑ

Οι αποκλεισμένοι από την εγκύκλιο παιδεία στυλίστες βρήκαν καταφύγιο, όπως οι παλαιοί χριστιανοί των διωγμών, στα θέατρα και μάλιστα των νέων ελλήνων καλλιτεχνών της σκηνής

Τα παράξενα - διαχρονικά - αυτού του τόπου και των ανθρώπων, κυρίως της εξουσίας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στη γελοία εκστρατεία μας με φτυάρια και δρεπάνια να πάρουμε την Πόλη (1897) και την Επανάσταση στο Γουδί που έφερε τον Βενιζέλο για να αποπειραθεί να δημιουργήσει αστικό κράτος και να θεμελιώσει τον κοινοβουλευτισμό, δύο θλιβερά γεγονότα έδειξαν πως το μονοπάτι ήταν γεμάτο τριβόλους και αδιέξοδα: τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» και τα δύο προβλήματα παιδείας, δηλαδή, κατ' εμέ τουλάχιστον, ουσιώδη προβλήματα δημοκρατίας των ιδεών και, γιατί όχι, των ηθών. Και τα δύο αυτά συντηρητικά κινήματα ήταν καθέτως αντιλαϊκά, με την έννοια ότι ως θεσμικές απαιτήσεις άφηναν στο σκοτάδι τα ευρέα λαϊκά στρώματα. Πόλεμος εναντίον της μετάφρασης στην ομιλουμένη γλώσσα της Αγίας Γραφής και πόλεμος εναντίον της μετάφρασης των κλασικών και κυρίως του αρχαίου δράματος και του αριστουργήματός του, της «Ορέστειας» του Αισχύλου, στην κατανοητή καθαρεύουσα των εφημερίδων!

Τι αντιφατικός πολιτικός αυτισμός. Αυτοί οι άνθρωποι που ασκούσαν και εκπαιδευτική και κοινωνική πολιτική κάθονταν κλαρίνο όταν οι μπάντες παιάνιζαν τον Εθνικό Υμνο σε δημοτικούς στίχους του Διονυσίου Σολωμού και οι ίδιοι καθηγητάδες του Πανεπιστημίου βράβευαν σε πανελλήνιους διαγωνισμούς Παλαμά και Βιζυηνό και Δροσίνη και ο μέγας Νικόλαος Πολίτης, γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, με εγκύκλιό του σ' όλους τους δημοδιδάσκαλους της χώρας τούς ζητούσε να συλλέγουν από τα στόμα των αγράμματων λαϊκών ανθρώπων δημοτικά τραγούδια, παροιμίες και παραδόσεις μέσα στο τότε ευρωπαϊκό και ρομαντικό κίνημα της λαογραφίας.

Την ίδια εποχή που ο Παλαμάς γράφει την «Τρισεύγενη», ο Παπαδιαμάντης γράφει τη «Φόνισσα» και ο Ξενόπουλος την «Κοντέσσα Βαλέραινα» ενώ μεταφράζει για το Βασιλικό Θέατρο σε έξοχη δημοτική τη «Μόνα Βάνα» του Μέτερλινκ.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

«Το μοιρολόγι της φώκιας», Προσπάθεια για μια βαθύτερη ανάγνωση

Το διήγημα ΕΔΩ...




*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~
Ὁ Γιώργης Μανουσάκης ἐπιλέγει τὴ γραφὴ τῆς λέξης «μοιρολόγι» με οι καὶ ὄχι μὲ υ, ὅπως στὰ Ἅπαντα. Ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ ὀφείλεται, νομίζω, στὸ γεγονὸς ὅτι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» περιλαμβανόταν γιὰ χρόνια στὸ σχολικὸ βιβλίο Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα τῆς Γ΄ Γυμνασίου, (τῶν Καλαματιανοῦ, Μακρόπουλου, Κοντόπουλου). Φιλόλογος καθηγητὴς τῆς Γ΄ τάξης ὁ Μανουσάκης, τὸ δίδαξε καὶ τὸ σχολ. ἔτος 1978‒1979, ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο τῆς 16ης ἔκδοσης τοῦ 1978. Καὶ ἔχοντας, φαίνεται, ἀπὸ τὴν πολύχρονη διδασκαλία τοῦ διηγήματος, διαπιστώσει τὴν ἀνάγκη «γιὰ μιὰ βαθύτερη ἀνάγνωσή» του, ἀκούμπησε στὸ χαρτὶ τὶς σκέψεις του τὸ 1979, χρονιὰ ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ κείμενό του. Ὅμως «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» τὸ ἑπόμενο σχολ. ἔτος (1979-1980) δὲν ὑπήρχε στὸ νέο ἐγχειρίδιο τῆς Γ΄ γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (τῶν Γρηγοριάδη, Καρβέλη, Μπαλάσκα, Παγανοῦ). Οἱ ἐπιμελητές, (μὲ τοὺς Μηλιώνη καὶ Παπακώστα ἐπιπλέον), προτίμησαν νὰ τὸ μετακινήσουν στὸ ἀντίστοιχο ἐγχειρίδιο τῆς Β΄ Λυκείου, διατηρώντας τὴν ἐπίμαχη λέξη μὲ οι.

Ἐπιστρέφω στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ 1978· στὸ τέλος τοῦ διηγήματος ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πληροφορία: Ἐφημερίδα «Πατρίς», 13 Μαρτ. 1908. Ἀναζήτησα καὶ βρῆκα τὴν έφημερίδα: Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου). Καθημερινὴ Πολιτικὴ Ἀνεξάρτητος ἐφημερίς, ἱδρυτὴς ὁ ἠπειρώτης δημοσιογράφος Σπ. Μ. Σίμος, (μὲ γραφεῖα στὴν Ἀθήνα, ὅπως δηλώνεται). Στὸ ἀναφερόμενο φύλλο (ἀρ. 5112) δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο ἐνθουσιῶδες δίστηλο ἄρθρο, σὲ τέσσερεις ἑνότητες, μὲ ὑπέρτιτλο «Ἡ σημερινὴ φιλολογικὴ 25ετηρὶς» καὶ τίτλο: «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»· ἐνδιάμεσα ἡ γνωστὴ φωτογραφία του ἀπὸ τὸν Νιρβάνα (1906). Τὸ ἄρθρο ἔχει ὑπογραφὴ Σ. Μ. (ὑποθέτω τοῦ νεαροῦ τότε Σπύρου Μελᾶ). Ὁ ἴδιος μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου του ἀνακοινώνει: «Δημοσιεύομεν κατωτέρω ἓν ἀνέκδοτον διήγημα τοῦ διακεκριμένου διηγηματογράφου. Τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας» ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸ τάλαντον τοῦ διηγηματογράφου ἔχει δώσει εἰς τόσα μέχρι τοῦδε ἀριστουργήματά του. Ἡ ἁπλότης τῆς φράσεως, τὸ ζωντανὸν τῶν εἰκόνων του καὶ ἡ βαθεῖα περιπάθεια τῆς ἐμπνεύσεώς του ὑπάρχουν ζωηρότατα εἰς τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», εἰς τὸ σύνολον τοῦ ὁποίου τόσον δυνατὸς καὶ τόσον γνωστὸς ἐπιχύνεται ὁ τοπικὸς χρωματισμός». Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ διήγημα, μὲ τὸ μεγαλύτερο μέρος του στὴν ἑπόμενη σελίδα. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπιλέξει τὴ γραφὴ μὲ υ γιὰ οὐσιαστικὸ καὶ ρῆμα: «μυρολόι…», «μυρολογᾶ». — Α.Κ.

~.~

Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ «Μοιρολόγι τῆς φώκιας» δουλεύει μὲ τὸν τρόπο τοῦ σκηνοθέτη.[1] Μᾶς παρουσιάζει ἕνα-ἕνα τὰ τρία πρόσωπα τοῦ διηγήματος, παρακολουθώντας τα γιὰ λίγο σὲ μιὰν ἁπλὴ ἐκδήλωση τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς, ὣς μιὰ στιγμὴ πρὶν ἀπὸ τ’ ἄξαφνο δράμα. Στὸ σύντομο τοῦτο διάστημα ἔχει φυσήξει στὸ καθένα τους ὅση πνοὴ χρειάζεται γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, βέβαια, δὲ σημαίνει πὼς ὁ συγγραφέας κατευθύνει τοὺς ἥρωές του καὶ πὼς τὸ ἔργο μοιάζει σκηνοθετημένο.



Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Ο ακροβολιστής


Το περίπλοκο υφάδι, ο λαβύρινθος γνώσεων, εκρήξεων και προκλήσεων της άκρως ερεθιστικής (προκλητικά και αναρχικά) γραφής του Ρένου Αποστολίδη

Γεωργουσόπουλος Κώστας


11 Αυγούστου 2018 | 06:00


Το κείμενο που ακολουθεί είχε σχεδιαστεί να συμμετάσχει στον «έρανον» κειμένων που τώρα φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» στον Ρένο Αποστολίδη, παραγγελία των φίλων γιων του Στάντη και Ηρκου. Δεν έφτασε εγκαίρως λόγω δυσεπίλυτων εμποδίων προσωπικών. Πάντως το κείμενο αυτό είναι κυρίως προσωπικό και όχι αξιολογικό. Άλλοι σημαντικοί γνώστες του έργου στο αφιέρωμα τοποθετούν τον ξεχωριστό αυτόν λογοτέχνη, μαχητή και άνθρωπο στη θέση που του πρέπει στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.

Εγώ γνώρισα το έργο του Ρένου έφηβος στην επαρχία όπου μεγάλωσα γιατί ο πατέρας μου, φιλόλογος, γυμνασιάρχης το 1952, στην Καλαμπάκα, ήταν συνδρομητής πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (της «Νέας Εστίας» από το 1927!), ανάμεσα στα οποία και τα «Νέα Ελληνικά» (πρώτη περίοδο) του Ρένου Αποστολίδη. Εκεί νεαρός τότε έφηβος, «φανατικός για γράμματα», πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Νίκου Φωκά, της Μιμίκας Κρανάκη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, της Λύντιας Στεφάνου, του Αιμ. Χουρμούζιου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και κυρίως την άκρως ερεθιστική (προκλητικά και αναρχικά) γραφή του Ρένου Αποστολίδη. Ομολογώ πως στο άκρως επιθετικό εκείνο περιοδικό με οδήγησε η παρουσία της Μιμίκας Κρανάκη που είχε γεννηθεί στη Λαμία, την πατρίδα μου, και ήταν ιδιαίτερη μαθήτρια του πατέρα μου πριν φύγει το 1944 με το γνωστό γαλλικό πλοίο με τόσους άλλους κυνηγημένους (ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Ξενάκης) στο Παρίσι.

Εχοντας ως εφαλτήριο τη «Νέα Εστία» από το πρώτο τεύχος της είχα έρθει σε επικοινωνία και συχνά σε ταύτιση με κείμενα των συγγραφέων του "30. Ηταν λοιπόν για μένα (και για μερικούς συμμαθητές μου με το ίδιο χούι) ένα ηχηρό χαστούκι το μένος του Ρένου για τη γενιά του "30. Βλέπαμε βέβαια πως υπήρχε μια τιμιότητα σ" αυτή του την πολεμική. Τιμούσε και το τάλαντο και το συγγραφικό ήθος των συγγραφέων εκείνης της γενιάς. Την ενημέρωσή τους στα ευρωπαϊκά πρότυπα, στη σύγχρονη γραφή που άφηνε πίσω της την παρεξηγημένη στον τόπο μας ηθογραφία. Ο Ρένος όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη δημόσια εικόνα των συγγραφέων της γενιάς του "30, τις δημόσιες θέσεις τους, τις κριτικές τους προτιμήσεις που προωθούσαν επαναλαμβανόμενα μοντέλα γραφής και θεματογραφίας με τα σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, έργα τους.