π. Stephen Muse

Όταν οι γονείς μου χώρισαν, ο πατέρας μου με εγκατέλειψε. Η αρρώστια του, σχιζοφρένεια, πρώτα τον έστειλε στο κελί της φυλακής και μετά σε ψυχιατρείο.  Η συμπεριφορά του την εποχή που ήταν ψυχωτικός του προκαλούσε ντροπή κι έτσι, μετά το διαζύγιο των γονιών μου, δεν τον ξαναείδα παρά μόνον όταν είχα πια ενηλικιωθεί. Εξαίρεση αποτέλεσαν δύο σύντομες επισκέψεις του μία στα γενέθλιά μου και μία κάποια Χριστούγεννα. Όταν, μεγάλος πια, τον συνάντησα πάλι, μου είπε: «Τότε που ήρθα να σε δω, στο σπίτι του παππού, αγκάλιασες τα πόδια μου, έκλαιγες και παρακαλούσες: ‘Μπαμπά μη φεύγεις’. Εγώ, πάλι, σ’ αγαπούσα και ο κάθε αποχαιρετισμός με πονούσε πολύ. Έτσι δεν ξαναήρθα». Είχε ζήσει μ’ αυτή την ανάμνηση και μ’ αυτή την απόφαση επί είκοσι χρόνια, ενώ όμως πλήρωνε τακτικά τη μηνιαία διατροφή μου και μάθαινε τα νέα μου από δεύτερο χέρι. 
Ο φόβος του πατέρα μου για την συναισθηματική ευαλωτότητα, και η ντροπή που τον περιέσφιγγε σαν τη φασκιά του Λάζαρου δεν τον άφηναν να αντέξει τον πόνο που κλείνουν οι λέξεις: «Θα ξανάρθω σύντομα. Σ’ αγαπώ». Αντίθετα, στην πραγματικότητα, ήταν σαν να έλεγε: «Προτιμώ να αποφύγω τη συναισθηματική ευαλωτότητα παρά να σε βλέπω»
Στη γλώσσα των γηγενών, «πολεμιστής» είναι «αυτός που προστατεύει και υπηρετεί τις Ιερές Ρίζες» κατά τη μετάφραση ενός φίλου Ινδιάνου. Οι άντρες είναι οι πνευματικοί πολεμιστές και η μάχη που δίνουν είναι η μάχη της αγάπης. Δεν μιλώ για τη συναισθηματικότητα ή τη σεξουαλική επιθυμία ή τα ρομαντικά αισθήματα – που όλα πια τα αποδίδουμε με την τετριμμένη λέξη «αγάπη». Η μάχη αυτή είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό και ζωτικό, κι απ’  αυτήν εξαρτάται η οικογένεια, η κοινότητα, ο πολιτισμός. Απαιτεί επιμονή, θάρρος, διάκριση, ταπείνωση και την επιθυμία να είναι αυτή που «πάντα υπομένει» για χάρη εκείνων που αγαπά.