του Λεωνίδα Σταματελόπουλου
τινὰ νοητὴν εἰδωλολατρείαν εἰδωλοποιοῦντες ἐν ἑαυτοῖς,
τὰ μὴ ὄντα ὠς ὄντα ἔχουσι
Μέγας Βασίλειος
…βαραίνει η θεολογική αναπηρία πάνω στη ζωή του τόπου:
αλλοτριώνει την Εκκλησία,
αποπροσανατολίζει τη διανόηση, εγκαταλείπει την πολιτική,
αφήνει δίχως νόημα, μέσα στον παραλογισμό και το άγχος,
την καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων
Χρήστος Γιανναράς, Καταφύγιο ιδεών, Αθήνα 20016σ. 178.
Δεν μπορούσες να σπουδάζεις θεολογία από τη δεκαετία του ’80 κι εντεύθεν δίχως να έρθεις σε επαφή με το έργο του του Χρήστου Γιανναρά. Υπήρχαν και άλλοι αξιόλογοι καθηγητές θεολογίας, αλλά ήταν ο Χρήστος Γιανναράς που όχι μόνον είχε συγγράψει σημαντικά βιβλία συστηματικής θεολογίας αλλά, έχοντας εξέλθει των τειχών των θεολογικών σπουδαστηρίων, δίδασκε φιλοσοφία και παρενέβαινε στον δημόσιο διάλογο.
Στον λόγο του συμπλεκόταν θεολογία, φιλοσοφία και κριτική του πολιτισμού, με πολιτικές συνέπειες, με τρόπο θαρραλέο και αποφασιστικό. Έχοντας διαμορφώσει τα θεολογικά και φιλοσοφικά του κριτήρια είχε επεκταθεί, με προσωπικό και πρωτότυπο τρόπο, και στα πεδία της πολιτικής, της τέχνης, των φυσικών επιστημών, όχι μέσα από την εξαντλητική πραγμάτευσή τους, τα πεδία στα οποία είχε εμβαθύνει ήταν άλλα, αλλά κτίζοντας γέφυρες διαλόγου.
Για τον Χρήστο Γιανναρά η φιλοσοφία δύναται να μην είναι απλώς έκφραση ταξικών ή ατομικών συμφερόντων ή απόρροια της βούλησης για ισχύ – εδώ, με άλλα λόγια, δεν έχουν θέση οι λεγόμενες «ερμηνευτικές της υποψίας» – και για τούτο, πίστευε στην αυτονομία της συνείδησης, συνείδηση όχι αποκομμένης από τις υπόλοιπες λειτουργίες της ύπαρξης, και ότι η, εν συνόλω θεωρούμενη ύπαρξη, μπορεί να καθοδηγήσει τις ανθρώπινες πράξεις αντί να ποδηγετείται από τις πρακτικές. Από εδώ απέρρεε και η μέριμνά του να παρέμβει στις συνειδήσεις δίνοντας έμφαση στον πολιτισμό, μετασχηματίζοντας τη φιλοσοφική και θεολογική του σκέψη σε κριτική του πολιτισμού. Η σκέψη του είχε βαθύτατα προσωπικές ρίζες, όχι ως απλό θεωρητικό διαφέρον, αλλά υπό την έννοια ότι αναζητούσε από τη θεολογία και τη φιλοσοφία έναν προσανατολισμό του βίου, ενώ οι ίδιες οι προσωπικές εμπειρίες του έπαιρναν θεωρητικό σχήμα. Για παράδειγμα, η αντιπαράθεσή του προς τον εκδυτικισμό της εγχώριας θεολογίας ρίζωνε στις εμπειρίες του στην εξωεκκλησιαστική οργάνωση της Ζωής, όπως επίσης και στις ακαδημαϊκές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το θεμέλιο της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά είναι γνωσιολογικό και συνοψίζεται στην αποφατική γνωσιολογική στάση, στην οποία εμπεριέχεται η έννοια της εμπειρίας και της σχέσης. Μόνιμα γνωρίσματα της σκέψης του, το αίτημα της εμπειρικής μετοχής στο γινωσκόμενο, η προσπάθεια να μην αυτονομείται το σημαίνον από το σημαινόμενο ούτε οι ιδέες από την πραγματικότητα, και η επαλήθευση να μετατίθεται από την ατομική κρίση στον διυποκειμενικό λόγο. Με αυτή την έννοια, γινόταν η απόπειρα να μην εξαντλείται η αλήθεια στη διατύπωσή της, δίχως τούτο να σημαίνει απόρριψη της λογικής ή καταφυγή στον ατομοκεντρικό μυστικισμό ή ακόμη, στις, όποιες, συναισθηματικές βεβαιότητες. Εν τέλει, κρίσιμο αίτημα της φιλοσοφικής του στάσης είναι να μην απολυτοποιείται η μέθοδος, ώστε να έχουμε έγκυρες γνωστικές διατυπώσεις. Ο γνωσιολογικός αυτός αποφατισμός είναι το θεμέλιο επί του οποίου θα συντεθεί φιλοσοφία και θεολογία στο έργο του. Συγχρόνως, θεώρησε την ηθική ως οντολογική σε αντιδιαστολή με την κατανόησή της ως ένα έξωθεν επιβαλλόμενο σύστημα, δεοντολογικό και άσχετο προς το Είναι, σύνολο αρχών. Συνεπώς, εξέφρασε μία ηθική της αυθεντικότητας του ανθρώπου. Στην προοπτική των ανωτέρω, η μεταφυσική έπαυε να είναι νοησιαρχική και καθίστατο εμπράγματη, κατά την ρήση του Λορεντζάτου, σχήμα σκέψης που ανέπτυξε σε έκταση και βάθος ο Γιανναράς.
Για τον Χρήστο Γιανναρά η φιλοσοφία δύναται να μην είναι απλώς έκφραση ταξικών ή ατομικών συμφερόντων ή απόρροια της βούλησης για ισχύ – εδώ, με άλλα λόγια, δεν έχουν θέση οι λεγόμενες «ερμηνευτικές της υποψίας» – και για τούτο, πίστευε στην αυτονομία της συνείδησης, συνείδηση όχι αποκομμένης από τις υπόλοιπες λειτουργίες της ύπαρξης, και ότι η, εν συνόλω θεωρούμενη ύπαρξη, μπορεί να καθοδηγήσει τις ανθρώπινες πράξεις αντί να ποδηγετείται από τις πρακτικές. Από εδώ απέρρεε και η μέριμνά του να παρέμβει στις συνειδήσεις δίνοντας έμφαση στον πολιτισμό, μετασχηματίζοντας τη φιλοσοφική και θεολογική του σκέψη σε κριτική του πολιτισμού. Η σκέψη του είχε βαθύτατα προσωπικές ρίζες, όχι ως απλό θεωρητικό διαφέρον, αλλά υπό την έννοια ότι αναζητούσε από τη θεολογία και τη φιλοσοφία έναν προσανατολισμό του βίου, ενώ οι ίδιες οι προσωπικές εμπειρίες του έπαιρναν θεωρητικό σχήμα. Για παράδειγμα, η αντιπαράθεσή του προς τον εκδυτικισμό της εγχώριας θεολογίας ρίζωνε στις εμπειρίες του στην εξωεκκλησιαστική οργάνωση της Ζωής, όπως επίσης και στις ακαδημαϊκές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το θεμέλιο της σκέψης του Χρήστου Γιανναρά είναι γνωσιολογικό και συνοψίζεται στην αποφατική γνωσιολογική στάση, στην οποία εμπεριέχεται η έννοια της εμπειρίας και της σχέσης. Μόνιμα γνωρίσματα της σκέψης του, το αίτημα της εμπειρικής μετοχής στο γινωσκόμενο, η προσπάθεια να μην αυτονομείται το σημαίνον από το σημαινόμενο ούτε οι ιδέες από την πραγματικότητα, και η επαλήθευση να μετατίθεται από την ατομική κρίση στον διυποκειμενικό λόγο. Με αυτή την έννοια, γινόταν η απόπειρα να μην εξαντλείται η αλήθεια στη διατύπωσή της, δίχως τούτο να σημαίνει απόρριψη της λογικής ή καταφυγή στον ατομοκεντρικό μυστικισμό ή ακόμη, στις, όποιες, συναισθηματικές βεβαιότητες. Εν τέλει, κρίσιμο αίτημα της φιλοσοφικής του στάσης είναι να μην απολυτοποιείται η μέθοδος, ώστε να έχουμε έγκυρες γνωστικές διατυπώσεις. Ο γνωσιολογικός αυτός αποφατισμός είναι το θεμέλιο επί του οποίου θα συντεθεί φιλοσοφία και θεολογία στο έργο του. Συγχρόνως, θεώρησε την ηθική ως οντολογική σε αντιδιαστολή με την κατανόησή της ως ένα έξωθεν επιβαλλόμενο σύστημα, δεοντολογικό και άσχετο προς το Είναι, σύνολο αρχών. Συνεπώς, εξέφρασε μία ηθική της αυθεντικότητας του ανθρώπου. Στην προοπτική των ανωτέρω, η μεταφυσική έπαυε να είναι νοησιαρχική και καθίστατο εμπράγματη, κατά την ρήση του Λορεντζάτου, σχήμα σκέψης που ανέπτυξε σε έκταση και βάθος ο Γιανναράς.