π. Πάβελ Φλορένσκι

 
Για να συλλάβουμε, έστω και κατά προσέγγιση, το νόημα της λέξης «αλήθεια» σε όλη της την έκταση, είναι απαραίτητο να δούμε πώς την συνέλαβαν οι διάφορες γλώσσες, όπως την τόνισαν και την εμπέδωσαν μέσω της ετυμολογίας οι διάφοροι λαοί. […]
 
1. Η ρώσικη απάντηση: η ζωντανή ύπαρξη
Ετυμολογικά, η ρωσική λέξη istina (αλήθεια), και τα παράγωγά της (βλ. στα λετονικά ist-s, ist-en-s), σχετίζεται με τις λέξεις es-t’, est-es-tvo, που σημαίνουν «είναι», «ουσία». Μπορούμε να τη συγκρίνουμε, επίσης, με τις πολωνικές λέξεις istot-a («οντότητα», «ύπαρξη»), istot-nie («πράγματι»), istniec («πραγματική ύπαρξη»). Πολλοί συγγραφείς έχουν την ίδια άποψη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Β. Νταλ, istina σημαίνει «το αληθινό, το γνήσιο, το αυθεντικό, το ακριβές, το υπάρχον. Όλα όσα είναι, είναι istina. Άλλωστε, est και estina, istina δεν σημαίνουν ένα και το αυτό;». Το ίδιο υποστηρίζουν ο  Μικλόσιτς, ο Μικούτσκι και ο σεβαστός γλωσσολόγος μας Φ. Σίμκεβιτς. Είναι επίσης σαφές ότι, ανάμεσα στις διάφορες έννοιες της λέξης istyi, είναι και η «στενή ομοιότητα». Σύμφωνα με την ερμηνεία ενός παλιού εμπόρου, ονόματι Α. Φόμιν, istyi σημαίνει παρόμοιος, ακριβής. Έτσι, εξηγεί η αρχαία έκφραση istyi vo otsa σημαίνει «ολόιδιος με τον πατέρα». 
 
Κατά την άποψή μας, αυτή η οντολογική χροιά της ρώσικης προσέγγισης της αλήθειας ενισχύεται και βαθαίνει, αν λάβουμε υπ’ όψη την ετυμολογία του ρήματος est’. Το est’ ετυμολογείται από τη ρίζα es-, στα σανσκριτικά as- (π.χ., asmi, ρώσικα esmi και asti, ρώσικα esti). Τα ρήματα esm’, est’ (είμαι, είναι) μπορούν χωρίς πρόβλημα να συσχετιστούν με το παλαιοσλαβικό esmi, το ελληνικό ειμί, το λατινικό (e)sum, est,  το γερμανικό ist, τα σανσκριτικά asmi, asti, κλπ. Σύμφωνα όμως με ορισμένες ενδείξεις, κατά την αρχαιότερη φάση εξέλιξης της σανσκριτικής η ρίζα es- σήμαινε αρχικά αναπνέω (hauchen, athmen). Ο Κούρτιους, επιβεβαιώνοντας αυτή την άποψη για τη ρίζα as-, επισημαίνει τις σανσκριτικές λέξεις as-u-s («ανάσα της ζωής», «ζωτική πνοή»), asu-ra-s («ζωτικότητα», «lebendig») και, ισοδύναμες με τη λατινική os («στόμα»), λέξεις όπως, âs, âs-ja-m, που επίσης σημαίνουν «στόμα». Η γερμανική athmen σχετίζεται και αυτή με την πνοή και το στόμα. Είναι γνωστό πως η αναπνοή, η ανάσα, θεωρούνταν ανέκαθεν το κύριο χαρακτηριστικό, ακόμη και η ίδια η ουσία της ζωής. Ακόμα και σήμερα, η συνήθης απάντηση στο ερώτημα «ζει;» είναι «αναπνέει», σαν να είναι συνώνυμα. Από εδώ προκύπτει και η δεύτερη, πιο αφηρημένη έννοια του est’: «είναι ζωντανός», «ζει», «έχει σθένος». Τελικά, το est’ αποκτά την πιο αφηρημένη του έννοια όταν έρχεται να εκφράσει την ύπαρξη. 
 
Αναπνοή, ζωή, ύπαρξη: αυτά είναι λοιπόν τα τρία στρώματα της ρίζας es- ξεκινώντας από το πιο συγκεκριμένο και φτάνοντας στο πιο αφηρημένο ─κάτι που, σύμφωνα με τη γνώμη των γλωσσολόγων, αντιστοιχεί στη χρονική σειρά εμφάνισής τους.
 
Η ρίζα as- σημαίνει την ύπαρξη στην κανονικότητά της, μια κανονικότητα όπως αυτή της αναπνοής (ein gleichmässig, fortgesetze Existenz), σε αντίθεση με τη ρίζα bhu-, που τη συναντούμε σε λέξεις όπως η ρώσικη byt, η λατινική fui, η γερμανική bin, η ελληνική φύω, κλπ, που δηλώνουν το γίγνεσθαι, τη ροή (ein Werden).