Του Βασίλη Λαμπόγλου
Χθες το βράδυ, καθόμουν σε ένα εστιατόριο της γειτονιάς. Κρατούσα ακόμη το πιρούνι στο χέρι όταν την είδα να περνάει. Μια μεσήλικη γυναίκα, αδύνατη, μαυροντυμένη, με εκείνο το βλέμμα που έχει εγκαταλείψει από καιρό την ελπίδα, αλλά όχι την αξιοπρέπεια. Στάθηκε διστακτικά, σαν να ζύγιζε αν θα απευθυνθεί σε κάποιο τραπέζι. Πριν προλάβω να βάλω το χέρι στην τσέπη, η κυρία στο διπλανό τραπέζι γλίστρησε τον ψίθυρό της μέσα στο αυτί μου: «Μην της δίνετε. Δεν έχει ανάγκη. Αν της δώσετε, θα έρχεται συνέχεια. Το έχει ξανακάνει. Ζητάει και φαγητά…»
Και εγώ δεν έδωσα.
Ένα μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο “όχι” – όχι με το στόμα, αλλά με το χέρι που έμεινε μέσα στην τσέπη, με το βλέμμα που αποσύρθηκε, με την καρδιά που σκλήρυνε για μια στιγμή – αλλά αρκετό για να γείρει το ζύγι της ζωής λίγο προς τον θάνατο.
Το πρωί, έβλεπα έναν μοναχό μακρυά από την μονή της μετανοίας του, σε μια σύναξη της πόλης, αποτυπωμένη βέβαια στο YouTube, με σταθερή φωνή να λέει : «Οι περισσότεροι που γυρνούν στο δρόμο έτσι ξέρουμε δεν έχουν ανάγκη πραγματική. Ζουν από αυτό. Είναι συνήθεια».
Και αναπαύτηκα. Σαν να επιβεβαιώθηκε η επιλογή μου, ο μικρός ενδοιασμός να πάρει την ετικέτα του “ορθολογικού διακρίσεως”.
Και τώρα, το απόγευμα, καθώς επιστρέφω από τα τελευταία ψώνια για το πασχαλινό τραπέζι, τη βλέπω. Ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο. Νεκρή. Από πάνω της δυο άνθρωποι, σκυμμένοι, βεβαιώνουν τον θάνατο.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω το όνομά της. Δεν πρόλαβα να της πω: “Δεν ξέρω αν έχεις ανάγκη, αλλά εγώ έχω την ανάγκη να σου δώσω κάτι.”
Δεν πρόλαβα να την κοιτάξω καλά, να διακρίνω αν έμοιαζε περισσότερο με εμένα ή με κάποια μορφή του Χριστού. Ίσως γιατί μοιάζει τόσο η μια με την άλλη.