Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Στα χρόνια της 4ης Σταυροφορίας, πριν από την άλωση της Πόλης το 1204, ντόπιες οικογένειες του Μοριά όριζαν μεγάλες εκτάσεις γης που τις διοικούσαν ως ανεξάρτητοι τοπικοί τύραννοι. Μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας ανήκε τότε στις οικογένειες των Βρανάδων και των Καντακουζηνών. Ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, αδελφός του λόγιου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (1140-1220), σημειώνει γενικά ότι οι άρχοντες αυτοί -με παράδειγμα προς αποφυγήν τον αυθέντη της Ναυπλίας Λέοντα Σγουρό- ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά των κατοίκων και την υποταγή στους Φράγκους.
Η Μεθώνη υπήρξε κατά καιρούς άντρο πειρατών. Η Κορώνη φημιζόταν για τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που έβγαζε. Οι Μανιάτες (ο λαός της Μάινας) δεν είχαν καθόλου καλή φήμη, ενώ η Καλαμάτα θεωρείτο ανέκαθεν πόλη με εύφορη ενδοχώρα αλλά αδύναμο κάστρο. Με το όνομα Καλαμάτα και Καλο(μ)μάτα γνώρισαν την αρχαία πόλη των Φαρών οι Φράγκοι κατακτητές του Μοριά το 1209.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και τη συνθήκη της μοιρασιάς που ακολούθησε, οι Βενετσιάνοι κατάφεραν μεταξύ άλλων να κρατήσουν το μερίδιό τους στην Πελοπόννησο, δηλαδή την επαρχία της Λακεδαιμονίας, τα Καλάβρυτα, τις περιοχές της Πάτρας και Μεθώνης με τις ιδιοκτησίες των οικογενειών Βρανά και Καντακουζηνού. Ο Μπάλντουιν (Baldwin), κόμης της Φλάνδρας, έγινε αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ενώ οι σταυροφόροι με αρχηγό τον Βονιφάτιο (Boniface), μαρκήσιο του Μομφεράτου, πήραν ως μερίδιο το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, τις ελληνικές επαρχίες της Ανατολής και «το νησί της Ελλάδος», δηλαδή την Πελοπόννησο.
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ο Βονιφάτιος ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1204 να καταλάβει τις ελληνικές κτήσεις του, συνοδευόμενος από ομάδες σταυροφόρων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσδοκούσαν την κατοχή τιμαρίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ (Guillaume de Champlitte), υποκόμης της Ντιζόν, καταγόμενος από το χωριό Σαμπλίτ της Φρανς-Κοντέ στη Βουργουνδία, επονομαζόμενος και Καμπανίτης (Le Champenois) από τον παππού του κόμη της Καμπανίας. Τονίζουμε τη σχέση του Σαμπλίτ με την Καμπανία, γιατί την περίοδο της ρωμαιοκρατίας η ελίτ της αρχαίας Μεσσήνης -ιδιαίτερα η πανίσχυρη οικονομικά μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών- είχε κτήσεις στην Καμπανία· μάλιστα ένας γόνος της οικογένειας, ο Τιβέριος Κλαύδιος Φροντίνος Nικήρατος επονομαζόταν Καμπανός.
Οι υπόλοιποι σταυροφόροι ήταν ο Βουργούνδιος Οθων ντε λα Ρος (Otho de la Roche), ο Φλαμανδός Ιάκωβος ντ’ Αβέν (Jacques d’ Avesnes) και τα ανίψια του Ιάκωβος και Νικόλαος ντε Σεντ-Oμέρ (Jacues, Nicolas de Saint-Omer, ο Μπέρτολντ φον Κατσενελεμπόγκεν (Berthold von Katzenellenbogen) από τη Ρηνανία, ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Παλαβιτσίνο (Guglielmo Pallavicino) από τα περίχωρα της Πάρμας, ο Θωμάς ντ' Οτρεμανκούρ (Thomas d' Autremencourt) και ο Ραμπάνο ντάλε Κάρτσερι (Ravano dalle Carceri) από τη Βερόνα.
Ο Βονιφάτιος του Μομφεράτου ανέθεσε στον Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ την κατάληψη της Πελοποννήσου, γιατί ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να υπερασπιστεί τα βόρεια σύνορά της ενάντια στους Βουλγάρους. Σε μια καίρια μάχη κρίθηκε η τύχη ολόκληρης της Πελοποννήσου:
Οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό, ιδρυτή αργότερα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παρέταξαν ενάντια στους Φράγκους κατοίκους από τα χωριά του Λάκκου στρατιωτικές δυνάμεις από το Νίκλι (Τεγέα), τη Βελιγοστή και τη Σπάρτη, καθώς και τους Σλάβους του Πενταδάκτυλου. Παρασύρθηκαν από τους Φράγκους στην ανοιχτή πεδιάδα της Μεσσηνίας, όπου αναγκάστηκαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», η μάχη δόθηκε στους «Κηπησκιάνους, όπου το κράζουν όνομα στον Κούντουραν ελαιώνα» (στ. 1723-1724).
(Δεν γνωρίζω πού ακριβώς βρίσκονται οι «Κηπησιάνοι» και ο ελαιώνας στον Κούντουρα. Παρακαλώ τους γνώστες της μεσσηνιακής τοπογραφίας και των τοπωνυμίων να με ενημερώσουν, ει δυνατόν).