18/12/2024ΓΝΩΜΕΣ / ΙΣΤΟΡΙΑNo Comment
του Γιώργου Κοντογιώργη, από το έργο Constantinopla: 550 anos desde su Caida
1. Το γνωσιολογικό και μεθοδολογικό πρόβλημα
Το Βυζάντιο ως πεδίο επιστημονικής έρευνας αποτελεί την τυπικότερη ίσως περίπτωση παραμορφωτικής παρέμβασης της νεοτερικότητας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Υπέστη τις συνέπειες της διακοσμοσυστημικής διαμάχης μέσα από την οποία ανεδείχθη ο νεότερος κόσμος. Περιήλθε στην αρμοδιότητα της εθνοκεντρικής και μάλιστα της κρατοκεντρικής ιστορίας η οποία επιχείρησε την αποδόμησή του, προκειμένου να τεκμηριωθεί η νομιμότητα της νεότερης εξέλιξης. Τέλος, περισσότερο από κάθε άλλο ιστορικό παράδειγμα, υπήρξε θύμα της γνωσιολογικής και μεθοδολογικής υστέρησης της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης με αφετηρία την αδυναμία της να αρθρώσει το συγκριτικό της διάβημα κατά τρόπο ισόρροπο και σφαιρικό. Δεν είναι τυχαίο ότι η νεοτερική κοινωνική επιστήμη εξακολουθεί να μην ενσωματώνει τη διαχρονία σ’αυτό ή να το πράττει μόνο για να επιβεβαιώσει την αρνητική της προδιάθεση και, περαιτέρω, την ανωτερότητά της έναντι της ιστορίας.
Η ιστορική σύγκρουση ανάμεσα στη δεσποτική Ευρώπη και στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό, που ενσαρκώνει η λεηλατική εμπλοκή της λατινικής δύσης στα πράγματα του Βυζαντίου, συνδυάσθηκε με τη φαντασιακή αναγωγή της (δυτικής) Ρώμης σε γενετικό παράδειγμα της μετέπειτα πορείας του νεότερου κόσμου προς τον ανθρωποκεντρισμό. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να επιβαρυνθεί το ελληνικό ανθρωποκεντρικό πρότυπο και, ιδίως, το “εκ των ων ουκ άνευ” θεμέλιο της ανθρωποκεντρικής μετάβασης του νεότερου κόσμου, το Βυζάντιο, με αρνητικό πρόσημο(1).
Η λειτουργία της “Ρώμης” ως γέφυρας για την “αποκατάσταση” της συνέχειας του ευρωπαϊκού κόσμου με το απώτερο ελληνικό κρατοκεντρικό παρελθόν έγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που ο κόσμος αυτός άρχισε να αποστασιοποιείται από τις οικουμενικές παραμέτρους του ελληνικού κοσμοσυστήματος –στον οποίον λειτούργησε ως ζωτική περιφέρεια– και να εισέρχεται σε μια ανθρωποκεντρικά διατεταγμένη κρατοκεντρική τροχιά. Το βυζάντιο θα αποκοπεί από τις ιστορικές του βάσεις και θα αποδοθεί στην αρμοδιότητα της εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας η οποία, ως μη εθνοκεντρικό, θα το κατατάξει στο Μεσαίωνα.
Πρόκειται, επομένως, για κατάταξη που υπαινίσσεται ότι το Βυζάντιο, σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική Ρώμη, υπέστη μια διάρρηξη της συνέχειάς του με το ελληνικό κοσμοσυστημικό παρελθόν και διήνυσε έκτοτε μια ιστορική πορεία ανάλογη με εκείνη της μεσαιωνικής Ευρώπης. Δεν θα παραλείψει ωστόσο, η εθνοκεντρική ιστοριογραφία, συνεπές με τις γνωσιολογικές της σταθερές, να αναδείξει στην περίπτωση του Βυζαντίου, τις εθνολογικές του συνιστώσες. Τούτο άλλωστε ήταν και εναρμονισμένο πλήρως με το όλο εγχείρημα –όχι όμως και της Ρώμης– της αποδόμησης της εν γένει κοσμοσυστημικής ιδιοσυστασίας του ελληνισμού(2). Το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας για μεν την κρατοκεντρική του φάση θα ορισθεί ως “Ελλάδα”, για δε την ύστερη οικουμενική του φάση θα κληθεί να υπηρετήσει τις εθνοκεντρικές αναγνώσεις της ιστορίας.
Το μεθοδολογικό πρόβλημα γίνεται εμφανέστερο εκεί όπου επιχειρείται η περιοδολόγηση της ιστορίας. Μέτρον κρίσεως για τη νεότερη κοινωνική επιστήμη είναι η εθνική αναφορά ή ταυτότητα του ηγεμονεύοντος κοινωνικού μορφώματος ή “λαού”. Διακρίνεται έτσι η ιστορία σε ελληνική, ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, αραβική και ούτω καθεξής. Στην καλύτερη περίπτωση προβάλει ως ολοκληρωμένη κοινωνική παράμετρος το κράτος και, κατ’ επέκταση, μια γεωγραφικά προσδιορισμένη πολιτειακή οντότητα, που ωστόσο έχει επίσης εθνική αναφορά. Εκεί που αυτό δεν είναι εφικτό επιστρατεύεται το συλλογικό εθνοτικό γίγνεσθαι, εμβαπτισμένο στις “μεγάλες διάρκειες”, όπως στην περίπτωση της Μεσογείου. Επ’ ουδενί όμως το κοσμοσυστημικό επιχείρημα, η συνολική φύση του κόσμου που ιστορείται.
Η εθνοκεντρική “ερμηνευτική” της ιστορίας συνδυάζεται με το “κινούν αίτιο” του ιστορικού γίγνεσθαι, το οποίο είναι, σε τελική ανάλυση, για τη νεοτερικότητα, η δύναμη και οι σχέσεις δύναμης. Η πολιτική ως φαινόμενο εξομοιώνεται με το αποτέλεσμα των σχέσεων δύναμης και στην καλύτερη περίπτωση με την εξουσία. Απουσιάζει πλήρως ένας προβληματισμός που να εικάζει το ενδιαφέρον της για τη φύση και το αναπτυγματικό περιεχόμενο του κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου, για τη “λογική” του κόσμου και, επέκεινα, την ιδιοσυστασία της κοσμοσυστημικής ολότητας, όπου εγγράφονται τόσο τα επιμέρους κοινωνικά μορφώματα (όπως οι πόλεις ή τα κράτη) όσο και, μεταξύ των άλλων, οι συσχετισμοί. Αγνοούνται, εν ολίγοις, οι θεμελιώδεις παράμετροι πάνω στις οποίες εδράζεται ο κόσμος και δυνάμει των οποίων κατηγοριοποιείται η πραγματική του φύση, η ίδια η διαφοροποίηση και η εξέλιξη του κοινωνικού ανθρώπου, στη μικρή και στη μεγάλη διάρκεια. Κατά τούτο, η εθνοκεντρική περιοδολόγηση της ιστορίας, θα διακρίνει στην προβολή του νεοτερικού κανόνα στο παρελθόν ένα ισχυρό καταφύγιο νομιμοποίησης, πολλώ μάλλον αφού αυτό θα ενισχυθεί από την κατάφαση στην καθολική ανωτερότητα της εποχής μας.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις επιπτώσεις της αδυναμίας αυτής της νεοτερικής κοινωνικής επιστήμης για την κατανόηση του νεότερου και ιδίως του ιστορικού κόσμου, κρίνουμε ως επείγουσα την ανάγκη να εστιάσουμε την προσοχή μας σε μια προσπάθεια συγκριτικής ανασύνδεσης των δυο αυτών κόσμων, από την οποία θα προκύψει, ελπίζεται, μια συνολική εναλλακτική πρόταση. Για το εγχείρημα αυτό το Βυζάντιο αναδεικνύεται σε κομβική συνιστώσα της προβληματικής μας.
Λαμβάνουμε ως σημείο αφετηρίας την πολυσήμαντη ολότητα που αποκαλέσαμε ήδη κοσμοσύστημα. Το κοσμοσύστημα δεν ταυτίζεται με το σύνολο των “κρατών” ούτε όλα τα “κράτη” αποτελούν αναγκαστικά μέρος του ιδίου κοσμοσυστήματος. Το “κράτος” συνιστά το θεμελιώδες ή πρωτογενές πολιτειακό κύτταρο του κοσμοσυστήματος και, συνεπώς, μια καταστατική παράμετρό του. Το κοσμοσύστημα, όμως, ορίζεται από άλλες παραμέτρους, οι οποίες “αποφαίνονται” για τη φύση και για τη θέση του “κράτους” μέσα σ’ αυτό. Αναφέρουμε την οικονομία, την επικοινωνία, την ιδεολογία, δηλαδή διαστάσεις του ανθρώπινου βίου, των οποίων η ιδιοσυστασία συνθέτει μια ενότητα με κοινές ορίζουσες και θεμέλια(3).