Το πρόβλημα δεν είναι πως το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Αλλά πως το κεφάλι του ψαριού είναι σε πλήρη αποσύνθεση, σκουληκιασμένο και δηλητηριάζει τα πάντα γύρω του. Η διαφθορά και η ατιμωρησία δεν είναι έννοιες «γενικής ευθύνης» και αόριστης απόδοσης. Παράγονται και αναπαράγονται με πρωταγωνιστές τους τοποτηρητές της Δημοκρατίας. Όλοι οι πολιτικοί δεν είναι ούτε απατεώνες ούτε κλέφτες. Μια τέτοια θεώρηση όχι μόνο αποτελεί γενίκευση, αλλά ευνοεί και τον φασισμό.
Γιατί τότε φροντίζουν να μην δικαστούν ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής; Με εξαίρεση τον Τσοχατζόπουλο και ίσως τον Παπακωνσταντίνου,
κανένας υπουργός δεν έχει, όχι απλώς δικαστεί, όπως θα συνέβαινε για κάθε έλληνα πολίτη, αλλά ούτε καν απολογηθεί για σοβαρές κατηγορίες σκανδάλων. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για τον σκανδαλώδη «νόμο περί ευθύνης υπουργών», που
θεσμοθετεί την ατιμωρησία, αλλά για μια πρακτική μέσα στο Κοινοβούλιο.
Ακόμη και όταν δικογραφίες με στοιχεία κατά υπουργών τρυπούν το δίχτυ προστασίας που βάζει ο προκλητικός νόμος και φτάνουν στη Βουλή με μεθόδευση που θυμίζει μαφία, τις αφήνει στα συρτάρια μέχρι την παραγραφή των αδικημάτων. Η διακομματική συναίνεση μπορεί να είναι σπάνιο φαινόμενο για την αίθουσα του κοινοβουλείου κάνει όμως συχνά βόλτες στα συρτάρια που κρύβονται οι δικογραφίες.
Απο τις 6 Απριλίου 2004 έως τις 29 Ιανουαρίου 2013, στη Βουλή έχουν διαβιβαστεί 214 δικογραφίες, οι οποίες αφορούν υπουργούς και υφυπουργούς κυβερνήσεων. Για ελάχιστες από αυτές τις υποθέσεις έχουν γίνει Εξεταστικές Επιτροπές, οι οποίες εξέτασαν ευθύνες των υπουργών. Από αυτή όλη τη διαδικασία «απόδοσης Δικαιοσύνης», στο δικαστήριο έχει οδηγηθεί μόνο ο Άκης Τσοχατζόπουλος, αλλά για το αδίκημα ,του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το οποίο δεν έχει παραγραφεί. Τα υπόλοιπα αδικήματα όπως αυτό της παράβασης καθήκοντος έχουν παραγραφεί.
Πρώτα ο νόμος και μετά η Ομερτά
Η εξέταση των ποινικών ευθυνών κάποιου μέλους κυβέρνησης υπουργού ή υφυπουργού δεν γίνεται από την τακτική δικαιοσύνη, αλλά από την Βουλή. Οταν δηλαδή το όνομα κάποιου υπουργού ή υφυπουργού εντοπιστεί σε κάποια εισαγγελική έρευνα τότε ο φάκελος διαβιβάζεται μέσω του Αρείου Πάγου στη βουλή. Ο εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα ή πολύ περισσότερο απόδοσης ευθυνών.
Τα περί ευθύνης υπουργών προβλέπονται από το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον νόμο 3126/2003, ο οποίος ως συνδεδεμένος με το Σύνταγμα δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Και τα δυο είναι δημιουργήματα Βενιζέλου και εξασφαλίζουν την ατιμωρησία των υπουργών. Οι υπουργοί δεν ελέγχονται και δεν δικάζονται όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες. Το πιο προκλητικό είναι πως τα αδικήματα τους παραγράφονται όχι σε 5 χρόνια (πλημμέλημα) ή σε 15 (κακούργημα), αλλά με βάση τις κοινοβουλευτικές συνόδους.
Δηλαδή το αδίκημα του υπουργού παραγράφεται με τη λήξη της δεύτερης τακτικής συνόδου της επομένης του αδικήματος βουλευτικής περιόδου. Αν, για παράδειγμα, κάποιος υπουργός διαπράξει κακούργημα σήμερα και σε 3 μήνες γίνουν εκλογές, τότε σε δύο συνόδους, που η καθεμία είναι από 5 μήνες έως ένα χρόνο, το αδίκημα παραγράφεται.
Ο νόμος πλυντήριο όμως συμπληρώνεται μια πρακτική πλυντήριο που υπάρχει σιωπηλά στη Βουλή. Η δικογραφία φτάνει, ανακοινώνεται στη Βουλή και στη συνέχεια η δικογραφία μπαίνει στα συρτάρια,περιμένοντας την παραγραφή.