Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Το  Musée du Louvre (Μουσείο του Λούβρου) θα εγκαινιάσει το 2027 μια νέα πτέρυγα έκτασης 30.000 τ.μ. αφιερωμένη αποκλειστικά στην Βυζαντινή Τέχνη. Σε μια τέχνη δηλαδή, που αναγνωρίζεται σήμερα από όλους, τόσο από την Ανατολή όσο και  κυρίως από τη Δύση, σαν μια από τις σημαντικότερες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκτός ίσως από εμάς, παρ’ όλο που θα έπρεπε να είμαστε οι πρώτοι και οι πιο περήφανοι, μιας κι η τέχνη αυτή - ή αν θέλετε και αυτή η τέχνη – ξεκίνησε από εμάς και είναι η ζωντανή μας παράδοση. 

Να μην ξεχνάμε βέβαια, ότι στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν η τέχνη αυτή εθεωρείτο παρακατιανή, κι αν πει κανείς για την Ελλάδα ακόμα χειρότερα, ιδίως σε ότι αφορά το θρησκευτικό της κομμάτι, που είναι και το κυριώτερο. Η ελληνορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία και υμνολογία ήταν για εμάς παρωχημένη και οπισθοδρομική, σε αντίθεση με εκείνη  της Δύσης, που ήταν το "απαύγασμα της τέχνης" γι’ αυτό και όλοι μας τρέχαμε να την μιμηθούμε, πετώντας με μεγάλη ευκολία στα σκουπίδια  την παράδοσή μας, που σήμερα θεωρείται πολιτιστικός και καλλιτεχνικός θησαυρός. Και δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούμε να το κάνουμε ακόμα και πρέπει να έρθουν οι ξένοι, οι Γάλλοι και το Λούβρο, για να μας θυμίσουν τι έχουμε στα χέρια μας και το περιφρονούμε.  

Ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Κόντογλου ήταν από τους ελάχιστους – για να μην πω ότι πολλές φορές ήταν κι ο μόνος – που τα είπε όλα αυτά, σε «χρόνο ανύποπτο» ή μάλλον «πολύ ύποπτο», τότε που χρειαζόταν μεγάλο θάρρος και πολύ τσαγανό για να βγεις και να μιλήσεις για το «υπερέχον της ημετέρας βυζαντινής τέχνης». Το είχε όμως αυτό το τσαγανό, που του το έδινε η Πίστη, κι έτσι υπερασπίστηκε αυτόν το θησαυρό, όχι από φιλοδοξία ή κενοδοξία, πως εκείνος ήταν πιο έξυπνος από τους άλλους,  αλλά επειδή ένιωθε πάντα, ότι η τέχνη αυτή έχει μέσα της αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «το τιμιώτατον» κι αυτό ήταν που την ξεχώριζε από όλες τις άλλες. Και ακόμη επειδή ένιωθε πως η τέχνη αυτή μιλάει πιο βαθιά από κάθε άλλη στην ψυχή του ελληνικού λαού.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Πόση αναταραχή στον κόσμο! Πόσος θάνατος και θλίψη. Μακάρι αυτός ο μήνας να φέρει καλύτερες ειδήσεις.



Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. 

Η ανθρώπινη δικαιοσύνη


Πολλές φορές συλλογίζουμαι τι είναι η ανθρώπινη δικαιοσύνη. Πόσοι άνθρωποι είναι εντάξει μ’ αυτή τη δικαιοσύνη, ενώ είναι κακοί και μοχθηροί και μισούν τον αδελφό τους και τον φθονούν και θέλουν το κακό του και πικραίνονται όποτε ακούσουν να λένε καλόν λόγο γι’ αυτόν. Οι τέτοιοι άνθρωποι προσέχουν να μην παραβούνε τον νόμο κ’ έτσι μπορούν να κάνουν κάθε κακή πράξη, σίγουροι κι’ ασφαλισμένοι.

 Υποκριτές περνούνε για ενάρετοι, από φόβο μην τους πιάσει η δικαιοσύνη ενώ μέσα τους είναι σκληροί, άσπλαχνοι.

Πόσοι πάλι, που δεν έχουνε αυτή τη σατανική φρονιμάδα, αλλά παραφέρονται από την ειλικρινή καρδιά τους, κάνουνε κάποια πράγματα απαγορευμένα από τον νόμο, που δεν τον κρατάνε από φόβο, όπως οι πρώτοι, που είπαμε, μα η ψυχή τους είναι καλή και θέλει να κάνει όλο το καλό!

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Φώτης Κόντογλου – Παναγία, Mήτηρ Θεού




Στη θρησκευτική γλώσσα, τον θάνατο των αγίων δεν τον λένε τελευτή, αλλά τον λένε Κοίμηση, για την μακαριότητα που έχει η λέξη και για δείξουνε πως δεν πεθάνανε αλλά πως κοιμούνται γλυκά, κατά τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του για τον Λάζαρο: 

«Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται» (Ιω. ια΄11), και στους συγγενείς της κόρης του αρχισυναγώγου, που έκλεγε και οδυρότανε: «τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Μαρκ. έ 39). Υστερώτερα οι Χριστιανοί λέγανε και για τους πεθαμένους ανθρώπους πως κοιμηθήκανε: « εκοιμήθη ο δούλος του Θεού τάδε».

Για την κοίμηση της Παναγίας δεν γράφει τίποτα το Ευαγγέλιο, γράφει μονάχα για τη Γέννηση της και τον Ευαγγελισμό. 

Τα της Κοιμήσεως τα γνωρίζουμε από την αγία Παράδοση, κατά την οποία την Παναγία την επήρε μετά την Ανάσταση ο απόστολος Ιωάννης, όπως του παράγγειλε ο Χριστός από το σταυρό, και την είχε στο σπίτι του σαν μητέρα, και πως υστερώτερα την είχε μαζί του στην Έφεσο, πράγμα που δεν είναι βέβαιο. Η Παναγία καθότανε μαζί του, ως που τελείωσε τη ζωή της, σε ένα σπίτι κοντά στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτό το μέρος το αγαπούσε πολύ ο Χριστός και πήγαινε συχνά εκεί με τους μαθητάδες του. Εκεί πήγε και ύστερα από τον Μυστικό Δείπνο και προσευχήθηκε, τη νύχτα που τον πιάσανε οι Ιουδαίοι. Εκεί λοιπόν καθότανε και η Παναγία και περίμενε να την πάρει ο Γυιός της.

 Και σαν ήλθε ο καιρός, έστειλε ο Χριστός Άγγελο να της πεί πως θα την πάρει από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Σαν το άκουσε η Παναγία αυτό χάρηκε κι ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών, απ΄ όπου είχε αναληφθεί ο Κύριος, και έκανε την προσευχή της. Και γυρίζοντας στο σπίτι της, τα ετοίμασε όλα για την ταφή της η ίδια.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Φώτης Κόντογλου: Θεία κι ασήμαντα πράγματα



«Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»

Εύκολο να το λες. Δύσκολο να το κάνεις. Κι ακόμη δυσκολότερο να το θέλεις και να γυρεύεις εκεί την ευτυχία. «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη»!

Πηγή της ζωής είν’ η αγάπη των ανθρώπων. Κι όχι τα πλούτη και το αφεντηλίκι. Αυτή ήταν η ζωή του Φώτη Κόντογλου.

«Νέα Κοκκινιά- Αρμένικα», μολύβι σε χαρτί, 1939

Του Φώτη Κόντογλου

Από το «Ελληνικόν Ημερολόγιον – Ορίζοντες», 1944. Τόμος Γ’ – Διευθυντής Μάριος Βαϊάγος.

Ανακάλυψα ένα μέρος απόκρυφο που ζούνε άνθρωποι φτυχισμένοι. Βρίσκεται πίσω από τα δέντρα. Από κει πέρα δε φαίνουνται τα μεγάλα και τα ακριβά παλάτια που κάθουνται οι άρχοντες, κείνοι πώ’ χουνε πολλά πλούτη. Τούτοι είναι όλοι φτωχοί κι έρχουνται εδώ κάθε καλοκαίρι για να ξεκουραστούνε, να δούνε κι αυτοί του Θεού την ευλογία. Τα σπίτια τους είναι μικρά, το’ να κοντά στ’ άλλο, σαν τα μελισσοκόφινα που ‘ναι μαζεμένα στ’ απάγκειο, κάτω απ’ το βουνό. Αυτό το σπιτομάζωμα είναι κρυμμένο μέσα στα δέντρα και το χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο ένα ξεροπόταμο, στενό και βαθύ.

Φώτης Κόντογλου. «Γυναίκες της Καππαδοκίας», μολύβι και μελάνι σε χαρτί, 1935.

Φώτης Κόντογλου. «Παναγία Γλυκοφιλούσα», αυγοτέμπερα, φορητή εικόνα βρίσκεται σήμερα στην Αμερική.

Τα σπίτια είναι πολύ παράξενα στο σχέδιο γιατί είναι καμωμένα από τους ίδιους τους νοικοκυραίους.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Το καλλιτεχνικό μανιφέστο του Κόντογλου και μια πρόταση στον Δήμαρχο Αθηναίων

Λ


Γιώργος Μυλωνάς, 

Ιστορικός Τέχνης από το Άρδην τ. 129


Πριν από τρεις δεκαετίες, στην πρώτη σοβαρή ιχνηλάτηση του εγχώριου μοντερνισμού από την Εθνική Πινακοθήκη, η Άννα Καφέτση, νεαρή επιμελήτρια τότε του ιδρύματος, έφερε σε συζήτηση το θέμα στην έκθεση «Μεταμορφώσεις του μοντέρνου, η ελληνική εμπειρία». Το φιλόδοξο εγχείρημα συγκέντρωσε περισσότερους από 100 Έλληνες καλλιτέχνες και 365 έργα. Πουθενά δεν υπήρχε το όνομα του Φώτη Κόντογλου. Δεν ήταν βέβαια ξένος ο δημιουργός στην Καφέτση που γνώριζε τη λεγόμενη γενιά του ’30 από τη διδακτορική της διατριβή. Παρ’ όλα αυτά ούτε στον κατάλογο υπήρχε η παραμικρή νύξη για τη σχέση μοντερνισμού, έστω μοντερνισμού και παράδοσης, με το όνομα του Αϊβαλιώτη.

Για τα προδρομικά νεωτερικά στοιχεία στον Κόντογλου είχαν ήδη μιλήσει από τον Φεβρουάριο του 1979, οι Διονύσης Καψάλης και Γιώργος Χατζημιχάλης: «Αν ο Παρθένης υπήρξε το θεμέλιο του ελληνικού μοντερνισμού, νομίζουμε δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Κόντογλου υπήρξε (μαζί με τον Παπαλουκά και άλλους) από τους πρωτεργάτες του… γιατί κατόρθωσε, με πρωτοφανή συνέπεια, να συλλάβει και να εκτελέσει ένα σύνολο λογοτεχνικών και ζωγραφικών έργων με καινούργια μέσα και με τη δική τους μυθολογία».

Τους τρεις μεγάλους δασκάλους είχαμε την ευκαιρία να δούμε σε αφιερώματα που πραγματοποίησαν, σχεδόν ταυτόχρονα, μουσεία της Αθήνας στο κλείσιμο του 2022: τον Κωνσταντίνο Παρθένη στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Σπύρο Παπαλουκά στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και τον κυρ-Φώτη στο Ίδρυμα Γουλανδρή στο Παγκράτι. Ειδικά στον τελευταίο, για πρώτη φορά, επιχειρήθηκε να δειχτεί το κοντογλικό έργο σε συνάφεια με το αισθητικό κίνημα που πυροδότησε, καθιστώντας επίκαιρο το Βυζάντιο στην καρδιά του μοντέρνου. Δίπλα σε έργα του Αϊβαλιώτη βρήκαν θέση όχι μόνο συνθέσεις μαθητών όπως του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου, αλλά και έργα σημερινών καλλιτεχνών. Είχε σημασία δηλαδή να φανεί πώς και σε ποια έκταση η πρόταση του Κόντογλου φθάνει στην εικαστική μας κοινότητα μισό αιώνα και πλέον από τον θάνατό του, η δική του προσφορά στις νεωτερικές αναζητήσεις του τόπου, που όσο κι αν φαίνεται παράδοξο συνεχίζει στις μέρες μας.


Με τον Φώτη Κόντογλου υπάρχει ένα σημείο επαφής με όλες γενιές. Δεν είναι μόνο ότι οργανώθηκε και αποσαφηνίστηκε το ασαφές δέος που ως Έλληνες έχουμε απέναντι στην ανατολική χριστιανική μας κληρονομιά, μαζί με την όποια σύγχυση ταυτότητας μάς ακολουθεί από καταβολής του ελληνικού κράτους. Ειδικά στους νεότερους στα χρόνια καλλιτέχνες, αυτό που ο σπουδαίος δημιουργός παρέδωσε, είναι μία επιπλέον κληρονομιά που έδωσε τη χαρά και την αντοχή –με μία λέξη την έμπνευση– να την έχουν στον νου και την καρδιά ως μία κλίση και, κυρίως, μία κλήση απενοχοποιημένη.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Ἐνθύμηση Φώτη Κόντογλου


Νεανικό πορτρέτο του Στρατή Δούκα από τον Φώτη Κόντογλου

του Στρατὴ Δούκα από το περιοδικό Αἰολικά Γράμματα, τ. 6, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971, σσ. 491-496.

Αναδημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 129

Στὰ 1908 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ σχολαρχεῖο τῆς πατρίδας μου, γράφτηκα στὸ γυμνάσιο τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου φοίτησα ἀπὸ τὸ 1908 – 1912. Συμμαθητές μου εἶχα τοὺς Γονατάδες, τὸν Χονδρονίκη ἀπὸ τὴν Πέργαμο, τὸν Βαγῆ ἀπὸ τὴ Θάσο, τὸν Γιῶργο τὸν Ψαρᾶ, τὸν Θανάση Γκράβαλη, τὸν Φώτιο Ἀποστολέλλη, (τὸν κατόπι Φωτῆ Κόντογλου) καὶ ἄλλους. Μιὰ ἢ δυὸ τάξεις πιὸ πάνω ἀπὸ μᾶς ἦταν ὁ Γιάννης Ἰμβριώτης, ὅπως φαίνεται ἀνάμεσα στοὺς τελειοφοίτους καὶ τοὺς καθηγητές του στὸ τέλος τῆς δίτομης «ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν» τοῦ Ἴω. Καραμπλιά. Γυμνασιάρχη εἴχαμε τὸν πρῶτο χρόνο τὸν Γ. Σάκκαρη, φιλάσϑενο καὶ ποιητή, μὰ γερὸ φιλόσοφο καὶ πρῶτο ἱστορικὸ τῶν Κυδωνιῶν, τὸ δεύτερο χρόνο τὸν Λαμπρίδη φημισμένο Πινδαριστή, καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια (1910-1912) τὸν Ἰωάννη Ὀλύμπιο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τῆς «Φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος», ποὺ τὸν πρῶτο τόμο της, ὅπως θυμᾶμαι, τὸν τύπωσε στὴ Μυτιλήνη, στὰ τυπογραφεῖα τῆς «Σάλπιγγος».
Καθηγητὲς εἴχαμε τὸν Ἰωάννη Καραμπλιὰ τὸν ἱστορικό, συγγραφέα κι αὐτὸν τῆς «Ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν καὶ Μοσχονησίων», στὰ λατινικὰ τὸν Δήμου, στὰ μαθηματικὰ τὸν Ἀλέξανδρο Πανταζῆ, τὸν ἀργότερα νομομηχανικὸ τοῦ νομοῦ Λέσβου, στὰ γαλλικὰ τὸν Εὐθυμιάδη, ἠθοποιό, ὅπως λέγανε, στὰ νειάτα του σὲ γαλλικὸ θίασο, ποὺ μᾶς ἐνθουσίαζε μὲ τὶς ποιητικὲς ἀπαγγελίες του καὶ ἀναγνώσεις του ἀπὸ τὸ «Toure de la France». Tὸν τουρκιστὴ Ραπτάρνη καὶ ἄλλους. Ἀπ᾿ τοὺς συμμαθητές μας διακρίνονται γιὰ τὶς ἐξωσχολικὲς ἐπιδόσεις τοὺς ὁ Θανάσης Γκράβαλης καὶ ὁ Φωτῆς, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκα ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ καθόλη τὴ φοίτησή μας, στενά. Κοντός, πυρόξανθος μὲ μιὰ σημαδιακὴ ἄσπρη τούφα στὰ μαλλιά του, μιᾶς ἐξαρχῆς σοῦ ἐπιβάλλονταν μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ ἀφηγητῆ, μιμητῆ καὶ ζωγράφου καταγέλαστων καὶ κωμικῶν τύπων, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους εἶχε καταρτίσει ἀπὸ τότε ὁλόκληρη πινακοθήκη, ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικὸ ταλέντο του, μὲ τὸ ὁποῖο ξεφούρνιζε στὸ ἇψε – σβύσε, τόμους ὁλόκληρους, μὲ ἱστορίες περιπετειῶν, ἀλὰ ᾿Ιούλιο Βέρν. Στὴν εὐχέρεια τὴ συγγραφικὴ, μονάχα ὁ Θ. Γκράβαλης τὸν παράβγαινε μὲ τὰ ἔμμετρα κωμειδύλλιάτου ἀλὰ «Χάϊδω» καὶ «Ἀγαπητικὸ τῆς βοσκοπούλας». Ἐγώ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀρκούμουνα νὰ τοὺς θαυμάζω τότε.
Μὰ ἴσως, κι ἐγὼ νὰ εἶχα κάποιο χάρισμα ἀνεκκόλαπτο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα συνειδητοποιήσει ἀκόμη. Γιατί ὅταν στὸν τελευταῖο χρόνο ὁ Ὀλύμπιος μας ἔβαλε στο μάθημα τῆς σύνθεσης γιὰ θέμα τὴν ἀπολογία τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα κι ὁ φίλος μου Φωτῆς σκάρωσε μιὰ θαυμάσια, περιγραφὴ τοῦ δικαστηρίου, ἐγώ, ἐπωφελούμενος κι ἀπὸ μιὰ ἀδιαθεσία ποὺ μὲ κράτησε λίγες μέρες στὸ σπίτι, παρουσίασα μιὰ πολυσέλιδη φιλοσοφικὴ ἀνάλυση, ποὺ τόσο ἐνθουσίασε τὸν Πλατωνικὴ Γυμνασιάρχη μου, ὥστε νὰ τὴν καταστολίσει στὰ περιθώρια μὲ τὰ «εὖγε» «εὖγε» καὶ τὰ «πόθεν», μὴ πιστεύοντας ἴσως πὼς μποροῦσε νὰ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ νοηματικὴ ἀλληλουχία δικιά μου, ποὺ μοῦ τὴ βαθμολόγησε στὸ τέλος μὲ 10 καὶ δύο τόνους, ἐνῷ τὸ φίλο μου Φωτῆ μὲ 9,5, πρᾶγμα ποὺ εἰλικρινὰ μὲ ἐξόργισε, γιατί ἐγὼ πάντα θαύμαζα τοὺς φίλους μου, ποὺ τοὺς θεωροῦσα ἀνωτέρους μου.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Φώτης Κόντογλου - Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης



«Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαίου 29».
 Έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Φώτης Κόντογλου - Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης

Πρόλογος, πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ


 «Ἡ Ρωμανία κι᾿ ἂν ἐπέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρνει κι᾿ ἄλλο».

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε.

 Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του...

....Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. ...

.....Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. 

Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου.

 Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: "Η ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ"



Η αγιασμένη επανάσταση.  


Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη.

Η επανάσταση γίνεται τις περισσότερες φορές από κάποιες υλικές αιτίες, που είναι η σκλαβιά, η στέρηση, η κακοπέραση, τα βασανιστήρια, η περιφρόνηση. Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης, και για αυτή χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποχτήσει ο επαναστάτης, δεν την μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται και η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές ως πνευματική ζωή θεωρούν οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι και αυτές υλικές, και ας φαίνονται σαν πνευματικές. Ένας επαναστάτης της Γαλλικής Επανάστασης, για παράδειγμα, θεωρούσε ως πνευματικά, πράγματα που, στην πραγματικότητα δεν ήταν πνευματικά. Αυτός ήθελε να αποχτήσει τη λευτεριά, για να κάνει αυτά που νόμιζε πως είναι σωστά και δίκαια για τη ζωή των ανθρώπων σε τούτον τον κόσμο μονάχα, δηλαδή για την υλική ζωή τους, μην πιστεύοντας πως υπάρχει τίποτα άλλο για να επιδιώξει ο άνθρωπος. Για αυτό λέγω πως, για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουν σταθήκανε υλικές, και η ελευθερία που επιδιώξαμε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες.

Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και την κακοπάθηση του κορμιού, όπως η κάθε επανάσταση, αλλά πάνω από αυτές τις αιτίες, είχε και κάποιες που είναι καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ό,τι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με την  ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία.

Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν καταπάνω στον Τούρκο δεν ήταν μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κόσμου, αλλά, πάνω από όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους για να γίνουν μωχαμετάνοι. Για τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσαν δεν ήταν μονάχα η λευτεριά που ποθούν όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουν την αγιασμένη πίστη τους, που με αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους. Για αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο το ρούχο από αυτό.

Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσαν στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήταν διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, παρόλο που ήταν αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμο όλο, και ζημειωθεί την ψυχή του;». Ή: «Τι θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» , «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!», κ.ά.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Φώτης Κόντογλου: Ὁ Χριστιανισμός κι ο Μωαμεθανισμός




Δυὸ συγγενικές, μὰ διαφορετικὲς θρησκεῖες. 

Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου. 


«Θρησκευτικώτεροι οἱ πρὸς Ἀνατολὰς ἄνθρωποι», γράφει ἕνας ἀρχαῖος, θέλοντας νὰ πεῖ πῶς οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης, τῆς Εὐρώπης. Σημείωσε πὼς Ἀνατολὴ εἶναι καὶ τὰ Μπαλκάνια, μαζὶ μὲ τὴ Ρωσία.

Στὸν Ἀνατολίτη, τὸ αἴσθημα εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸ μυαλό, ἐνῷ στὸν Εὐρωπαῖο γίνεται τ᾿ ἀνάποδο. Κι ἐπειδὴ ἡ θρησκεία ἀποτείνεται στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὸ μυαλό, γι᾿ αὐτὸ κι οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, καὶ γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ βγήκανε οἱ θρησκεῖες, ἐνῷ ἀπὸ τὴ Δύση δὲν βγῆκε καμμιά.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης εἶναι ὀρθολογιστές, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιδοθήκανε στὶς θετικὲς γνώσεις, στὶς ἐπιστῆμες, καὶ προκόψανε σ᾿ αὐτὲς καὶ σήμερα τραβήξανε ὅλον τὸν κόσμο μαζί τους. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ξεχωρίζουνε καὶ δὲν πιστεύουνε μοναχὰ στὶς αἰσθήσεις τους, στρέφουν κατὰ τὴν Ἀνατολή, γιατὶ ἐκεῖ βρίσκουν τὴν πηγὴ γιὰ νὰ πιοῦνε ὅσοι διψᾶνε γιὰ κάποια μυστήρια ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ ἐρευνηθοῦνε μὲ τὸ μυαλό.



Τὸ πόσο ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι δεμένος δυνατὰ μὲ τὸν ὀρθολογισμό, φαίνεται ἀπὸ τὴν παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε ἡ χριστιανικὴ θρησκεία στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔγινε σιγὰ – σιγὰ ἕνα σύστημα τῆς ἐγκόσμιας γνώσης, ἔχοντας γιὰ σκοπὸ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία κι ὄχι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Στὴ Δύση, κι ἡ θεολογία ὑποτάχθηκε στὸν ὀρθολογισμό, κι ἔγινε κι αὐτὴ μιὰ ἐπιστήμη σὰν τὶς ἄλλες.

Στὴν Ἀνατολή, ὅμως, ἡ θρησκεία ἀπόμεινε θρησκεία. Ἀκόμα κι ὁ μωαμεθανισμός, τὸ λεγόμενο Ἰσλάμ, ποὺ εἶναι μιὰ κατώτερη ἀντίληψη τῆς θρησκείας, μὲ κάποιες χοντροκομμένες ἐντολές, ὡστόσο κράτησε ἀνόθευτον τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα του, μακρυὰ ἀπὸ νεωτερισμούς, καὶ προσαρμογὲς στὴν κάθε ἐποχή, δηλαδὴ μακρυὰ ἀπὸ τον ὀρθολογισμό. Τὰ ὑλικὰ μέσα ποὺ μ᾿ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ θρησκεία τοῦ Κορανίου, τὸ τζαμί, ὁ χότζας, ἡ ψαλμῳδία, ἡ διακόσμηση, τὸ ντύσιμο τῶν κληρικῶν, ἡ τελετουργία, ὅλα ἀπομείνανε ἀνάλλαχτα ὁλότελα, ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ καιρὸ ποὺ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία παραμορφώθηκε μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ τοὺς ὑπαγόρευε τὸ ὀρθολογιστικὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκε ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ τ᾿ ἄλλα παρακλάδια τους, παρεκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἀπόμεινε ἀνάλλαχτη ἐπειδὴ ἤτανε ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ μωαμεθανισμὸς στέκεται πάντα ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ ἀπόμεινε «θρησκεία». Κατὰ τοῦτο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βρίσκεται ἀπὸ μιὰ μεριά, κοντύτερα στὸν μωαμεθανισμό, παρὰ στοὺς λεγόμενους Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, γιατὶ ὁ μωαμεθανισμὸς δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι «θρησκεία», καὶ στέκεται ἀχάλαστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὠφελιμιστικό. Γιὰ τοῦτο βλέπει κανένας Ἄραβες νὰ ἀσπάζωνται μὲ βαθὺν σεβασμὸ τὸ ράσο ἢ τὰ γένεια τῶν παπάδων μας, καὶ μωχαμετάνους νὰ βαφτίζωνται χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καί, πολλὲς φορές, νὰ μαρτυροῦνε γιὰ τὸν Χριστό, ἐνῷ κανένας, οὔτε ἕνας, παπικὸς ἢ προτεστάντης δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς νεομάρτυρες ποὺ ἀποκεφαλίσθηκανε ἢ κρεμασθήκανε κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ βασιλεύανε ἀπάνω μας οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι ἀκαταμέτρητοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ μαρτυρήσανε στὴν Περσία γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Τα καράβια - Του Φώτη Κόντογλου


Τα καράβια

Του Φώτη Κόντογλου

(Από άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 20/12/1953)
Καπετάν Νικόλας Γρίτσας, Αϊβαλιώτης. 
Από το βιβλίο "Τ' Αϊβαλί η πατρίδα μου", εκδ. Μεταίχμιο 


Σαν ήμουνα μικρός βρισκόντανε ακόμη πολλά καράβια. Έφταξα σκαριά που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζουγραφισμένα. Όσα σκαριά κι αρματωσιές  ζούνε ακόμη δεν είναι να λογαριάζονται. Βρίσκουνται σα να πούμε για παρηγοριά. 

Τα μεγάλα, τα καλά τα σκέδια τα ‘φαγε ο ατμός και η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Σήμερα όλα τα ίδια είναι, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά τα χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του. Όπως διάλεγε την κοπέλα που θα ‘παιρνε γυναίκα έτσι διάλεγε και το σχέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζωγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια (ή να γράφουνε λογής λογής τραγούδια στην πρύμη :

 «Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζωγραφισμένη
σύντα μπουντάρω τα πανιά σε βρίσκω μπερδεμένη»


Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσάτα κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απάνω στην ακρογιαλιά. Τα καράβια που ‘ναι φουνταρισμένα στ’ ανοιχτά σκαμπανεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στον γαρμπή και μια στον  μαΐστρο. Τα ψαροπούλια κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγος και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνω σε καμιά τράτα που την έχουνε βουλιάξει τα αφεντικά της για να φύγουνε οι κοριοί. 

Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι σαν είμαστε μικροί πως μας τράβαγε το μέρος που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες. Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκείνων που πελεκούσανε κι εκείνων που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα. Σαν τα τραβούσανε έξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κι εμείς τις μανέλλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο. Καπεταναίοι με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλυτοι, μ’ ένα μαντήλι για σαρίκι γύρω από το κεφάλι, λιοψημμένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών λογιών φάτσες, πολεμάγανε σα τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια που ήτανε αραδιασμένα το ΄να δίπλα στ’ άλλο. 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

δουλεύουνε για να "συγχρονίσουν" την Ελλάδα, ενώ στ΄ αληθινά σκάβουνε το λάκκο της.


Του Φώτη Κόντογλου 


"Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνεται μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. Έναν λαό που ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ όλα τα έθνη και που είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής καλαμαράδες και οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα.

Οι διάφοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια και μέρα – νύχτα δουλεύουνε για να "συγχρονίσουν" την Ελλάδα, ενώ στ΄ αληθινά σκάβουνε το λάκκο της.

Άμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό που εσείς λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα με ένα βλακώδες μοντέλο, όπου κάνανε οι σαρακοστιανοί και κάλπικοι άνθρωποι, που τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς…

Μέσα σ΄ αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κι έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας. Θέλετε με άλλα λόγια να επιβάλλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κι έκφραση στους ανθρώπους, δηλαδή ένα πνευματικό θάνατο ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη»."

Από άρθρο του μεγάλου ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Πόσο επίκαιρο!


ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/100016422913934/posts/pfbid02YtWpXqxHCUasHAzXzwrxEVt6DW6JidvQy4muEr7uhAL5B9h8kK19FwkdcgCSP7v8l/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Φώτη Κόντογλου: "Η Αγριότητα του Ανθρώπου"

Στις απάνθρωπες μέρες που ζούμε σήμερα, όπου στον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός σφάζονται άνθρωποι και ανάμεσά τους γυναίκες με τα παιδιά τους, ας δούμε τι έγραφε για την «Αγριότητα του ανθρώπου» ο Κόντογλου το 1948. 

Το άρθρο έχει υπότιτλο «Και η Πάντερπνη Αγάπη» αλλά να μιλάμε σήμερα, με όλα όσα γίνονται, για αγάπη του ανθρώπου στον άνθρωπο είναι σα να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.

Ο Κόντογλου στην εικονογράφηση του ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΥ έχει ζωγραφίσει Αγριάνθρωπους και Ανθρωποφάγους της Αφρικής, μόνο που αυτοί, μπροστά στους σημερινούς αγριανθρώπους, ήσαν άκακα αρνιά. 

________****________

Η Αγριότητα του Ανθρώπου

Και η Πάντερπνη Αγάπη

Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 28/3/1948:



"Κανένα πράγμα δε φαίνεται στον άνθρωπο τόσο σιχαμερό όσο το να του πούνε να φάγει κρέας ανθρώπινο. Και μολαταύτα κάποιοι αγριάνθρωποι το τρώγανε και το τρώνε ακόμα με πολλή όρεξη και μάλιστα παραξενεύονται πως δεν το τρώνε κι οι ταξιδευτές που πάνε στον τόπο τους από την Ευρώπη. 

Τον καιρό που πολιόρκησε ο Ρωμαίος Τίτος τα Ιεροσόλυμα, οι δυστυχείς Εβραίοι είχανε γίνει σκέλεθρα από την πείνα. Αφού φάγανε ό,τι μπορούσε να μασήσει άνθρωπος, κοιτάζανε σαν αγρίμια ο ένας τον άλλον έτοιμοι να σπαραχτούνε για να χορτάσουνε την πείνα τους. Στο τέλος πέσανε οι Ρωμαίοι μέσα στην Ιερουσαλήμ, σφάζοντας και καίγοντας.
Ο Φλάβιος Ιώσηπος που ιστόρησε αυτόν τον πόλεμο γράφει και τα παρακάτω:  «Ο Πτολεμαίος ο Λάθουρος ύστερα από τη νίκη εδιαγούμησε τη χώρα. Και σαν βράδιασε στρατοπέδεψε σε κάποια χωριά της Ιουδαίας. Αυτά τα χωριά ήτανε γεμάτα από γυναίκες και μωρά παιδιά.  Τότε ο στρατηγός πρόσταξε τους στρατιώτες να τα σφάξουμε και να τα λιανίσουνε κείνα τα γυναικόπαιδα κι ύστερα να τα ρίξουνε μέσα σε καζάνια που βράζανε.  


Κι έδωσε τέτοια προσταγή ώστε σαν έρθουνε να παραδοθούνε όσοι ξεφύγανε από τη μάχη, βλέποντας τα καζάνια να νομίσουνε πως οι εχθροί τους είναι ανθρωποφάγοι και να τρομάξουνε ακόμα περισσότερο. Τούτο το περιστατικό το γράφουνε κι ο Στράβωνας κι ο Νικόλαος, το ίδιο όπως το ιστόρησα κι εγώ».

Όλα τούτα τα άγρια πράγματα να με συγχωρέσει ο αναγνώστης γιατί τα ‘γραψα. Αλλά καμιά φορά δεν κάνει ζημιά να ακούμε και κανένα τέτοιο, ώστε να μην ξεχνάμε τι θηρία είμαστε εμείς οι άνθρωποι.

 Αν και δεν είναι ανάγκη να τρώμε με ακριβολογία ο ένας τον άλλον μας, για να σιχαθούμε το ακοίμητο θηρίο που φωλιάζει μέσα στο σπήλαιο της ψυχής μας, αφού αυτό φανερώνεται κάθε τόσο με χίλιους δυο άλλους τρόπους … 

Αλλά επειδή φανερώνεται σκεπασμένο με προβιά αρνίσια να μην κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε. Γιατί όποτε δε νιώθουμε τον πόνο τ’ αλλουνού και τον μαλώνουμε μάλιστα γιατί ταράζει την ησυχία μας και γινόμαστε με την αλαζονεία μας και την αχορταγιά μας αιτία της θλίψης του, της αρρώστιάς του και του χαμού του, τι είμαστε λοιπόν παρά θηρία άκαρδα; 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ο καπετάν-Στέλιος κι ο Βασίφ-εφέντης



Η πατρίδα μου τ’ Αϊβαλί είχε πολλά καΐκια και καράβια. Μα δεν τα ναυλώνανε ξένοι, αλλά οι ίδιοι οι Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τα λάδια και τα σαπούνια τους, που ήτανε τα καλύτερα στον κόσμο, όπως άκουσα να λένε και στη Μαρσίλια. Αλλά απ’ αυτά ταξιδεύανε στην Πόλη, άλλα στη Σμύρνη, και τα πιο μεγάλα ταξιδεύανε στη Βλαχιά και στη Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε το Μισίρι, στο Τριέτι και στη Μαρσίλια.

Τα μικρά σκαριά ήτανε αχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντούσκες, περάματα, πένες. Τα μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, με φαρδιές σκάφες, με πλώρη λοξή, σαν τους αχταρμάδες, και με τάκο πίσω στην πρύμη. Η αρματωσιά τους ήτανε δυο άλμπουρα, το ‘να με σταύρωσες, τ’ άλλο με μπούμα. Καραβόσκαρα δεν είχανε οι Αϊβαλιώτες. Καραβόσκαρα με δυο και τρία άλμπουρα ερχόντανε στ’ Αϊβαλί από άλλα μέρη, για να φορτώσουνε ή για να ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη και πλούσια πολιτεία, κ’ εύρισκε κανένας απ’ όλα τα πράγματα.
Ο καπετάν – Στέλιος ο Καρνιαγούρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στη Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του˙ ύστερα είχε πάρε – δώσε μοναχά με την Πόλη. Στην Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τον ξέρανε Ρωμιοί και Τούρκοι και τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός που ήτανε σοβαρός άνθρωπος και κουβαρντάς, αλλά και στο παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, εμορφάνθρωπος, λες κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. Όπου να ρωτούσες τον ξέρανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε Αϊβαλικλί – Στέλιο ή καμπουντάν – Στέλιο.

Η μπομπάρδα του άραζε πάντα στο ίδιο μέρος, και ξεχώριζε ανάμεσα στα λογής – λογής πλεούμενα, που μερμηγκιάζανε μέσα στο λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σαν τον καπετάνιο της, βαμμένο με μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, όλα σαν ζωγραφιστά. Ο τάκος της πρύμης ήτανε εμορφοσκαλισμένος με πλουμίδια σοβαρά, σαν να ‘τανε κανένα σκαλιστό προσκυνητάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδούρο, με δυο περιστέρια που βαστούσανε με τις μύτες τους μια κορδέλα οπού έγραφε: «Τους μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε».

Μια φορά έτυχε να βρεθούνε στην Πόλη δυο Αϊβαλιώτες καπετάνιοι, ο Στέλιος Καρνιαγούρος κι ο Νικόλας ο Κοντογιώργης ο Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, ευκολομίλητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε και φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στο Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οι δυο με τα μαρκούτσια στο ‘να χέρι, με τα κομπολόγια στ’ άλλο. Ο Γρίτσας είχε τόση χάρη στην κουβέντα του, κι ο άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στο παρουσιαστικό του, που πηγαίνανε πάντα και καθόντανε κοντά τους ειδών – ειδών άνθρωποι, θαλασσινοί, εμπόροι και γραμματικοί.

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Αφιέρωμα στο άνθος της ανατολής και της πονεμένης Ρωμιοσύνης, Φώτη Κόντογλου


Αφιέρωμα στον ζωγράφο και συγγραφέα

της πονεμένης ρωμοσύνης Φώτη Κόντογλο

της Σοφίας Ντρέκου

† 13 Ιουλίου 1965 μετέστη ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμοσύνης για την Ρωμέϊκη Πολιτεία τ' ουρανού, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγαπητός σε πολλούς/ές από εμάς, Φώτης Κόντογλου. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο.

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φ. Κόντογλου από πολύ νωρίς προσανατολίστηκε στη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913 και κατόπιν έφυγε για το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με διαφορετικές σχολές της δυτικής ζωγραφικής. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Το αισθητήριο του κυρ-Φώτη Κόντογλου «αναβίωσε» την βυζαντινή αγιογραφία, έβγαλε στην επιφάνεια τεχνικές παλιές, έγινε ο μέντορας που γέμισαν οι ναοί μας ομορφιά με ύμνο στο Θεό και δογματική διδασκαλία (μπορεί να κυκλοφορούν άτεχνοι αγιογράφοι αλλά έχουμε και κάποιους που έχουν φτιάξει αριστουργήματα και δεν χορταίνεις να κοιτάς...!!!

Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη...

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ξέγνοιαστα νιάτα και κακά γεράματα


Τον καιρό που γύριζα τον κόσμο, βρέθηκα μια φορά στη Μαρσίλια, κ’ επειδή μ’ άρεζε αυτή η πολιτεία, κ’ είχα και κάμποσους καλούς φίλους εκεί πέρα, κάθισα ένα – δυο μήνες.
Έκανα παρέα με κάποιους Μαρσεγιέζους, που ήτανε όλοι τους ανοιχτόκαρδοι και καλοί άνθρωποι, προ πάντων ένας ζωγράφος, Γιάννης Λασά τ’ όνομά του, από καλό σπίτι, κ’ ένας άλλος Μποτρού, θαλασσινός, κ’ οι δυο τους ως εικοσιπέντε χρονώ, όσο ήμουνα κ’ εγώ. Μα ήτανε και κάμποσοι Ρωμιοί, ο Νικόλας ο Βαγής και ο Παναγής ο Γκαγκάνης, κι οι δυο πατριώτες μου, ο Νίκος ο Σαμιωτάκης από τις Φώκιες και κάποιοι άλλοι.

Τη Μαρσίλια ήμουνα ξαναπηγαιμένος άλλες δυο φορές πρωτύτερα, αλλά τούτη τη φορά έτυχε να κάνω γνωριμιά μ’ ένα γέρικο σκυλόψαρο, έναν θαλασσινό κοσμογυρισμένον, που καθότανε στην παλιά Μαρσίλια, στο μαχαλά του Σαν Βικτόρ, κι από κείνον έμαθα όλα τα μυστήρια του Παλαιού Πόρτου.

Εγώ καθόμουνα κοντά στην πλατεία Καστελάν. Δυο μήνες που κάθισα, πέρασε πολύ έμορφα. Τις περισσότερες φορές κοιμόμουνα τα ξημερώματα, γιατί τη νύχτα καθόμαστε ως την αυγή σε καμιά ταβέρνα του λιμανιού, σε κανέναν καφενέ της Καναμπιέρ ή στη ρου ντε Μελάν, με τα έμορφα τα δέντρα, που θαρρείς πως είναι Παράδεισος το καλοκαίρι, όλο δροσιά κι ανοιχτή καρδιά κι αλεγρία.

Σαν τύχαινε να σηκωθώ πρωί, πήγαινα πότε στον ζωολογικό κήπο κ’ έβλεπα τα θεριά και τα άλλα ζώα, πότε στο μουσείο που ‘ναι στον πύργο του Μπορελί, πότε σε καμιά παλιά εκκλησιά, πότε το μουσείο που ‘ναι μέσα στο παλάτι του Λονσάν. Αυτό το μουσείο απόμεινε μέσα στην καρδιά μου, γιατί εκεί πέρα βλέπεις ό,τι θαλασσινό υπάρχει στον κόσμο, από τα πιο μικρά κοχλίδια ως τα πιο μεγάλα θεριόψαρα, και καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι στη Μαρσίλια, τη βασίλισσα της θάλασσας.

Τις πιο πολλές φορές σεργιάνιζα μονάχος στο λιμάνι, μέσα στη φασαρία. Κόσμος παρδαλός πηγαινοερχότανε, άλλος μ’ ανασκουμπωμένα τα παντελόνια του, άλλος μ’ ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, άλλος μεθυσμένος, άλλος φορτωμένος ψάρια, άλλος χούγιαζε, άλλος χαχάνιζε, άλλος βλαστημούσε, άλλος κυλούσε ένα βαρέλι, άλλος πουλούσε μύδια, άλλος τα τηγάνιζε, άλλος βαστούσε μια μποτίλια στο χέρι του κ’ έπινε κρασί σα νά ‘τανε νερό και κουνιότανε ο χαλκός από το σκουλαρίκι που ‘χε στο ‘να τ’ αυτί του, όλοι τους ξυπόλητοι κ’ ηλιοκαμένοι, οι πιο πολλοί γελαζούμενοι, κόσμος κουρσάρικος. Μυρουδιές βαριές από κατράμια, από πιπέρια και κανέλες, τηγανιά, ψαρίλα, ανθρωπίλα, αρμύρα, κι ο ήλιος έβραζε από πάνω. Πολλοί τρώγανε μέσα στις ταβέρνες και τραγουδούσανε με κάτι φωνές βραχνιασμένες, γυναίκες ξεστηθωμένες μπαινοβγαίνανε, ίδιες γύφτισσες, με τα λουλούδια στ’ αυτί, μ’ ένα σωρό χάντρες στο λαιμό, σκουλαρίκια και βραχιόλια, μ’ ανασηκωμένα τα φουστάνια τους, με κάτι φρύδια σαν του κοράκου το φτερό. Άντρες και γυναίκες φωνάζανε σαν ζουρλοί, με κείνα τα φραντσέζικα που τα λένε σαν ιταλιάνικα. Πολλοί ναύτες μασούσανε καπνό και φτύνανε δω κι εκεί, άλλος τραβούσε ταμπάκο, άλλος είχε μια μαϊμού καθισμένη απάνω στον ώμο του, άλλος έναν παπαγάλο που έσκουζε πιο πολύ από τ’ αφεντικό του. Χέρια και ποδάρια μαλλιαρά, ψημένα από την άρμη, πιτσιλισμένα από την πίσσα, με κάτι δαχτυλιδάρες περασμένες στα δάχτυλα κι από τα δυο χέρια, που ήτανε πλουμισμένα με λογιών – λογιών ανάλια. Καράβια κρεμόντανε από το ταβάνι, γολέτες μ’ ανοιχτά πανιά, κι ορτσάρανε απάνου από τα κεφάλια όπτε φυσούσε ο αγέρας. Ουρές και φτερούγες από θεριόψαρα ήτανε καρφωμένες από πάνω από τις πόρτες.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσα, γύρισα να κοιτάξω έναν καραβίσιον, που έστριβε τσιγάρο με το ‘να χέρι, γιατί με τ’ άλλο σήκωνε ένα αγκουρέτο, κ’ έπεσα απάνω σ’ έναν άλλον βιαστικόν, που ερχότανε από τ’ άλλο μέρος. Αυτός μ’ έσπρωξε θυμωμένος και σήκωσε το χέρι του να με χειροτονήσει˙ μα, σαν γύρισα κατά κείνον το μούτρο μου, με γνώρισε και μου λέγει γελαστά:

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων





Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, τύχαινε πολλές φορές να βρεθώ μοναχός μέσα στην Περίβλεπτο.

Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.

Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ’ όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Τα Φώτα στ' Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ή;τανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ - Του Φώτη Κόντογλου



Σοφία Νασοπούλου - Χάλαρη 


Επειδή διαβάζω διάφορα σχόλια για τις μέρες της μεγάλης γιορτής του 15αύγουστου, τα οποία νομιζω οφείλονται στην πλήρη έλλειψη πνευματικής παιδείας (προσέξτε, πνευματικής και όχι πολιτικής, θρησκευτικής, ιδεοληπτικής), παραθέτω ένα κείμενο του Φώτη Κόντογλου.

Ελπίζω να καταλάβουν όλο και περισσότεροι το νόημα του κειμένου. Να ανοίξουν "μάτια ερμητικά κλειστά" για να βοηθηθούν και να ανυψωθούν οι καρδιές.

Είναι τόσο αναγκαίο στις μέρες μας. 

                                🌿⛵🌿

Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Του Φώτη Κόντογλου 




Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.

Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.

Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


"Έκανα πως δεν άκουα τις σιχαμερές ανοησίες τους περί βυζαντινής τέχνης, περί θεολογίας, περί Ορθοδοξίας. Δεν βαρυέσαι! 

Αυτά τα φτωχογεννημένα πλάσματα δεν έχουνε μέσα τους τίποτα αληθινό, τίποτα πνευματικό, και όμως γίνουνται και δασκάλοι και οδηγοί στους άλλους, οι θεόστραβοι.  Μου βάλανε σκληρά εμπόδια, παγίδες πονηρές,  μεταχειρισθήκανε συκοφαντίες και κάθε σιχαμερή πανουργία, με την ιδέα πως έτσι στεκόντανε στον ψεύτικο θρόνο που τους βάλανε κάποιοι ισχυροί. Με τον τίτλο που πήρανε ανάξια, πολεμάνε εκείνους που δεν καταδεχθήκανε νάχουνε τίτλους, γιατί δεν υποκλίνουνται και δεν κολακεύουνε.  

Κοντά στους παλιούς εχθρούς μου φανερωθήκανε, τώρα τελευταία, κι οι παπόφιλοι, ρασοφόροι και πανταλονοφόροι, άλλη τούτη φυλλοξήρα. Αυτοί δυσφημίζουνε την τέχνη μου, με το θράσος που έχουνε οι απελέκητοι..."

Φ. Κόντογλου, Μυστικά Άνθη, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, 1977 (Από το ακροτελεύτιο κείμενο, "Αυστηροί και πικροί στοχασμοί", σ. 336).

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής Οι τρεις πειρασμοί*

Α’
Πολλά, αμέτρητα, είναι όσα γραφήκανε για τον Παπισμό, αλλά λίγα είναι σαν αυτά που έγραψε για το αινιγματικό τούτο σύστημα ο πλέον βαθυστόχαστος κι’ αποκαλυπτικός Ρώσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογέφσκη. Τούτο το μοναδικό κείμενο είναι ένα κεφάλαιο μέσα στο βιβλίο του «Τ’ Αδέρφια Καραμάζωφ», κι’ αυτό το κεφάλαιο έχει για επανώγραμμα «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής». Ο Ντοστογέφσκης, μ’ όλο που είναι ένα φιλοσοφικό πνεύμα, ωστόσο στον «Μέγαν Ιεροεξεταστή» αισθάνεται και γράφει σαν Ορθόδοξος, που ξέρει καλά ποιος είναι ο αληθινός Χριστός κι’ η διδασκαλία του.
Στον «Μέγαν Ιεροεξεταστή» βάζει τον Χριστό αντιμέτωπο με τον ψεύτικο αντιπρόσωπό του στη γη, με τον Ιησουίτη Ιεροεξεταστή, το φοβερό τέρας που έκαιγε τους «αιρετικούς» στ’ όνομα του Χριστού, ένα πράγμα απίστευτο κι’ ακατανόητο. Είναι τρομερό να σκεφθή κανένας τί μπορεί να κά­νη ο διάβολος για να δυσφημήση τον Χριστό, αφού φτάνει στο σημείο να φαίνεται ο σατανάς πως είναι ο ίδιος ο Χριστός!
Σ’ αυτό το παράδοξο κείμενο του Ντοστογέφσκη, ο Ιεροεξεταστής κάνει μια μακρυά εξομολόγηση στον Χριστό, που δεν βγάζει μήτε μια λέξη από το στόμα του για να δώση απάντηση στα ερωτήματα του ιεροδικαστή, και για τούτο αποκρίνεται ο ίδιος σε όσα ερωτά. Με άλλα λόγια, όσα λέγει είναι ένας καταθλιπτικός μονόλογος που βγαίνει από το στόμα κάποιου πλάσματος που θαρρείς πως ανέβηκε από την κόλαση.
Ο Ιεροεξεταστής καταδίκασε κάποιους «αιρετικούς» σε θάνατο με τη φωτιά, κι’ αφού έγινε θανάτωση στη μεγάλη πλατεία μιας σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στο κελλί του, που βρισκότανε στο κτίριο του «Ιερού Δικαστηρίου», ικανοποιημένος πως έκανε το χρέος του, κατά το σύστημα που υπηρετούσε μ’ έναν φρικτόν φανατισμό. Το σύστημά του ήτανε ένας Χριστιανισμός όχι όπως τον δίδαξε ο Χριστός, αλλά παραμορφωμένος κι’ αγνώριστος ολότελα, μέχρι που να μοιάζη με θρησκεία του αντιχρίστου, κι’ αυτό έγινε για να μπορούνε οι άνθρωποι να τον δεχτούνε, επειδή εκείνα που παραγγέλνει και που ζητά ο Χριστός από τους πιστούς του είναι, κατά τη γνώμη του Ιεροεξεταστή και των ομοίων του, απόλυτα κι’ ανεφάρμοστα, υπεράνθρωπα κι’ απάνθρωπα. Δηλαδή ο Χριστιανισμός έγινε ένα σύστημα σαν τα άλλα ανθρώπινα συστήματα, μια κοσμική εξουσία που έχει στην εξουσία της τους πιστούς της, και που τους διοικεί, τους κρίνει και τους καταδικάζει όπως η πολιτική εξουσία. Από τον Χριστό κράτησε μοναχά το προσωπείο, κι’ ό,τι κάνει, λέγει πως το κάνει στ’ όνομα του Χριστού, ενώ το κάνει στ’ όνομα του σατανά. Για τούτο ο Ιεροεξεταστής ολοένα αναφέρει τον διάβολο με σεβασμό, και τον ονομάζει «Αυτός», «το Μέγα και Σοφό Πνεύμα», «το Σοφό και ισχυρό Πνεύμα».