- Αρχική σελίδα
- ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
- 1940
- ΕΡΤFLIX
- ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΧΘΕΣ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ
- ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
- ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟ
- ΘΕΑΤΡ/ΜΟΥΣ/ΒΙΒΛΙΟ
- ΘΕΑΤΡΟ
- ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΚΑΪ
- ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ
- ΜΟΥΣΙΚΗ
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
- Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ
- ΤΥΠΟΣ
- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
- ΟΛΑ ΔΩΡΕΑΝ
- ΒΙΝΤΕΟ
- forfree
- ΟΟΔΕ
- ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΗΧΟΣ
- ΔΩΡΕΑΝ ΒΟΗΘΕΙΑ
- ΦΤΙΑΧΝΩ ΜΟΝΟΣ
- ΣΥΝΤΑΓΕΣ
- ΙΑΤΡΟΙ
- ΕΚΠ/ΚΕΣ ΙΣΤΟΣ/ΔΕΣ
- Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ
- ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
- ΓΟΡΔΙΟΣ
- SOTER
- ΤΑΙΝΙΑ
- ΣΙΝΕ
- ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
- Ε.Σ.Α
- skaki
- ΤΕΧΝΗ
- ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
- ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ
- gazzetta.gr
- ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
- ΑΝΤΙΦΩΝΟ
- ΔΡΟΜΟΣ
- ΛΥΓΕΡΟΣ
- ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ...
- ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
- γράμματα σπουδάματα...
- 1ο ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ & ΓΛΩΣΣΑ
- ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ
- ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ
- ΑΡΔΗΝ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΥΠΕΠΘ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ
- ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024
Πόση αναταραχή στον κόσμο! Πόσος θάνατος και θλίψη. Μακάρι αυτός ο μήνας να φέρει καλύτερες ειδήσεις.
Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Η ανθρώπινη δικαιοσύνη
Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024
Φώτης Κόντογλου – Παναγία, Mήτηρ Θεού
Στη θρησκευτική γλώσσα, τον θάνατο των αγίων δεν τον λένε τελευτή, αλλά τον λένε Κοίμηση, για την μακαριότητα που έχει η λέξη και για δείξουνε πως δεν πεθάνανε αλλά πως κοιμούνται γλυκά, κατά τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του για τον Λάζαρο:
Για την κοίμηση της Παναγίας δεν γράφει τίποτα το Ευαγγέλιο, γράφει μονάχα για τη Γέννηση της και τον Ευαγγελισμό.
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024
Φώτης Κόντογλου: Θεία κι ασήμαντα πράγματα
«Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»
Εύκολο να το λες. Δύσκολο να το κάνεις. Κι ακόμη δυσκολότερο να το θέλεις και να γυρεύεις εκεί την ευτυχία. «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη»!
Πηγή της ζωής είν’ η αγάπη των ανθρώπων. Κι όχι τα πλούτη και το αφεντηλίκι. Αυτή ήταν η ζωή του Φώτη Κόντογλου.
Του Φώτη Κόντογλου
Από το «Ελληνικόν Ημερολόγιον – Ορίζοντες», 1944. Τόμος Γ’ – Διευθυντής Μάριος Βαϊάγος.
Ανακάλυψα ένα μέρος απόκρυφο που ζούνε άνθρωποι φτυχισμένοι. Βρίσκεται πίσω από τα δέντρα. Από κει πέρα δε φαίνουνται τα μεγάλα και τα ακριβά παλάτια που κάθουνται οι άρχοντες, κείνοι πώ’ χουνε πολλά πλούτη. Τούτοι είναι όλοι φτωχοί κι έρχουνται εδώ κάθε καλοκαίρι για να ξεκουραστούνε, να δούνε κι αυτοί του Θεού την ευλογία. Τα σπίτια τους είναι μικρά, το’ να κοντά στ’ άλλο, σαν τα μελισσοκόφινα που ‘ναι μαζεμένα στ’ απάγκειο, κάτω απ’ το βουνό. Αυτό το σπιτομάζωμα είναι κρυμμένο μέσα στα δέντρα και το χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο ένα ξεροπόταμο, στενό και βαθύ.Τα σπίτια είναι πολύ παράξενα στο σχέδιο γιατί είναι καμωμένα από τους ίδιους τους νοικοκυραίους.
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024
Το καλλιτεχνικό μανιφέστο του Κόντογλου και μια πρόταση στον Δήμαρχο Αθηναίων
Γιώργος Μυλωνάς,
Ιστορικός Τέχνης από το Άρδην τ. 129
Πριν από τρεις δεκαετίες, στην πρώτη σοβαρή ιχνηλάτηση του εγχώριου μοντερνισμού από την Εθνική Πινακοθήκη, η Άννα Καφέτση, νεαρή επιμελήτρια τότε του ιδρύματος, έφερε σε συζήτηση το θέμα στην έκθεση «Μεταμορφώσεις του μοντέρνου, η ελληνική εμπειρία». Το φιλόδοξο εγχείρημα συγκέντρωσε περισσότερους από 100 Έλληνες καλλιτέχνες και 365 έργα. Πουθενά δεν υπήρχε το όνομα του Φώτη Κόντογλου. Δεν ήταν βέβαια ξένος ο δημιουργός στην Καφέτση που γνώριζε τη λεγόμενη γενιά του ’30 από τη διδακτορική της διατριβή. Παρ’ όλα αυτά ούτε στον κατάλογο υπήρχε η παραμικρή νύξη για τη σχέση μοντερνισμού, έστω μοντερνισμού και παράδοσης, με το όνομα του Αϊβαλιώτη.
Για τα προδρομικά νεωτερικά στοιχεία στον Κόντογλου είχαν ήδη μιλήσει από τον Φεβρουάριο του 1979, οι Διονύσης Καψάλης και Γιώργος Χατζημιχάλης: «Αν ο Παρθένης υπήρξε το θεμέλιο του ελληνικού μοντερνισμού, νομίζουμε δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Κόντογλου υπήρξε (μαζί με τον Παπαλουκά και άλλους) από τους πρωτεργάτες του… γιατί κατόρθωσε, με πρωτοφανή συνέπεια, να συλλάβει και να εκτελέσει ένα σύνολο λογοτεχνικών και ζωγραφικών έργων με καινούργια μέσα και με τη δική τους μυθολογία».
Με τον Φώτη Κόντογλου υπάρχει ένα σημείο επαφής με όλες γενιές. Δεν είναι μόνο ότι οργανώθηκε και αποσαφηνίστηκε το ασαφές δέος που ως Έλληνες έχουμε απέναντι στην ανατολική χριστιανική μας κληρονομιά, μαζί με την όποια σύγχυση ταυτότητας μάς ακολουθεί από καταβολής του ελληνικού κράτους. Ειδικά στους νεότερους στα χρόνια καλλιτέχνες, αυτό που ο σπουδαίος δημιουργός παρέδωσε, είναι μία επιπλέον κληρονομιά που έδωσε τη χαρά και την αντοχή –με μία λέξη την έμπνευση– να την έχουν στον νου και την καρδιά ως μία κλίση και, κυρίως, μία κλήση απενοχοποιημένη.
Σάββατο 15 Ιουνίου 2024
Ἐνθύμηση Φώτη Κόντογλου
Νεανικό πορτρέτο του Στρατή Δούκα από τον Φώτη Κόντογλου
του Στρατὴ Δούκα από το περιοδικό Αἰολικά Γράμματα, τ. 6, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971, σσ. 491-496.
Αναδημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 129
Στὰ 1908 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ σχολαρχεῖο τῆς πατρίδας μου, γράφτηκα στὸ γυμνάσιο τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου φοίτησα ἀπὸ τὸ 1908 – 1912. Συμμαθητές μου εἶχα τοὺς Γονατάδες, τὸν Χονδρονίκη ἀπὸ τὴν Πέργαμο, τὸν Βαγῆ ἀπὸ τὴ Θάσο, τὸν Γιῶργο τὸν Ψαρᾶ, τὸν Θανάση Γκράβαλη, τὸν Φώτιο Ἀποστολέλλη, (τὸν κατόπι Φωτῆ Κόντογλου) καὶ ἄλλους. Μιὰ ἢ δυὸ τάξεις πιὸ πάνω ἀπὸ μᾶς ἦταν ὁ Γιάννης Ἰμβριώτης, ὅπως φαίνεται ἀνάμεσα στοὺς τελειοφοίτους καὶ τοὺς καθηγητές του στὸ τέλος τῆς δίτομης «ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν» τοῦ Ἴω. Καραμπλιά. Γυμνασιάρχη εἴχαμε τὸν πρῶτο χρόνο τὸν Γ. Σάκκαρη, φιλάσϑενο καὶ ποιητή, μὰ γερὸ φιλόσοφο καὶ πρῶτο ἱστορικὸ τῶν Κυδωνιῶν, τὸ δεύτερο χρόνο τὸν Λαμπρίδη φημισμένο Πινδαριστή, καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια (1910-1912) τὸν Ἰωάννη Ὀλύμπιο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τῆς «Φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος», ποὺ τὸν πρῶτο τόμο της, ὅπως θυμᾶμαι, τὸν τύπωσε στὴ Μυτιλήνη, στὰ τυπογραφεῖα τῆς «Σάλπιγγος».
Καθηγητὲς εἴχαμε τὸν Ἰωάννη Καραμπλιὰ τὸν ἱστορικό, συγγραφέα κι αὐτὸν τῆς «Ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν καὶ Μοσχονησίων», στὰ λατινικὰ τὸν Δήμου, στὰ μαθηματικὰ τὸν Ἀλέξανδρο Πανταζῆ, τὸν ἀργότερα νομομηχανικὸ τοῦ νομοῦ Λέσβου, στὰ γαλλικὰ τὸν Εὐθυμιάδη, ἠθοποιό, ὅπως λέγανε, στὰ νειάτα του σὲ γαλλικὸ θίασο, ποὺ μᾶς ἐνθουσίαζε μὲ τὶς ποιητικὲς ἀπαγγελίες του καὶ ἀναγνώσεις του ἀπὸ τὸ «Toure de la France». Tὸν τουρκιστὴ Ραπτάρνη καὶ ἄλλους. Ἀπ᾿ τοὺς συμμαθητές μας διακρίνονται γιὰ τὶς ἐξωσχολικὲς ἐπιδόσεις τοὺς ὁ Θανάσης Γκράβαλης καὶ ὁ Φωτῆς, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκα ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ καθόλη τὴ φοίτησή μας, στενά. Κοντός, πυρόξανθος μὲ μιὰ σημαδιακὴ ἄσπρη τούφα στὰ μαλλιά του, μιᾶς ἐξαρχῆς σοῦ ἐπιβάλλονταν μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ ἀφηγητῆ, μιμητῆ καὶ ζωγράφου καταγέλαστων καὶ κωμικῶν τύπων, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους εἶχε καταρτίσει ἀπὸ τότε ὁλόκληρη πινακοθήκη, ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικὸ ταλέντο του, μὲ τὸ ὁποῖο ξεφούρνιζε στὸ ἇψε – σβύσε, τόμους ὁλόκληρους, μὲ ἱστορίες περιπετειῶν, ἀλὰ ᾿Ιούλιο Βέρν. Στὴν εὐχέρεια τὴ συγγραφικὴ, μονάχα ὁ Θ. Γκράβαλης τὸν παράβγαινε μὲ τὰ ἔμμετρα κωμειδύλλιάτου ἀλὰ «Χάϊδω» καὶ «Ἀγαπητικὸ τῆς βοσκοπούλας». Ἐγώ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀρκούμουνα νὰ τοὺς θαυμάζω τότε.
Μὰ ἴσως, κι ἐγὼ νὰ εἶχα κάποιο χάρισμα ἀνεκκόλαπτο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα συνειδητοποιήσει ἀκόμη. Γιατί ὅταν στὸν τελευταῖο χρόνο ὁ Ὀλύμπιος μας ἔβαλε στο μάθημα τῆς σύνθεσης γιὰ θέμα τὴν ἀπολογία τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα κι ὁ φίλος μου Φωτῆς σκάρωσε μιὰ θαυμάσια, περιγραφὴ τοῦ δικαστηρίου, ἐγώ, ἐπωφελούμενος κι ἀπὸ μιὰ ἀδιαθεσία ποὺ μὲ κράτησε λίγες μέρες στὸ σπίτι, παρουσίασα μιὰ πολυσέλιδη φιλοσοφικὴ ἀνάλυση, ποὺ τόσο ἐνθουσίασε τὸν Πλατωνικὴ Γυμνασιάρχη μου, ὥστε νὰ τὴν καταστολίσει στὰ περιθώρια μὲ τὰ «εὖγε» «εὖγε» καὶ τὰ «πόθεν», μὴ πιστεύοντας ἴσως πὼς μποροῦσε νὰ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ νοηματικὴ ἀλληλουχία δικιά μου, ποὺ μοῦ τὴ βαθμολόγησε στὸ τέλος μὲ 10 καὶ δύο τόνους, ἐνῷ τὸ φίλο μου Φωτῆ μὲ 9,5, πρᾶγμα ποὺ εἰλικρινὰ μὲ ἐξόργισε, γιατί ἐγὼ πάντα θαύμαζα τοὺς φίλους μου, ποὺ τοὺς θεωροῦσα ἀνωτέρους μου.
Τετάρτη 29 Μαΐου 2024
Φώτης Κόντογλου - Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης
Φώτης Κόντογλου - Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης
Πρόλογος, πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ
Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης
Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: "Η ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ"
Η αγιασμένη επανάσταση.
Σάββατο 16 Μαρτίου 2024
Φώτης Κόντογλου: Ὁ Χριστιανισμός κι ο Μωαμεθανισμός
Δυὸ συγγενικές, μὰ διαφορετικὲς θρησκεῖες.
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου.
«Θρησκευτικώτεροι οἱ πρὸς Ἀνατολὰς ἄνθρωποι», γράφει ἕνας ἀρχαῖος, θέλοντας νὰ πεῖ πῶς οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης, τῆς Εὐρώπης. Σημείωσε πὼς Ἀνατολὴ εἶναι καὶ τὰ Μπαλκάνια, μαζὶ μὲ τὴ Ρωσία.
Στὸν Ἀνατολίτη, τὸ αἴσθημα εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸ μυαλό, ἐνῷ στὸν Εὐρωπαῖο γίνεται τ᾿ ἀνάποδο. Κι ἐπειδὴ ἡ θρησκεία ἀποτείνεται στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὸ μυαλό, γι᾿ αὐτὸ κι οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, καὶ γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ βγήκανε οἱ θρησκεῖες, ἐνῷ ἀπὸ τὴ Δύση δὲν βγῆκε καμμιά.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης εἶναι ὀρθολογιστές, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιδοθήκανε στὶς θετικὲς γνώσεις, στὶς ἐπιστῆμες, καὶ προκόψανε σ᾿ αὐτὲς καὶ σήμερα τραβήξανε ὅλον τὸν κόσμο μαζί τους. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ξεχωρίζουνε καὶ δὲν πιστεύουνε μοναχὰ στὶς αἰσθήσεις τους, στρέφουν κατὰ τὴν Ἀνατολή, γιατὶ ἐκεῖ βρίσκουν τὴν πηγὴ γιὰ νὰ πιοῦνε ὅσοι διψᾶνε γιὰ κάποια μυστήρια ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ ἐρευνηθοῦνε μὲ τὸ μυαλό.
Τὸ πόσο ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι δεμένος δυνατὰ μὲ τὸν ὀρθολογισμό, φαίνεται ἀπὸ τὴν παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε ἡ χριστιανικὴ θρησκεία στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔγινε σιγὰ – σιγὰ ἕνα σύστημα τῆς ἐγκόσμιας γνώσης, ἔχοντας γιὰ σκοπὸ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία κι ὄχι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Στὴ Δύση, κι ἡ θεολογία ὑποτάχθηκε στὸν ὀρθολογισμό, κι ἔγινε κι αὐτὴ μιὰ ἐπιστήμη σὰν τὶς ἄλλες.
Στὴν Ἀνατολή, ὅμως, ἡ θρησκεία ἀπόμεινε θρησκεία. Ἀκόμα κι ὁ μωαμεθανισμός, τὸ λεγόμενο Ἰσλάμ, ποὺ εἶναι μιὰ κατώτερη ἀντίληψη τῆς θρησκείας, μὲ κάποιες χοντροκομμένες ἐντολές, ὡστόσο κράτησε ἀνόθευτον τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα του, μακρυὰ ἀπὸ νεωτερισμούς, καὶ προσαρμογὲς στὴν κάθε ἐποχή, δηλαδὴ μακρυὰ ἀπὸ τον ὀρθολογισμό. Τὰ ὑλικὰ μέσα ποὺ μ᾿ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ θρησκεία τοῦ Κορανίου, τὸ τζαμί, ὁ χότζας, ἡ ψαλμῳδία, ἡ διακόσμηση, τὸ ντύσιμο τῶν κληρικῶν, ἡ τελετουργία, ὅλα ἀπομείνανε ἀνάλλαχτα ὁλότελα, ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ καιρὸ ποὺ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία παραμορφώθηκε μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ τοὺς ὑπαγόρευε τὸ ὀρθολογιστικὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκε ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ τ᾿ ἄλλα παρακλάδια τους, παρεκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἀπόμεινε ἀνάλλαχτη ἐπειδὴ ἤτανε ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ μωαμεθανισμὸς στέκεται πάντα ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ ἀπόμεινε «θρησκεία». Κατὰ τοῦτο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βρίσκεται ἀπὸ μιὰ μεριά, κοντύτερα στὸν μωαμεθανισμό, παρὰ στοὺς λεγόμενους Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, γιατὶ ὁ μωαμεθανισμὸς δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι «θρησκεία», καὶ στέκεται ἀχάλαστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὠφελιμιστικό. Γιὰ τοῦτο βλέπει κανένας Ἄραβες νὰ ἀσπάζωνται μὲ βαθὺν σεβασμὸ τὸ ράσο ἢ τὰ γένεια τῶν παπάδων μας, καὶ μωχαμετάνους νὰ βαφτίζωνται χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καί, πολλὲς φορές, νὰ μαρτυροῦνε γιὰ τὸν Χριστό, ἐνῷ κανένας, οὔτε ἕνας, παπικὸς ἢ προτεστάντης δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς νεομάρτυρες ποὺ ἀποκεφαλίσθηκανε ἢ κρεμασθήκανε κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ βασιλεύανε ἀπάνω μας οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι ἀκαταμέτρητοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ μαρτυρήσανε στὴν Περσία γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023
Τα καράβια - Του Φώτη Κόντογλου
Τα καράβια
Του Φώτη Κόντογλου
Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023
δουλεύουνε για να "συγχρονίσουν" την Ελλάδα, ενώ στ΄ αληθινά σκάβουνε το λάκκο της.
Του Φώτη Κόντογλου
Από άρθρο του μεγάλου ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Πόσο επίκαιρο!
Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023
Φώτη Κόντογλου: "Η Αγριότητα του Ανθρώπου"
________****________
Η Αγριότητα του Ανθρώπου
Και η Πάντερπνη Αγάπη
Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 28/3/1948:
Τρίτη 25 Ιουλίου 2023
Φώτης Κόντογλου: Ο καπετάν-Στέλιος κι ο Βασίφ-εφέντης
Η πατρίδα μου τ’ Αϊβαλί είχε πολλά καΐκια και καράβια. Μα δεν τα ναυλώνανε ξένοι, αλλά οι ίδιοι οι Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τα λάδια και τα σαπούνια τους, που ήτανε τα καλύτερα στον κόσμο, όπως άκουσα να λένε και στη Μαρσίλια. Αλλά απ’ αυτά ταξιδεύανε στην Πόλη, άλλα στη Σμύρνη, και τα πιο μεγάλα ταξιδεύανε στη Βλαχιά και στη Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε το Μισίρι, στο Τριέτι και στη Μαρσίλια.
Τα μικρά σκαριά ήτανε αχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντούσκες, περάματα, πένες. Τα μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, με φαρδιές σκάφες, με πλώρη λοξή, σαν τους αχταρμάδες, και με τάκο πίσω στην πρύμη. Η αρματωσιά τους ήτανε δυο άλμπουρα, το ‘να με σταύρωσες, τ’ άλλο με μπούμα. Καραβόσκαρα δεν είχανε οι Αϊβαλιώτες. Καραβόσκαρα με δυο και τρία άλμπουρα ερχόντανε στ’ Αϊβαλί από άλλα μέρη, για να φορτώσουνε ή για να ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη και πλούσια πολιτεία, κ’ εύρισκε κανένας απ’ όλα τα πράγματα.
Ο καπετάν – Στέλιος ο Καρνιαγούρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στη Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του˙ ύστερα είχε πάρε – δώσε μοναχά με την Πόλη. Στην Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τον ξέρανε Ρωμιοί και Τούρκοι και τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός που ήτανε σοβαρός άνθρωπος και κουβαρντάς, αλλά και στο παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, εμορφάνθρωπος, λες κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. Όπου να ρωτούσες τον ξέρανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε Αϊβαλικλί – Στέλιο ή καμπουντάν – Στέλιο.
Η μπομπάρδα του άραζε πάντα στο ίδιο μέρος, και ξεχώριζε ανάμεσα στα λογής – λογής πλεούμενα, που μερμηγκιάζανε μέσα στο λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σαν τον καπετάνιο της, βαμμένο με μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, όλα σαν ζωγραφιστά. Ο τάκος της πρύμης ήτανε εμορφοσκαλισμένος με πλουμίδια σοβαρά, σαν να ‘τανε κανένα σκαλιστό προσκυνητάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδούρο, με δυο περιστέρια που βαστούσανε με τις μύτες τους μια κορδέλα οπού έγραφε: «Τους μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε».
Μια φορά έτυχε να βρεθούνε στην Πόλη δυο Αϊβαλιώτες καπετάνιοι, ο Στέλιος Καρνιαγούρος κι ο Νικόλας ο Κοντογιώργης ο Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, ευκολομίλητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε και φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στο Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οι δυο με τα μαρκούτσια στο ‘να χέρι, με τα κομπολόγια στ’ άλλο. Ο Γρίτσας είχε τόση χάρη στην κουβέντα του, κι ο άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στο παρουσιαστικό του, που πηγαίνανε πάντα και καθόντανε κοντά τους ειδών – ειδών άνθρωποι, θαλασσινοί, εμπόροι και γραμματικοί.
Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023
Αφιέρωμα στο άνθος της ανατολής και της πονεμένης Ρωμιοσύνης, Φώτη Κόντογλου
Αφιέρωμα στον ζωγράφο και συγγραφέα
της πονεμένης ρωμοσύνης Φώτη Κόντογλο
της Σοφίας Ντρέκου
† 13 Ιουλίου 1965 μετέστη ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμοσύνης για την Ρωμέϊκη Πολιτεία τ' ουρανού, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγαπητός σε πολλούς/ές από εμάς, Φώτης Κόντογλου. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο.Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φ. Κόντογλου από πολύ νωρίς προσανατολίστηκε στη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913 και κατόπιν έφυγε για το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με διαφορετικές σχολές της δυτικής ζωγραφικής. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Το αισθητήριο του κυρ-Φώτη Κόντογλου «αναβίωσε» την βυζαντινή αγιογραφία, έβγαλε στην επιφάνεια τεχνικές παλιές, έγινε ο μέντορας που γέμισαν οι ναοί μας ομορφιά με ύμνο στο Θεό και δογματική διδασκαλία (μπορεί να κυκλοφορούν άτεχνοι αγιογράφοι αλλά έχουμε και κάποιους που έχουν φτιάξει αριστουργήματα και δεν χορταίνεις να κοιτάς...!!!
Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη...
Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023
Φώτης Κόντογλου: Ξέγνοιαστα νιάτα και κακά γεράματα
Τον καιρό που γύριζα τον κόσμο, βρέθηκα μια φορά στη Μαρσίλια, κ’ επειδή μ’ άρεζε αυτή η πολιτεία, κ’ είχα και κάμποσους καλούς φίλους εκεί πέρα, κάθισα ένα – δυο μήνες.
Έκανα παρέα με κάποιους Μαρσεγιέζους, που ήτανε όλοι τους ανοιχτόκαρδοι και καλοί άνθρωποι, προ πάντων ένας ζωγράφος, Γιάννης Λασά τ’ όνομά του, από καλό σπίτι, κ’ ένας άλλος Μποτρού, θαλασσινός, κ’ οι δυο τους ως εικοσιπέντε χρονώ, όσο ήμουνα κ’ εγώ. Μα ήτανε και κάμποσοι Ρωμιοί, ο Νικόλας ο Βαγής και ο Παναγής ο Γκαγκάνης, κι οι δυο πατριώτες μου, ο Νίκος ο Σαμιωτάκης από τις Φώκιες και κάποιοι άλλοι.
Τη Μαρσίλια ήμουνα ξαναπηγαιμένος άλλες δυο φορές πρωτύτερα, αλλά τούτη τη φορά έτυχε να κάνω γνωριμιά μ’ ένα γέρικο σκυλόψαρο, έναν θαλασσινό κοσμογυρισμένον, που καθότανε στην παλιά Μαρσίλια, στο μαχαλά του Σαν Βικτόρ, κι από κείνον έμαθα όλα τα μυστήρια του Παλαιού Πόρτου.
Εγώ καθόμουνα κοντά στην πλατεία Καστελάν. Δυο μήνες που κάθισα, πέρασε πολύ έμορφα. Τις περισσότερες φορές κοιμόμουνα τα ξημερώματα, γιατί τη νύχτα καθόμαστε ως την αυγή σε καμιά ταβέρνα του λιμανιού, σε κανέναν καφενέ της Καναμπιέρ ή στη ρου ντε Μελάν, με τα έμορφα τα δέντρα, που θαρρείς πως είναι Παράδεισος το καλοκαίρι, όλο δροσιά κι ανοιχτή καρδιά κι αλεγρία.
Σαν τύχαινε να σηκωθώ πρωί, πήγαινα πότε στον ζωολογικό κήπο κ’ έβλεπα τα θεριά και τα άλλα ζώα, πότε στο μουσείο που ‘ναι στον πύργο του Μπορελί, πότε σε καμιά παλιά εκκλησιά, πότε το μουσείο που ‘ναι μέσα στο παλάτι του Λονσάν. Αυτό το μουσείο απόμεινε μέσα στην καρδιά μου, γιατί εκεί πέρα βλέπεις ό,τι θαλασσινό υπάρχει στον κόσμο, από τα πιο μικρά κοχλίδια ως τα πιο μεγάλα θεριόψαρα, και καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι στη Μαρσίλια, τη βασίλισσα της θάλασσας.
Τις πιο πολλές φορές σεργιάνιζα μονάχος στο λιμάνι, μέσα στη φασαρία. Κόσμος παρδαλός πηγαινοερχότανε, άλλος μ’ ανασκουμπωμένα τα παντελόνια του, άλλος μ’ ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, άλλος μεθυσμένος, άλλος φορτωμένος ψάρια, άλλος χούγιαζε, άλλος χαχάνιζε, άλλος βλαστημούσε, άλλος κυλούσε ένα βαρέλι, άλλος πουλούσε μύδια, άλλος τα τηγάνιζε, άλλος βαστούσε μια μποτίλια στο χέρι του κ’ έπινε κρασί σα νά ‘τανε νερό και κουνιότανε ο χαλκός από το σκουλαρίκι που ‘χε στο ‘να τ’ αυτί του, όλοι τους ξυπόλητοι κ’ ηλιοκαμένοι, οι πιο πολλοί γελαζούμενοι, κόσμος κουρσάρικος. Μυρουδιές βαριές από κατράμια, από πιπέρια και κανέλες, τηγανιά, ψαρίλα, ανθρωπίλα, αρμύρα, κι ο ήλιος έβραζε από πάνω. Πολλοί τρώγανε μέσα στις ταβέρνες και τραγουδούσανε με κάτι φωνές βραχνιασμένες, γυναίκες ξεστηθωμένες μπαινοβγαίνανε, ίδιες γύφτισσες, με τα λουλούδια στ’ αυτί, μ’ ένα σωρό χάντρες στο λαιμό, σκουλαρίκια και βραχιόλια, μ’ ανασηκωμένα τα φουστάνια τους, με κάτι φρύδια σαν του κοράκου το φτερό. Άντρες και γυναίκες φωνάζανε σαν ζουρλοί, με κείνα τα φραντσέζικα που τα λένε σαν ιταλιάνικα. Πολλοί ναύτες μασούσανε καπνό και φτύνανε δω κι εκεί, άλλος τραβούσε ταμπάκο, άλλος είχε μια μαϊμού καθισμένη απάνω στον ώμο του, άλλος έναν παπαγάλο που έσκουζε πιο πολύ από τ’ αφεντικό του. Χέρια και ποδάρια μαλλιαρά, ψημένα από την άρμη, πιτσιλισμένα από την πίσσα, με κάτι δαχτυλιδάρες περασμένες στα δάχτυλα κι από τα δυο χέρια, που ήτανε πλουμισμένα με λογιών – λογιών ανάλια. Καράβια κρεμόντανε από το ταβάνι, γολέτες μ’ ανοιχτά πανιά, κι ορτσάρανε απάνου από τα κεφάλια όπτε φυσούσε ο αγέρας. Ουρές και φτερούγες από θεριόψαρα ήτανε καρφωμένες από πάνω από τις πόρτες.
Μια μέρα, εκεί που περπατούσα, γύρισα να κοιτάξω έναν καραβίσιον, που έστριβε τσιγάρο με το ‘να χέρι, γιατί με τ’ άλλο σήκωνε ένα αγκουρέτο, κ’ έπεσα απάνω σ’ έναν άλλον βιαστικόν, που ερχότανε από τ’ άλλο μέρος. Αυτός μ’ έσπρωξε θυμωμένος και σήκωσε το χέρι του να με χειροτονήσει˙ μα, σαν γύρισα κατά κείνον το μούτρο μου, με γνώρισε και μου λέγει γελαστά:
Κυριακή 11 Ιουνίου 2023
Φώτης Κόντογλου: Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων
Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, τύχαινε πολλές φορές να βρεθώ μοναχός μέσα στην Περίβλεπτο.
Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.
Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ’ όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».