Νεανικό πορτρέτο του Στρατή Δούκα από τον Φώτη Κόντογλου
του Στρατὴ Δούκα από το περιοδικό Αἰολικά Γράμματα, τ. 6, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971, σσ. 491-496.
Αναδημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 129
Στὰ 1908 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ σχολαρχεῖο τῆς πατρίδας μου, γράφτηκα στὸ γυμνάσιο τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου φοίτησα ἀπὸ τὸ 1908 – 1912. Συμμαθητές μου εἶχα τοὺς Γονατάδες, τὸν Χονδρονίκη ἀπὸ τὴν Πέργαμο, τὸν Βαγῆ ἀπὸ τὴ Θάσο, τὸν Γιῶργο τὸν Ψαρᾶ, τὸν Θανάση Γκράβαλη, τὸν Φώτιο Ἀποστολέλλη, (τὸν κατόπι Φωτῆ Κόντογλου) καὶ ἄλλους. Μιὰ ἢ δυὸ τάξεις πιὸ πάνω ἀπὸ μᾶς ἦταν ὁ Γιάννης Ἰμβριώτης, ὅπως φαίνεται ἀνάμεσα στοὺς τελειοφοίτους καὶ τοὺς καθηγητές του στὸ τέλος τῆς δίτομης «ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν» τοῦ Ἴω. Καραμπλιά. Γυμνασιάρχη εἴχαμε τὸν πρῶτο χρόνο τὸν Γ. Σάκκαρη, φιλάσϑενο καὶ ποιητή, μὰ γερὸ φιλόσοφο καὶ πρῶτο ἱστορικὸ τῶν Κυδωνιῶν, τὸ δεύτερο χρόνο τὸν Λαμπρίδη φημισμένο Πινδαριστή, καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια (1910-1912) τὸν Ἰωάννη Ὀλύμπιο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τῆς «Φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος», ποὺ τὸν πρῶτο τόμο της, ὅπως θυμᾶμαι, τὸν τύπωσε στὴ Μυτιλήνη, στὰ τυπογραφεῖα τῆς «Σάλπιγγος».
Καθηγητὲς εἴχαμε τὸν Ἰωάννη Καραμπλιὰ τὸν ἱστορικό, συγγραφέα κι αὐτὸν τῆς «Ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν καὶ Μοσχονησίων», στὰ λατινικὰ τὸν Δήμου, στὰ μαθηματικὰ τὸν Ἀλέξανδρο Πανταζῆ, τὸν ἀργότερα νομομηχανικὸ τοῦ νομοῦ Λέσβου, στὰ γαλλικὰ τὸν Εὐθυμιάδη, ἠθοποιό, ὅπως λέγανε, στὰ νειάτα του σὲ γαλλικὸ θίασο, ποὺ μᾶς ἐνθουσίαζε μὲ τὶς ποιητικὲς ἀπαγγελίες του καὶ ἀναγνώσεις του ἀπὸ τὸ «Toure de la France». Tὸν τουρκιστὴ Ραπτάρνη καὶ ἄλλους. Ἀπ᾿ τοὺς συμμαθητές μας διακρίνονται γιὰ τὶς ἐξωσχολικὲς ἐπιδόσεις τοὺς ὁ Θανάσης Γκράβαλης καὶ ὁ Φωτῆς, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκα ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ καθόλη τὴ φοίτησή μας, στενά. Κοντός, πυρόξανθος μὲ μιὰ σημαδιακὴ ἄσπρη τούφα στὰ μαλλιά του, μιᾶς ἐξαρχῆς σοῦ ἐπιβάλλονταν μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ ἀφηγητῆ, μιμητῆ καὶ ζωγράφου καταγέλαστων καὶ κωμικῶν τύπων, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους εἶχε καταρτίσει ἀπὸ τότε ὁλόκληρη πινακοθήκη, ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικὸ ταλέντο του, μὲ τὸ ὁποῖο ξεφούρνιζε στὸ ἇψε – σβύσε, τόμους ὁλόκληρους, μὲ ἱστορίες περιπετειῶν, ἀλὰ ᾿Ιούλιο Βέρν. Στὴν εὐχέρεια τὴ συγγραφικὴ, μονάχα ὁ Θ. Γκράβαλης τὸν παράβγαινε μὲ τὰ ἔμμετρα κωμειδύλλιάτου ἀλὰ «Χάϊδω» καὶ «Ἀγαπητικὸ τῆς βοσκοπούλας». Ἐγώ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀρκούμουνα νὰ τοὺς θαυμάζω τότε.
Μὰ ἴσως, κι ἐγὼ νὰ εἶχα κάποιο χάρισμα ἀνεκκόλαπτο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα συνειδητοποιήσει ἀκόμη. Γιατί ὅταν στὸν τελευταῖο χρόνο ὁ Ὀλύμπιος μας ἔβαλε στο μάθημα τῆς σύνθεσης γιὰ θέμα τὴν ἀπολογία τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα κι ὁ φίλος μου Φωτῆς σκάρωσε μιὰ θαυμάσια, περιγραφὴ τοῦ δικαστηρίου, ἐγώ, ἐπωφελούμενος κι ἀπὸ μιὰ ἀδιαθεσία ποὺ μὲ κράτησε λίγες μέρες στὸ σπίτι, παρουσίασα μιὰ πολυσέλιδη φιλοσοφικὴ ἀνάλυση, ποὺ τόσο ἐνθουσίασε τὸν Πλατωνικὴ Γυμνασιάρχη μου, ὥστε νὰ τὴν καταστολίσει στὰ περιθώρια μὲ τὰ «εὖγε» «εὖγε» καὶ τὰ «πόθεν», μὴ πιστεύοντας ἴσως πὼς μποροῦσε νὰ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ νοηματικὴ ἀλληλουχία δικιά μου, ποὺ μοῦ τὴ βαθμολόγησε στὸ τέλος μὲ 10 καὶ δύο τόνους, ἐνῷ τὸ φίλο μου Φωτῆ μὲ 9,5, πρᾶγμα ποὺ εἰλικρινὰ μὲ ἐξόργισε, γιατί ἐγὼ πάντα θαύμαζα τοὺς φίλους μου, ποὺ τοὺς θεωροῦσα ἀνωτέρους μου.
Κείνη τὴν ἐποχή, συχνὰ μὲ πήγαινε σὲ διάφορες ἐκκλησίες, γιὰ νὰ μοῦ δείξει μερικὲς καλὲς εἰκόνες καὶ ἁγιογραφίες ποὺ ξεχώριζαν, κι αὐτῆς τῆς τόσο πρώϊμης ἔρευνάς του εἶδα δημοσιευμένη στὸν «Κυδωνιακὸ Ἀστέρα» πρόσφατα, μιὰ μακρὰ ἀπομνημόνευση ἀπὸ ἁγιογραφίες καὶ ἁγιογράφους τοῦ τόπου του, ἀξιόλογη καθόλα, ἔξω ἀπὸ τὶς ὑπερβολικὲς ἐκτιμήσεις του, φέρνοντας τοὺς ταπεινοὺς τούτους ἀντιγραφεῖς στὴ σειρὰ τῶν μεγάλων ζωγράφων τῆς ἀναγεννήσεως.
Πολλὰ θὰ μποροῦσα ν᾽ ἀφηγηθῶ γιὰ τὰ μαθητικά μας τοῦτα χρόνια, ἀλλὰ θὰ μακρηγοροῦσα. Τελειώνοντας εἴχαμε κι οἱ δυὸ προσανατολιστεῖ, ἐκεῖνος γιὰ τὴ ζωγραφικὴ σχολὴ τοῦ Πολυτεχνείου κι ἐγὼ γιὰ τὰ νομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή μας, τὸν Κόντογλου τὸν ἔφερε στὴν Ἀθήνα ὁ ἴδιος ὁ θεῖος του, ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τους, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ τὸν ἔβαλε οἰκότροφο στὸν ἰατρὸ Λοιδωρίκη, ποὺ ἡ γυναῖκα του ἦταν ἀδελφὴ τοῦ πρεσβευτῆ Μεταξᾶ, καὶ κατοικοῦσε στὴν ὁδό Μητροπόλεως.
Ἐγώ, ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκα ἐπὶ καιρὸ στὰ ξενοδοχεῖα, νοίκιασα, ἐπιτέλους ἕνα δωμάτιο στὴν ὁδὸ Ἀριστοτέλους, στὸ σπίτι τοῦ Παπαπαύλου, ἐπιστάτη τοῦ Πολυτεχνείου. Μὰ κι οἱ δυό μας δὲ μείναμε χωρισμένοι ἐπὶ πολύ, κι ἀποφασίζουμε νὰ συγκατοικήσουμε, σὲ μιὰ σοφίτα τῆς φοιτητικῆς συνοικίας τῆς Νεαπόλεως, καὶ τὸ δεύτερο χρόνο στὰ νεόκτιστα γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Κυψέλης, ὅπου τότε δὲν ὑπῆρχε παρὰ λίγο πιὸ πέρα ἡ ἔπαυλη τοῦ Κανάρη.
Στὸ Πολυτεχνεῖο ὁ Φωτῆς μπῆκε ἀμέσως στὴν Γ΄ τάξη. Καθηγητὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Καλούδης, ὁ Γερανιώτης, ὁ Ροϊλός, ο Βικᾶτος, διευθυντὴς ὁ Ἰακωβίδης, γραμματεὺς ὁ Ἰωάννης Πολέμης, κι ἐπιστάτης ὁ δαιμόνιος νοικοκύρης μου Παπαπαύλου. Ἔτσι ἐγώ, περισσότερο βρισκόμουνα στὸ πολυτεχνεῖο, παρὰ στὸ Πανεπιστήμιο. Ἐκεῖ πρωτογνώρισα καὶ τὸν Παπαλουκᾶ, τεταρτοετῆ ἐκεῖνον, σπουδαστὴ στὰ ἐργαστήρια τοῦ Βικάτου καὶ τοῦ Ροϊλοῦ, ποὺ τοῦ πόζαρα πολλὲς φορὲς στὸ ἀτελιέ τοῦ γιὰ τὸ πορτραῖτο τοῦ στρατηγοῦ, φορώντας τὴ στολή του, μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ Παπαλουκᾶ καὶ τοῦ Κόντογλου. Ὕστερα ἀπὸ κάθε πόζα, παρετίθετο τσάϊ ἀπ᾿ τὸν οἰκοδεσπότη καὶ ἀκολουθοῦσε συζήτηση καλλιτεχνικὴ γύρω ἀπὸ τὶς προτιμήσεις μας, ὅπου αἴφνης ὁ Φωτῆς κι ἐγὼ εἴμαστε ὑπὲρ τοῦ Βελάσκεθ κι ὁ Παπαλουκᾶς μὲ τὸν καθηγητὴ του Ροϊλό, ὑπὲρ τοῦ Ρέμπραντ.
Ὁ Φωτῆς εἶχε ἀπαρχῆς καταρτίσει μὲ τὶς οἰκονομίες τοῦ πλούσια συλλογὴ ἀπὸ γερμανικὲς καλλιτεχνικὲς ἐκδόσεις, Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στούκ, Κλίνγκερ κ.λπ. καθὼς καὶ τῶν μεγάλων καλλιτεχνῶν τῆς ἀναγεννήσεως, νεοφερμένες τότε ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Ἐλευθερουδάκη. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ ἀρκετὰ σεβαστὸ οἰκογενειακό του ἐπίδομια διετίθετο γιὰ τὴν ἀγορά τους, ὅπως καὶ τὸ δικό μου γιὰ τὴν ἀγορὰ βιβλίων καὶ περιοδικῶν ἀπὸ τὸ παλαιοπωλεῖο τοῦ πασίγνωστου Βασιλάκη Κουμπούγια τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους καὶ ἀργότερα Εὐριπίδου. Γιὰ τὴν πόρεψή μας, διαθέταμε ἐλάχιστα, τρώγοντας κι οἱ δυὸ στὰ οἰκονομικὰ συσίτια τοῦ Βαρβακείου καὶ τῆς Πλάκας, μὲ 10 λεπτὰ τὴ φασολάδα καὶ 15 λεπτὰ τὴ μερίδα τὸ κρέας.
Στὸ παραπάνω στέκι τοῦ Βασιλάκη, ἐντευκτήριο μοναδικῶν παλαιῶν καὶ νέων τύπων, θαμῶνες τακτικοὶ ἦταν ὁ θυμοειδὴς Λαζαρῆς, ξεπεσμένη μαθηματικὴ μεγαλοφυΐα, μὲ τὴν ὀζώδη ράβδο του, ποὺ τὴν ὕψωνε ἀπειλητικά, ὅταν τὸν δούλευε ὁ νέος, φοιτητὴς τῶν μαθηματικῶν Γεροντόπουλος, ὁ Ἀκεστορίδης, μὲ τὸ κατακάθαρο ἄσπρο γενάκι του, τὴν ἄμεμπτη βελάδα καὶ τὸ κεντητὸ πικιδένιο ζιλέ του, ἰατρὸς τῶν Σουλτανικῶν χαρεμιῶν, εἰδικὸς ἐπὶ τῶν ἐκτρώσεων, ποὺ οἱ πικάντικες ἱστορίες του μᾶς ἐγοήτευαν καὶ πιὸ πολὺ τοῦ Βασιλάκη, ὁ πάνσοφος πάντα Ηρακλῆς Ἀποστολίδης ὁ ἄτακτος, γυμνασιόπαις τότε καὶ ἀσυγκράτητος Φάνης Μιχαλόπουλος, ὁ μύωψ καὶ κουκουλομάτης Λιάτσιχας, φοιτητὴς τῶν φυσικομαθηματικῶν κι αὐτὸς τότε καὶ ἀργότερα διακεκριμένος γεωλόγος, καὶ ἄλλοι.
Σὲ τοῦτο τὸ φιλικὸ παλαιοπωλεῖο, ὅπου ἐρχόμουνα τακτικὰ μὲ τὸν Κόντογλου, ἐξαργύρωνα πάντα τὶς λιγοστὲς χρυσὲς λιρίτσες μου, ἀγοράζοντας σὲ τιμὲς εὐκαιρίας καὶ σχεδὸν ἀμεταχείριστα βιβλία καὶ περιοδικά, ὅπως ὁλόκληρη τὴν δεκαετία τῶν «Παναθηναίων» τὴν εἰκοσαετία τοῦ «Νουμᾶ», ποὺ μοῦ τὴν προμήθεψε μέσω τοῦ Κουμπούγια ὁ γυιὸς τοῦ Ταγκόπουλου, ὁ Πάνος, ἀφαιρῶντας τὴν κρυφὰ ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα του, τὴν «Τέχνη» τοῦ Χατζόπουλου, τὸν «Διόνυσο» τοῦ Καμπύση, τὰ «Προπύλαια» τοῦ Βλαχογιάννη καὶ τὰ καινοφανῆ τότε βιβλία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τοῦ Ἴδα, τοῦ Πάλλη καὶ σταλμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἑφταλιώτη, τοῦ Ψυχάρη κι ἐκδόσεις παληὲς ὅπως τῆς Κέρκυρας τοῦ Σολωμοῦ, τῆς μετάφρασης τῆς «Τρικυμίας» τοῦ Πολυλᾶ, τὴν πρώτη λιγοσέλιδη ἔκδοση ποιημάτων τοῦ Καβάφη τυπωμένη στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐδῶ στὶς πηγὲς τῆς μορφώσεώς μας, πρέπει ν᾽ ἀναφέρω καὶ τὸ μουσικόφιλο Βουτσᾶ, τὸν Μυτιληνιό, τὸν ἀξέχαστο φίλο μας, (τί ἄραγε νὰ γίνηκε), γυιὸ τοῦ θυμόσοφου ρολογᾶ τῆς Μυτιλήνης, ποὺ μὲ τὸ θαυμάσιο μαντολίνο του, μᾶς εἰσήγαγε ἐμᾶς τοὺς ἄμουσους στὴ μουσική, καὶ μᾶς συνόδευε στὸ δημοτικὸ θέατρο, γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε τὸν «Φάουστ» τοῦ Γκουνὼ ἢ τὴ «Ῥέα» τοῦ Σαμάρα ἢ τὴν ὀπερέτα τοῦ «Πόλεμος ἐν πολέμῳ» καὶ ἄλλες βιενέζικες μὲ τήν Ἔγκελ.
Ἡ μποέμικη τούτη φοιτητικὴ ζωή μας, ποὺ βάσταξε δυὸ ὁλόκληρα χρόνια, διακόπηκε ἀπότομα. Μιὰ νεανική μου περιπέτεια μὲ κάνει νὰ διακόψω τὶς σπουδές μου, καὶ νὰ ἀποχωριστῶ ἀπὸ τὸν Κόντογλου, ποὺ δὲν θὰ τὸν ξαναδῶ, παρὰ μονάχα μετὰ τὸν παγκόσμιο πόλεμο στὶς πατρίδες μας. Τὴν 1η Μαΐου 1914 ἀποχαιρετῶντας τον, ἀφοῦ ξεκαλοκαίριασα στὴν πατρίδα μου, ἐπισκέπτομαι τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ κεῖ φεύγω τὸ Νοέμβρη γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου, παρότι δὲν ἔμεινα τότε παρὰ δυὸ μῆνες ἄρρωστος στὶς Καρυές, φέρνω, φεύγοντας ἀπὸ κεῖ, τὸ μῦθο του, ποὺ ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσει ἀργότερα τὸν Κόντογλου, τὸν Παπαλουκᾶ, τὸ Βέλμο καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ποὺ ἀκολούθησε, ὅταν ἀποκλείσθηκαν οἱ πατρίδες μας καὶ κόπηκε τὸ χρηματικὸ ἐπίδομα τῶν σπουδῶν του, ὁ Κόντογλου ἀφοῦ συγκατοίκησε ἕνα διάστημα μὲ τὸν Παπαλουκᾶ στὴν Κολοκυνθοῦ κι ἔμαθε ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν παλαίμαχο τῆς βιοπάλης τὸ ρετοὺς σὲ φωτογραφικὲς μεγεθύνσεις, δούλεψε κι᾿ αὐτὸς στὸ φωτογραφεῖο τοῦ Μπούχα καὶ τοῦ Καλιαμπέτσου, ποὺ δὲν πρόφθαιναν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς παραγγελίες τοὺς ἀπὸ τὶς οἰκογένειες τῶν πεσόντων κατὰ τοὺς πρόσφατους βάλκανικοὺς πολέμους.
Μὰ ἡ σκληρὴ τούτη καὶ ἐλάχιστα ἁμειβόμενη ἐργασία, δὲν ἦταν γιὰ τὸν Κόντογλου. Γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὸ 1915 θὰ ἐγκαταλείψει τὶς σπουδές του καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ θὰ φύγει γιὰ ἐργάτης στὴ Γαλλία. Κατὰ τὸ 1916 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ Πολυτεχνεῖο θὰ τὸν ἀκολουθήσει κι ὁ Παπαλουκᾶς. Γιὰ τὴ ζωή τοὺς ἐκεῖ, κάτι ἀναφέρω στὰ βιογραφικὰ τοῦ τελευταίου. Μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου στὸ τιμητικὸ τεῦχος τοῦ «Ζυγοῦ», γι᾿ αὐτόν, μιλῶντας μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἀκατάβλητη ἐργατικότητα τοῦ φίλου του, λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, πὼς τοῦ ἄρεσε «νὰ διαβάζει ξαπλωμένος καὶ νὰ ὀνειροπολεῖ». Φαίνεται πὼς τοῦτον τὸν καιρό περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωγραφικὴ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ συγγραφικό του ταλέντο καὶ οἱ λογοτεχνικὲς φιλοδοξίες του.
Ὅταν θὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴ λήξη τοῦ πολέμου στὴν πατρίδα μας, θὰ μοῦ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο θαυμασμὸ γι᾿ αὐτὸν σὰν «γεννημένο ζωγράφο», πρᾶγμα ποὺ μὲ πλήγωσε, γιατὶ τὸν θεωροῦσα ὡς τότε γιὰ ἀνώτερό του. Ὅμως δὲ μ᾽ ἄφησε σὲ ἀπογοήτευση.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας μέρες μοῦ παρέδωσε τὸν «Πέδρο Κάζας» του, ποὺ τὸν ἔφερε τελειωμένο ἀπὸ τὸ Παρίσι, γιὰ νὰ τὸν διαβάσω καὶ νὰ διορθώσω γλωσσικά, ὅ,τι νόμιζα. Η ἀνάγνωσή του μὲ κατέπληξε μὲ τὸ καινούριο ποὺ ἔφερνε. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τίποτα δικό μας. Ἦταν κάτι ποὺ ἄνοιγε καινούριους δρόμους γιὰ τὴ λογοτεχνία μας. Ὄχι τόσο ὡς θέση, ὅσο ὡς ἄρνηση. Ὄχι γιὰ τὸν ξενίζοντα ἐξωτισμό του, ἀλλὰ τὴν περιφρονητική του στάση στὴ ξεπερασμένη καὶ φθαρμένη πιὰ ἀγροτικὴ ἠθογραφία μας, ποὺ τοὺς νωθροὺς συνεχιστές τῆς τοὺς παρομοίαζε μὲ «ψάρια τοῦ λιμανιοῦ», ἀνίκανους νὰ ξανοιχτοῦν πιὸ πέρα καὶ ν᾽ ἀντικρύσουν τὴν ἀπέραντη διακοσμητικὴ ποικιλία ὁλόκληρης τῆς γῆς καὶ τ᾽ οὐρανοῦ».
Τὸ ξενότροπο, ἀλλὰ καὶ τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἀντιπροσωπευτικό του ἔργο εἶναι βέβαια ἐπηρεασμένο ἀπὸ ξένα διαβάσματα περιπετειῶν – σπανιόλικα κυρίως καὶ ἐγγλέζικα, ὅπως τοῦ Ντεφόε, ποὺ ἀνέκαθεν τὸν τραβοῦσαν, ὅπως καὶ τὸν παραδοξολόγο ἐξωτισμὸ τοῦ Πόε, ποὺ τὸν λάτρευε.
Ὅταν πρωτοειδωθήκαμε στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸ ἰδιωτικὸ ἐρημητήριό του, ὅπου μὲ ὁδήγησε μιὰ φουρτουνιασμένη μέρα ὁ ἀγαπημένος τοῦ μαθητὴς τοῦ Συλλόγου «Νέων Ἀνθρώπων» Πάνος Βαλσαμάκης, μέσα στὴν ἁπλῆ κάμαρά του, μ᾽ ἕνα μονάχα μεγάλο τραπέζι στὴ μέση, εἶδα μεγεθυμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο, τὸ πορτραῖτο τοῦ Πόε, ποὺ μοῦ τὸν εἶχε πρωτογνωρίσει πρὶν λίγα χρόνια ὁ Πρωτοπάτσης ἀπὸ μεταφράσεις τοῦ Μπωντελαίρ. Ὅμως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐπιρροές, τὸ πρωτόλειό του τοῦτο στάθηκε ἕνα ἔργο πολὺ προσωπικὸ γιὰ τὸ ὕφος καὶ τὸν ἰδιότυπο λυρισμό του, ἀλλὰ καὶ τὶς προσωπικὲς ἐντυπώσεις καὶ ἀναμνήσεις, ὅπως μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε κάποτε ὁ ἴδιος ὅτι γράφοντας γιὰ τὴν «Οὐνιβέρσιτα» τῆς Μπομπάης εἶχε ὑπόψη τοῦ τὴ γυμνασιακή μας ζωὴ καὶ περιγράφοντας τὸν Corke, ποὺ χάνεται κυνηγῶντας ἄγρια θηρία στὴν Ἀφρικὴ εἶχε στὸ νοῦ του ἐμένα μὲ τὴν περιπετειώδη στρατιωτικὴ ζωή μου καὶ ποὺ δὲν ἤξερε ἂν θὰ μὲ ξανάβλεπε. Καὶ νά, ποὺ μὲ ξανάβλεπε τώρα καὶ ἦταν τῆς μοίρας τούτου τοῦ βιβλίου νὰ γίνω ὄχι μόνο ὁ πρῶτος ἀναγνώστης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκδότης του, γιατί ὁ Πέδρο Κάζας πρωτοτυπώθηκε τότε μὲ ἔξοδά μου, στὸ τυπογραφεῖο τοῦ «Αἰολικοῦ Ἀστέρα», τοῦ περιοδικοῦ ποὺ τὸ ἐξέδιδε ὁ Βασιλειάδης, ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἂν δὲν ἀπατῶμαι, πατέρας τοῦ νέου, γνωστοῦ Ἀθηναίου λογοτέχνη. Ὥς γιὰ κεῖνο τὸ «λιμὰν μπαλὺκ» ποὺ ἐπέμενε ὁ Φώτης χάριν τοῦ «ὕφους» νὰ γραφεῖ τούρκικα, εἴδαμε καὶ πάθαμε νὰ βροῦμε τούρκικα ψηφία. Τὸ ἴδιο χάριν τοῦ ὕφους θὰ μπεῖ σὰν τόπος ἐκδόσεως τὸ «Παρίσι», κι ὄχι αἱ «Κυδωνίαι» θέλοντας, ἴσως, μ᾽ αὐτὸ νὰ ὑποδηλώσει καὶ ὅτι τὸ ἔργο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ τὸ 1919 στὸ Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.