Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Το ποσό που δίνονταν στα δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα ήταν το χαμηλότερο από όλες τις χώρες στην Ευρωπαική Ένωση των 28



Του Δημήτρη Αναστασίου 

Επειδή κάποιοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου Κρήτης και επιχειρηματολόγησαν ότι εάν είχαν συμπεριληφθεί οι μισθοί των καθηγητών η χώρα θα ήταν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ας δούμε τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (2024) σε συγκρίσιμο επίπεδο. 

Σύμφωνα με την Eurostat (2024), το 2019 η μέση δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα ήταν περίπου 1.780 ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί μόλις στο 16,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που ήταν 10.875 ευρώ (ΕΕ 28). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το ποσό που δίνονταν στα δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα ήταν το χαμηλότερο από όλες τις χώρες στην Ευρωπαική Ένωση των 28.

Για το 2019, η δημόσια χρηματοδότηση ανά φοιτητή στην Τουρκία ανερχόταν σε 2.365 ευρώ, στη Βουλγαρία ήταν 2.759 ευρώ, στη Ρουμανία ήταν 3.533 ευρώ, και στην Κύπρο ήταν 4.243 ανά φοιτητή (υπερδιπλάσιο δηλ. ποσό). 
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν μια συστηματική οικονομική ασφυξία των δημόσιων πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Είναι θαύμα που η χώρα διαθέτει τόσο καλά πανεπιστήμια μέσα στη χιλιάδα των διεθνών κατατάξεων, πολύ περισσότερα αναλογικά με την Τουρκία, την Βουλγαρία και Ρουμανία. 

Αυτή η αντίθεση θα μπορούσε να εξηγηθεί ίσως στη βάση του δημοκρατικού πλαίσιου λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου που το ξεχωρίζει σε σχέση με τον managerial τρόπο διοίκησης άλλων πανεπιστημίων. Και αν ακόμα  κάποιοι βλέπουν τα παρατράγουδα και πιθανές ακρότητες κατά καιρούς δεν βλέπουν τη σημασία της δημοκρατικής ατμόσφαιρας για την πνευματική και ερευνητική αναζήτηση για καθηγητές και φοιτητές. Για όσους έχουν ζήσει την "ακαδημαϊκή ελευθερία" από τα μέσα σε άλλες χώρες για να έχουν μέτρο σύγκρισης μπορούν να το καταλάβουν. Για να μην χάνουμε το δάσος και τη μεγάλη εικόνα.

Εάν η τριτοβάθμια εκπαίδευση θεωρείται κοινό αγαθό (common good) είναι πολύ σημαντικό αυτό να μην διασπάται στη δημόσια σφαίρα είτε με την εμπορευματοποίηση είτε με την ιδιωτικοποίηση ώστε να μπορεί αυτό το κοινό αγαθό να είναι υποκείμενο στο κοινό δημόσιο συμφέρον και το δημόσιο διάλογο.

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Δείκτες οικονομίας και αποτελέσματα στο διαγωνισμό PISA




Από όλες τις κριτικές στο PISA, νομίζω μια από τις πιο βάσιμες κριτικές είναι ίσως και η πιο απλή. 
- Οποιαδήποτε και εάν ήταν τα αποτελέσματα των χωρών, ο ΟΟΣΑ χρησιμοποιεί το πρεστίζ που του δίνει η μέτρηση στο PISA για να προωθήσει την πολιτική του ατζέντα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση είναι δηλαδή ανεξάρτητη από το όποιο αποτέλεσμα στο τεστ της PISA μιας χώρας όπως η Ελλάδα. 

- Μερικά στοιχεία για την τεκμηρίωση: 

α. Το 2009 στην επίσημη έκθεση του PISA διατυπώθηκε η άποψη ότι η οικονομία (κατα κεφαλήν ΑΕΠ) έχει ελάχιστη σχέση με τις διαφορές στα σκορ μεταξύ των χωρών. Πάρθηκαν τότε στην επίσημη Έκθεση μόνο οι 34 χώρες του ΟΟΣΑ (όχι το σύνολο των 70 περίπου συμμετεχουσων χωρών) και από την άλλη το παράδειγμα της Σαγκάης για να τονίσουν με έμφαση τον "αμελητέο" ρόλο της οικονομίας. 

β. Το 2019 και 2023, οι Εκθέσεις του PISA κάνοντας μια σοβαρή ανάλυση,δηλ. μια  μη γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης,  έδειξε ότι αυτή η σχέση είναι ισχυρότατη R square = 0.62 δηλ. μια συσχέτιση οικονομίας και αποτελεσμάτων r = 0.79 (το είχαμε κάνει σε άρθρο ένα χρόνο νωρίτερα). 

γ. Δεν υπάρχει πιο ισχυρή συσχέτιση με κανέναν άλλον πιθανόν δείκτη που έχω μελετήσει. Η δεύτερη πιο ισχυρή συσχέτιση είναι ίσως η συχέτιση των σκορ στο PISA με τους μισθούς των εκπαιδευτικών (R square περίπου 0.40).  Έναν δείκτη που συμπεριέλαβε για πρώτη και τελευταία φορά η Έκθεση το 2019 και δεν τον ξαναείδαμε το 2023. 

Να το πω ευθέως. Ο ΟΟΣΑ κορόιδευε τον κόσμο μέχρι το 2015 και από το 2019 κρύβει το βασικό του εύρημα μέσα σε εκατοντάδες άλλα, τα περισσότερα δευτερεύοντα, ασήμαντα και επισφαλή ευρήματα. Ο καλύτερος τρόπος για να κρύψεις κάτι σοβαρό με αντίχτυπο είναι να το θάψεις μέσα σε ένα τεράστιο όγκο πληροφορίας.  

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Ένας Μεγάλος Περίπατος ή πολλοί μικροί;

Του Τάσου Αναστασίου
Η εκκίνηση του πρόσφατου έργου του Μεγάλου Περίπατου μας εξαναγκάζει σε σκέψεις για το σε ποια πόλη επιθυμούμε να ζούμε, όλοι εμείς οι ταλαίπωροι κάτοικοί της. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, τι Αθήνα θέλουμε;
        Θέλουμε μια Αθήνα με μια μεγάλη επένδυση στο κέντρο της, που θα την χαίρονται οι Γερμανοί τουρίστες, οι Κινέζοι και άλλοι; Ή θέλουμε αποκέντρωση των παρεμβάσεων στις γειτονιές με πολλούς μικρούς χώρους αναψυχής και πολιτισμού για να εισπράξει πραγματικά το όφελος ο κάθε Πατησιώτης, Κυψελιώτης, Γκυζιώτης κ.τ.λ.;
        Θέλουμε την περαιτέρω αύξηση της αξίας γης στις φημισμένες κεντρικές οδούς για να δύνανται μόνο οι πολυεθνικές και τα πολυκαταστήματα να επενδύουν ή μια βελτίωση της ποιότητας ζωής στις συνοικίες των Αθηνών που θα διασφαλίζει τις περιουσίες και τους μόχθους μιας ζωής όσων τις δημιούργησαν;
        Τι προτιμάμε; Να ξεπηδάνε «ευκαιρίες απασχόλησης» στην εστίαση για σερβιτόρους, μπουφετζήδες και σεκιούριτι; Ή να εισέλθουμε στην –δύσκολη αλλά γοητευτική- νοοτροπία της δημιουργίας νέου προϊόντος με ενδογενή παραγωγή και τη διατήρηση της υπεραξίας αυτού;
        Τι πραγματικά είναι καλύτερο; Μια πόλη μεταλλαγμένη σε γραφικό εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη, ένα φιλόξενο μπαράκι για το ξεσάλωμα των δυτικών αποίκων που επισκέπτονται το εξοχικό τους; Ή έναν τόπο αυτόνομης παραγωγής αλλά και ανάπτυξης ανθρώπινων σχέσεων έξω από την σφαίρα της οικονομίας;
        Θέλουμε μια κατακερματισμένη σε ζώνες Αθήνα – όπως επιχειρείται στο σχέδιο που τρέχει εδώ και χρόνια, μία ζώνη τουριστών, μία μεταναστών και μία κατοίκων; Ή μια Αθήνα όπου προτεραιότητα θα έχουν οι ντόπιοι κάτοικοι με μετανάστες μόνο όσους πραγματικά θέλουν και μπορούν να ενταχθούν και τουρίστες που δεν θα διαταράσσουν την κανονικότητα της πόλης;
        Τι απαιτούμε; Μια δημοτική αρχή που θα ξοδεύει για τη μόστρα; Ή θα παρέχει για την κάλυψη πραγματικών αναγκών;
        Θέλουμε μόνο την ανάδειξη των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων που υφίστανται ήδη; Σίγουρα τη θέλουμε. Αλλά παράλληλα θέλουμε και την ενθάρρυνση και χρηματοδότηση ενός πολιτιστικού «αντάρτικου» σε όλες τις γειτονιές των Αθηναίων.
        Και εν τέλει, για να μην διερωτόμαστε μόνο, τι μπορούμε να κάνουμε; Μπορούμε , αντί να αποφασίζουν άλλοι για εμάς, με τα δημοτικά τέλη και φόρους που εμείς πληρώνουμε και να λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς δημόσιο διάλογο εν μέσω καραντίνας, μπορούμε να αποσπάσουμε τη λήψη των αποφάσεων του περιβάλλοντος που ζούμε σε μας τους ίδιους;