Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Σωτήρης Γουνελᾶς, Διάπλους,




*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Σωτήρης Γουνελᾶς,
Διάπλους,
Ἁρμός, 2016
[διάπλους: (ναυτικὸς ὅρος) ἡ διέλευση θαλάσσιας ἔκτασης ἢ πορθμοῦ μὲ πλωτὸ μέσο]

~.~
«Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας στίχος, θὰ πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ πολλὲς πολιτεῖες, πολλὰ πράγματα καὶ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὰ ζῶα, νὰ νιώσεις πῶς πετοῦν τὰ πουλιά, νὰ ξέρεις τὴ χειρονομία ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ ἄνθη ὅταν ἀνοίγουν τὸ πρωί […]. Πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ ἀνθρώπους νὰ ξεψυχοῦν, νὰ ἔχεις ξενυχτίσει πεθαμένους σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο καὶ θυρύβους κατὰ διαστήματα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὶς ξεχάσεις ὅταν εἶναι πολλές, καὶ πρέπει νὰ περιμένεις ὑπομονετικὰ νὰ ξανάρθουν. Γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀκόμα οἱ πραγματικὲς ἀναμνήσεις. Μόνο ὅταν μετουσιωθοῦν μέσα μας σὲ αἷμα, βλέμματα καὶ χειρονομίες, ὅταν γίνουν ἀνώνυμες καὶ μὴ ἀναγνωρίσιμες ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἔρθει κάποια σπάνια στιγμὴ ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ μέσα τους ἡ πρώτη λέξη κάποιου στίχου».
Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ, Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης, Κίχλη, 2018, σ. 25-26.

Ἄρχισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητὴ Σωτήρη Γουνελᾶ (1949) –θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω τὶς παράλληλες ἰδιότητες, τοῦ στοχαστῆ, τοῦ θρησκευόμενου χριστιανοῦ, τοῦ κατὰ τὸ Finis Graeciae καὶ τὸ «Χαμένο κέντρο» ἐσχατολόγου ἐπικροτητῆ τῶν Γιανναρᾶ καὶ Λορεντζάτου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον–, ἄρχισα, λοιπόν, νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητή, μὲ ἕνα πασίγνωστο ἀπόσπασμα τοῦ Ρίλκε γιὰ τοὺς ὅρους τῆς ποιητικῆς λειτουργίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Γουνελᾶς τὸ ἔχει ἐγκολπωθεῖ καὶ παρουσιάσει («Γράμμα στὸν Κώστα Κουτσουρέλη», 13.4.2020).

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

  
ΑΚΟΥΣΤΕ... ... ένα διαχρονικό, πικρό και σκωπτικό, αλλά και τόσο αληθινό, ποίημα του Κώστα Βάρναλη. Και μην ξεγελαστείτε από τον τίτλο... ισχύει αναλλοίωτο για κάθε μέρα που ζούμε...

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ

Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες, σταβροθολωτοί και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.

Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς χτυπά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.

Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε : «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κ’ οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυραίοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν : «Είστε αθέοι».

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

“Πρωτοχρονιά” του Γεωργίου Σουρή

…κι αρχή καλός μας χρόνος.

Με την ευκαιρία άλλης μίας Πρωτοχρονιάς ας θυμηθούμε ένα ποίημα, από τα σχετικά άγνωστα, του μεγάλου μας σατιρικού και Τσιριγώτη Γεωργίου Σουρή, μαζί με ένα μικρό εορταστικό που δείχνει τη στιχουργική του δεινότητα.

Καινούργιος χρόνος!… τί χαρά!… τί εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυό των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.

Βλέπω κι’ ὁ δύστυχος ἐγὼ σ’ ἕνα μικρὸ τεφτέρι,
κανεὶς σ’ ἐμένα δὲν χρωστᾷ, σ’ ἄλλους ἐγὼ χρωστῶ,
βλέπω δυὸ ἐπιτύμβια εἰς ἕνα καροτσέρη
καὶ δώδεκα ἑξάστιχα στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Από τον λόφο του Στάρνη

Καίγεται πάλι τὸ Μεσολόγγι
ὁλημερὶς κι ὁλονυχτὶς βροντάει τὸ κανόνι
ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα βαροῦν τὸ καλυβάκι

Καίγεται
.                καίγεται τὸ Μεσολόγγι
πινάει καὶ διψάει
πίνει θολὸ νερὸ καὶ τρώγει φύκια
τρώγει ψοφίμια καὶ ποντίκια
δὲν πέφτει καίγεται τὸ Μεσολόγγι.

Κι ἐμεῖς
ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ Στράνη ψιθυρίζουμε
«Βάστα καϋμένη Παλαιστίνη!»
πολὺ ἀργὰ καὶ ψόφια ψιθυρίζουμε
μὴ μᾶς ἀκούσουνε τῶν Βρυξελλῶν οἱ Μεττερνίχοι

ὅμως στὸ μέγα πένθος τοῦ αἰώνα συμμετέχουμε
νηστεύοντας τρεῖς μέρες τὸ σουβλάκι.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ
(Σημειώσεις, τχ. 90, Δεκέμβριος 2024)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος Καρούζος – Χριστούγεννα του σταλαγμίτη

stalagmite

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Παραμονή Χριστουγέννων

 snip20131225_15

Παγωνιά στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας στεκόμαστε στη γραμμή όρθιοι κάποιος χνωτίζει τα νύχια του κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου δε μιλάει κρυώνει ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα κ’ εκείνο κρυώνει καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια μια μυρουδιά μπενζίνας οι πόρτες που ξανακλείνουνε ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά ένας – ένας ακούει τ’ όνομά του και βγαίνει αντίο, αντίο το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες κάποιος σηκώνει το χέρι του τίποτ’ άλλο το παιδί με τα σπυριά προχωράει στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

Κώστα Βάρναλη, «Οι μοιραίοι»


Κώστα Βάρναλη, «Οι μοιραίοι»

(Ανάλυση του ποιήματος από τις σημειώσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη).

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλοι η παρέα πίναμ’ εψές·

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!

Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό

τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·

στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!;
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!;
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!;
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!;

Ποιός φταίει; ποιός φταίει;
Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.

Έτσι, στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί
σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


Επεξηγήσεις*:

*άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.

*κροκάτη γάζα: λεπτό διαφανές ύφασμα με τα χρώματα του λουλουδιού κρόκος. Της αυγής κροκάτη γάζα· η αυγή· η εικόνα υποδηλώνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας και τα χρώματα του πρωινού και είναι δανεισμένη από τον Όμηρο, που αποκαλούσε την αυγή «Κροκόπεπλο Ηώ».

*στοιχειό: φάντασμα.

*κοντοήμερη: που της απομένουν λίγες ακόμη μέρες ζωής.

*Παλαμήδι: το γνωστό κάστρο του Ναυπλίου, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι πιο άθλιες ελληνικές φυλακές για βαρυποινίτες.

*Γκάζι: κακόφημη αθηναϊκή συνοικία.

*ζαβό ριζικό: στραβή και ανάποδη τύχη.



Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. 

Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.

Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές∙
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.»

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Έτος Κώστα Βάρναλη

Του Μπάμπη Ανδριανόπουλου 

Το έτος που διανύουμε είναι έτος Κώστα Βάρναλη αφού συμπληρώθηκαν 140 χρόνια από τη γέννησή του (14/02/1884) και 50 από το θάνατό του (16/12/1974)

Για τη μνήμη λοιπόν!

"ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΚΙ ΑΝΥΠΌΤΑΧΤΟΣ"


"Το πέρασμά σου" άφησε κείνο "Το φως που καίει"
"Στυλίτης" κι ανυπόταχτος, σεμνός "Προσκυνητής"
"Καμπάνα" κι αν εσήμανες άβουλοι εμείς, "Μοιραίοι"
"Βάστα καρδιά" μην και βρεθεί για μας "Οδηγητής"

"Εχτρός" γι αυτό και βρέθηκες νωρίς "Στην εξορία"
"Για λευτεριά και δίκιο" παλιός αγωνιστής
Με "Το τραγούδι του τρελού" θα ζεις στην "Ιστορία"
του αδικημένου, του μικρού εσύ "Ο ποιητής"

"Δύο κόσμοι" αντιμάχονται στης ζήσης την πορεία
με τη σκλαβιά μας είπες παλεύει η "Λευτεριά"
Σαν είσαι "Δούλος τρίδουλος" δεν έχεις σωτηρία
πρόβατο μες στα πρόβατα κι οι άλλοι τα "Θεριά"
Μ.Α.


Στην πρώτη φωτογραφία ο ποιητής στην αγαπημένη του Αίγινα (1931)
Στη δεύτερη ο έβδομος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη που επιμελείται ο Νίκος Σαραντάκος.
Εκδόθηκε πριν ένα χρόνο και θεωρώ ότι είναι  κατάλληλος για δώρο γιορτινό!

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/1AsRAsEwiP/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΟΥ

Του Μπάμπη Ανδριανόπουλου 

Συγκλονιστικό!
Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Δεν χρειάζεται κάτι άλλο από το ποίημα αυτό  του Θανάση Τριαρίδη:



Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΟΥ

“Τι κρίμα που δεν πιστεύεις στον Θεό”,
μου είπε κάποτε αγαπημένος φίλος˙
“Χάνεις την ευκαιρία να ενωθείς λατρεύοντας,
να παραδοθείς ολοκληρωτικά σε μία Εκκλησία
όπως παραδίνεσαι στη θάλασσα όταν ξαπλώνεις ανάσκελα
και επιπλέεις πάνω στο νερό,
να αφεθείς δίχως να επιζητάς καμία προστασία,
να ανοίξεις δίχως σκέψη, όπως ανοίγουν οι ανθοί των λουλουδιών,
γίνονται ένα με κάτι μεγαλύτερο.”

Μάλλον δεν είχε άδικο.
Είναι πράγματι πολύ πικρό να μην έχεις μια Εκκλησία,
να μην μπορείς να αφεθείς,
να μην μπορείς, έστω για μια στιγμή, να ανοίξεις δίχως σκέψη.

Ωστόσο
κάποτε βρέθηκα
στο δωματιάκι υποδοχής ενός ορφανοτροφείου στην Αντίς Αμπέμπα
(το λέγανε Τέσφα που θα πει “Ελπίδα”),

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Tο άλογο




στον Μιχάλη Γκανά

του Δημήτρη Κοσμόπουλου


Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιός ξέρει από ποιούς συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ’ αυτοκίνητα.

Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: «Θυμάσαι;»

Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.

Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.

Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο· την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ’ τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.

Aύριο, ίσως να το προλάβω.


ΣΦΥΡΙΓΜΑ

και τούτο του Γκανά

Μια μέρα του Γενάρη χαμηλή

ο ουρανός εφάνταζε χαλί

χάλκινο, στάχτινο, απλωμένο

σε χρόνο αλλοιώτικο και ξένο.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Συγκλονιστικό:Ο Ρίτσος απαγγέλει στο Πολυτεχνείο και χιλιάδες λαού τραγουδούν στην πρώτη επέτειο


51 χρόνια μετά...

17 Νοέμβρη 1973

51 χρόνια μετά...


          ____****____

Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..

Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…

Κωστής Μοσκώφ

 "Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)"

Από Γερομοριά 


ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Μικρό, πικρό, σημείωμα για τον Μιχάλη Γκανά



του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ


Φωτογραφία μου στα χέρια που θα πας
κοίταξε μη δακρύσεις…

Μητριά Πατρίδα

Πλημμύρισαν τα ΜΚΔ χτες από στίχους του Μιχάλη Γκανά, με το που μαθεύτηκε ο θάνατός του στα 80 του χρόνια. Ακούγονται λέξεις όπως: κορυφαίος, πρώτος, μεγαλύτερος των εν ζωή Ελλήνων ποιητών. Από ποιους; Μήπως από θεσμικούς παράγοντες, κρατικούς φορείς, ιδρύματα ή το λογοτεχνικό σινάφι; (Ο πρωθυπουργός ήταν απασχολημένος με τη σύνταξη επικήδειου μηνύματος για τον Βαρδή Βαρδινογιάννη).

Ποιοι λοιπόν εξυμνούν το έργο του Μιχάλη Γκανά; Μα το ευρύ, πλατύ κοινό που αγάπησε την ποίησή του και τους στίχους του, που τους τραγούδησε τόσες και τόσες φορές σε τόσες περιστάσεις, ξανά και ξανά· το μέγα πανελλήνιον.

Διαβάζω: «Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το Βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ίδρυμα Πέτρου Χάρη (Ακαδημίας Αθηνών) για το σύνολο του έργου του». Στην ίδια την Ακαδημία βέβαια (όπου υπέβαλε υποψηφιότητα ασφαλώς, όπως και όλοι οι άλλοι), δεν κρίθηκε άξιος να συμπεριληφθεί. Βγήκε τρίτος και καταϊδρωμένος. Μα μέχρι και τα ογδόντα χρόνια του, το ελληνικό κράτος δεν θέλησε να του επιδαψιλεύσει την τιμή του Ειδικού ή του Μεγάλου Βραβείου για το έργο του, την οποία κέρδισαν συγγραφείς πολύ ασημότεροί του. Έτι ζων, δεν ευτύχησε να δει τα αθρόα αφιερώματα των εκατοντάδων σελίδων με τα οποία τιμήθηκαν άλλοι συγκαιρινοί ομότεχνοί του από τον λογοτεχνικό κόσμο και το σινάφι. Δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν ογκώδεις μελέτες πανεπιστημιακών ούτε επιτιμοποιήθηκε από τις φιλοσοφικές σχολές μας. Παρ’ όλα αυτά, λογιάζεται ως μεγάλος ποιητής, μετά τον θάνατό του, απ’ το πλατύ, μεγάλο κοινό της πατρίδας. Ίσως κι η ίδια η πατρίδα να επαίρεται σε λίγο, τώρα πια μετά τον θάνατό του.

Παρ’ ότι η Μητριά Πατρίδα (1981, εκδ. “Κείμενα”) αναφέρεται στην Ουγγαρία (όπου έζησε ως παιδί μαζί με την οικογένειά του εξόριστοι μεταξύ ’48 και ’54), θαρρώ πως ακούγεται στ’ αυτιά μας και σαν ταιριαστή ονομασία της φυσικής του/μας πατρίδας ίσαμε σήμερα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον Νότο,
να ξέρω από πού φυσάει,
ούτε τη Δύση
σαν θεία να με νουθετήσει,
τα ’χω χαμένα
και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες στο κενό και τη θολούρα.

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον τρόπο,
να πω το ναι να προχωρήσω,
γιατί το όχι
έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο
και σ’ ένα ίσως επενδύω.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Κωστής Μοσκώφ: Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)



Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)

1

Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..
Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…

«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»

Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…

***

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…

***

Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω

***

Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

O Μιχάλης Γκανάς για την ποίηση και την ζωή



Ο ποιητής μιλά για την τέχνη του και την ζωή του. Τη σειρά των συναντήσεων επιμελείται και συντονίζει ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος. 
Η συνάντηση έγινε στον χώρο βιβλίου και πολιτισμού Εν Πλω, στον κύκλο συζητήσεων με δημιουργούς (ποιητές, πεζογράφους, μουσικούς και ζωγράφους),  παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό με το έργο τους και την αντανάκλασή του στην καθημερινότητά μας.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς διαβάζει Μιχάλη Γκανά...




Μιχάλης Γκανάς διαβάζει Μιχάλη Γκανά...

 ...Aπο τη βιογραφία του στην κρατική τηλεόραση 




Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει Νομικά. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την Κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και Σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική Εταιρεία. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.α. Μετέφρασε τις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν και τους "Επτά επί Θήβας" του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών. 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Τα χέρια – Μιχάλης Γκανάς

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει…Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά…





Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Μιχάλης Γκανάς 


ΠΗΓΗ: http://www.katiousa.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

 

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία, από την ποιητική συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989

+ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά



*
Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.
~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.


Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο;

+ Μιχάλης Γκανάς

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.

Μιχάλης Γκανάς: Ποίηση και Ζωή




Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, μιλώντας στη λέσχη ανάγνωσης του Δήμου Ασπροπύργου τον Ιούνιο του 2018 αφηγείται ότι σφυρηλατήθηκε μέσα από τα βιώματά του, διατρέχει τις παιδικές του μνήμες και τις περιπέτειες της οικογένειάς του, μιλά ιδιαίτερα για τη σχέση με την μητέρα του όπως και τον δεσμό του με την γη της Ηπείρου, ενώ κατονομάζει τον πόνο αλλά και την αθανασία ως πηγές της έμπνευσής του.