Το κείμενο του Χρήστου Βακαλόπουλου
Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αντί», τ. 463 την 05/04/1991. Αναδημοσιεύθηκε στην συλλογή κειμένων του ιδίου με τίτλο Από το χάος στο χαρτί, εκδ. Εστία, Αθήνα 1995, σε επιμέλεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Γιώργο που μου έδωσε ήδη αντεγραμμένο το κείμενο κι έτσι διευκολύνθηκε κατά πολύ η ανάρτησή του.
Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.
Σε αγκύλες βρίσκονται οι σελίδες της έκδοσης της Εστίας. Ακόμη το σύστημα παραπομπών εδώ διαφέρει από αυτό της έντυπης έκδοσης.
Πώς ραγισμένη βάρβιτος θά βάλλῃ αρμονίαν;
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπῃ μελωδίαν;
[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i].
Καί πώς ψυχή βαρυαλγής θά είπῃ μελωδίαν;
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[196] Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σ’ εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά απ’ αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά η σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Όμως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέληση μας. Όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι. Ο ελληνικός κόσμος μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο «Γλώσσα και κοινωνία», όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον [197] με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς[i].