Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΚΑΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

 

Μιχάλης Γκανάς, Αμνησία, από την ποιητική συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020



Μιχάλης Γκανάς

Αφιερωμένο εξαιρετικά 


Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση
Με τον τρόπο της Κικής Δημουλά


Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού
- γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποια βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος τ' αμίλητο κρασί.
Άκου - τίποτε τόσο αμίλητο
Όσο το μιλημένο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πώς τα 'πε όλα τάχαμου
πώς τα 'βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τα 'βγαλε απλώς απ 'το μυαλό


Ο Μιχάλης Γκανάς το έγραψε για την Κική Δημουλά και, όπως εξηγεί, είναι σαν να της λέει: «Τι κάνουμε τώρα; Τα γράψαμε, και λοιπόν;».

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Τα χέρια – Μιχάλης Γκανάς

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει…Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά…

Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.