Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Ο Σαμίρ Αμίν για τη σύγχρονη Ρωσία




Florian Geyer για το avantgarde



Ενόσω ο Ρωσικός στρατός δίνει μάχες για την περικύκλωση του Μπάχμουτ, μίας πόλης στρατηγικής σημασίας καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι των εθνικών οδών που ενώνουν το Ντονμπάς με την Ζαπορίζια και τον Δνείπερο (και συνεπώς παίζουν ουσιαστικό ρόλο στον ανεφοδιασμό του Ουκρανικού στρατού», ο πόλεμος προπαγάνδας συνεχίζεται ανελέητα. Από το Μυροτβόρετς, στις Ουκρανικές σημαίες να «στολίζουν» κτήρια στα κέντρα Ευρωπαϊκών πρωτευουσών και από τα Ουκρανικά μποτ/προφίλ να απαντάνε με υβριστικά σχόλια (στα ουκρανικά πάντα κάτω από άρθρα ελληνικών ειδησεογραφικών μέχρι το αισχρό δίπολο Ευρωπαϊκής Φιλελεύθερης Δημοκρατίας εναντίον Ρωσοκινεζικού Δεσποτισμού, είναι πλέον προφανές ότι αυτός ο πόλεμος έχει ανοίξει πολλά μέτωπα. Προς το παρόν η Μόσχα πολεμά πλέον εναντίον του ΝΑΤΟ όχι μόνο στην Ευρασιατική Στέππα και στην Μαύρη Θάλασσα, αλλά πρωτίστως στον κυβερνοχώρο. Ο «πόλεμος εναντίον της παραπληροφόρησης» που ξεκίνησε επί κορωνοϊού έχει πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις με ειδησεογραφικά site να μπλοκάρονται και να χάνουν την προβολή τους στην Δύση, ενώ μεμονωμένες σελίδες και μπλογκς βαπτίζονται αυθαίρετα ως φορείς που ελέγχονται από το Ρωσικό και Κινεζικό Κράτος (Russian-state ή China-state controlled media – σίγουρα θα το έχετε δει κάπου).


Το ερώτημα του επαναστατικού κινήματος του 21ου αιώνα δεν πρέπει να ταυτίζεται σε καμιά επί των περιπτώσεων με το προαναφερθέν δίπολο που θέτει η άρχουσα τάξη της Ευρωνατοϊκής χώρας του κάθε κινηματικού ατόμου. Γνωρίζουμε πολύ καλά και τα πιο πρόσφατα γεγονότα φροντίζουν να μας το υπενθυμίσουν (βλ. υπόθεση Τζούλιαν Ασσάνζ) ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μία παροδική κατάσταση-αποτέλεσμα της Pax Americana και της μεταφοράς των συγκρούσεων και του ανταγωνισμού στην περιφέρεια. Αντιθέτως, εν καιρούς κρίσεων αυτή η δημοκρατία της κοινωνικής ισότητας και συμπεριληπτικότητας δεν έχει κανένα πρόβλημα να εκφυλιστεί (ηθελημένα) σε έναν συμπεριληπτικό νεοφασισμό. Το επαναστατικό κίνημα του 21ου αιώνα δεν πρέπει να αναλώνεται σε παρωχημένες αναλύσεις και σε ταύτιση του κάθε πολέμου με τον ιμπεριαλισμό, γεγονός που όχι μόνο μειώνει την σημασία του ιμπεριαλισμού αλλά πρακτικά την εκμηδενίζει, εφόσον κάθε πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός άρα ο ιμπεριαλισμός είναι τα πάντα και συνάμα τίποτα. Το ερώτημα λοιπόν, με το οποίο το κίνημα πρέπει πρωτίστως να καταπιαστεί είναι το πώς ο πόλεμος στο Ντομπάς αλλάζει την α λα Μέττερνιχ ισορροπία δυνάμεων που είχαν επιβάλλει οι Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε με βίαια, είτε με ειρηνικά, είτε και συμβατικά μέσα και πως αυτό θα επηρεάσει τον τρόπο δράσης και τις ευκαιρίες που μας ανοίγονται από σήμερα και για το κοντινό (τουλάχιστον) μέλλον.
Το 2015, στον απόηχο της πρώτης φάσης του Πολέμου του Ντονμπάς, ο Μαρξιστής θεωρητικός Σαμίρ Αμίν κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Η Ρωσία και η μεγάλη περίοδος προσαρμογής από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό» (Russia and the long transition from capitalism to socialism). Εμείς μεταφράσαμε ένα απόσπασμα από αυτό το έργο, που δίνει την οπτική του συγγραφέα τόσο πάνω στο εθνικό ζήτημα των μετα-σοβιετικών χωρών, όσο και στην κατάσταση που επικρατεί στην σημερινή Ρωσία, μια κατάσταση όπου μπορεί να περιγραφεί καλύτερα (εκτός από ταξική πάλη φυσικά) και ως πάλη συνειδήσεων: η μετα-σοβιετική προλεταριακή συνείδηση, τραυματισμένη από την περίοδο Γιέλτσιν και τον εξευτελισμό της χώρας σε διεθνές επίπεδο ακροβατεί μεταξύ μιας σοβιετικής νοσταλγίας και ενός μεγαλορωσισμού, ενώ έχει πάνω από το κεφάλι της μια ΛΜΑΤ φιλονατοϊκών μαφιόζων να της πίνουν το αίμα. Το άρθρο αυτό γράφηκε το 2015. Στο σήμερα, απ’ ό,τι φαίνεται η Ρωσική κυβέρνηση έχει κάνει σοβαρές προσπάθειες να εκμηδενίσει την επιρροή τους στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, είτε με νομικές διώξεις, κατηγορούμενοι για διαφθορά, είτε αναγκάζοντας τους να διαφύγουν στο εξωτερικό λόγω επιστράτευσης. Γράφει λοιπόν ο Σαμίρ Αμίν:

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Σαμίρ Αμίν: Μια μικρή εισαγωγή και φόρος τιμής

Του John Bellamy Foster
Ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο το 1931 και σπούδασε στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα της Αιγύπτου (Lycée Français du Caire). Συνέχισε την ανώτατη εκπαίδευσή του στο Παρίσι στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών (“Sciences Po”) από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1952. Ακολούθησε το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών, όπου απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στην Πολιτική Οικονομία το 1957. Εργάστηκε στο Γραφείο Σχεδιασμού της Αιγύπτου από το 1957 έως το 1960, έως ότου οι διωγμοί των κομμουνιστών από το καθεστώς Νάσερ τον ανάγκασαν να φύγει. Από το 1960 έως το 1963 ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο Συντονισμού του νεοσύστατου Μάλι. Αφού έγινε καθηγητής στη Γαλλία το 1966, επέλεξε να διδάξει στο Παρίσι (Βενσέν) και στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Η έδρα του επί σαράντα χρόνια είναι το Ντακάρ, όπου υπηρέτησε δέκα χρόνια ως διευθυντής του Αφρικανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης και Σχεδιασμού των Ηνωμένων Εθνών και από το 1980 διευθύνει το Αφρικανικό Γραφείο του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου. Είναι πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ[i].
Κατά την άποψή μου, το ευρύ έργο του Αμίν συνοψίζεται στη διπλή σημασία του «Ο νόμος της Αξίας και ο Ιστορικός Υλισμός», τίτλος ενός από τα βιβλία του που επανεκδόθηκε αργότερα ως «Ο νόμος της Παγκόσμιας Αξίας». Η πνευματική εργασία του Μαρξ, όπως σημειώνει, φαίνεται να χωρίζεται στα γραπτά για τα οικονομικά και στα γραπτά για την πολιτική.
Αυτή η φαινομενική αντιπαράθεση δύο ανεξάρτητων πεδίων οδήγησε σε μια ορισμένη ερμηνεία του μαρξισμού, η οποία βρίσκεται όχι μόνο στα βασικά εγχειρίδια και στα εκλαϊκευτικά φυλλάδια αλλά διαπερνά και τις κυρίαρχες τάσεις του μαρξισμού. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία υπάρχει, αφενός, μια σωστή οικονομική επιστήμη, η μαρξιστική πολιτική οικονομία. Από την άλλη μεριά, ο μαρξισμός υποτίθεται ότι είναι μια επιστήμη των κοινωνιών, ο ιστορικός υλισμός. Βάση της είναι η θεμελιώδης πρόταση ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αυτά τα δύο «κεφάλαια» του μαρξισμού, θεωρούνται συμπληρωματικά. Η ενότητά τους προέρχεται από τη μέθοδο που εμπνέει και τα δύο[ii].
Για τον Αμίν, αυτή η βασική διαίρεση της μαρξιστικής θεωρίας δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, επιμένει ότι οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού, που συνοψίζονται από τον νόμο της αξίας, «υποτάσσονται στους νόμους του ιστορικού υλισμού»[iii]. Η οικονομική επιστήμη, ενώ είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να εξηγήσει στο υψηλότερο δυνατό αφαιρετικό επίπεδο, όπως κάνουν οι μαθηματικές εξισώσεις, την πλήρη πραγματικότητα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού – καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ιστορική προέλευση του καπιταλιστικού συστήματος ούτε τη φύση της ταξικής πάλης. Ούτε μπορεί να παρουσιάσει με αυστηρά καθοριστική μορφή τη σύγχρονη ιστορική εκδήλωση του νόμου της αξίας, που εκφράζεται ως θεωρία της «παγκοσμιοποιημένης αξίας», και η οποία απαιτεί το συνυπολογισμό παραγόντων, όπως η μονοπωλιακή εξουσία και η άνιση ανταλλαγή[iv]. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να δούμε τις σχέσεις της αξίας ως ιστορικά «μετασχηματιζόμενες», με τρόπους λιγότερο καθοριστικούς από ό,τι συμβαίνει στα αφηρημένα μοντέλα που βασίζονται σε μια ελεύθερα ανταγωνιστική οικονομία, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι αντικείμενο μιας ουσιαστικής πολιτικής-οικονομικής ανάλυσης.
Το έργο του Σαμίρ Αμίν επιχειρεί να διερευνήσει τα ευρύτερα φαινόμενα που αναλύονται από τον ιστορικό υλισμό και πώς αυτά άλλαξαν και αναμόρφωσαν τον νόμο της αξίας στον καπιταλισμό, καθώς μεταμορφώθηκε στο μονοπωλιακό του στάδιο και αργότερα στη σημερινή του φάση που κυριαρχείται από «γενικευμένα, χρηματιστηριοποιημένα και παγκοσμιοποιημένα ολιγοπώλια» της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία)[v]. Είναι η υπεροχή του ιστορικού υλισμού πάνω στον νόμο της αξίας που μπορεί να συλλάβει επίσης την επαναστατική κοινωνική απάντηση των λαϊκών τάξεων στον καπιταλισμό, η οποία προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις του ταξικού και του εθνικού[vi].

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Σαμιρ Αμίν (1931-2018)- Του Βασίλη Ασημακόπουλου





Το εξώφυλλο από το μνημειώδες, "Η Συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα", αλλά και από το 10ο τεύχος 1981 της ελληνικής έκδοσης της Μηνιαίας Επιθεώρησης που περιλαμβάνει μια συνέντευξη του Σαμίρ Αμιν.



Έφυγε ο κορυφαίος Γαλλο-Αιγύπτιος (νομίζω Χριστιανός Κόπτης, αν έχει κάποια σημασία) μαρξιστής οικονομολόγος Σαμίρ Αμίν. Καθηγητής στο Παρίσι και αεικίνητος μαχητής του αγώνα για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση των λαών, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό. 
Εντάχθηκε αρχικά στο Κομμουνιστικό κίνημα και στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε λόγω διαφοροποίησης από τον σοβιετικό μαρξισμό, ενώ πλησίασε τη μαοϊκή αριστερά τη δεκαετία του ’60. Βαθύτατα επηρεασμένος από τα εθνικο-απελευθερωτικά-αντιαποικιακά-αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της καπιταλιστικής περιφέρειας τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ο ίδιος Αιγύπτιος από πατέρα και Γάλλος από μητέρα με αντίστοιχες βιωματικές εμπειρίες στα χρόνια των σχολικών και πανεπιστημιακών σπουδών του ( αλλά και σύμβουλος στην κυβερνηση Νάσερ στα τέλη της δεκαετίας του ’50) υπήρξε από τους βασικούς θεμελιωτές του νεομαρξισμού και ειδικότερα του θεωρητικού ρεύματος μητρόπολη-περιφέρεια και της θεωρίας της εξάρτησης. Στο πλαίσιο αυτό συναντήθηκε με τον κύκλο του ανεξάρτητου σοσιαλιστικού περιοδικού Monthly Review και τους εκδότες του Μπαράν και Σουήζυ, τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, τον Αργύρη Εμμανουήλ, τον Χάρυ Μπρεηβμαν, τον Νίκο Ψυρούκη, τον Κώστα Βεργόπουλο, θεωρητικούς της λατινοαμερικάνικης σχολής της εξάρτησης και πολλούς άλλους.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ: ΓΙΑΤΙ;


Σχετική εικόνα

BREXIT ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
του ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ*
Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική ενάντια σε αυτή, οδηγεί σε σοβαρές παρεξηγήσεις όταν αποσπάται από τηστρατηγική των κοινωνικών τάξεων στην οποία η εθνική κυριαρχία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Το κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες θεωρεί την εθνική κυριαρχία ως ένααπαραίτητο μέσο για την προώθηση των δικών του συμφερόντων με βάση τόσο την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την εδραίωση των διεθνών του σχέσεων.
Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα που κυριαρχείται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑΕυρώπηΙαπωνία), οι πολιτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του συστήματος προς αποκλειστικό όφελος των μονοπωλίων, θεωρούν την εθνική κυριαρχία ως το μέσο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν την «ανταγωνιστική» τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα.
Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του Κράτους (υπακοή των εργαζόμενων στις απαιτήσεις του εργοδότη, οργάνωση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας, κατακερματισμός της αγοράς εργασίας) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων) συνδέονται και συνδυάζονται για την επίτευξη ενός και μοναδικού στόχου: τη μεγιστοποίηση των εσόδων με την προστασία των «εθνών».
Ο νεο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος υποστηρίζει τη δημιουργία μιας τάξης που βασίζεται αποκλειστικά στην γενικευμένη ελεύθερη αγορά, όπου οι μηχανισμοί θα είναι αυτορρυθμιζόμενοι και θα παράγουν το κοινωνικά βέλτιστο (κάτι το οποίο είναι προφανώς ψευδές), υπό την προϋπόθεση ότι ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και διαφανής (δηλαδή κάτι που δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στην εποχή των μονοπωλίων), και ισχυρίζεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο παρά να εγγυάται τηλειτουργία του εν λόγω ανταγωνισμού (που είναι σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει: απαιτεί τηνενεργό παρέμβαση του κράτους υπέρ του, άρα ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πολιτική του κράτους). Αυτή η έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού»- απαγορεύει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως είναι οι λειτουργίες που το κράτος και η εθνική κυριαρχία εκπληρώνουν.
Οι ΗΠΑ αποτελούν το παράδειγμα μιας πρακτικής εφαρμογής της «αστικής» έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή μία κυριαρχία που βρίσκεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικώνμονοπωλίων. Το «εθνικό» δικαίωμα ωφελεί τις Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του «διεθνούς δικαίου». Το ίδιο δικαίωμα ίσχυε στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα.
Έχουν αλλάξει τα πράγματα με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο ευρωπαϊκός λόγος εντάσσει, μέσω της υποταγής, την εθνική κυριαρχία στο "ευρωπαϊκό δίκαιο", κάτι που εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις Συνθήκες τουΜάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Η ελευθερία της επιλογής των ψηφοφόρων περιορίζεται από τηνυπερεθνική ύπαρξη που είναι σύμφωνη με τις επιταγές του νεο-φιλελευθερισμού. Όπως δήλωσε ηΜέρκελ: «Αυτή η επιλογή πρέπει να είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της αγοράς» πέρα από αυτή χάνει τη νομιμότητά της. Ωστόσο, σε αντίστιξη με αυτό το λόγο, η Γερμανία υποστηρίζει με πολιτικές πράξεις την εθνική της κυριαρχία και επιδιώκει να υποτάξει τους Ευρωπαίους εταίρους της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία έχει χρησιμοποιήσει τον ευρωπαϊκό νεο-φιλελευθερισμό για να καθιερώσει την ηγεμονία της, ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ. Η Μεγάλη Βρετανία – με την επιλογή του Brexit – επέλεξε με τη σειρά της να εφαρμόσει τα οφέλη της άσκησης της δικής της εθνικής κυριαρχίας.

Ένα άλλο πλαίσιο «διαπραγμάτευσης»

Το editorial του Δρόμου που κυκλοφορεί το Σάββατο 14/3

Στη συνέντευξη που δημοσιεύει ο σημερινός Δρόμος, ο Σαμίρ Αμίν απαντά με τα παρακάτω λόγια στην ερώτηση «Ποιο χαρτί μπορούν να παίξουν οι Έλληνες σήμερα;»:

«Εάν θέλουν να διατηρήσουν μια ελπιδοφόρα προοπτική, πρέπει να παίξουν το χαρτί μιας γενικής πολιτικής και ιδεολογικής αντεπίθεσης. Πάρτε το ζήτημα του κατοχικού χρέους της Γερμανίας προς την Ελλάδα και κάντε το βούκινο. Ανατρέψτε το ανθελληνικό κλίμα και κάντε έκκληση για έμπρακτη αλληλεγγύη. Και, την ίδια στιγμή, παίξτε το γεωστρατηγικό χαρτί και αρχίστε σταδιακές προσεγγίσεις και συμμαχίες με άλλες δυνάμεις. Ο ελληνικός λαός κατάφερε πολλές φορές να σταθεί όρθιος και περήφανος. Μπορεί να το καταφέρει και σήμερα και, με το παράδειγμά του, να συμβάλει στο δυνάμωμα μιας αριστερής εναλλακτικής λύσης σε όλη την Ευρώπη – η οποία, με τη σειρά της, θα του προσφέρει το οξυγόνο που τόσο έχει ανάγκη!»

Μέσα σε λίγες γραμμές, ο διεθνούς εμβέλειας οικονομολόγος και διανοούμενος μας δίνει όχι λίγες «συμβουλές» και μάλιστα με ξεχωριστή σημασία.

Δυτικός «μαρξισμός» και φιλοϊμπεριαλιστές «κομμουνιστές» (ή το «αυγό τού κούκου»)

Samir Amin (1977)
Αποτέλεσμα εικόνας για σαμιρ αμιν
Νόμος τής Αξίας και ιστορικός υλισμός (1977/80, σελ.128 και επ.), Μετάφρ. Μ. Κρητικού

Η αντικειμενική βάση τής φιλοϊμπεριαλιστικής τάσης μέσα στο μαρξισμό [οφείλεται] στην ηγεμονία τής σοσιαλδημοκρατικής και ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Στο θεωρητικό πεδίο, η τάση αυτή εκδηλώνεται με τη διαρκή προσπάθεια εξάλειψης τού ζητήματος τής συλλογικής και παγκόσμιας γένεσης και κατανομής τής υπεραξίας. Αυτή η τάση οδηγεί σε αποτελέσματα που συμφωνούν, σε όλα τα πεδία, με τις απαιτήσεις τής προοπτικής τής κρατικιστικής έκβασης. Πράγματι, η εξάλειψη τού συγκεκριμένου ζητήματος βάζει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό που στην εποχή μας δεν μπορεί να συνίσταται παρά στην αντι-ιμπεριαλιστική αλληλεγγύη με τους λαούς τής περιφέρειας. Επιπλέον συμβάλλει στη διατήρηση τής οικονομιστικής ιδεολογίας των εμπορευματικών σχέσεων στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Με αυτόν τον τρόπο, δικαιολογεί επίσης τη διαιώνιση τόσο τής εσωτερικής εκμετάλλευσης (ανανεώνοντας τα οικονομικά επιχειρήματα σχετικά με την ουδετερότητα τής τεχνολογίας, τον καταμερισμό τής εργασίας, τις διαφορές τής παραγωγικότητας κ.λπ.) όσο και τής εξωτερικής (διαφορές παραγωγικότητας σε παγκόσμια κλίμακα) […]

ΕΦΥΓΕ Ο ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ...

Αποτέλεσμα εικόνας για σαμιρ αμιν

Του Αχιλλέα Ομήρου


ΜΕΓΑΛΗ Η ΘΛΙΨΗ ΟΛΩΝ ΟΣΩΝ Ο ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ ΥΠΗΡΞΕ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ, ΤΟ ΜΑΡΞΙΣΜΟ, ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΓΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ. 

Ο μεγάλος αυτός μαρξιστής διανοούμενος έφυγε από την ζωή χθες Κυριακή 12 Αυγούστου, στο Παρίσι όπου νοσηλευόταν. 
Ήτανε το 1980 – είχε έρθει σε ένα διεθνές συνέδριο που είχε οργανώσει το ΠΑΣΟΚ με θέμα «Μετάβαση στον Σοσιαλισμό» - ως ένας από τους κύριους ομιλητές. 
Με την ευκαιρία της παρουσίας του στην Ελλάδα είχε δώσει μια συνέντευξη στην ελληνική έκδοση του Monthly Review [ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ], η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος 10 / 1981. Την ίδια εποχή είχε δώσει συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», το «Αντί» και την «Εξόρμηση». Η σύνταξη της «Μηνιαίας» σημείωνε τότε :

« Εδώ μεταφέρουμε το κύριο μέρος της συζήτησης – συνέντευξης, αυτό που μαγνητοφωνήθηκε, γιατί ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα μέρος της δεν καταγράφηκε.

Ήδη έχουν κυκλοφορήσει και τα πρακτικά του Σεμιναρίου έτσι ώστε οι αναγνώστες μας θα μπορέσουν να διαβάσουν και τα όσα ενδιαφέροντα ανέπτυξε σε αυτό ο Σ. Αμιν – που μαζί με τα όσο είπε και στην συνέντευξη που παραχώρησε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», το «Αντί» και την «Εξόρμηση» , θα δώσουν τη δυνατότητα για τον σχηματισμό μιας ολοκληρωμένης εικόνας για τις απόψεις που έχει ο ίδιος – και όχι – για τις απόψεις που του αποδίδουν ότι έχει. Για το τελευταίο η σύνταξη δημοσιεύει ένα κείμενο στη σελίδα 2.

Να σημειωθεί ότι είχαν ήδη κυκλοφορήσει «Η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα» σε 2 τόμους και εισαγωγή του Ανδρέα Παπανδρέου, από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, «Η άνιση ανάπτυξη» και «Η κρίση του Ιμπεριαλισμού»(συλλογικό)από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, «Ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός» και το «Ιμπεριαλισμός και άνιση ανάπτυξη» από τις εκδόσεις Χρ ΚΑΡΑΝΑΣΗ. 

Οι απόψεις του δηλαδή ήτανε γνωστές ή θα έπρεπε να είναι γνωστές. Αλλά ολόκληρη η «παραδοσιακή» αριστερά, δηλαδή τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ εσωτ. και οι διανοούμενοι του ήτανε εχθρικοί με αυτές, ιδιαίτερα με την θεωρία «Μητρόπολης / Περιφέρειας». Το ΚΚΕ χαρακτήριζε σαν «αντιεπιστημονικό το σχήμα αντιπαράθεσης μητρόπολης-περιφέρειας» γιατί αρνείται το ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης (βλ. Έκθεση δράσης της ΚΕ στο 10ο συνέδριο-εισηγητής Χ. Φλωράκης, ΚΟΜΕΠ, τ. 6-7/ 78, σελ΄62) και έβαλε καθήκον στους διανοούμενους του να αποδείξουν πόσο λαθεμένη ήταν η θεωρία του. Το κύριο επιχείρημα τους ότι η θεωρία ήταν «αντιμαρξιστική-αντιεπιστημονική» γιατί οι εκπρόσωποι της αρνούνταν ότι η ΕΣΣΔ είναι σοσιαλιστική χώρα (ΚΟΜΕΠ τ.11/79, σ. 49). 

Σαμιρ Αμίν (1931-2018)

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο


ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Vasilis Asimakopoulos



Έφυγε ο κορυφαίος Γαλλο-Αιγύπτιος (νομίζω Χριστιανός Κόπτης, αν έχει κάποια σημασία) μαρξιστής οικονομολόγος Σαμίρ Αμίν. Καθηγητής στο Παρίσι και αεικίνητος μαχητής του αγώνα για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση των λαών, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό. 
Εντάχθηκε αρχικά στο Κομμουνιστικό κίνημα και στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε λόγω διαφοροποίησης από τον σοβιετικό μαρξισμό, ενώ πλησίασε τη μαοϊκή αριστερά τη δεκαετία του ’60. Βαθύτατα επηρεασμένος από τα εθνικο-απελευθερωτικά-αντιαποικιακά-αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της καπιταλιστικής περιφέρειας τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ο ίδιος Αιγύπτιος από πατέρα και Γάλλος από μητέρα με αντίστοιχες βιωματικές εμπειρίες στα χρόνια των σχολικών και πανεπιστημιακών σπουδών του ( αλλά και σύμβουλος στην κυβερνηση Νάσερ στα τέλη της δεκαετίας του ’50) υπήρξε από τους βασικούς θεμελιωτές του νεομαρξισμού και ειδικότερα του θεωρητικού ρεύματος μητρόπολη-περιφέρεια και της θεωρίας της εξάρτησης. Στο πλαίσιο αυτό συναντήθηκε με τον κύκλο του ανεξάρτητου σοσιαλιστικού περιοδικού Monthly Review και τους εκδότες του Μπαράν και Σουήζυ, τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ, τον Αργύρη Εμμανουήλ, τον Χάρυ Μπρεηβμαν, τον Νίκο Ψυρούκη, τον Κώστα Βεργόπουλο, θεωρητικούς της λατινοαμερικάνικης σχολής της εξάρτησης και πολλούς άλλους.


Το συγεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα και ειδικότερα ο Σαμίρ Αμίν, θα ασκήσει σημαντική επιρροή στη ριζοσπαστική εξέλιξη του Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια της δικτατορίας, στοιχείο που αποτυπώνεται και στο συγγραφικό έργο του Α.Π. εκείνη την περίοδο (κείμενα στο Monthly Review, ιδίως στο βιβλίο του Ιμπεριαλισμός και Οικονομική Ανάπτυξη), στην ιδεολογικο-πολιτική εξέλιξη του ΠΑΚ (ανττιμπεριαλισμός-εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας). Η γραμμή αυτή καταγράφεται στην περίφημη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη (σημειολογικά ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στις 3 Σεπτέμβρη) και ουσιαστικά αποτελεί την κεντρική γραμμή στο ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1ο συνέδριο (1984) με εξάρσεις και υφέσεις. Ο ίδιος ο Σαμίρ Αμίν θα επισκεφθεί πολλές φορές τη χώρα μας την περίοδο 1974-1984, ενώ αρκετά από τα βιβλία του θα μεταφραστούν στα ελληνικά (κυρίως από εκδοτικούς οίκους φίλα προσκείμενους στο ΠΑΣΟΚ όπως Νέα Σύνορα και Καρανάσης και αυτό προφανώς δεν είναι τυχαίο), όπως και άρθρα του θα κυκλοφορήσουν στην ελληνική έκδοση της Μηνιαίας Επιθεώρησης που αρχίζει να εκδίδεται στα ελληνικά το 1975, σε μια εποχή που οι ιδεολογικο-πολιτικές διαμάχες στην αριστερά είναι έντονες και αντιστοίχως η σχετική ζήτηση στη ριζοσπαστική ατμόσφαιρα της μεταπολίτευσης Ανάμεσα στις πολλές επισκέψεις του, η συμμετοχή του στο περίφημο συνέδριο που διοργάνωσε το ΠΑΣΟΚ και το Κέντρο Μεσογειακών Μελετών το 1980, με θέμα Μετάβαση στο Σοσιαλισμό (εκδόσεις Αλέτρι, 1981). Το ανοκλήρωτο ιδεολογικο-πολιτικά εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ, συνάρθρωσης μιας εκδοχής σοσιαλιστικής θεωρίας και εθνικο-λαϊκών εμπειριών, ως έκφραση του νεομαρξιστικού ρεύματος στη χώρα και υπέρβασης των μορφών ψεύτικης συνείδησης που κατά την άποψη αυτή ήταν η δεξιά και η παραδοσιακή αριστερά, οφείλει πολλά στον Σαμίρ Αμίν και τη διανοητική παρέμβασή του. Ένα εγχείρημα το οποίο στη συγκεκριμένη μορφή του ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε ιστορικά.

Σαμίρ Αμίν - Εθνική κυριαρχία: γιατί;


    

Αποτέλεσμα εικόνας για σαμιρ αμιν

 Μετάφραση από τα Γαλλικά: Φωτεινή Μαστρογιάννη

Επιμέλεια: Φωτούλα Ιωαννίδου - Τσιρώνη

BREXIT και η κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Εθνική κυριαρχία: γιατί;                                                                                                         

 του Σαμίρ Αμίν*

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική ενάντια σε αυτή, οδηγεί σε σοβαρές παρεξηγήσεις όταν αποσπάται από τη στρατηγική των κοινωνικών τάξεων στην οποία η εθνική κυριαρχία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Το κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες θεωρεί την εθνική κυριαρχία  ως ένα απαραίτητο μέσο για την προώθηση των δικών του συμφερόντων με βάση τόσο την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την εδραίωση των διεθνών του σχέσεων.



Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα  που κυριαρχείται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), οι πολιτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του συστήματος  προς αποκλειστικό όφελος των μονοπωλίων, θεωρούν την εθνική κυριαρχία ως το μέσο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν την «ανταγωνιστική» τους θέση  στο παγκόσμιο σύστημα.

Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του Κράτους (υπακοή των εργαζόμενων στις απαιτήσεις του εργοδότη, οργάνωση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας, κατακερματισμός της αγοράς εργασίας) και οι πολιτικές παρεμβάσεις  (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων) συνδέονται και συνδυάζονται για την επίτευξη ενός και μοναδικού στόχου: τη μεγιστοποίηση των εσόδων με την προστασία των «εθνών».

Ο νεο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος υποστηρίζει τη δημιουργία μιας τάξης  που βασίζεται αποκλειστικά στην γενικευμένη ελεύθερη αγορά, όπου οι μηχανισμοί θα είναι αυτορυθμιζόμενοι και θα παράγουν το κοινωνικά βέλτιστο  (κάτι το οποίο είναι προφανώς ψευδές), υπό την προϋπόθεση ότι ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και διαφανής (δηλαδή κάτι που  δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στην εποχή των μονοπωλίων), και ισχυρίζεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο παρά να εγγυάται τη λειτουργία του εν λόγω ανταγωνισμού  (που είναι σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει: απαιτεί την ενεργό παρέμβαση του κράτους υπέρ του, άρα ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πολιτική του κράτους). Αυτή η έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού»- απαγορεύει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως είναι οι λειτουργίες που το κράτος και η εθνική κυριαρχία εκπληρώνουν.

Οι ΗΠΑ αποτελούν  το παράδειγμα μιας πρακτικής εφαρμογής της «αστικής» έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή μία κυριαρχία που βρίσκεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικών μονοπωλίων. Το «εθνικό» δικαίωμα ωφελεί τις Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του «διεθνούς δικαίου». Το ίδιο δικαίωμα ίσχυε στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα.

Έχουν αλλάξει τα πράγματα  με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο ευρωπαϊκός λόγος εντάσσει, μέσω της υποταγής, την εθνική κυριαρχία στο "ευρωπαϊκό δίκαιο", κάτι που εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Η ελευθερία της επιλογής των ψηφοφόρων περιορίζεται από την υπερεθνική ύπαρξη που είναι σύμφωνη με τις επιταγές του νεο-φιλελευθερισμού. Όπως δήλωσε η Μέρκελ: «Αυτή η επιλογή πρέπει να είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της αγοράς» πέρα από αυτή χάνει τη νομιμότητά της. Ωστόσο, σε αντίστιξη με αυτό το λόγο, η Γερμανία υποστηρίζει με πολιτικές πράξεις την εθνική της κυριαρχία και επιδιώκει να υποτάξει τους ευρωπαίους εταίρους της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία έχει χρησιμοποιήσει τον ευρωπαϊκό νεο-φιλελευθερισμό για να καθιερώσει την ηγεμονία της, ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ. Η Μεγάλη Βρετανία - με την επιλογή του Brexit – επέλεξε με τη σειρά της να εφαρμόσει τα οφέλη της άσκησης της δικής της εθνικής κυριαρχίας.

Σαμίρ Αμίν:“Ο καπιταλισμός εισήλθε στη γεροντική του φάση ''


Σαμίρ Αμίν:“Ο καπιταλισμός εισήλθε στη γεροντική του φάση ''


Σας
Μέρος 1ο
Αποτέλεσμα εικόνας για σαμιρ αμιν“Η νεοκλασική οικονομική σκέψη είναι ένα ανάθεμα για τον σύγχρονο κόσμο.” Ο Samir Amin, 81 ετών, δεν μασάει τα λόγια του όταν αναφέρεται σε πολλούς συναδέλφους του οικονομολόγους. Και ακόμα λιγότερο στην πολιτική των κυβερνήσεων. ” Λιτότητα για να μειωθεί το χρέος; Ψεύδονται ασύστολα”. “Ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Φράσεις κενές περιεχομένου.” 

  συνέντευξη στον Ruben Ramboer
 Ξεχάστε το Nouriel Roubini, γνωστό  και ως Δρ Doom, τον Αμερικανό οικονομολόγο που έγινε διάσημος επειδή το 2005 προέβλεψε το τσουνάμι, του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο  Samir Amin, ήταν αυτός που είχε ανακοινώσει την κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. “Εκείνη την εποχή, οικονομολόγοι όπως ο Frank, ο Arrighi, ο Wallerstein, ο Magdoff, ο Sweezy και εγώ, είχαμε πει ότι η νέα Μεγάλη Ύφεση είχε ήδη αρχίσει. Η Μεγάλη. Όχι κάποια συνηθισμένη με τις ταλαντώσεις της, όπως τόσες πολλές μέχρι τότε, θυμάται ο  Samir Amin, Επίτιμος Καθηγητής, Διευθυντής του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου στο Ντακάρ και συγγραφέας πολλών βιβλίων μεταφρασμένα σε όλο τον κόσμο. “Μας πέρασαν για ανόητους. Ή για κομμουνιστές που επιθυμούσαν να γίνει κάτι τέτοιο. Όλα πήγαιναν κατ’ευχή, κυρία Μαρκησία του … Αλλά η Μεγάλη Ύφεση άρχισε πραγματικά εκείνη την περίοδο και η πρώτη φάση της κράτησε  από το 1972-73 μέχρι το 1980. “
Μιλάμε για την κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων. Ή μάλλον τις κρίσεις: των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας, την πιστωτική, την κρίση χρέους, την οικονομική, του ευρώ … Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε;
Samir Amin. Όταν το 2007 με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας τα πάντα τινάχτηκαν στον αέρα, οι πάντες έκαναν πως δεν έβλεπαν. Οι Ευρωπαίοι σκεφτόντουσαν ότι: “Η κρίση έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα την απορροφήσουμε γρήγορα.” Αλλά αν η κρίση δεν είχε έρθει από εκεί, θα είχε αρχίσει από αλλού. Το ναυάγιο του συστήματος αυτού ήταν προδιαγεγραμμένο και μάλιστα από τη δεκαετία του 1970. Οι αντικειμενικές συνθήκες μιας συστημικής κρίσης υπήρχαν παντού. Οι κρίσεις είναι εγγενείς στον καπιταλισμό, που τις γεννά, περιοδικά, και κάθε φορά βαθύτερες. Τις κρίσεις δεν θα πρέπει να τις εξετάζουμε  ξεχωριστά, αλλά συνολικά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα  την οικονομική κρίση. Αν περιοριστούμε σε αυτή, θα πούμε ότι αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε καθαρά οικονομικούς λόγους, όπως η απελευθέρωση των αγορών. Επιπλέον, αυτοί που φαίνονται πως ευνοούνται περισσότερο από αυτή την επέκταση κεφαλαίου είναι οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το οποίο μας διευκολύνει να πούμε ότι έχουν την αποκλειστική ευθύνη. Αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνο οι οικονομικοί κολοσσοί, αλλά και οι πολυεθνικές εταιρείες σε γενικές γραμμές, οι οποίες επωφελήθηκαν από την επέκταση των αγορών χρήματος. Το  40% των κερδών τους προέρχεται από χρηματοοικονομικές πράξεις.
Ποιοι ήταν οι αντικειμενικοί λόγοι εξάπλωσης  της κρίσης;
Samir Amin. Οι αντικειμενικές συνθήκες υπήρχαν παντού. Είναι η κυριαρχία  ” των ολιγοπωλίων ή γενικευμένων μονοπωλίων ” που οδήγησε την οικονομία σε κρίση συσσώρευσης, η οποία είναι ταυτόχρονα υποκατανάλωσης και μια κρίση κερδοφορίας. Μόνο οι τομείς των κυρίαρχων μονοπωλίων ήταν σε θέση να αποκαταστήσουν το υψηλό ποσοστό των κερδών τους, καταστρέφοντας όμως τα κέρδη και την αποδοτικότητα των παραγωγικών επενδύσεων, των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία.

“Ο καπιταλισμός των ολιγοπωλίων ή γενικευμένων μονοπωλίων ” είναι το όνομα που εσείς δίνεται σε μια νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε τι διαφέρουν αυτά τα μονοπώλια από αυτά του προηγούμενου αιώνα;
Samir Amin. Το καινούργιο βρίσκεται στον όρο “γενικευμένο”. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξαν παράγοντες με δεσπόζουσα θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τομέα της βιομηχανίας στους τομείς του χάλυβα, των προϊόντων χημικής βιομηχανίας, του αυτοκίνητου κλπ.. Αυτά τα μονοπώλια ήταν μεγάλα νησιά στον ωκεανό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, πραγματικά ανεξάρτητα. Όμως,εδώ και τριάντα χρόνια περίπου, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας δυσανάλογης συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Το περιοδικό Fortune αναφέρει 500 ολιγοπώλια τα οποία με τις αποφάσεις τους ελέγχουν το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, κυριαρχώντας απόλυτα σε όλους τους τομείς των οποίων δεν είναι οι άμεσα ιδιοκτήτες.

Η απαραίτητη ανασυγκρότηση της Διεθνούς των εργαζομένων και των λαών


Ο Σαμίρ Αμίν, οικονομολόγος και διανοούμενος διεθνούς εμβέλειας, και ειλικρινής φίλος του ελληνικού λαού, γεννήθηκε το 1931 στην Αίγυπτο και σήμερα ζει μεταξύ Γαλλίας και Σενεγάλης – όπου διευθύνει το «Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου». Έχει γράψει πάνω από 30 βιβλία, που μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες. Πρόπερσι είχε πάρει μέρος στο Resistance Festival, και στον Δρόμο έχουν δημοσιευθεί αποκλειστικές συνεντεύξεις του καθώς και πολλά κείμενα και άρθρα του. Στο παρόν κείμενο ο Σαμίρ Αμίν πραγματεύεται, σε πέντε ενότητες, τη φύση του σύγχρονου ύστερου καπιταλισμού, τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, τις αδυναμίες του λαϊκού στρατοπέδου, την ισχύ και ταυτόχρονα την ευθραυστότητα του συστήματος, και τις πιθανές εναλλακτικές προοπτικές. Και καταλήγει σε μια συγκεκριμένη καταρχήν πρόταση, που απευθύνεται σε όσους «είναι πεπεισμένοι για τον απεχθή και δίχως μέλλον χαρακτήρα του υφιστάμενου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος»…



Ζούμε το «φθινόπωρο του καπιταλισμού», δίχως όμως μια «άνοιξη των λαών»

Του Σαμίρ Αμίν*
1. Απόλυτα κλειστό και ολοκληρωτικό σύστημα
Το επί τριάντα χρόνια υφιστάμενο σύστημα χαρακτηρίζεται από την ακραία συγκέντρωση της εξουσίας σε όλες της τις διαστάσεις – τοπικές και διεθνείς, οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές. Μερικές χιλιάδες μεγάλες εταιρείες και μερικές εκατοντάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συνεργαζόμενα στο πλαίσιο συμμαχιών που έχουν καταστεί καρτέλ, υποβίβασαν τα εθνικά και παγκοσμιοποιημένα παραγωγικά συστήματα σε καθεστώς υπεργολάβου. Με τον τρόπο αυτό οι οικονομικές ολιγαρχίες μονοπωλούν ένα αυξανόμενο μερίδιο του προϊόντος της εργασίας και μιας επιχειρηματικότητας που μετατρέπεται σε πρόσοδο προς δικό τους αποκλειστικό όφελος.

Συνέντευξη Σαμίρ Αμίν : Η επιβεβαίωση της εθνικής λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου

Συνέντευξη Σαμίρ Αμίν :  Η επιβεβαίωση της εθνικής λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίουΣυνέντευξη στον Ραφαέλε Μοργκαντίνι



ΠΑΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που έδωσε ο Σαμίρ Αμίν στον Ραφαέλε Μοργκαντίνι στις 11/10/2016 για λογαριασμό του investigaction.net. Ο Σαμίρ Αμίν που έφυγε αυτές τις μέρες από κοντά μας, ήταν Αιγύπτιος οικονομολόγος, μελετητής των σχέσεων (νεο)αποικιακής κυριαρχίας και πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ.

Εδώ και δεκαετίες τα γραπτά και οι αναλύσεις σας μας προσφέρουν χρήσιμα στοιχεία για την αποκωδικοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος, τις σχέσεις κυριαρχίας Βορρά-Νότου και τις απαντήσεις των κινημάτων αντίστασης των χωρών του Νότου. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα φάση της συστημικής καπιταλιστικής κρίσης. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας κρίσης;
Η σημερινή δεν είναι χρηματοοικονομική κρίση του καπιταλισμού, αλλά μια κρίση του συστήματος. Δεν είναι μια συνηθισμένη κρίση με τη μορφή «U». Στις συνηθισμένες κρίσεις του καπιταλισμού (με τη μορφή «U»), οι ίδιες λογικές που οδηγούν στην κρίση, μετά από μια περίοδο επιμέρους αναδιαρθρώσεων, επιτρέπουν μια ανάκαμψη. Είναι οι φυσιολογικές κρίσεις του καπιταλισμού. Αντίθετα η κρίση που είναι σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1970, είναι μια κρίση μορφής «L»: η λογική που προκάλεσε την κρίση, δεν επιτρέπει την ανάκαμψη. Αυτό μας ωθεί στις ακόλουθες διευκρινίσεις (που είναι εξάλλου και ο τίτλος των βιβλίων μου): Να βγούμε από την κρίση του καπιταλισμού, ή από τον καπιταλισμό που βρίσκεται σε κρίση;
Μια κρίση μορφής «L» σηματοδοτεί την ιστορική εξάντληση του συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει πως το ισχύον καθεστώς θα εκπνεύσει αργά και ειρηνικά με έναν όμορφο θάνατο. Αντίθετα, ο γερασμένος καπιταλισμός γίνεται άγριος και πασχίζει να επιβιώσει εντείνοντας τη βία. Για τους λαούς η συστημική κρίση του καπιταλισμού είναι ανυπόφορη, γιατί οδηγεί στην αυξανόμενη ανισότητα της διανομής των εισοδημάτων και του πλούτου στο εσωτερικό της κοινωνίας, γιατί συνοδεύεται από βαθειά στασιμότητα από τη μια, και από την εμβάθυνση της παγκόσμιας πόλωσης από την άλλη.
Αν και δεν έχουμε σκοπό να υπερασπιστούμε την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να γνωρίζουμε πως η επιβίωση του καπιταλισμού είναι αδύνατη χωρίς αυτήν. Οι ανισότητες που συνοδεύονται από στασιμότητα, γίνονται ανυπόφορες. Η ανισότητα είναι αποδεκτή όταν υπάρχει ανάπτυξη και όλοι ωφελούνται από αυτήν, όσο κι αν αυτό γίνεται με άνισο τρόπο, όπως συνέβη στη διάρκεια των «30 ένδοξων ετών» (σ.μ. 1945 μέχρι το 1975).
Τότε υπήρχε ανισότητα αλλά χωρίς φτωχοποίηση. Αντίθετα, η ανισότητα σε συνθήκες στασιμότητας, συνοδεύεται υποχρεωτικά από φτωχοποίηση και αυτό γίνεται κοινωνικά μη ανεκτό. Πώς φθάσαμε σε μια τέτοια κατάσταση; Γνώμη μου είναι πως μπήκαμε σε μια νέα φάση του καπιταλισμού των μονοπωλίων, που θεωρώ σαν την φάση των «γενικευμένων μονοπωλίων», και χαρακτηρίζεται από την υπαγωγή όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων στην ντε φάκτο κατάσταση της υπεργολαβίας προς όφελος της αποκλειστικής αύξησης των κερδών των μονοπωλίων.

Πώς αξιολογείτε τις σημερινές απαντήσεις που δίνουν οι χώρες και τα διάφορα κινήματα σε αυτή την κρίση;

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ΕΥΡΩ: ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ"

«Παίξτε το χαρτί μιας γενικής πολιτικής και ιδεολογικής αντεπίθεσης»

Συνέντευξη του οικονομολόγου και διεθνούς εμβέλειας διανοούμενου Σαμίρ Αμίν στον Ερρίκο Φινάλη που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς»

-Όλο και περισσότεροι αναλυτές και πολιτικοί παράγοντες μιλούν πλέον για μια γερμανική Ευρώπη που στραγγαλίζει το Νότο…

– Ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή, ώστε να μπορούμε να εξηγήσουμε και το σήμερα: Ποτέ δεν πίστεψα ότι το σχέδιο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ήδη από το 1957. ήταν κάτι άλλο από ένα σχέδιο υπεραντιδραστικό. Αυτός ο υπεραντιδρασπκός χαρακτήρας κρυβόταν όλο και πιο δύσκολα όσο περνούσε ο καιρός. Το σχέδιο αυτό συνελήφθη με τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά ακύρωνε εξαρχής κάθε αριστερή ή έστω αυθεντικά σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Πρόκειται για ένα σχέδιο καταδικασμένο από την Ιστορία το οποίο, εκτός από αντιδραστικό, είναι και παράλογο – και έφτασε στο απόγειο του παραλογισμού με τη θέσπιση του ευρώ. Διότι, μην γελιόμαστε: δεν μπορούμε να έχουμε ενιαίο νόμισμα χωρίς ενιαίο κράτος, όσο κι αν βαυκαλίζονται oι νεοφιλελεύθεροι με θεωρίες για ένα νόμισμα που τάχα ρυθμίζεται από τις αγορές.

- Όμως σε μια ορισμένη στιγμή διαμορφώθηκε ο περίφημος γαλλογερμανικός άξονας, που φάνηκε ικανός να προωθήσει αυτό που ονομάζετε «παράλογο σχέδιο»…

– Λοιπόν, να σας διακόψω… Ο γαλλογερμανικός άξονας μπορούσε να δίνει την επίφαση ότι είναι ο διαχειριστής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος όσο υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία ήταν διαιρεμένη . Με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν θα μπορούσε να προχωρήσει παρά μόνο μέσω του συμβιβασμού που αντιπροσώπευε ο γαλλογερμανικός άξονας ως διαχειριστής του. Αυτός ο άξονας όμως άρχισε να διαλύεται από τη στιγμή που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία ουσιαστικά προσάρτησε την Ανατολική Γερμανία και μια σειρά χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Δυτικός «μαρξισμός» και φιλοϊμπεριαλιστές «κομμουνιστές» (ή το «αυγό τού κούκου»)—Samir Amin (1977)


Νόμος τής Αξίας και ιστορικός υλισμός (1977/80, σελ.128 και επ.), Μετάφρ. Μ. Κρητικού

Η αντικειμενική βάση τής φιλοϊμπεριαλιστικής τάσης μέσα στο μαρξισμό [οφείλεται] στην ηγεμονία τής σοσιαλδημοκρατικής και ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Στο θεωρητικό πεδίο, η τάση αυτή εκδηλώνεται με τη διαρκή προσπάθεια εξάλειψης τού ζητήματος τήςσυλλογικής και παγκόσμιας γένεσης και κατανομής τής υπεραξίας. Αυτή η τάση οδηγεί σε αποτελέσματα που συμφωνούν, σε όλα τα πεδία, με τις απαιτήσεις τής προοπτικής τής κρατικιστικής έκβασης. Πράγματι, η εξάλειψη τού συγκεκριμένου ζητήματος βάζει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό που στην εποχή μας δεν μπορεί να συνίσταται παρά στην αντι-ιμπεριαλιστική αλληλεγγύη με τους λαούς τής περιφέρειας. Επιπλέον συμβάλλει στη διατήρηση τής οικονομιστικής ιδεολογίας των εμπορευματικών σχέσεων στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Με αυτόν τον τρόπο, δικαιολογεί επίσης τη διαιώνιση τόσο τής εσωτερικής εκμετάλλευσης (ανανεώνοντας τα οικονομικά επιχειρήματα σχετικά με την ουδετερότητα τής τεχνολογίας, τον καταμερισμό τής εργασίας, τις διαφορές τής παραγωγικότητας κ.λπ.) όσο και τής εξωτερικής (διαφορές παραγωγικότητας σε παγκόσμια κλίμακα) […]

[Αξίζει να επισημάνουμε ότι] όποιες και να είναι οι σχολές ή οι κατευθύνσεις έρευνας [τού δυτικού «μαρξισμού»], τα επιχειρήματα που δίνονται ενάντια στις αναλύσεις που παίρνουν θέση στο πεδίο των ταξικών αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα είναι πάντα τα ίδια: […] η δογματική επιβεβαίωση για ένααποκλειστικό [και υποκριτικότατο] ενδιαφέρον για τις σχέσεις παραγωγής (περιορισμένες στην πραγματικότητα στα πλαίσια τής στοιχειώδους καπιταλιστικής μονάδας στον αναπτυγμένο καπιταλισμό), πράγμα που επιτρέπει να αποφεύγεται, με το πρόσχημα τού «αντι-κυκλοφορισμού»[Μηλιός και Σια], η ανάλυση τής συλλογικής και παγκόσμιας γένεσης τής υπεραξίας. Αλλά πίσω από τον θεωρητικό δογματισμό κρύβεται συνήθως η αντίδραση, πράγμα γνωστό από τον καιρό τού Κάουτσκι και τής σοβιετικής Ακαδημίας, Οι «κριτικοί» μας έχουν ξεχάσει το αλφαβητάρι τού μαρξισμού: η αξία δεν είναι μια κατηγορία τής διαδικασίας τής παραγωγής, αλλά τής συνολικής διαδικασίας τής παραγωγής και τής κυκλοφορίας. Ο δογματισμός αυτός κρύβει έναν ουσιώδη οικονομισμό: όλα τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν ενάντια στην ανάλυση των ταξικών σχέσεων μέσα σε ένα σύστημα που χωρίζεται σε κέντρα και περιφέρειες [η «θεωρία» τής ιμπεριαλιστικής «πυραμίδας», για «παράδειγμα»] είναι ιδεολογικές δικαιολογίες τής υπερεκμετάλλευσης τής περιφέρειας που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό με τα επιχειρήματα που δικαιολογούν τις διαφορές των μισθών στην επιχείρηση ανάλογα με τις διαφορές τής παραγωγικότητας, τής κατάρτισης, τής ευθύνης κ.λπ.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Σαμίρ Αμίν: «Το ευρωπαικό σχέδιο θα καταρρεύσει…»

Αποτέλεσμα εικόνας για σαμιρ αμιν


«Οι Ελληνες έχουν απομείνει με τις συνέπειες της αφελούς αυταπάτης ότι θα ξέφευγαν από τη μοίρα των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών, επειδή απέφυγαν την ατυχία να κυβερνηθούν από «κομμουνιστές»


Το άρθρο του Αιγύπτιου βετεράνου μαρξιστή οικονομολόγου Σαμίρ Αμίν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την «Εφημερίδα των Συντακτών» και αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δοκιμίου με τίτλο «Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού συστήματος», στο οποίο εξετάζεται η δυνατότητα μετασχηματισμού της Ε.Ε. σε μια δημοκρατική ένωση, ερώτημα στο οποίο ο συγγραφέας δίνει μια αρνητική απάντηση. Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται αναρτημένο εδώ. O Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο και σπούδασε στη Γαλλία, ενώ σήμερα είναι διευθυντής του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου στο Ντακάρ. Εχει γράψει δεκάδες βιβλία, κάποια μεταφρασμένα και στα ελληνικά, και θεωρείται ειδικός στις θεωρίες της ανάπτυξης.


Επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου

Η επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη είναι ότι αυτή διαθέτει τα μέσα για να καταστεί μια οικονομική και πολιτική δύναμη ανάλογη των ΗΠΑ, και συνεπώς, ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Αυτό είναι εμφανές αν αθροίσει κανείς τους πληθυσμούς και το ΑΕΠ της ΕΕ. Προσωπικά, πιστεύω ότι η Ευρώπη έχει τρία σημαντικά μειονεκτήματα που αποκλείουν μια τέτοια σύγκριση.


Πρώτον, το βόρειο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου (οι ΗΠΑ και, αυτό που εγώ αποκαλώ η εξωτερική της επαρχία, ο Καναδάς) είναι προικισμένο με ασύγκριτα περισσότερους φυσικούς πόρους από την περιοχή που καλύπτει η Ευρώπη δυτικά της Ρωσίας, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η εξάρτηση της από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους.

Δεύτερον, η Ευρώπη αποτελείται από πολλά ξεχωριστά και διαφορετικά έθνη, των οποίων η ποικιλομορφία πολιτικής κουλτούρας – χωρίς αυτή να χαρακτηρίζεται απαραιτήτως από εθνικό σοβινισμό – αποτελεί καθοριστικό παράγοντα που αποκλείει την αναγνώριση ύπαρξης ενός «ευρωπαϊκού λαού» στο πρότυπο του «αμερικανικού λαού» των ΗΠΑ. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημαντικό ζήτημα παρακάτω. 

Τρίτον (και αυτός είναι ο κύριος λόγος που αποκλείεται μια τέτοια σύγκριση), η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ευρώπη ήταν και παραμένει ανομοιογενής, ενώ ο Αμερικάνικος καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί με έναν αρκετά ομοιογενή τρόπο στην περιοχή της Βορείου Αμερικής, τουλάχιστον από την εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου. Η Ευρώπη – δυτικά του ιστορικού χώρου της Ρωσίας (συμπεριλαμβανομένης της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας) – αποτελείται από τρία σύνολα καπιταλιστικών κοινωνιών με ανομοιογενή μεταξύ τους ανάπτυξη. 

Ο ιστορικός καπιταλισμός – δηλαδή η μορφή καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που έχει καθιερωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο – άρχισε να διαμορφώνεται τον δέκατο έκτο αιώνα, στο τρίγωνο Λονδίνο / Άμστερνταμ / Παρίσι, για να πάρει την τελική του μορφή με τη Γαλλική πολιτική επανάσταση και την Αγγλική Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό το μοντέλο, το οποίο καθιερώθηκε ως κυρίαρχο στα κέντρα του καπιταλισμού μέχρι και τη σύγχρονη εποχή (ο «φιλελεύθερος καπιταλισμός», σύμφωνα με τον Wallerstein), αναπτύχθηκε ταχύτατα και δυναμικά στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο θέτοντας τέρμα στη δουλοκτητική οικονομία, όπως επίσης και αργότερα στον Ιαπωνικό φεουδαρχισμό. Στην Ευρώπη, αυτό το μοντέλο αναπτύχθηκε, επίσης με ταχείς ρυθμούς (από το 1870), στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία. Αυτός ο ευρωπαϊκός πυρήνας (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία, Αυστρία, Σκανδιναβία) είναι πλέον θύμα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας του δικού της «γενικευμένου» (όπως το αποκαλώ) μονοπωλίου, το οποίο, ξεκινώντας από προηγούμενες μορφές μονοπωλιακού καπιταλισμού, πήρε τη σημερινή του μορφή κατά την περίοδο 1975-1990.

Παρόλ’ αυτά, τα γενικευμένα μονοπώλια στην περιοχή της Ευρώπης δεν είναι «ευρωπαϊκά», αλλά κατεξοχήν «εθνικά» (δηλαδή, Γερμανικά ή Βρετανικά ή Σουηδικά, κλπ.), παρά το γεγονός ότι οι δραστηριότητές τους είναι πανευρωπαϊκές ή ακόμη και διεθνείς (δηλαδή λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα). Το ίδιο ισχύει και για τα σύγχρονα γενικευμένα μονοπώλια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Στο σχολιασμό μου επί της εντυπωσιακής έρευνας η οποία έχει γίνει για το εν λόγω ζήτημα, τόνισα την καθοριστική σημασία αυτού του συμπεράσματος.

Ένα δεύτερο επίπεδο περιλαμβάνει την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου το ίδιο πρότυπο – δηλαδή, αυτό του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που ισχύει σήμερα – έχει διαμορφωθεί πολύ πιο πρόσφατα, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες όσον αφορά στη μορφή οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης των κοινωνιών τους, γεγονός που αποτελεί εμπόδιο στην όποια προσπάθεια να καταστούν ίσες με το προαναφερθέν πρώτο σύνολο χωρών.

Το τρίτο επίπεδο ανάπτυξης τους καπιταλισμού στην Ευρώπη, το οποίο περιλαμβάνει τις χώρες του πρώην «σοσιαλιστικού» κόσμου (Σοβιετικού πρότυπου) και την Ελλάδα, δεν αποτελεί έδρα γενικευμένων μονοπωλίων που ανήκουν στις εθνικές τους κοινωνίες (οι Έλληνες εφοπλιστές είναι ίσως η εξαίρεση, αν και η ταυτότητα τους ως Έλληνες είναι άκρως αμφίβολη). Όλες αυτές οι χώρες μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε άλλο παρά αποτελούσαν αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως αυτές του κεντρικού ευρωπαϊκού πυρήνα. Στη συνέχεια, ο σοβιετικός σοσιαλισμός παρεμπόδισε ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη των εθνικών καπιταλιστικών αστικών τάξεων που βρίσκονταν ακόμα σε εμβρυακή μορφή, αντικαθιστώντας την εξουσία τους με ένα Κρατικό Καπιταλισμό με κοινωνικά, αν όχι σοσιαλιστικά, χαρακτηριστικά. Με την επανένταξή τους στον καπιταλιστικό κόσμο μέσω της προσχώρησης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, οι χώρες αυτές βρίσκονται τώρα στην ίδια κατάσταση με τις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού: δεν διοικούνται από τα δικά τους εθνικά γενικευμένα μονοπώλια, αλλά υπόκεινται στα μονοπώλια του Ευρωπαϊκού πυρήνα.

Αυτή η ανομοιογένεια της Ευρώπης αποκλείει εντελώς τη σύγκρισή της με το σύμπλεγμα ΗΠΑ / Καναδά. Αλλά, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αυτή η ανομοιογένεια θα μπορούσε να εξαλειφθεί σταδιακά, με την οικοδόμηση της Ευρώπης. Αυτή ακριβώς είναι η κυρίαρχη άποψη στην Ευρώπη – προσωπικά διαφωνώ, και θα επανέλθω στο θέμα αυτό παρακάτω.

Μπορεί να συγκριθεί η Ευρώπη με την Δισυπόστατη Αμερικανική Ήπειρο (dual continent);

Προσωπικά θεωρώ ότι η σύγκριση μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικανικής διπλής Ηπείρου (ΗΠΑ / Καναδάς από τη μία πλευρά, και Λατινική Αμερική και Καραϊβική, από την άλλη) είναι πιο ρεαλιστική παρά η αποκλειστική σύγκριση με την Βόρεια Αμερική. Η αμερικανική «δισυπόστατη» ήπειρος συνιστά ένα υποσύνολο του παγκόσμιου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στον κεντρικό και κυρίαρχο Βορρά και τον υποτελή περιφερειακό Νότο. Αυτή η κυριαρχία, την οποία μοιράζονταν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα η Βρετανία (η οποία κατείχε ηγεμονικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα) και οι ανερχόμενες σε ισχύ ΗΠΑ (των οποίων η φιλοδοξία είχε καταστεί σαφής από το 1823 με το Δόγμα Monroe), σήμερα πλέον ασκείται κυρίως από την Ουάσιγκτον, τα μονοπώλια της οποίας ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την ευρεία οικονομική και πολιτική ζωή του Νότου, παρά τους πρόσφατους προοδευτικούς αγώνες που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτή την κυριαρχία. Η αναλογία με την Ευρώπη είναι προφανής. Η Ανατολική Ευρώπη βρίσκεται σε μια περιφερειακή θέση υποταγής στη Δυτική Ευρώπη ανάλογη με αυτήν της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά όπως όλες οι αναλογίες, έχει και αυτή τους περιορισμούς της και εάν τους αγνοήσουμε θα οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανές μελλοντικές προοπτικές και τις αποτελεσματικές στρατηγικές πάλης που μπορούν να ανοίξουν το δρόμο σε αυτές τις μελλοντικές προοπτικές. Σε δύο επίπεδα οι διαφορές υπερέχουν των αναλογιών που διαπιστώνονται. Η Λατινική Αμερική είναι μια τεράστια ήπειρος, με τεράστιους φυσικούς πόρους – νερό, γη, ορυκτά, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η Ανατολική Ευρώπη δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί σε αυτό το επίπεδο. Επιπλέον, η Λατινική Αμερική είναι λιγότερο ανομοιογενής απ’ ότι η Ανατολική Ευρώπη: με δύο σχετικά συγγενικές γλώσσες (χωρίς να αγνοούμε φυσικά τις ινδιάνικες-γηγενείς γλώσσες) και ελάχιστη σοβινιστική εχθρότητα μεταξύ γειτόνων. Παρόλ’ αυτά, όσο σημαντικές και αν είναι αυτές οι διαφορές δεν αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα στο να προχωρήσουμε σε ένα πιο απλοποιημένο συλλογισμό.

Όπως καταδεικνύεται από το πρότυπο της Παναμερικανικής Κοινής Αγοράς που προωθείται από την Ουάσιγκτον, η κυριαρχία των ΗΠΑ στη Νότια Αμερική εξασκείται κυρίως με οικονομικά μέσα, (παρόλο που η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για επιβολή βρίσκεται πλέον σε τέλμα). Ακόμη και το μέρος που βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή – δηλαδή η NAFTA που έχει προσαρτήσει το υποτελές Μεξικό στη μεγάλη αγορά της Βόρειας Αμερικής – δεν αμφισβητεί θεσμικά την πολιτική κυριαρχία του Μεξικού. Αυτή δεν είναι καθόλου αφελής παρατήρηση. Κατανοώ ότι δεν υπάρχουν στεγανά που να διαχωρίζουν τα οικονομικά μέσα από τα μέσα που εφαρμόζονται σε πολιτικό επίπεδο. Οι δυνάμεις που αντιπολιτεύονται τον ΟΑΚ (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών) στη Λατινική Αμερική, ορθώς τον θεωρούν ως «το Υπουργείο Αποικιών των Ηνωμένων Πολιτειών,» γεγονός που αποδεικνύεται από τον μακρύ κατάλογο των επεμβάσεων των ΗΠΑ, είτε στη μορφή στρατιωτικών επεμβάσεων (όπως στην περίπτωση της Καραϊβικής) είτε στη μορφή οργανωμένης υποστήριξης σε πραξικοπήματα.

Η θεσμοθετημένη μορφή των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρέει από μια ευρύτερη και πιο περίπλοκη λογική. Υπάρχει όντως, ένα είδος «Δόγματος Μονρόε» στη Δυτική Ευρώπη («η Ανατολική Ευρώπη αποτελεί μέρος της Δυτικής Ευρώπης»). Αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο από αυτό. Η Ευρώπη δεν είναι πλέον μόνο μια «κοινή αγορά», όπως ήταν αρχικά όπου περιοριζόταν σε έξι χώρες πριν αρχίσει να επεκτείνεται σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ έχει πλέον καταστεί ένα πολιτικό εγχείρημα. Όντως, αυτό το πολιτικό εγχείρημα σχεδιάστηκε για να εξυπηρετήσει τη διαχείριση των κοινωνιών που επηρεάζονται από τα γενικευμένα μονοπώλια. Αλλά μπορεί ταυτόχρονα να μετατραπεί σε αρένα συγκρούσεων και αμφισβήτησης αυτού του εγχειρήματος και των καθιερωμένων μεθόδων εφαρμογής του. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υποτίθεται ότι έχουν το καθήκον να ενώσουν τους λαούς της Ένωσης και να προωθήσουν τρόπους επίτευξης του στόχου αυτού, όπως η εκπροσώπηση των κρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με βάση τον πληθυσμό και όχι με βάση το ΑΕΠ. Ως απόρροια αυτού, η επικρατούσα άποψη στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των αριστερών που επικρίνουν την παρούσα κατάσταση των θεσμικών οργάνων, διατηρεί την ελπίδα ότι «Μια Άλλη Ευρώπη Είναι Εφικτή».

Προτού συζητήσουμε τις θέσεις και τις υποθέσεις για τις πιθανές εναλλακτικές μελλοντικών προοπτικών οικοδόμησης της Ευρώπης, είναι αναγκαίο να κάνουμε μια παρένθεση για να συζητήσουμε, από τη μία πλευρά, τον Ατλαντισμό και τον ιμπεριαλισμό, και από την άλλη, την Ευρωπαϊκή ταυτότητα.

«Ευρώπη», ή «Ατλαντική και Ιμπεριαλιστική Ευρώπη»;


Η Βρετανία είναι περισσότερο «ατλαντική» παρά ευρωπαϊκή, αντλώντας αυτόν τον τίτλο από τη θέση που κατείχε ως πρώην ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη, παρόλο που αυτή η κληρονομιά της σήμερα έχει παρακμάσει για να καταλήξει στη προνομιακή θέση που κατέχει η Πόλη του Λονδίνου στο παγκοσμιοποιημένο χρηματιστηριακό σύστημα. Η Βρετανία λοιπόν, εκμεταλλεύεται την ιδιαίτερη θέση μέλους που κατέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα τη θεσμοθέτηση της οικονομικής και χρηματιστηριακής ευρω-ατλαντικής αγοράς και σε δεύτερη προτεραιότητα την όποια επιθυμία για ενεργή συμμετοχή στην οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης.

Αλλά δεν είναι μόνο η Βρετανία η οποία είναι «ατλαντική». Τα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν είναι λιγότερο «ατλαντικά», παρά τη φαινομενική πρόθεση τους να κτίσουν μια πολιτική Ευρώπη. Η απόδειξη αυτού δίνεται από την σημαίνουσα θέση που κατέχει το ΝΑΤΟ σε αυτό το πολιτικό οικοδόμημα. Το γεγονός ότι μια στρατιωτική συμμαχία με μια χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ενσωματωθεί de facto στο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» αποτελεί παρέκκλιση χωρίς προηγούμενο. Για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Ουγγαρία), η προστασία που τους παρέχει το ΝΑΤΟ – δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες – (!) εναντίον «του Ρωσικού εχθρού» είναι πιο σημαντική από την ιδιότητα τους ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εμμονή στον Ατλαντισμό και η παγκόσμια επέκταση του πεδίου επέμβασης του ΝΑΤΟ μετά την υποτιθέμενη εξάλειψη της «σοβιετικής απειλής» οδήγησε, με βάση τις αναλύσεις που έχω κάνει, στη εμφάνιση του συλλογικού ιμπεριαλισμού της «τριάδας» (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία). Δηλαδή, τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα των γενικευμένων μονοπωλίων, σκοπεύουν να παραμείνουν κυρίαρχα, παρά την εμφάνιση αναδυόμενων κρατών. Πρόκειται για μια σχετικά πρόσφατη ποιοτική μετατροπή του ιμπεριαλιστικού συστήματος που στο παρελθόν, και διαχρονικά, στηριζόταν στη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο λόγος εμφάνισης του συλλογικού αυτού ιμπεριαλισμού είναι η ανάγκη για, από κοινού, αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν οι χώρες και οι λαοί της περιφέρειας: της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής για απεγκλωβισμό από την υποταγή τους.

Οι εν λόγω Ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αφορούν μόνο στη Δυτική Ευρώπη, της οποίας τα κράτη ήταν πάντα ιμπεριαλιστικά στη σύγχρονη εποχή, και, αν και δεν κατείχαν αποικίες, είχαν πάντα μερίδιο στα ιμπεριαλιστικά κέρδη των πολυεθνικών. Αντιθέτως, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κέρδη, αφού δεν κατέχουν δικά τους εθνικά γενικευμένα μονοπώλια. Παρόλ’ αυτά, ζουν με την ψευδαίσθηση ότι έχουν δικαίωμα σε αυτά, λόγω της «ευρωπαϊκότητάς» τους. Είναι αμφίβολο κατά πόσο θα καταφέρουν να απαλλαγούν ποτέ από αυτή την ψευδαίσθηση.

Ο ιμπεριαλισμός αφού έχει γίνει πλέον συλλογικός, ακολουθεί μια ενιαία και κοινή πολιτική έναντι του Νότου – η πολιτική της τριάδας – μια πολιτική συνεχούς επιθετικότητας εναντίον των λαών και κρατών που τολμούν να αμφισβητήσουν το συγκεκριμένο σύστημα παγκοσμιοποίησης. Ο συλλογικός ιμπεριαλισμός έχει ένα στρατιωτικό ηγέτη, αν όχι ηγεμόνα: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει πια «εξωτερική πολιτική» της ΕΕ, αλλά ούτε και των κρατών της. Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα: ευθυγράμμιση με τις θέσεις που αποφασίζει μόνη της η Ουάσιγκτον (ίσως σε συμφωνία με το Λονδίνο). Ιδωμένο από την οπτική του Νότου, η Ευρώπη θεωρείται ως μια, άνευ όρων, σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Και παρόλο που στη Λατινική Αμερική εξακολουθούν να διατηρούνται κάποιες ψευδαισθήσεις γι’ αυτό το συμμαχικό σχέδιο – ίσως επειδή η ηγεμονία ασκείται με βάναυσο τρόπο αποκλειστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι τους υποδεέστερους ευρωπαίους συμμάχους τους – αυτό δεν συμβαίνει στην Ασία και την Αφρική. Όσοι κατέχουν την εξουσία στις αναδυόμενες χώρες το γνωρίζουν: όσοι ηγούνται των άλλων χωρών των δύο ηπείρων αποδέχονται τη θέση τους ως υποτακτικοί υπηρέτες του διεθνούς καπιταλισμού (compradors). Αυτό που είναι σημαντικό για όλους είναι η Ουάσιγκτον και όχι η Ευρώπη, της οποίας η ύπαρξη στο τέλος της ημέρας δεν κάνει καμία διαφορά.

Υπάρχει μία ευρωπαϊκή ταυτότητα;

Η οπτική γωνία θεώρησης του εν λόγω ερωτήματος αυτή τη φορά αφορά στη θέαση της Ευρώπης από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Διότι από μια εξωτερική οπτική γωνία – αυτή του ευρύτερου Νότου – η ύπαρξη της «Ευρώπης» φαίνεται να είναι μια πραγματικότητα. Για τους λαούς της Ασίας και της Αφρικής, των οποίων οι γλώσσες και οι θρησκείες είναι «μη ευρωπαϊκές», ακόμα και όταν η πραγματικότητα αυτή μετριάστηκε από τον προσηλυτισμό στο Χριστιανισμό που επέβαλαν οι ιεραπόστολοι ή με την υιοθέτηση της επίσημης γλώσσας των πρώην αποικιοκρατών, οι Ευρωπαίοι θεωρούνται ως «οι άλλοι». Η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής είναι διαφορετική, αφού, όπως η Βόρεια Αμερική, αποτελεί το προϊόν της οικοδόμησης της «άλλης Ευρώπης», του «Νέου Κόσμου» και συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη του ιστορικού καπιταλισμού.

Το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας μπορεί να συζητηθεί μόνο με μια εσωτερική θεώρηση της Ευρώπης. Αλλά οι απόψεις αυτών που επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής ταυτότητας και αυτών που την αρνούνται, παίρνουν πολεμικό χαρακτήρα που οδηγεί την κάθε πλευρά να περιχαρακώνεται στη δική της θέση. Κάποιοι λοιπόν επικαλούνται τον Χριστιανισμό, ενώ κανονικά θα έπρεπε να μιλάμε για καθολικισμό, προτεσταντισμό και Ορθοδοξία, για να μην αναφέρουμε τους, καθόλου αμελητέους, αριθμούς ανθρώπων που δεν ασκούν καμιά θρησκεία ή ακόμα, δεν πιστεύουν σε καμιά θρησκεία. Άλλοι θα παρατηρήσουν ότι ένας Ισπανός αισθάνεται πιο άνετα με έναν Αργεντινό παρά με ένα Λιθουανό, μια Γαλλίδα καταλαβαίνει καλύτερα μια Αλγερινή παρά μια Βουλγάρα, και ένας Άγγλος κινείται πιο ελεύθερα σε περιοχές του κόσμου όπου ομιλείται η γλώσσα του παρά στην Ευρώπη.

Ο προγονικός ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, όπως ξεκίνησε ή όπως ανασχηματίστηκε, θα έπρεπε να οδηγήσει στην υιοθέτηση των λατινικών και των ελληνικών, και όχι των αγγλικών, ως επίσημες γλώσσες της Ευρώπης (όπως τον Μεσαίωνα). Ο Διαφωτισμός του 18ο αιώνα, δεν εξαπλώθηκε πέρα από το τρίγωνο Λονδίνο/Άμστερνταμ/Παρίσι, παρόλο που εξήχθη μέχρι την Πρωσία και τη Ρωσία. Η αντιπροσωπευτική εκλογική δημοκρατία είναι ακόμη πολύ επισφαλής και πολύ πρόσφατη για να ισχυριστούμε ότι οι ρίζες της χρονολογούνται στη δημιουργία των εμφανώς διαφορετικών πολιτικών πολιτισμών της Ευρώπης.

Δεν θα ήταν δύσκολο να αποδείξουμε την επικρατούσα ισχύ εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη σήμερα. Η Γαλλία, η Ισπανία, η Αγγλία, η Γερμανία έχουν δημιουργηθεί μέσα από αιώνες οδυνηρών πολέμων. Και αν ο ασήμαντος Πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου μπορεί και δηλώνει ότι «η πατρίδα του είναι η Ευρώπη» (ή ίσως η πατρίδα της τράπεζάς του;), κανένας Γάλλος πρόεδρος ή Γερμανίδα καγκελάριος ή Βρετανός πρωθυπουργός θα τολμούσε να αρθρώσει κάτι τόσο ανόητο. Είναι όμως, απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή ταυτότητα για να νομιμοποιηθεί ένα σχέδιο για την δημιουργία μιας περιφερειακής πολιτικής ολοκλήρωσης; Εγώ θα απαντούσα αρνητικά δεδομένου ότι αναγνωρίζουμε την ποικιλομορφία των ταυτοτήτων (ας τις αποκαλέσουμε «εθνικές» ταυτότητες) και ότι θα εντοπίσουμε επακριβώς τους σοβαρούς βαθύτερους λόγους της κοινής βούλησης για την πολιτική ολοκλήρωση.

Η αρχή αυτή δεν ισχύει μόνο για τους Ευρωπαίους, ισχύει επίσης για τους λαούς της Καραϊβικής, της Ιβηρικής Αμερικής (ή λατινικής), του αραβικού κόσμου, και της Αφρικής. Δεν είναι απαραίτητο να πιστεύει κανείς στον «αραβισμό» ή στην «αφρικανική καταγωγή» για να αποδεχτεί τη νομιμότητα ενός Αραβικού ή Αφρικάνικου σχεδίου. Δυστυχώς όμως, οι «ευρωπαϊστές» δεν συμπεριφέρονται με τόση ευφυΐα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ικανοποιούνται δηλώνοντας «υπερεθνικοί» (supranational) και «αντι-κυριαρχικοί» (anti-sovereigntist), κάτι που στην καλύτερη περίπτωση είναι κενό περιεχομένου ή μπορεί ακόμα να έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, η ανάλυση μου σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού πολιτικού εγχειρήματος δεν θα έχει τις βάσεις της στην κινούμενη άμμο της «ταυτότητας», αλλά στις γερές βάσεις του διακυβεύματος στη συγκεκριμένη περίπτωση και στις θεσμοθετημένες μορφές διαχείρισης του.



Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώσιμη;


Η ερώτησή δεν είναι κατά πόσο «ένα» ευρωπαϊκό σχέδιο (ποιό σχέδιο; για ποιο πράγμα;) είναι εφικτό (η απάντησή είναι προφανώς θετική), αλλά κατά πόσο το υφιστάμενο σχέδιο είναι βιώσιμο, ή αν στο μέλλον θα μπορούσε να μετασχηματιστεί με τέτοιο τρόπο που να καταστεί βιώσιμο. Αφήνω κατά μέρος τους δεξιούς «ευρωπαϊστές», δηλαδή αυτούς που υποτάσσονται στις απαιτήσεις του μονοπωλιακού γενικευμένου καπιταλισμού, που αποδέχονται την ΕΕ ουσιαστικά ως έχει και ενδιαφέρονται μόνο για την εξεύρεση λύσεων στα «συγκυριακά» προβλήματα (τα οποία δεν θεωρώ καθόλου συγκυριακά) που αντιμετωπίζει. Με ενδιαφέρουν αποκλειστικά τα επιχειρήματα εκείνων που δηλώνουν ότι «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή,» συμπεριλαμβάνοντας τους υποστηρικτές του ανασχηματισμένου ανθρωποκεντρικού καπιταλισμού, και εκείνους που πιστεύουν στην προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Η φύση της κρίσης που αντιμετωπίζει ο κόσμος και η Ευρώπη βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Όσον αφορά στην Ευρώπη, η κρίση στη ευρωζώνη – η οποία βρίσκεται στο προσκήνιο αυτή τη στιγμή – και η παρασκηνιακή κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.

Η οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τουλάχιστον από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και, κατά τη γνώμη μου, από πολύ νωρίτερα – και η δημιουργία της Ευρωζώνης, έχουν συλληφθεί και σχεδιαστεί ως δομικά στοιχεία για την οικοδόμηση της λεγόμενης φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή το σύστημα το οποίο παρέχει την αποκλειστική κυριαρχία στον μονοπωλιακό γενικευμένο καπιταλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, το αναγκαίο σημείο εκκίνησης θα πρέπει να είναι η ανάλυση των αντιφάσεων, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, καθιστούν αυτό το σχέδιο (και ως εκ τούτου το ευρωπαϊκό σχέδιο) μη βιώσιμο.

Μπορεί να λεχθεί ως αντίλογος ότι ένα συγκεκριμένο ευρωπαϊκό σχέδιο που ήδη υπάρχει, και έχει καθοριστεί, κατά συνέπεια μπορεί και να ανασχηματιστεί. Θα μπορούσε όντως, στη θεωρία. Αλλά ποιες είναι οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ανασχηματισμό; Νομίζω για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται ένα διπλό θαύμα και δεν πιστεύω στα θαύματα: Πρώτον, απαιτείται το ευρωπαϊκό πολυεθνικό οικοδόμημα να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, την ποικιλομορφία των συμφερόντων που εμπλέκονται, και να οργανώσει σε αυτή τη βάση τα θεσμικά του όργανα. Δεύτερον, ο καπιταλισμός – ενόσω αποτελεί το γενικό πεδίο διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας – θα πρέπει περιοριστεί στο να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που υπαγορεύει η δική του λογική, και να υποταχθεί στη λογική της κυριαρχίας των γενικευμένων μονοπωλίων. Δεν βλέπω καμία ένδειξη ότι η πλειοψηφία των ευρωπαϊστών είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτές τις απαιτήσεις. Πολύ περισσότερο δεν διαβλέπω καμία ένδειξη ότι η μειονότητα των αριστερών-ευρωπαϊστών, οι οποίοι όντως αντιλαμβάνονται αυτές τις απαιτήσεις, είναι σε θέση να κινητοποιήσει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ικανές να ανατρέψουν το συντηρητισμό του κατεστημένου ευρωπαϊσμού. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι, και ως τέτοια παραμένει μη βιώσιμη. Η κρίση στη ευρωζώνη καταδεικνύει την ανέφικτη βιωσιμότητα του σχεδίου.

Το «Ευρωπαϊκό» σχέδιο, όπως το ορίζουν η συνθήκη του Μάαστριχτ και το σχέδιο της ευρωζώνης, προωθήθηκαν στην κοινή γνώμη μέσω μιας προπαγάνδας που μόνο ηλίθια και ανειλικρινής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Είπαν σε ορισμένους – (σχετικά) προνομιούχους στην πλούσια Δυτική Ευρώπη – ότι η διαγραφή των εθνικών κυριαρχιών θα έθετε τέλος στους πολέμους του μίσους που είχαν αιματοκυλήσει την ήπειρο (η επιτυχία αυτής της εξαπάτησης είναι προφανής). Και πρόσθεσαν τη σάλτσα: τη φιλία της ισχυρής αμερικάνικης δημοκρατίας, τον κοινό αγώνα για τη δημοκρατία στον μεγάλο οπισθοδρομικό Νότο – μια νέα μορφή αποδοχής του παλαιού ιμπεριαλιστικού καθεστώτος – κλπ. Στους άλλους – στους ταλαίπωρους φτωχούς της Ανατολής – υποσχέθηκαν τη χλιδή μέσω της προσαρμογής τους στα δυτικά πρότυπα βιοτικού επιπέδου.

Οι πλειοψηφίες και των δυο πλευρών κατάπιαν την εξαπάτηση. Στην Ανατολή πίστεψαν, όπως φαίνεται, ότι η ένταξη στην ΕΕ θα επιτρέψει την περίφημη «προσαρμογή στα πρότυπα βιοτικού επιπέδου», και ότι το κόστος που θα πλήρωναν άξιζε τον κόπο. Παρόλ’ αυτά, το κόστος που αναγκάστηκαν να πληρώσουν ήταν μια οδυνηρή διαρθρωτική προσαρμογή που θα διαρκέσει «αρκετά» χρόνια. Επιβλήθηκε τότε η προσαρμογή – δηλαδή, μέτρα «λιτότητας» (για τους εργαζομένους, όχι για τους εκατομμυριούχους). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική καταστροφή. Έτσι, η Ανατολική Ευρώπη μετατράπηκε σε περιφέρεια της Δύσης. Μια πρόσφατη σοβαρή μελέτη αποκαλύπτει ότι 80% των Ρουμάνων πιστεύουν «ότι τον καιρό του Τσαουσέσκου, τα πράγματα ήταν καλύτερα» (!). Θα μπορούσε άραγε κανείς να εντοπίσει μια καλύτερη ένδειξη για το βαθμό απονομιμοποίησης της λεγόμενης δημοκρατίας που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση; Έμαθαν άραγε η λαοί το μάθημά τους; Θα αντιληφθούν ποτέ ότι η λογική του καπιταλισμού δεν είναι η κάλυψη της διαφοράς στο βιοτικό επίπεδο, αλλά αντιθέτως η εμβάθυνση των ανισοτήτων; Ποιος ξέρει;

Εάν η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της σύγκρουσης, είναι τόσο επειδή η Ελλάδα είναι μέρος της ευρωζώνης, όσο και επειδή ο λαός πίστευε ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει από τη μοίρα των υπόλοιπων (πρώην «σοσιαλιστικών») Βαλκανικών χωρών. Οι «Έλληνες», πίστευαν ότι αφού απέφυγαν την ατυχία να κυβερνούνται από τους «κομμουνιστές» (ισχυροί πρωταγωνιστές κατά την διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου) – και χάριν των συνταγματαρχών! – δεν θα έπρεπε να πληρώσουν το κόστος που αναγκάστηκαν να πληρώσουν τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Πίστευαν ότι η Ευρώπη και το ευρώ θα λειτουργούσαν διαφορετικά για αυτούς. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, και ιδιαίτερα των εταίρων της ευρωζώνης, παρόλο που εξασθενούσε αλλού (εκεί όπου το έγκλημα του «Κομμουνισμού» έπρεπε να τιμωρηθεί), εδώ θα μπορούσε να λειτουργήσει προς το συμφέρον τους.

Οι Έλληνες έχουν απομείνει με τις συνέπειες της αφελούς τους αυταπάτης. Θα πρέπει να έχουν κατανοήσει τώρα ότι το σύστημα θα υποτιμήσει το επίπεδό τους σε αυτό των γειτονικών τους χωρών, των Βαλκανίων, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Επειδή η λογική της ευρωζώνης δεν είναι διαφορετική από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίθετα ενισχύει τη βία. Σε γενικές γραμμές, η λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης οξύνει τις ανισότητες ανάμεσα στα έθνη (και αυτό βρίσκεται στη καρδιά της αντίθεσης πυρήνα/περιφέρειας), ενώ η συσσώρευση που ελέγχεται από τα γενικευμένα μονοπώλια ενισχύει περαιτέρω αυτή τη εγγενή τάση του συστήματος.

Ως αντεπιχείρημα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχουν τα μέσα για να διορθώσουν τις ενδο-ευρωπαϊκές ανισότητες μέσω της κατάλληλης χρηματοδοτικής στήριξης στις χώρες με καθυστερημένη ανάπτυξη. Και αυτή είναι η επικρατούσα άποψη στην κοινή γνώμη. Στην πραγματικότητα, η στήριξη αυτή (η οποία εκτός από τη γεωργία, ένα θέμα που είναι εκτός συζήτησης εδώ, διοχετεύεται κυρίως στην κατασκευή σύγχρονων υποδομών) είναι πολύ ανεπαρκής για να επιτρέψει την «κάλυψη της καθυστέρησης στην ανάπτυξη», αλλά ακόμα χειρότερα, διευκολύνει τη διείσδυση των γενικευμένων μονοπωλίων ενισχύοντας έτσι την τάση για άνιση ανάπτυξη μέσω ενός μεγαλύτερου ανοίγματος των εν λόγω οικονομιών. Επιπλέον, η βοήθεια αυτή έχει ως στόχο την ενίσχυση ορισμένων υπο-εθνικών περιοχών (για παράδειγμα Βαυαρία, Λομβαρδία, και Καταλονία) και ως εκ τούτου αποδυναμώνει την ικανότητα των εθνικών κρατών να αντισταθούν στις προσταγές των μονοπωλίων.

Η ευρωζώνη σχεδιάστηκε για να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτή την κατάσταση. Η θεμελιώδης φύση της ορίζεται από το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία δεν επιτρέπεται να δανείζει σε κράτη (ακόμη και σε ένα υπερεθνικό ευρωπαϊκό κράτος, εάν υπήρχε), αλλά μπορεί να δανείζει αποκλειστικά σε τράπεζες – με ένα εξωφρενικά χαμηλό επιτόκιο – που, με τη σειρά τους, αντλούν εισόδημα υπό τη μορφή ενός ποσοστού/μερίσματος από τις επενδύσεις τους σε εθνικά ομόλογα και έτσι ενισχύουν την κυριαρχία των γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που αποκαλείται «χρηματοοικονομικοποίηση» (financialization) του συστήματος είναι εγγενές χαρακτηριστικό της στρατηγικής των μονοπωλίων αυτών. Από την αρχή είχα χαρακτηρίσει το σύστημα αυτό ως μη βιώσιμο, και καταδικασμένο να καταρρεύσει μόλις ο καπιταλισμός πληγεί από μια σοβαρή κρίση, κάτι που συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας.

Είχα υποστηρίξει ότι η μόνη εναλλακτική λύση, η οποία θα μπορούσε να στηρίξει ένα σταδιακό και σταθερό Ευρωπαϊκό οικοδόμημα απαιτούσε τη διατήρηση των εθνικών νομισμάτων που θα συνδέονταν με ένα σύστημα καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών το οποίο θα ήταν σχεδιασμένο ως μια σοβαρή διαπραγματευτική δομή συναλλαγματικών ισοτιμιών και βιομηχανικών πολιτικών. Και θα διαρκούσε, μέχρις ότου (και πολύ πιο μετά) η ωρίμανση των πολιτικών πολιτισμών θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός συνομοσπονδιακού Ευρωπαϊκού κράτους, που δεν θα οδηγούσε στην εξόντωση των διάφορων εθνικών κρατών.

Και έτσι η ευρωζώνη έχει περιέλθει σε μια προβλεπτή κρίση που πραγματικά απειλεί την ίδια της την ύπαρξή, όπως παραδέχτηκαν τελικά ακόμη και στις Βρυξέλλες. Κι αυτό, γιατί δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστεί ικανή να διεξάγει οποιουδήποτε είδους ριζοσπαστική αυτο-κριτική που θα υπονοούσε υιοθέτηση ενός διαφορετικού συστήματος διαχείρισης του νομίσματος και εγκατάλειψη του φιλελευθερισμού, ο οποίος είναι εγγενής στις συνθήκες που εξακολουθούν να είναι σε ισχύ.

Οι υπεύθυνοι που οδήγησαν το ευρωπαϊκό σχέδιο σε χρεοκοπία δεν είναι τα θύματα του – οι ευάλωτες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – αλλά, αντίθετα, οι χώρες (δηλαδή, οι άρχουσες τάξεις των χωρών αυτών), που υπήρξαν οι ευεργετούμενοι του συστήματος, κυρίως η Γερμανία, της οποίας οι προσβολές έναντι του ελληνικού λαού φαντάζουν ακόμη πιο απεχθείς. Τεμπέληδες; Φοροφυγάδες; Η κυρία Lagarde ξεχνά ότι οι φοροφυγάδες είναι οι εφοπλιστές που προστατεύονται από τις ελευθερίες της παγκοσμιοποίησης (με τη στήριξη του ΔΝΤ). Το επιχείρημά μου δεν στηρίζεται στην αναγνώριση των συγκρούσεων μεταξύ εθνών, παρόλο που τα γεγονότα αυτό καταδεικνύουν. Στηρίζεται στην αναγνώριση της σύγκρουσης μεταξύ των γενικευμένων μονοπωλίων (τα οποία έχουν την έδρα τους αποκλειστικά στις χώρες του Ευρωπαϊκού κέντρου) και των εργαζομένων τόσο των ευρωπαϊκών κέντρων όσο και των περιφερειών, παρόλο που το κόστος των μέτρων λιτότητας που επιβάλλεται και στις δυο περιοχές προκαλεί εμφανώς πιο καταστρεπτικές επιπτώσεις στις περιφέρειες παρά στις κεντρικές χώρες.

Το «γερμανικό μοντέλο», το οποίο εγκωμιάζεται από όλες τις δεξιές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, ακόμη και από ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, έχει εφαρμοστεί επιτυχώς στη Γερμανία, χάριν στη σχετική υπακοή των εργαζομένων της, οι οποίοι αποδέχονται να έχουν απολαβές 30% χαμηλότερες από αυτές των Γάλλων. Αυτή η υπακοή είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη τόσο για την επιτυχία των γερμανικών εξαγωγών όσο και για την ισχυρή αύξηση των εισοδημάτων που καρπούνται τα γερμανικά γενικευμένα μονοπώλια. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτό το μοντέλο γοητεύει τους πιστούς υπερασπιστές του κεφαλαίου!

Τα χειρότερα, λοιπόν, έπονται : με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απότομα ή σταδιακά, το ευρωπαϊκό σχέδιο θα καταρρεύσει, ξεκινώντας από την ευρωζώνη. Τότε θα επανέλθουμε στο σημείο εκκίνησης: στο 1930. Θα έχουμε τότε μια ζώνη επικράτησης του μάρκου περιορισμένη στη Γερμανία και στις χώρες στις οποίες ασκεί ηγεμονία: αυτές που συνορεύουν στα ανατολικά και στα νότια της. Θα έχουμε την Ολλανδία και Σκανδιναβία, που θα είναι αυτόνομες αλλά πρόθυμες να συμμορφωθούν. Θα έχουμε τη Μεγάλη Βρετανία της οποίας ο ατλαντισμός θα την απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τις περιπέτειες της ηπειρωτικής πολιτικής, μια απομονωμένη Γαλλία (όπως την περίοδο του De Gaulle ή του Vichy), και την Ισπανία και Ιταλία που θα είναι επισφαλείς και ασταθείς. Θα έχουμε δηλαδή ό,τι χειρότερο και από τους δύο κόσμους: από τη μία πλευρά, οι Εθνικές Ευρωπαϊκές κοινωνίες θα είναι υποταγμένες στις προσταγές των γενικευμένων μονοπωλίων που θα συνοδεύονται από τον διεθνοποιημένο «φιλελευθερισμό» και από την άλλη, οι άρχουσες πολιτικές δυνάμεις θα προσφεύγουν ακόμα περισσότερο, αναλόγως της αδυναμίας τους, στη «εθνικιστή» δημαγωγία.

Αυτό το είδος πολιτικής ηγεμονίας θα ενίσχυε σημαντικά τις πιθανότητες της άκρας δεξιάς. Θα είχαμε δηλαδή (ή μήπως ήδη έχουμε;) αναβίωση των οπαδών του Πιλσούντσκι1, του Χόρτι2, τους βαρόνους της Βαλτικής, τους νοσταλγούς του Φράνκο και του Μουσολίνι, και του Charles Maurass3. Οι φαινομενικά «εθνικιστικές» ομιλίες των ακροδεξιών είναι ψευδείς, διότι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις (ή, τουλάχιστον, οι ηγέτες τους) όχι μόνο αποδέχονται γενικά τον καπιταλισμό, αλλά και την μόνη μορφή που μπορεί να πάρει, τον γενικευμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Ο αυθεντικός «εθνικισμός» σήμερα μπορεί να καταστεί λαϊκός μόνο με την πραγματική έννοια της λέξης, δηλαδή να υπηρετεί το λαό και όχι να τον εξαπατά. Ο όρος «εθνικισμός» θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και ίσως θα ήταν καλύτερα να αντικατασταθεί από τον όρο «διεθνισμός των λαών και των εργαζομένων.» Αντίθετα, η ρητορική των ακροδεξιών περιορίζει το εθνικιστικό ζήτημα σε μια βίαιη, σοβινιστική ρητορεία που χρησιμοποιείται εναντίον των μεταναστών και των αθίγγανων, οι οποίοι θεωρούνται η πηγή του κακού. Αυτή η δεξιά δεν παραλείπει να επιρρίπτει με μίσος ευθύνες στους φτωχούς, ως υπεύθυνους για την ανέχειά τους και για κατάχρηση ωφελημάτων της «κρατικής πρόνοιας».

Και έτσι τελικά, η πεισματική εμμονή για προάσπιση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ακόμη και εν μέσω κρίσης, οδηγεί στην καταστροφή του.


Υπάρχει μια λιγότερο οδυνηρή εναλλακτική επιλογή; Κατευθυνόμαστε προς ένα νέο κύμα προοδευτικών κοινωνικών μετασχηματισμών; Σίγουρα υπάρχει, αφού εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερες από μία εναλλακτικές λύσεις. Όμως θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστούν οι απαιτούμενες συνθήκες για την επιτυχία της όποιας από τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Είναι αδύνατον να επιστρέψουμε σε προηγούμενη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλ. σε περίοδο πριν από την συγκέντρωση του καπιταλιστικού ελέγχου. Μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο μπροστά, ξεκινώντας από το αρχικό στάδιο της συγκέντρωσης του καπιταλιστικού έλεγχου, κατανοώντας ότι έφτασε η ώρα για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Δεν υπάρχει άλλη βιώσιμη προοπτική που να είναι εφικτή. Τούτων λεχθέντων, η πρόταση αυτή δεν αποκλείει τη διεξαγωγή αγώνων που σταδιακά θα οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, απαιτεί τον καθορισμό ενός στρατηγικού στόχου για κάθε στάδιο του αγώνα και την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής τακτικής. Χωρίς τον καθορισμό στρατηγικών και τακτικών δράσης σε διαφορετικά στάδια είμαστε καταδικασμένοι στην επανάληψη εύκολων και αναποτελεσματικών συνθημάτων όπως: «Κάτω ο καπιταλισμός!»

Σε αυτό το πνεύμα και σε σχέση με την Ευρώπη, μια πρώτη αποτελεσματική κίνηση – η οποία ίσως ήδη παίρνει μορφή – ξεκινά από την αμφισβήτηση των λεγόμενων πολιτικών λιτότητας που συνδέονται με την αύξηση αυταρχικών και αντιδημοκρατικών πολιτικών. Ο στόχος επανενεργοποίησης της οικονομικής ανάκαμψης, παρά την ασάφεια του όρου (επανενεργοποίηση με ποιες δραστηριότητες και με ποια μέσα;), φυσιολογικά συνδέεται με αυτό.

Αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η πρώτη κίνηση θα έρθει σε σύγκρουση με το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Κατά συνέπεια, δεν διαβλέπω καμία άλλη εναλλακτική από «την έξοδο από το ευρώ» μέσω της επαναφοράς της νομισματικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούσε να υπάρξει περιθώριο για ελιγμούς, που θα απαιτούσαν τη διαπραγμάτευση μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων και, στην συνέχεια την αναθεώρηση των νομικών εγγράφων σύστασης των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα που θα σκιαγραφούσαν την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.

Οραματίζομαι, για παράδειγμα, τον διαχωρισμό τραπεζικών λειτουργιών ή ακόμη και την κρατικοποίηση των τραπεζών που έχουν προβλήματα, τη μείωση του ελέγχου των μονοπωλίων επάνω σε μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και αγρότες, την υιοθέτηση έντονα προοδευτικών φορολογικών κωδικών, την απαλλοτρίωση των εγκαταστάσεων εταιρειών και επιχειρήσεων προς όφελος των εργαζομένων τους και των τοπικών κυβερνήσεων, τη διεύρυνση εμπορικών, βιομηχανικών, και οικονομικών εταίρων μέσω νέων εμπορικών συμφωνιών, κύρια με τις αναδυόμενες χώρες του Νότου, κλπ. Όλα αυτά τα μέτρα απαιτούν τη διασφάλιση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και κατά συνέπεια, ανυπακοή στους ευρωπαϊκούς κανόνες που τα απαγορεύουν. Διότι είναι προφανές ότι οι πολιτικές συνθήκες που θα επέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορούν να υπάρξουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτόχρονα. Τέτοιο θαύμα δεν θα συμβεί ποτέ. Έτσι, πρέπει να αποδεχτούμε ότι από κάπου πρέπει να αρχίσουμε, οπουδήποτε, εκεί όπου μπορούμε, σε μία ή περισσότερες χώρες. Είμαι πεπεισμένος ότι μόλις τεθεί αυτή η διαδικασία σε εξέλιξη θα μεταδοθεί γρήγορα, όπως το φαινόμενο χιονοστιβάδας.

Σε αυτές τις προτάσεις (που αρχικά διαμορφώθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, από τον Πρόεδρο François Hollande) οι πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν τα γενικευμένα μονοπώλια αντιπαραθέτουν ήδη προτάσεις που εκμηδενίζουν την σημασία τους: «επανενεργοποίηση της ανάπτυξης καθιστώντας τα πάντα πιο ανταγωνιστικά, σεβόμενοι όμως την ελευθερία και διαφάνεια των αγορών «. Αυτά δεν τα λέει μόνο η Μέρκελ, τα ακούμε επίσης από τους σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους της και από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Draghi. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε και να το λέμε ότι «ελεύθερες και διαφανείς αγορές» δεν υπάρχουν. Οι αγορές, από τη φύση τους αδιαφανείς, αποτελούν αποκλειστικό τομέα των εμπορικά αντικρουόμενων μονοπωλίων. Έχουμε να κάνουμε με μια ανειλικρινή ρητορική που πρέπει να καταγγελθεί συνολικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια για βελτίωση της διαχείρισης των αγορών – μέσω προτάσεων για κανόνες «ρύθμισής» τους – αφού τις έχεις κατ’ ουσίαν αποδεχτεί, δεν οδηγεί πουθενά. Αυτό θα σήμαινε να ζητήσουμε από τα γενικευμένα μονοπώλια – τους δικαιούχους του συστήματος στο οποίο κυριαρχούν – να στραφούν ενάντια στα συμφέροντά τους. Ξέρουν πώς να εξουδετερώσουν τους όποιους ρυθμιστικούς κανόνες που θεωρητικά θα επιβάλλονταν σε αυτούς.

Ο εικοστός αιώνας δεν χαρακτηρίζεται μόνο από πολλούς βίαιους πολέμους που ποτέ άλλοτε δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα, κυρίως εξαιτίας των συγκρούσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σημαδεύτηκε ταυτόχρονα, από τεράστια επαναστατικά εθνικά και λαϊκά κινήματα στη περιφέρεια του καπιταλισμού της εποχής εκείνης. Αυτές οι επαναστάσεις μετασχημάτισαν με γρήγορο ρυθμό τη Ρωσία, την Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και, συνεπώς, αποτέλεσαν το σημαντικότερο δυναμικό παράγοντα για τον μετασχηματισμό του κόσμου. Στον πυρήνα, όμως, του ιμπεριαλιστικού συστήματος βρήκαν, στη καλύτερη περίπτωση, μόνο μια αδύναμη ηχώ. Οι αντιδραστικές φιλο-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στις χώρες που μετατράπηκαν σε τριάδα του σύγχρονου συλλογικού ιμπεριαλισμού, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτικό έλεγχο των κοινωνιών τους που τους επιτρέπει να συνεχίσουν την πολιτική ελέγχου και αναχαίτισης του πρώτου κύματος νικηφόρων αγώνων για τη χειραφέτηση της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας.

Η ανεπάρκεια διεθνισμού μεταξύ των εργαζομένων και των λαών υπήρξε η πηγή του διπλού δράματος του εικοστού αιώνα: από τη μια πλευρά, η εξάντληση των κινημάτων που ξεκίνησαν στις περιφέρειες (οι πρώτες εμπειρίες σοσιαλιστικής προοπτικής, το πέρασμα από την αντι-ιμπεριαλιστική απελευθέρωση στην κοινωνική απελευθέρωση) και, από την άλλη, τα Ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κινήματα που ανασυντάχθηκαν με το μέρος του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού μετά τη μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας σε κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Αλλά ο θρίαμβος του καπιταλισμού – που μετατράπηκε σε καπιταλισμό γενικευμένων μονοπωλίων – αποδείχτηκε ότι είχε μικρή διάρκεια (1980 – 2008;). Οι δημοκρατικοί και κοινωνικοί αγώνες που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο, όπως και ορισμένες πολιτικές στις αναδυόμενες χώρες, θέτουν υπό αμφισβήτηση το σύστημα κυριαρχίας των γενικευμένων μονοπωλίων και σκιαγραφούν ένα δεύτερο κύμα παγκόσμιου μετασχηματισμού. Αυτοί οι αγώνες και οι συγκρούσεις αφορούν κάθε κοινωνία του πλανήτη, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Διότι, στην προσπάθεια διασφάλισης της εξουσίας του, ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιτίθεται ταυτόχρονα σε κράτη, έθνη, και εργαζόμενους του Νότου (να εκμεταλλεύεται βάναυσα την εργατική τους δύναμη και να καταχράται τους φυσικούς τους πόρους) καθώς και τους εργαζόμενους του Βορρά που εξαναγκάζονται να ανταγωνιστούν τους εργάτες του Νότου.

Κατά συνέπεια, οι αντικειμενικές συνθήκες για διεθνοποίηση των αγώνων υπάρχουν. Αλλά έχουμε ακόμη απόσταση να διανύσουμε μέχρι να προχωρήσουμε από την ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών στην ενεργοποίηση τους μέσω πολιτικών υποκειμένων, φορέων κοινωνικού μετασχηματισμού. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να λύσουμε αυτό το θέμα με μεγάλες, εύκολες φράσεις κενές περιεχομένου. Αναπόφευκτη προϋπόθεση για την διεξαγωγή μίας γόνιμης συζήτησης σχετικά με τις πιθανές μελλοντικές προοπτικές είναι μια βαθιά μελέτη των συγκρούσεων μεταξύ των αναδυόμενων κρατών και των χωρών του ιμπεριαλισμού της τριάδας καθώς και της πραγμάτωσής τους στις δημοκρατικές και κοινωνικές απαιτήσεις των εργαζομένων στις χώρες που συμμετέχουν, μια βαθιά μελέτη των, εν εξελίξει, εξεγέρσεων στις χώρες του Νότου, των περιορισμών τους και των πιθανών τους εξελίξεων, και τέλος μια βαθιά μελέτη των αγώνων που διεξάγουν οι λαοί της Ευρώπης και της Αμερικής.


Η έξοδος από το έλλειμμα διεθνισμού δεν διαφαίνεται κοντά στο μέλλον. Μήπως, το δεύτερο κύμα των αγώνων για μετασχηματισμό του κόσμου θα είναι μια απλή επανάληψη του πρώτου; Όσον αφορά στην Ευρώπη, το αντικείμενο του προβληματισμού μας, δηλαδή, η αντι-ιμπεριαλιστική διάσταση, παραμένει απούσα από τη συνείδηση τόσο των πρωταγωνιστών των αγώνων, όσο και από τις στρατηγικές που αναπτύσσουν – όταν έχουν στρατηγικές. Αυτήν την παρατήρηση την θεωρώ πολύ σημαντική και για αυτό το λόγο ήθελα να ολοκληρώσω την ανάλυση μου με αυτή την σκέψη, σχετικά με την «Θέαση της Ευρώπης από έξω».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε θεμελιώδεις έννοιες της ανάλυσης μου όσον αφορά στον σύγχρονο καπιταλισμό και της κρίσης του. Τα επιχειρήματα (μόνο συμπεράσματα δίνονται εδώ) αναπτύσσονται στα πιο πρόσφατα ερευνητικά μου έργα:

Au-delà du capitalisme sénile, 2002 ; Obsolescent Capitalism, 2003

Pour un monde multipolaire, 2005 ; Beyond US hegemony, 2006

Du capitalisme à la civilisation, 2008 ; From Capitalism to civilization, 2010

La crise, sortir de la crise du capitalisme ou sortir du capitalisme en crise, 2008 ; Ending the crisis of capitalism or ending capitalism, 2010

La loi de la valeur mondialisée, 2011 ; The law of worldwide value, 2010

Στα πιο κάτω άρθρα μου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις έννοιες των γενικευμένων μονοπωλίων του καπιταλισμού, του συλλογικού ιμπεριαλισμού της τριάδας, του ιστορικού καπιταλισμού και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του – τη συσσώρευση μέσω αποστέρησης από τους λαούς, καθώς επίσης και στις έννοιες δικλείδες ασφαλείας για τη μετανάστευση στις Αμερικάνικες ηπείρους που επέτρεψε την ανάπτυξη του ιστορικού καπιταλισμού, στην υπεραξία στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και στα ιμπεριαλιστικά κέρδη των πολυεθνικών, στις δύο μεγάλες διαρθρωτικές κρίσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού και των απαντήσεων που δόθηκαν στην κάθε μια, στη σύγκρουση Βορρά-Νότου και τη σύγκρουση μεταξύ των αναδυόμενων χώρων και της ιμπεριαλιστικής τριάδας, στα δύο μεγάλα κύματα αντι-ιμπεριαλιστικών (η αφύπνιση του Νότου) και αντι-καπιταλιστικών (οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις) αγώνων και συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στον εικοστό αιώνα και βρίσκονται σε εξέλιξη στο εικοστό πρώτο:

Capitalism, a parenthesis in history, Monthly Review 2009.

The battlefields chosen by contemporary imperialism, Kasarinlan Philippine Journal of Third World Studies, 2009.

The trajectory of historical capitalism, Monthly Review 2011.

Audacity, site Pambazuka 01/12/2011.

Capitalisme transnational ou impérialisme collectif? Recherches Internationales, 2011.

The Centre will not held, the rise and decline of liberalism, Monthly Review 2012.

The surplus in Monopoly Capitalism and the imperialist rent, Monthly Review 2012.

The South challenges globalization, site Pambazuka 05/04/2012.

Η κριτική ανάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της διαχείρισης του ευρώ, αντικείμενα ανάλυσης του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Για τις εξελίξεις σχετικά με τα εν λόγω ζητήματα διαβάστε:

The fading European project {L’effacement du projet européen (Au-delà du capitalisme sénile, 2002 ; από σελίδα 110 και εντεύθεν).}

The European project on shifting sands {Les sables mouvants du projet européen (Pour un monde multipolaire, 2005 ; από τη σελίδα 22 και εντεύθεν).}

The European project called into question {Le projet européen remis en question (Du capitalisme à la civilisation, 2008 ; από σελίδα 151 και εντεύθεν).}

Impossible to manage the euro {L’impossible gestion de l’euro, site Pambazuka 06/07/2010.}

Η παραπομπή στη μελέτη για την κοινή γνώμη στη Ρουμανία στηρίχθηκε σε προφορική αναφορά ενός συμμετέχοντα από τη Ρουμανία στο Βαλκανικό Κοινωνικό Φόρουμ (Ζαγκρέπ, Μάιος 2012).


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Πιλσούντσκι, Γιόζεφ Κλέμενς (Jόsef Klemens Pilsudski, 1867 – 1935). Πολωνός στρατιωτικός και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος του ανεξάρτητου κράτους της Πολωνίας (1918-22). Στρατάρχης το 1920, ανέλαβε την ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά τον πόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων και το 1922 αποσύρθηκε από την πολιτική. Ξαναγύρισε στην εξουσία το 1926, μετά από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βαρσοβία ως υπουργός Άμυνας μέχρι τον θάνατό του. Ο Πιλσούντσκι ήταν μέχρι το τέλος της ζωής του ο πραγματικός κυρίαρχος της Πολωνίας, την οποία διοίκησε χάρη στη βοήθεια του στρατού και των συντηρητικών πολιτικών κύκλων, περιορίζοντας στο έπακρο τη δράση της Βουλής.

2 Χόρτι ντε Ναγκιμπάνια, Μίκλος (Miklos Horthy de Nagybanyai, 1868 – 1957). Ούγγρος ναύαρχος και πολιτικός. Το 1919 διορίστηκε υπουργός Πολέμου και από τη θέση αυτή έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ανατροπή της κομμουνιστικής κυβέρνησης του Μπέλα Κουν (1920). Στη συνέχεια διορίστηκε αντιβασιλιάς και αρχηγός του κράτους, εφαρμόζοντας άκρως συντηρητική και αυταρχική πολιτική. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τάχθηκε και υποστήριξε τις δυνάμεις του Άξονα μέχρι την εισβολή των Ρωσικών στρατευμάτων στη χώρα του, το 1944, οπότε και υπέγραψε χωριστές συμφωνίες.

3 Μορας, Τσαρλς (Charles Maurras, 1868 – 1952). Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός θεωρητικός, με σημαντική επιρροή στη διανόηση των αρχών του 20ου αιώνα. Οι ιδέες του για τον ‘ενιαίο εθνικισμό’ υπήρξαν πρόδρομος των ιδεών του φασισμού. Το 1899 ίδρυσε την ακροδεξιά ομάδα L’ Action Français. Το 1945 καταδικάστηκε σε ισόβια επειδή υποστήριξε τον στρατιωτικό Pétain κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.