Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Ο Χριστός του Κάρλος Φουέντες

681x454

«Η εκκλησία είναι άδεια, η λειτουργία έχει τελειώσει. Τα λουλούδια γυαλίζουν λιγότερο από το Ιερό. Σε μια μεριά του κεντρικού κλίτους υψώνεται γεμάτος ρόζους ο σταυρός όπου κρέμεται ο θυσιασμένος Χριστός, ταλαιπωρημένος και μαυρισμένος από τις τόσες λιτανείες.
 Κοντοστέκεται μια στιγμή πριν να εισδύσει σ’ αυτή την κιβωτό, ερμητικά κλειστή στον κόσμο. Απέναντι στη μορφή από γυαλιστερή λάκα δεν τον συγκρατεί ο φόβος μα μία ανεξήγητη αγάπη, η ίδια που τον κάνει να τρέμει στην ανάμνηση του ζωντανού κόσμου το ίδιο εκείνο πρωί ή το σωσμένο κερί του Μ. Σαββάτου. Το βρωμισμένο πρόσωπο του μαυρισμένου Χριστού, ρυτιδωμένο από αιμάτινα ρυάκια, βρίσκεται εκεί. Τα μάτια λάμπουν κάτω από τα φρύδια, σχεδιασμένα στο σχήμα του πόνου. Το άκαμπτο σώμα δεν κινείται, αν και τα μπράτσα είναι πάντα ζωντανά, σμίγοντας το μαρτύριο με την προσδοκία. Το κόκκινο ύφασμα, στολισμένο με πολύτιμους λίθους, πέφτει ίσιο ανάμεσα στην κοιλιά και τις λαγόνες, κι από εκεί κατεβάινουν σαν ποταμοί οι βασανισμένοι μηροί, καταλήγοντας στο μοναδικό καρφί, μπηγμένο στα πόδια. Είναι βέβαιος ότι το σώμα του Σωτήρα δεν θα κινηθεί, δε θα γλιστρήσει απ’ τα χέρια του καθώς τα αντικείμενα του κόσμου. Ο Χάιμε γονατίζει και δεν ξέρει τι να κάμει.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ντοστογιέβσκη, Έγκλημα και τιμωρία, τ. Β', μετ. Α. Αλεξάνδρου



Δημήτρη Μπαλτά (επιμέλεια)


"- Πού είναι το μέρος που λέει για τον Λάζαρο; Ρώτησε ξαφνικά.

Η Σόνια κοίταζε επίμονα το πάτωμα και δεν απαντούσε. Στεκόταν κάπως πλάγια στο τραπέζι.

-Που είναι το μέρος για την ανάσταση του Λαζάρου; Βρές μου το, Σόνια.

Αυτή τον κοίταξε απ’ το πλάι.

-Δεν είναι κεί που ψάχνετε…στο τέταρο Ευαγγέλιο…πρόφερε αυστηρά , χωρίς να τον πλησιάσει

-Βρές το και διάβασέ μου το, είπε αυτός και κάθισε∙ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι , στήριξε το πιγούνι στην παλάμη και βάλθηκε να κοιτάει βλοσυρά στα πλάγια, έτοιμος ν’ακούσει.

«Σε δυο-τρείς βδομάδες θα βρίσκουμαι κιόλας στο δρόμο για την εξορία, αν δε γίνει τίποτα χειρότερο», μουρμούριζε μέσα του.

-Μα τι; Δεν το’χετε διαβάσει; Ρώτησε αυτή κοιτάζοντάς τον απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού κάτω απ’ τα φρύδια της.
Η φωνή γινόταν όλο και πιο τραχιά.

-Είναι καιρός…Όταν πήγαινα σχολείο. Διαβάστε!

-Και στην εκκλησία; Δεν τα’ακούσατε;

-Εγώ…δεν πάω. Εσύ πας συχνά;

-Ο-ο-όχι , ψιθύρισε η Σόνια". (σ. 415)

"Αυτό είναι όλο για την ανάσταση του Λαζάρου, ψιθύρισε αυστηρά και με κομμένη φωνή και γυρίζοντας αλλού το πρόσωπό της στάθηκε ακίνητη , μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Έτρεμε ακόμα σαν να’χε πυρετό. Το κερί στο λιγδωμένο σαμντάνι έφτανε στο τέλος του και τρεμόσβυνε, φωτίζοντας αχνά, μέσα σε κείνο το φτωχικό δωμάτιο, το φονιά και την πόρνη που είχαν συναντηθεί τόσο παράξενα στο διάβασμα του αιωνίου βιβλίου. Περάσανε πέντε λεπτά , ίσως και περισσότερα….

Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Μια προσευχή του Ντίνου Χριστιανόπουλου...

Στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου εμφανής η παρουσία του καβαφικού πνεύματος. Ιστορικά πρόσωπα, ευαισθησία και διακριτικός ηδονισμός υπαρκτά, όμως, με τον τρόπο του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Ένα τέτοιο ποίημα ο "Εκατόνταρχος Κορνήλιος":


(0΄΄-1.45΄΄ ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ)



ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ 

Κύριε, μην απορείς για την τόση μου πίστη•
η αγάπη μου υπαγορεύει την πίστη.
Δεν σε παρακαλώ για το Νικήτα, ούτε για το Χαρίλαο,
μήτε για τον Νικόλαο, που δεν πρόφτασε να βαρεθεί τις προσευχές.
Τον Αντώνιο κάνε καλά, τον Αντώνιο•
 είναι για μένα τόσο οδυνηρό-
 όταν ήταν μικρός και ελεύθερος 
ασχολούνταν κι αυτός με τα γράμματα και τις τέχνες
 ήταν κάτοχος της αρχαίας ελληνικής και του άρεζε να παίζει ακορντεόν
τις νύχτες που κοιμόταν ο ουρανός και νύσταζε η σελήνη
γέρνοντας το κεφάλι της στο σπίτι με τις πασχαλιές.
 Όμως τώρα είναι δούλος μου, μη ρωτάς πως.
Έχω εξουσίαν επάνω του του δεσμείν και του λύειν,
 Μπορώ να τον κάνω ότι θέλω•
 μπορώ ακόμα και να το λευτερώσω αν και μου είναι οδυνηρό•
εξάλλου εργάζεται αποδοτικά με τη μεγάλη του ρώμη.
 Γι' αυτούς, Κύριε, τους λόγους και γι' άλλους πολλούς
 κάνε καλά τον Αντώνιο, το δούλο του δούλου σου.
 Αν παραστεί ανάγκη,  μπορώ να γίνω και Χριστιανός.
 Όμως κάνε τον καλά, μόνο αυτό σου ζητώ, τίποτ' άλλο.
Θάταν ανήθικο κάθε άλλο που θα τολμούσα να σου ζητήσω.

ΓΕΡΟΜΟΡΙΑΣ


ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη (Κ. Βάρναλης)


 
 Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο για την "Ανάσταση του Παπαδιαμάντη", από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη. 

  Καλή Ανάσταση!


Τις μεγάλες τις γιορτές, πιο πολύ τα Χριστούγεννα αλλά και το Πάσχα, τις έχω συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συχνά βάζω κείμενά του τέτοιες μέρες -για παράδειγμα, πέρσι το Πάσχα είχα βάλει το διήγημά του «Χωρίς στεφάνι«, ένα πασχαλινό αθηναϊκό, μαύρο και όχι χαρμόσυνο, διήγημα. Για σήμερα διάλεξα ένα κομμάτι όχι του Παπαδιαμάντη, αλλά για τον Παπαδιαμάντη, από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης, νέος στη Δεξαμενή, είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη και αργότερα έγραψε και ένα διήγημα «εις παπαδιαμάντειον ύφος», ίσως το ωραιότερο απ’ όσα παρόμοια έχουν γραφτεί, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», που το είχα παρουσιάσει εδώ παλιότερα. Ελάχιστα γνωστό είναι αντίθετα το σημερινό μας κομμάτι, που είναι «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», όχι διήγημα αλλά χρονογράφημα, δημοσιευμένο κάποιο κατοχικό Πάσχα στην εφημερίδα «Πρωία».

Απ’ όσο ξέρω, το κείμενο που θα διαβάσετε είναι αθησαύριστο -αν και μπορεί να πέφτω έξω και να έχει αναδημοσιευτεί κάπου. Πάντως στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει. Έχω μονοτονίσει και έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.

Κι επειδή το χρονογράφημα του Βάρναλη μιλάει για τη θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, θεώρησα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω στο τέλος ένα πρόσφατο δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη για το ίδιο θέμα, που αναφέρεται στο πασχαλινό παπαδιαμαντικό διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», που το ανακάλυψα πριν από τρία χρόνια, και το οποίο κυκλοφορεί πια σε τομίδιο αλλά, να θυμίσω, πρώτοι το διαβάσατε εδώ.

Και βέβαια το ιστολόγιο εύχεται σε όλους Καλή Ανάσταση!

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Αποτέλεσμα εικόνας για παπαδιαμαντησ
Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, —τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγμα­τος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότη­τα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Ε­πειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.
Αποτέλεσμα εικόνας για βαρναληςΚαι τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Με­γάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμ­πιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώ­ρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περι­είχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέ­λος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύ­χτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πή­γαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανά­φτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Στέλιος Κούκος: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Χαίρε ανάμεσά μας και εσαεί!




Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας και εικαστικός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993).
   

Γράφει ο Στέλιος Κούκος

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης είναι  ένας ιδιότυπος ταξιδευτής και επισκέπτης του κόσμου!
Και εν προκειμένω περί κόσμου μην φανταστείτε ότι αναφερόμαστε στον «Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες», αφού ο θεσσαλονικιός συγγραφέας ήταν ικανός να κάνει ένα μακρινό ταξείδι στο συρτάρι του, σε ένα κουτί από τα αναμνηστικά που «αποδελτίωνε» τον κόσμο του.

Βεβαίως! Και όχι μόνον να ταξιδέψει ο ίδιος, αλλά να μας μεταφέρει και εμάς μαζί του σε μία επίσκεψη σχεδόν… θρίλερ αλλά και ζωής. Αυτή, όμως, ήταν και η μία ευρύτερη μέθοδος και τρόπος δουλειάς του. Διά της επίσκεψης και εντρύφησης στα πράγματα και την αλήθειά τους, τα φανερώματά τους. Ή ακόμη στις αποδείξεις που απαιτούσε ο ίδιος για την ζωή του. Θυμάστε την παλαιότερη έκκληση-καμπάνια υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.) που έλεγε για τα αυθαίρετα «Αν το δηλώσεις μπορείς να το σώσεις»! Κάπως έτσι έκανε και με τα δικά του «αυθαίρετα» ο Πεντζίκης. 

Συνέχεια εδώ:

Στέλιος Κούκος: Μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη - Μνήμη του κόσμου της Μητέρας, Τροφού και Ξενοδόχου Θεσσαλονίκης!


Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993).

Γράφει ο Στέλιος Κούκος 

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν ο άρχοντας της Θεσσαλονίκης.

Νόμιζες πως κουβαλούσε όλη την πόλη μέσα του. Στα σπλάχνα του!

Ένιωθες πως αν τον άνοιγες θα έβλεπες όλη την πόλη αποτυπωμένη εντός του! Με οδικούς άξονες τις φλέβες που οδηγούσαν ή εκπορεύονταν από την καρδιά του όπου βρισκόταν το διοικητήριο της πόλης, δηλαδή ο ναός του πολιούχου της αγίου Δημητρίου!

Τα λοιπά ζωτικά του όργανα ήταν οι άλλες πανέμορφες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, η Παναγία Αχειροποίητος, η Του Θεού Σοφία, η Ροτόντα, οι Δώδεκα Απόστολοι, ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Παντελεήμων, η Παναγία Χαλκέων, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, η Νέα Παναγία…

Ο σκελετός του θώρακα του ήταν τα κάστρα της πόλης που τόσες φορές την προφύλαξαν από αυτούς που την εποφθαλμιούσαν· πάντα βεβαίως με την βοήθεια του φιλόπολη αγίου της Δημητρίου του Μυροβλύτη που ορισμένες φορές εμφανιζόταν οφθαλμοφανώς πάνω και μπροστά από τα κάστρα για να την υπερασπιστεί, όπως ομολογούσαν συντετριμμένοι οι έντρομοι πολιορκητές της.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

«Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη!» ή Ο έπαινος και ο ψόγος της αγοράς και της κερκίδας…

Είναι κάποιοι φίλοι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που τέτοιες μέρες ενθουσιασμένοι, για να μην πω εκστασιασμένοι, από την ανάγνωση των διηγημάτων του ευαγγελιστή των ελληνικών εορτών θα αναφωνήσουν και πάλιν: «Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη»!

Δεν κάνω πλάκα! Πρόκειται για πραγματική αντίδραση και δεν είναι στοιχειοθετημένη για τις ανάγκες εορταστικού κειμένου! Η αναφώνησή τους αυτή πηγαία, γνήσια, και έως αδιάκριτη, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος, έχει καταγραφεί και σε ανάρτηση στο facebook και από εκεί την τσίμπησα! 

«Γεια σου ρε Παπαδιαμάντη»! Έμπαινε, λοιπόν, τρίπλαρε, σκόραρε! Η εξέδρα είναι έτοιμη να σε αποθεώσει! 

Αλλά τι καινούργιο να μας δώσεις, πλέον; Θα αρκεστούμε στα παλαιά αναζητώντας την επανάληψη της συγκίνησης ή ακόμη και την επαλήθευσή της ή την επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας σου στον θώκο της ελληνικής λογοτεχνίας; 

Φτάνει, όμως, αυτό για να ανοίξουμε διάπλατα την καρδιά μας, να νιώσουμε εν μέσω των ποικίλων συμφορών της ζωής μας πραγματικά Χριστούγεννα και να εκφραστούμε υμνητικά και δοξολογικά ή ακόμη και… ποδοσφαιρικά προς το πρόσωπο σου; Το πρόσωπο που έχει ταυτιστεί με τις μείζονες γιορτές και σκόλες μας;

Μπορεί, βεβαίως, να φτάνει και να περισσεύει μια ακόμη ετήσια επανάληψη, αλλά η ποίηση έχει τις δικές της εκπλήξεις που είναι πέραν από την ταυτοποίηση λέξεων, φράσεων, διαλόγων, επεισοδίων, συναισθημάτων…

Γιατί εκεί που νομίζεις πως μετά την γνωστή φράση, θα ακολουθήσει και η γνωστότατη, όπως και η επανάληψη της επαναλήψεως, εντούτοις αίφνης φωτίζεται αλλιώς το κείμενο από μια νέα ανάγνωση των ίδιων λέξεων και φράσεων που νόμιζες πως τις είχες ήδη αποδελτιώσει οριστικά, τις είχες αποκωδικοποιήσει πλήρως, ενώ και το νόημα το κρατούσες για τα καλά μέσα σου με ασφάλεια! Την ίδια στιγμή που νόμιζες πως τίποτε δεν σου ξέφευγε! Τίποτε δεν μπορούσε να σου διαφύγει μετά από τις επανειλημμένες αναγνώσεις! Νόμιζες! 

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη - antifono.gr

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη - antifono.gr



Ανήκομεν εις την Δύσιν… Και ο Παπαδιαμάντης;

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ, Ο ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε για τον Παπαδιαμάντη πως είναι ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος. Εκθειαστικά ήταν επίσης τα λόγια του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά, του Πορφύρα και άλλων μεγάλων ονομάτων της ελληνικού πνεύματος.
Ο Σκιαθίτης δημιουργός «δανείστηκε» το φυσικό περιβάλλον του νησιού του, ανέσυρε από τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και ψυχογραφώντας την ζωή των απλών, ταλαιπωρημένων ανθρώπων, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το ηθογραφικό μυθιστόρημα.

Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η έντονη θρησκευτικότητα καθόρισαν τη συγγραφική του πορεία και την ψυχοσύνθεσή του.

Η ζωή του πεζογράφου


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στην Σκιάθο. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και η μητέρα του, Αγγελική Μωραΐτη, προερχόταν από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά, που πήγε στην Σκιάθο τον 18ο αιώνα.



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον Γιάννη Βλαχογιάννη στην Αθήνα

Η οικογένεια ωστόσο αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα η εκπαίδευση του Αλέξανδρου να γίνει τμηματικά.

ΠΩΣ ΑΠΕΘΑΝΕΝ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ; Οι τελευταίες ώρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπως τις περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης


ΚΛΙΚ για τη συνέχεια...

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:



Watch this video on YouTube


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Καπετάνιος Αγιογράφος - Φώτης Κόντογλου


ΚΑΛΑ -ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Φώτης Κόντογλου - Ἁγιασμένες μέρες

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει:

«Ἁγίῳ Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».

Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».

Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα



Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Η ορθόδοξη πίστη και το θρησκευτικό βίωμα στο έργο του Ντοστογιέφσκυ “Αδελφοί Καραμάζοβ”

Η ορθόδοξη πίστη και το θρησκευτικό βίωμα στο έργο του Ντοστογιέφσκυ “Αδελφοί Καραμάζοβ”

0
483

”Το εύρος και η δύναμη της προσωπικότητάς του ξεπερνούν κάθε σύγχρονη μέθοδο αξιολόγησης.  Στην πρώτη επαφή,νομίζεις πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα συγγραφέα-και άξαφνα ανακαλύπτεις το άπειρο… Σαν εισχωρήσεις μέσα στο σύμπαν του Ντοστογιέφσκι, ανακαλύπτεις ένα τοπίο προκατακλυσμιαίο,έναν κόσμο μυστηριακό, πρωτόγονο και παρθενικό.  Σε κυριεύει μια γλυκιά αγωνία,όπως όταν πλησιάζεις πρωταρχικές και αιώνιες δυνάμεις.Και σε λίγο,ο θαυμασμός και η πίστη σε προτρέπουν να μείνεις.Πίσω από κάθε διάφραγμα του έργου του,πίσω από κάθε ήρωα,βασιλεύει η αιώνια νύχτα και το αιώνιο φως-και αυτό γιατί ο προορισμός του και η μοίρα του είναι αξεδιάλυτα δεμένα με όλα τα μυστήρια του Είναι. Ο κόσμος του κινείται ανάμεσα στον θάνατο και την τρέλα,στο όνειρο και στην απτή πραγματικότητα…”

Έτσι περιγράφει ο Στέφαν Τσβάιχ το έργο του Ντοστογιέφσκι. Όλες οι μορφές των ηρώων του κινούνται μέσα στα αδιέξοδα που προξενεί η άρνηση του Θεού και η εναγώνια αναζήτηση της πίστης και του θείου. Και αυτό φαίνεται με τον πιο έκδηλο τρόπο στους ”Αδελφούς Καραμαζόβ”.

Γιος ξεπεσμένου ευγενούς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στην Μόσχα το 1821, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως γιατρός. Έτσι, ζώντας από κοντά τους ασθενείς,από μικρός γνώρισε την δυστυχία,τον πόνο,την αθλιότητα και τον θάνατο. Ο πατέρας του,τύπος αυστηρός και αυταρχικός,του έδωσε μία παραδοσιακή θρησκευτική αγωγή.  Η μητέρα του πέθανε όταν ο Ντοστογιέφσκι ήταν δεκαέξι ετών. Ο νεαρός εισήχθη στην Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού στην Πετρούπολη,και στο διάστημα αυτό ο πατέρας του δολοφονήθηκε από εξεγερμένους δουλοποαροίκους, χρήματα δεν είχε,και επιπλέον δεν τον ενδιέφεραν τα μαθήματα της Σχολής. Αποφοιτώντας, αφοσιώθηκε στην λογοτεχνία και το γράψιμο. Ήδη νωρίς το 1846 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Rowan Williams: Γιατί ο Ντοστογιέφσκυ




Ο πρών επίσκοπος του Canterbury, Rowan Williams, μιλά για τις βασικές ιδέες και τους ήρωες των μυθιστοριμάτων του Φίοντορ Ντοστογιέφσκυ με αφορμή το βιβλίο του για τον Ρώσο συγγραφέα ("Dostoevsky, Language, Faith and Fiction", εκδ. Bloomsbury). 

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας

Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας «Ράχη» στην Πορταριά έχει δοθεί το όνομα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε αρκούσε αυτό και μόνο να εξηγήσει την ονοματοδοσία αυτή. Η αφορμή όμως στο να δοθεί το όνομα του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω:

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της «Ράχης», απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο «Δεσποτικό». Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά, για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.

Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1942, μας είχε διηγηθεί.
Ποια χρονιά ακριβώς συνέβη, δεν το ξέρω. Το παραθέτω όπως μας το διηγήθηκε ο παππούς μου.

Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παππούς μου με το βιβλίο στο χέρι, που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα, και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά.
Διάβασε το πρώτο και πήρε μια βαθειά ανάσα, έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιος, που στεκότανε όρθιος από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο και προχώρησε στο τρίτο. Ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους το τέταρτο. Ο παππούς μου, με αγωνία που αυξανόταν, διάβασε την πέμπτη στροφή και ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους την έκτη, και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα. Ο παππούς μου διαβάζοντας από το βιβλίο και ο άγνωστος απ’ έξω, χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας, κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου και τα απήγγελλε μεστά περιεχομένου. Ο φόβος του έβαλε την ιδέα ότι ο ξένος ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος από το Θεό να ελέγξει αν επιτελεί σωστά το έργο του. Και πρόσθετε ο παππούς μου: «Ήμουν και νέος παπάς…».
Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό να βγάλει το πετραχήλι και έως ότου βγει έξω ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Πράγμα που εμπέδωσε, στη αρχή, την υποψία του αγνού ιερέα για την εξ ουρανών προέλευση του αγνώστου. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του απόκοσμου ξένου. Ρώτησε και έμαθε στη συνέχεια ότι αυτός ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις και το παρουσιαστικό του, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.

Να λοιπόν που το χωριό συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης.

Γιώργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος, Φύλλο υπ’ αρ. 4 της έκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ιανουάριος 1999

ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ!


ΚΛΙΚ στην εικόνα...


ΠΗΓΗ: https://toanagnostikotisgalilaias.gr/

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Ο κυρ Νίκος, Γαβριήλ Πεντζίκης (Αφιέρωμα)

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Αφιέρωμα της Σοφίας Ντρέκου

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (30 Οκτωβρίου 1908 - 13 Ιανουαρίου 1993) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Παρίσι Φαρμακολογία και διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα πασίγνωστο φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, που υπήρξε κέντρο λογοτεχνικών συνερεύσεων.

Ο Πεντζίκης αποτελεί μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή μορφή των ελληνικών γραμμάτων που με την πάροδο των χρόνων παίρνει τη θέση που η σύγχρονή του κριτική τού είχε στερήσει. Το όλως ιδιότυπο ύφος του διακρίνει επίσης και τα ζωγραφικά του έργα.

Αυτοβιογραφία του Νικολάου Γαβριήλ Πεντζίκη 

«Γεννήθηκα στα 1908. Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ' Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μου εμφύτευσαν την αγάπη στη Γεωγραφία και το Δημοτικό τραγούδι.

Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μιά Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «H Λαφίνα» και του «Κίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Καρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.

Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικώτερα η σκανδιναυϊκή συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Τότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».

Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Κλωντέλ. Από το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους βυζαντινούς χρονογράφους.

Από τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.

Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Αυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικώτερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Αποκριάτικη Νυχτιά - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αποκριά στην Αθήνα 1 Ιανουαρίου 1878 Νικόλαος Γύζης
Αθηναϊκά διηγήματα 


«Ερρέμβαζεν εξηπλωμένος επί της
κλίνης του, ο Σπύρος ο Βεργουδής,
πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της
φιλοσοφικής σχολής, όστις και αν ήθελε να εισέλθει εις τον κόσμον δεν είχε τα μέσα.»

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νυχτιά» πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892 στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών. Είναι έργο αθηναϊκό, ηθογραφικό, σατιρικό και αυτοψυχογραφικό, γιατί ο Σπύρος Βεργουδής είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, στα πρώτα δραματικά του χρόνια στην Αθήνα. Το χιούμορ, οι εξαιρετικής δύναμης περιγραφές των χαρακτήρων και των καταστάσεων, η ενδελεχής αναφορά στα ήθη και τα έθιμα της εποχής και η ψυχολογική ανατομία των προσώπων, το καθιστούν σπάνιο δείγμα διηγηματικής γραφής σε συνδυασμό με την μοναδική και τόσο χαρακτηριστικής ακρίβειας γλώσσα του.

Ἀποκριάτικη νυχτιά
Ἐὰν δὲν ἦτο ἐπιμελὴς σπουδαστὴς ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, καὶ δὲν εἶχε τυχὸν πῶς νὰ περνᾷ τὰς ὥρας του, κατὰ τὰς πολυημέρους διακοπὰς τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς Ἀπόκρεω, ἠδύνατο νὰ εὕρῃ δουλειὰ καθήμενος εἰς τὸ παράθυρον καὶ θεώμενος καὶ ἀκούων τὰ τελούμενα. Δὲν ἦτο δρόμος, ἦτο αὐλή, παμπάλαιος, εὐρεῖα, ἀκανόνιστος, μὲ τοὺς τοίχους ὑψηλοὺς ἀλλ᾽ ἀνίσου ὕψους, περιβάλλουσα μίαν τῶν παλαιοτέρων οἰκιῶν παρὰ τὴν ἀνέρπουσαν ἐσχατιὰν τῆς ἀρχαίας πόλεως, πρὸς τὴν Ἀκρόπολιν, ὑψηλά, παρὰ τὸ Ἁγιοταφίτικον. 

Αἱ τρεῖς ἐνοικάρισσαι τοῦ ἰσογείου, ἡ κυρα-Κατίγκω ἡ Χρίσταινα, μετὰ τῆς ἀγάμου ἀδελφῆς της Φρόσως, καὶ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, μετὰ τῆς κόρης της τῆς Γεώργαινας, καὶ ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της τῆς Μαρούσας, ἐμάλωναν διὰ κάθε τι, συχνότατα, σχεδὸν τρὶς τῆς ἑβδομάδος. Συνήθως, ἡ κατέχουσα τὸ μεσαῖον οἴκημα, ἡ Λεμονού, πότε ἐκ τῆς παραμικρᾶς ἀφορμῆς, πότε ἄνευ ἀφορμῆς ὡρισμένης, τὰ ἔβαζε σήμερον μὲ τὴν μίαν, αὔριον μὲ τὴν ἄλλην τῶν δύο γειτονισσῶν της. Καὶ τὰς μὲν ἑορτάς, ἀντὶ νὰ εὑρίσκωσιν ὕλην ὅπως κακολογῶσιν ἄλλας ἔξω τῆς αὐλῆς διερχομένας ἢ ἡσύχως εἰς τὰς οἰκίας των καθημένας γυναῖκας, προχειρότερον εὕρισκον νὰ τὰ χαλοῦν μεταξύ των. Ἐὰν τυχὸν ἡ μία τῶν τριῶν, ἡ ἀδελφὴ τῆς μιᾶς ἢ ἡ κόρη τῆς ἄλλης ἐστολίζετο, ἡ ἄλλη ἔμενε πεισματωδῶς μὲ τὰ καθημερινά της, διὰ νὰ ἔχῃ ἀφορμὴν νὰ κακολογῇ τὴν στολισμένην, ὅτι «δὲν ξέρει νὰ φορέσῃ τὸ φουστάνι της», κ᾽ ἔλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μοῦ στολίστηκε σὰ νύφη· τὸ χάλι της, δὲν τὸ βλέπει!» Τὰς δὲ καθημερινάς, ἄλλοτε αἱ δύο, ἄλλοτε καὶ αἱ τρεῖς, εἶχαν μπουγάδα, καὶ ὅλον τὸ πλυσταρεῖον, καὶ ὅλος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς, δὲν τὰς ἤρκει διὰ ν᾽ ἁπλώσωσι τὰ μοσχοπλυμένα των.

Συχνὰ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, ἀφοῦ ὠνείδιζε τὴν ἐκ δεξιῶν καὶ τὴν ἐξ ἀριστερῶν πάροικόν της, ὡς ἀπρόκοφτην, ὡς ἄπραχτην*, ὡς ἀπασσάλωτην*, αὐτὴ πρώτη θέτουσα τὸ «πρόσφωλο»*, αἴφνης εἰρήνευεν, ἐμειδία, κ᾽ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ ἔχει δουλειὰ νὰ κάμῃ, ὅτι «δὲν χαλνᾷ τὴ ζαχαρένια της», καὶ ὅτι δὲν τὰς συνερίζεται ν᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰς μομφάς των. Ἄλλοτε πάλιν ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα ἔπαιρνε λόγια ἀπὸ τὴν μίαν κ᾽ ἔβαζε μαναφούκια* εἰς τὴν ἄλλην, καὶ εἶτα ἐν ἀνέσει ἐνετρύφα εἰς τὸν καυγάν, ἱσταμένη παράμερα. Ἐμάλωναν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ μίαν σκάφην ἀναποδογυρισμένην ὀλίγον λοξὰ εἰς τὸ πλυσταρεῖον, δι᾽ ὀλίγες σταλαματιὲς θερμοῦ χυθείσας κατὰ γῆς, δι᾽ ὀλίγας δράκας στάκτης περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ριφθείσας εἰς τὴν κόφαν. Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἡ γραῖα Βαγγελὴ ἐθύμωσεν ἐναντίον τῆς Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, διότι αὕτη ἐκαυχήθη ὅτι πληρώνεται πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὑποκάμισα τῆς κόλλας, καὶ τὴν ὠνόμασε «τριγυρισμένην»* καὶ «πομπιωμένην»*, ἄλλοτε πάλιν ἡ Κατίγκω ἐσήκωσε χεῖρα ἐναντίον τῆς Μαρούσας, τῆς ψυχοκόρης τῆς Σταματούλας, καλέσασα αὐτήν, δεκατετραετῆ μόλις, «μωρὴ μπασταρδού!» διότι τὴν εἶδε νίπτουσαν τὰς χεῖρας πλησίον εἰς τὴν κόφαν τῆς μπουγάδας μὲ τὰ ροῦχα. Μὲ αὐτὰ ἐπερνοῦσαν τὰς ἡμέρας των εἰς τὴν εὐρεῖαν αὐλὴν τῆς παμπαλαίου οἰκίας αἱ τρεῖς αὗται πτωχαὶ γυναῖκες.
Τὴν ἑσπέραν πάλιν, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδὴς θὰ εὕρισκε δουλειάν, ἂν ἤθελε, μὲ σβηστὴν τὴν λάμπαν, νὰ μένῃ εἰς τὸ ἀνώγεων δωμάτιόν του καὶ νὰ ἵσταται ὄπισθεν τοῦ ἀνατολικοῦ παραθύρου, κατασκοπεύων τοὺς εἰσερχομένους, ἢ νὰ κολλᾷ τὸ οὖς εἰς τὴν κλειδότρυπαν, ἀκροώμενος λόγους καὶ κρότους καὶ ψιθυρισμούς. Αὕτη ἦτο ἡ κυρία εἴσοδος τῆς οἰκίας, δι᾽ ἧς εἰσήρχετο καὶ αὐτὸς εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιόν του, εἴσοδος ἐπίσημος, διὰ τῆς ὁποίας ἔμβαιναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γνώριμοι τῆς οἰκίας, κατὰ ἑκατοντάδας ἀριθμούμενοι

Καὶ ἂν ἤθελε νὰ μεταβῇ πρὸς στιγμὴν εἰς τὸ ἄλλο παράθυρον τοῦ δωματίου του, πρὸς μεσημβρίαν βλέπον, ἀπ᾽ ἐκεῖ θ᾽ ἀντίκρυζε τὴν ἄλλην, τὴν μικρὰν εἴσοδον, συνεχομένην μὲ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου διημέρευε συνήθως ἡ κυρία Ζαχαρού, ἡ μήτηρ τῆς οἰκογενείας, καπνίζουσα ἀνέτως τὰ τσιγαρέτα της. Ἦτο οἰκία ὅπου ἠδύνατό τις νὰ παίξῃ ἐν ἀνέσει τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλας παιδιάς. Δύο ἄνθρωποι, ὁ πρῶτος κυνηγούμενος ὑπὸ τοῦ δευτέρου, ἢ ἀδιακρίτως κυνηγοῦντες ἀλλήλους, χωρὶς νὰ φαίνεται τίς ὁ διώκων καὶ τίς ὁ φεύγων, ἠδύναντο νὰ εἰσέρχωνται καὶ νὰ ἐξέρχωνται ἀλλεπαλλήλως διὰ τῶν δύο θυρῶν, ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας, χωρὶς ὁ εἷς νὰ φθάσῃ ποτὲ ἢ ν᾽ ἀντικρύσῃ τὸν ἕτερον.


Καὶ ἂν ἐπέστρεφε πάλιν πρὸς τὸ παράθυρον τὸ ἀνατολικόν, ἢ πρὸς τὴν μικράν του θύραν, καὶ ἐπεσκόπει τὴν κυρίαν εἴσοδον, ἐκεῖ ἤκουεν, ἅμα ἐνύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, νὰ κρούεται ἡ θύρα. Καὶ ἤχει ἐσωτερικῶς ἐλαφρὸν βῆμα καὶ θροῦς ἐσθῆτος, καὶ ἤνοιγεν ἡ θύρα, καὶ εἰσήρχοντο οἱ ἐπισκέπται, καὶ τότε ἤκουε καλησπέρες καὶ χαιρετισμοὺς καὶ προσρήσεις, κ᾽ ἐνίοτε φιλήματα… μεταξὺ γυναικῶν, οἷα συνηθίζουσι φορτικῶς ν᾽ ἀνταλλάσσωσιν αἱ ἀπόγονοι τῆς Εὔας, κατὰ τὰ ἐξιππασμένα καὶ φραγκοποτισμένα ἤθη μας. Σπεύδω νὰ εἴπω, πρὸς καθησύχασιν τοῦ ἀναγνώστου, ὅτι τὰ ἤθη τῆς οἰκογενείας, περὶ ἧς ὁ λόγος, ἀνειμένα κατὰ τὸ φαινόμενον, πράγματι ἦσαν αὐστηρά.