του Jacques Baud

Το άρθρο που δημοσιεύουμε στα ελληνικά σήμερα, «αλιεύθηκε» σε πολλούς ιστότοπους, στρατιωτικούς, μαρξιστικούς, διπλωματικούς, ιστορικούς. Στον ιστότοπο «προς υπεράσπιση του Μαρξισμού» το συνόδευε μια προμετωπίδα της εκδοτικής ομάδας, που ανέφερε πως η σημασία αυτού έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι ο συγγραφέας, υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ελβετικού Στρατού, πρώην στέλεχος των ελβετικών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών και επί έτη σύμβουλος του ΝΑΤΟ, Ο Ζακ Μπωντ (Jacques Baud), «μόνο μαρξιστής δεν είναι». Αφού μάλιστα αναφέρουν ότι ο Μπωντ δούλεψε για το ΝΑΤΟ και σε ουκρανικά προγράμματα, κι ότι «δε συμφωνούν μέχρι τελείας με όλα όσα γράφει», τονίζουν πως «το ίδιο το γεγονός πως η κριτική αυτή έρχεται όχι από έναν μαρξιστή αλλά από υψηλόβαθμο πρώην αξιωματούχο δυτικών μυστικών υπηρεσιών και του ΝΑΤΟ, την κάνει εκατό φορές πιο πολύτιμη» καθώς «αντιπροσωπεύει την ολοκληρωτική διάψευση των ψευδών του δυτικού Τύπου». Ακριβώς γι’ αυτό, και λόγω της προτροπής τους, αποφασίσαμε να το μεταφράσουμε και παραθέσουμε ολόκληρο.

Μέρος Πρώτο: Ο Δρόμος για τον Πόλεμο

Για χρόνια, από το Μάλι στο Αφγανιστάν, έχω εργαστεί για την ειρήνη και έχω διακινδυνεύσει τη ζωή μου για αυτήν. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα δικαιολόγησης του πολέμου, αλλά κατανόησης όσων μας οδήγησαν σε αυτόν. Παρατηρώ πως οι “ειδικοί” που εμφανίζονται στην τηλεόραση αναλύουν την κατάσταση βασιζόμενοι σε αμφισβητούμενες πληροφορίες, πολύ συχνά σε υποθέσεις που παρουσιάζονται ως γεγονότα – και έτσι δεν μπορούμε πλέον να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Και, δημιουργείται πανικός.

Το ζήτημα δεν είναι τόσο να γνωρίζουμε ποιός έχει δίκιο σε αυτή τη σύγκρουση, αλλά κατά πόσον αμφισβητούμε τον τρόπο με τον οποίον οι ηγέτες μας λαμβάνουν αποφάσεις.

Ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τις ρίζες της σύγκρουσης. Αρχίζει με αυτούς που τα τελευταία οκτώ χρόνια αναφέρονται σε “αποσχιστές” ή “αυτονομιστές” από το Ντονμπάς. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα δημοψηφίσματα που διεξήγαγαν οι δύο αυτο-ανακηρυγμένες Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ το Μάιο του 2014, δεν ήταν δημοψηφίσματα “ανεξαρτησίας” (независимость), όπως ορισμένοι αδίστακτοι δημοσιογράφοι έχουν ισχυριστεί, αλλά δημοψηφίσματα “αυτοδιάθεσης” ή “αυτονομίας” (самостоятельность). Ο προσδιορισμός “φιλο-Ρωσικές” υπονοεί πως η Ρωσία έλαβε μέρος στη σύγκρουση, κάτι που δεν ισχύει, και ο όρος “Ρωσόφωνοι” θα ήταν πιο ειλικρινής. Επιπλέον, αυτά τα δημοψηφίσματα διεξήχθησαν παρά τις αντίθετες συμβουλές του Βλαντιμίρ Πούτιν. 

Στην πραγματικότητα, αυτές οι Δημοκρατίες δεν είχαν ως στόχο να αποσχιστούν από την Ουκρανία, αλλά να έχουν αυτόνομο στάτους, εξασφαλίζοντας τη χρήση της Ρωσικής ως επίσημη γλώσσα. Διότι η πρώτη νομοθετική πράξη της νέας κυβέρνησης μετά την ανατροπή του Γιανουκόβιτς, ήταν η κατάργηση, την 23η Φεβρουαρίου 2014, του νόμου Κιβαλοφ – Κολεσνιτσένκο του 2012 που καθιστούσε τη Ρωσική επίσημη γλώσσα. Κάπως σαν να αποφάσιζαν πραξικοπηματίες πως τα Γαλλικά και τα Ιταλικά δε θα ήταν πλέον επίσημες γλώσσες στην Ελβετία.

Η συγκεκριμένη απόφαση προκάλεσε καταιγίδα αντιδράσεων στο Ρωσόφωνο πληθυσμό. Το αποτέλεσμα ήταν δριμεία καταστολή κατά των Ρωσόφωνων περιοχών (Οδησσός, Ντνιπροπετρόφσκ, Χάρκοβο, Λουγκάνσκ και Ντόνετσκ) η οποία ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2014 και οδήγησε σε στρατιωτικοποίηση της κατάστασης και κάποιες σφαγές (οι πιο αξιοσημείωτες στην Οδησσό και τη Μαριούπολη). Στα τέλη του καλοκαιριού του 2014, μόνο οι αυτο-ανακηρυγμένες Δημοκρατίες του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ παρέμεναν.