Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

«Εγκαταλείψτε το πλοίο» του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή





Δημήτρης Γ. Μαγριπλής


  Πρώτοδημοσιεύτηκε 14 Αυγούστου 2022

Ταξίδευα πάνω σε καλοσύνη απόλυτη. Γύρω μου, τοίχος το μπλε. Όποια ρότα κι αν έβαζα, κατέληγα εκεί και ύστερα πίσω.

– Τι κάνουμε εδώ; ρώτησα τον καπετάνιο.

– Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, είπε με ύφος.

Κινήθηκα προσεχτικά και βρέθηκα στην πρύμνη. Κοίταξα κάτω. Νερά με απόλυτη διαύγεια. Βυθός –εικόνα του τοίχου– και ψάρι μηδέν. «Κρύβονται», αναλογίστηκα και θέλησα να τα προκαλέσω. Έψαξα μέσα στην τσέπη μου. Ψίχουλα. Πήρα δυο στάλες και τα έβρεξα. Ζύμωσα στην παλάμη μου έναν σβόλο και κοίταξα γύρω να βρω πετονιά. Τι σκάφος και αυτό. Καθάριο, λευκό, σαν μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη περίτεχνα. Απόρησα. Τράβηξα μια κλωστή από το πανωφόρι μου και έδεσα στην άκρη το δόλωμα. Το πέταξα μέσα. Μετά από λίγο βαρέθηκα.

– Εδώ δεν ψαρεύετε; Η φωνή μου σκεπάστηκε από ένα απότομο «ντουπ». Γυρίζαμε πίσω.

– Τώρα ρίξ’ το! ακούστηκε η προτροπή.

Ξαναδοκίμασα. Αλλάζοντας θέση. Πήγα στην πλώρη. Κρατούσα τη συρτή γερά και περίμενα.

– Τσίμπησε, τσίμπησε! άρχισα να φωνάζω.

Τέτοια δύναμη; Θα μου έκοβε τα χέρια.

– Κράτα γερά! ακούστηκε και εγώ έδειξα φιλότιμο. Μα δεν μπορούσα να αντέξω. Η αντίσταση ήταν τεράστια. Το καραβάκι άρχισε να πισωγυρίζει και μάλιστα επικίνδυνα.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Δια των αισθήσεων

του Δημήτρη Μαγριπλή


Ανέβηκα στο χωριό αμέσως μετά τη Λαμπρή. Είχα καιρό να έρθω και όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Αναστάσιμα. Έμεινα στο πατρικό, αν και οι συνθήκες πια δεν ευνοούσαν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η σκεπή είχε αρχίσει να υποχωρεί και αυτό με στεναχώρησε ιδιαίτερα. Τα πέτρινα σπίτια έτσι γκρεμίζονται. 

Δεν έχουν θέμα στα ντουβάρια, αλλά στην οροφή. Αν αυτή υποχωρήσει, μετά από λίγο αρχίζει μια διαρκής κατάρρευση. Σιγά σιγά γλύφει η βροχή τους τοίχους και οι πέτρες αποσπώνται από την συμπαγή μάζα της δημιουργίας. Κατρακυλούν κάτω και ο σορός, αν δεν βρεθεί κατάλληλο χέρι και φροντίδα, γίνεται όλο και μεγαλύτερος.

 Στο μέλλον θα είμαι άστεγος. Όχι ότι αυτό με ενοχλεί. Ουσιαστικά άστεγοι είμαστε όλοι μέχρι να καταλήξουμε και προσωπικά έχω μετακομίσει εδώ και καιρό στον χώρο των επιλογών μου. Εκεί υπάρχω και διαβιώ. Αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, δεν ξέρω πια. Ο νόστος, όμως, υπάρχει. Θεωρώ μεγάλη ανάγκη αυτό το ανέβασμα κάθε που ακούγεται το «Χριστός Ανέστη». Σε σημείο που η μετάβαση γίνεται ως εκ θαύματος, χωρίς προετοιμασίες και φυσικά δίχως αποσκευές και περαιτέρω υλικά βάρη. Πάντα παρών στο τραπέζι με τα κόκκινα αυγά και τα λαχταριστά καλούδια, κάτω από την κρεβατίνα με το αμπέλι, αν μάλιστα το Πάσχα είναι αργά, να σκιάζει με τα τρυφερά του φύλλα τον ήλιο. Το γλέντι στην αυλή ξεκινάει από πρωίας και κρατά όσο το κρασί ρέει από το μεγάλο βαρέλι του πατέρα μου. Αγιωργίτικο με ροδίτη, σε χρώμα ροζέ βαθύ και γεύση ντόπια, ανόθευτη και μυριστική. Βγάζει γέλια και χαρές, που κάνουν τον γέρο παλικάρι και την παρέα να χορεύει σε ήχους ελληνικούς. Έχουν αυτοί οι χοροί μια μαγεία. Ουσιαστικά είναι ο κύκλος της δύναμης, που δεν απαιτεί δεξιότητες και φιοριτούρες. Ο ένας κρατά τα χέρια του άλλου και η κίνηση βγάζει ενότητα μετασχηματίζοντας το εμείς σε ένα και το ένα σε πολλά πρόσωπα.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Δ.Γ. Μαγριπλῆς: Σοῦ στέλνω γράμμα νὰ ξέρεις τὴν τύχη μου

Magriplis,Dimitris-SouStelnoGrammaNaKsereisTinTychiMou-Eikona-03

Δ.Γ. Μα­γρι­πλῆς



Σοῦ στέλ­νω γράμ­μα νὰ ξέ­ρεις τὴν τύ­χη μου



08-Kappa-Fair,_Brown,_and_Trembling_-_Initial_illustrationΑΘΟΜΑΙ ΔΙΠΛΑ στὴν τρύ­πα στὸν τοῖ­χο καὶ κοι­τά­ζω τὸ δρό­μο. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νείς. Ἔ­φυ­γαν ὅ­λοι. Ἄλ­λος γιὰ τὰ ξέ­να, ἄλ­λος γιὰ πάν­τα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἁ­πλὰ μέ­χρι νὰ ἡ­συ­χά­σει ἡ κα­τά­στα­ση. Ἐ­γὼ τὸ ἀρ­νή­θη­κα. Ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἦρ­θαν νὰ μοῦ ποῦν γιὰ­ ἐκ­κέ­νω­ση.
Ἐ­δῶ θὰ μεί­νω, ἀ­πάν­τη­σα καὶ ζή­τη­σα σφαῖ­ρες. Ἄ­φη­σαν μπό­λι­κες.
       Θὰ σοῦ χρεια­στοῦν, εἶ­παν καὶ ἀ­νέ­βη­καν στὴν κα­ρό­τσα τοῦ ἀ­γρο­τι­κοῦ.
       Τοὺς εἶ­δα ποὺ ἔ­στρι­βαν τὴν γω­νί­α. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­χω νὰ μι­λή­σω σὲ φί­λο. Ἀ­κού­ω φω­νὲς μὰ δὲν ξε­χω­ρί­ζω τί λέ­νε. Νο­μί­ζω μὲ ἀ­πο­κα­λοῦν τρο­μο­κρά­τη. Δὲν εἶ­μαι σί­γου­ρος, μὰ τὸ ὕ­φος τοῦ λό­γου τους δεί­χνει πὼς στὰ χέ­ρια τους θὰ κα­τα­λή­ξω ἀ­κέ­φα­λο σῶ­μα. Δὲν τὸ ρι­σκά­ρω νὰ ἀ­πο­κρι­θῶ. Τοὺς στέλ­νω κά­πο­τε κα­νέ­να βό­λι. Ἔ­τσι γιὰ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω τὴν θέ­ση τους. Εἶ­ναι παν­τοῦ. Τὶς προ­άλ­λες ἕ­να μαῦ­ρο ἁ­μά­ξι πέ­ρα­σε μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὅ­πλι­σα μὰ δὲν πρό­λα­βα νὰ ρί­ξω. Εἶ­δα μό­νο σκό­νη καὶ ρι­πὲς στὸν ἀ­έ­ρα. Με­τὰ τὴν γω­νί­α κά­ποι­οι ἀ­λά­λα­ζαν στὸ ρυθ­μὸ τοῦ θα­νά­του. Πά­γω­σα. Λὲς νὰ ἔ­μει­να μό­νος στὴν κό­λα­ση;
       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ σὲ σκέ­φτη­κα. Νὰ εἶ­σαι κα­λά; Σᾶς δῶ­σαν τρο­φὴ καὶ νε­ρό; Πῶς σᾶς φέρ­θη­καν; Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, φύ­γα­τε. Ὁ ἥ­λιος ἐ­κεῖ συ­νε­χί­ζει νὰ βγαί­νει μὲ δύ­να­μη καὶ τὸ φεγ­γά­ρι στρώ­νει στὴν θά­λασ­σα δρό­μους. Κα­ΐ­κια μὲ ἀ­νοιγ­μέ­να πα­νιὰ τα­ξι­δεύ­ουν στὸ πέ­λα­γο. Παι­διὰ χτί­ζου­νε κά­στρα στὴν ἄμ­μο. Ἐ­σὺ μὲ τὸ γα­λά­ζιο σου φό­ρε­μα νὰ περ­πα­τᾶς σὰν δορ­κά­δα καὶ πί­σω σου τρί­α κου­τσού­βε­λα νὰ φω­νά­ζουν: «μα­μά».

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Θαλασσινό αεράκι

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Γ. ΜΑΓΡΙΠΛΗ

Κάθισα στο θρανίο. Γράφω τα στοιχεία μου και περιμένω. Περιμένω όπως όλοι. Μόνος απέναντι στο γραπτό, αμίλητος και σοβαρός. Σκέφτομαι  τα αδέλφια μου. Το πέρασαν πριν από εμένα. Έτσι θα ήταν. Μέσα σε σκέψεις και βουτηγμένοι στο άγχος. Όλη η προσπάθεια σε μια εξέταση. Όλα τα χρόνια σε μια στιγμή. «Τι άδικο…», είπα και τρόμαξα. «Είμαι πανέτοιμος», επανέλαβα δις. «Τίποτα δεν με πτοεί. Ότι και να βάλουν θα τους ξεσκίσω». Κάποιος σπάζει τη σιωπή:

-Που είναι τα θέματα; ρωτάει ευγενικά.

Πιάνω το στυλό. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει.

-Δεν μας τα έχουν δώσει ακόμη, λέει η κυρία και γελάει επιτηρώντας μας. 
Ξεσφίγγομαι. Κοιτάζω έξω. Άνοιξη. Μια γάτα κυνηγάει μια άλλη. Έρωτας και αναζητώ τα μάτια της Μαίρης. Βουρκωμένα. «Τί;» της γνέφω, με συμπάθεια. Δαγκώνει τα χείλη της και κάτι μου λέει. Δεν ακούω, είναι μακριά. Κάποιος μπαίνει στην αίθουσα. Ετοιμάζομαι. Κρύος ιδρώτας με λούζει... Η ώρα της κρίσης…

-Άκυρο, σχολιάζει ο μπροστινός μου. Σκουπίζω τη στάλα λίγο πιο πάνω από το φρύδι. Γυρίζω πάλι και κοιτάζω με διάθεση τη Μαίρη. Έχει πιάσει το κεφάλι της και κοιτάζει το πάτωμα. Απέναντι κάποιος έχει γράψει στο τοίχο:  Κάτω από τα βιβλία υπάρχει παραλία. Βάζω τα γέλια. Η κυρία με κοιτά με απορία. «Βλαμμένο θα ‘ναι», θα σκέφτεται. Σοβαρεύομαι ξανά και περιμένω. Αρχίζω  να νοιώθω πόνο στο στομάχι. Δεν μπορούσα να βάλλω μπουκιά τις τελευταίες μέρες. Τίποτα δεν με ευχαριστούσε. Ήθελα μόνο να περάσει ο χρόνος. Μου ήρθε στο νου ο πατέρας. Δυο μήνες άνεργος. Για να πληρώσει το φροντιστήριο, συμφώνησε να το βάψει το καλοκαίρι. Θα τον βοηθήσω και εγώ. Αν έρθουν και τα αδέλφια μου τότε θα περάσουμε όμορφα. Τι φαί να έχουμε σήμερα; Πεινάω, γράφω πάνω στο θρανίο με τρόπο. Η κυρία το παίρνει χαμπάρι και με κακοκοιτάει. Σαλιώνω το δάχτυλο και σβήνω τη διάθεση. Είμαι έτοιμος.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Σε Α' πρόσωπο

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΣΕ Α΄ ΠΡΟΣΩΠΟ


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στην ιστορική γειτονιά του Κουκακίου, και από το 2000 αποφάσισα να επιστρέψω στη φύση. Επέλεξα την όμορφη Κυπαρισσία του νότου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκα το 2007 με το ψευδώνυμο Φώτης Αδάμης. Έκτοτε, και με παραίνεση του αείμνηστου φίλου ποιητή Αργύρη Χιόνη, χρησιμοποιώ το όνομά μου. Τα Καναπεδάκια της ανεργίας είναι η τέταρτη συλλογή διηγημάτων μου. Προηγήθηκαν τα Μαθήματα κηπουρικής και άλλα διηγήματα (εκδ. Σοκόλη, 2007), οι Κρυφές ενοχές (εκδ. Αν. Σταμούλη, 2011), οι Δέκα μικρές εικονογραφημένες ιστορίες (εκδ. Ευθύνη, 2012) και η ποιητική συλλογή Στα τέταρτα του χρόνου (στο Α. Κοκονάκη – ∆. Μαγριπλής, Χρώµα και λόγος, εκδ. Αν. Σταµούλη, 2010). Με την ιδιότητά μου ως διδάκτορα κοινωνιολογίας έχω εκδώσει αρκετές μελέτες (στον εκδοτικό οίκο του Αντ. Σταμούλη, στη Θεσσαλονίκη), όπως επίσης και πολλά άρθρα και δοκίμια, σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά.


Έτσι ήρεμα θα κυλούσε και η συνέχεια, αν δεν ανατρέπονταν όλα. Από την εποχή της αφθονίας περάσαμε βίαια στην εποχή των μνημονίων και τότε γεννήθηκε η ανάγκη να κρατήσω ημερολόγιο, πιο πολύ για να λυτρώσω τη δική μου ανατροπή, αφού από γραφιάς έγινα χειρωνάκτης και τα κύρια εισοδήματά μου προσδιορίστηκαν πια από την ενασχόλησή μου με τη γη (ελαιοπαραγωγός). Τα Καναπεδάκια της ανεργίας θα μπορούσαν να είναι επομένως κάτι ιδιωτικό (ως πρώτο βιβλίο μιας τριλογίας που θα ονόμαζα «Ημερολόγια μνημονίου»), μα δεν μου ανήκουν, γιατί είναι ο καθρέφτης όλων μας.