Η λογοκρισία, συμπεριλαμβανομένης της αυτολογοκρισίας εκείνων των ατόμων των οποίων οι απόψεις, οι ηθικές ή πολιτικές επιφυλάξεις, οι αμφιβολίες ή η κριτική σκέψη τείνουν να υπερβούν τα όρια της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά που ταυτόχρονα δεν επιθυμούν καθόλου να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ή πολιτικής ζωής, συμβαδίζει με τον συστηματικό στιγματισμό κάθε άποψης ή γνώμης που για κάποιους λόγους ακούγεται ή ταξινομείται σαν “αιρετική”.

Σήμερα βεβαίως τείνει να ταξινομείται στις απαράδεκτες, άποψη που λίγο καιρό πριν, ακόμα και πριν δεκαετίες, αντιστοιχούσε σε γενικές γραμμές σε αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν “κοινή λογική”. Η πιο συνήθης πρακτική για τον αποκλεισμό τέτοιων “αιρετικών” απόψεων που αποκλίνουν από την “πολιτική ορθότητα” δεν είναι βέβαια ο διάλογος, αλλά η αποσιώπηση ή “φολκλοροποίηση”. Άλλοτε με ύβρεις, άλλοτε με “επιχειρήματα” τόσο παράλογα και αντιφατικά που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τα συστηματοποιήσει ορθολογικά, έτσι ώστε να αντιπαρατεθεί μαζί τους βήμα προς βήμα.

Η συγκεκριμένη στρατηγική αφορά περισσότερο (αν κι όχι μόνο) όλους εκείνους που λίγο ή πολύ ταξινομούνται στην κατηγορία των ειδικών ή/και επιστημόνων. Είναι όσοι χαίρουν κάποιου σεβασμού για τις ακαδημαϊκές τους περγαμηνές και γνώσεις, που επικαλούνται το ορθολογικό κύρος των απόψεών τους και που ενδεχομένως θεωρούν πως έχουν συγκροτημένα επιχειρήματα για να στοιχειοθετήσουν έναν σοβαρό αντίλογο.

Σήμερα οι “αιρετικοί”, όσοι δηλαδή υπερβαίνουν τα όρια της “πολιτικής ορθότητας”, δεν εξορίζονται πια εκτός της γενέθλιας κοινωνίας τους, ούτε καίγονται επί της πυράς, ούτε εκτελούνται δημοσίως για παραδειγματισμό. Απλώς, καταδικάζονται στον κοινωνικό θάνατο και οι απόψεις τους στη σιωπή. Ο επιστήμονας, όπως ίσως και ο καλλιτέχνης, για να επιβιώσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, οφείλουν να παπαγαλίζουν πειθήνια αυτό που οι “πολιτικώς ορθά” σκεπτόμενοι της εποχής τους, καθώς και η πολιτική εξουσία, περιμένουν από αυτούς.

Η νέα λογοκρισία