Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΕΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΩΤΕΙΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Φωτεινός - Βαλαωρίτης Αριστοτέλης


 

 Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια;
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια...

Φωτεινός, Εκδόσεις Ερμής 1988, Σσ.70-117, Πρώτη Έκδοση Έργου:1879
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια?
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια...
Και συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί, μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλα σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά, και ριζιμιό τα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει...

Κι o γέροντας μ' απίδρομο σαν παλικάρι τρέχει
κι αρπάζει τη σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια.
Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια
και το σταφνίζει στο καυκί. Γοργά την ανεμίζει
και τήνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι
και, θυμωμένο, ένα σκυλί πληγώνει στο ποδάρι,
κ’ εν' άλλο χτυπάει στο κούτελο και το ξαπλώνει χάμου.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Βλέπεις• εγώ δεν τους ψηφώ, με τα γεράματα μου.

ΜΗΤΡΟΣ
Πατέρα, τι 'ναι πόκαμες!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Περίδρομος, κεφάλα,
μη βλαστημήσω το βυζί που σόδωκε το γάλα.
Δε νιώθεις πώς τους σχαίνομαι! Όλην αυτήν την ψώρα
οπόρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα
— όπως είν' ένας ο Θεός κ’ εγώ 'μαι Λευκαδίτης —
την έπαιρνα όλη επάνω μου και πνιγόμουν μαζί της.
Και συ, του γέρου Φωτεινού μονάκριβο βλαστάρι,
του λύκου τ' ανυπόταχτου, αγγόνι του Θειοχάρη,
π' άλλη τροφή δεν έλαβες να φας και να χορτάσεις,
για να σου βάψει την καρδιά και να ριζοδοντιάσεις,
παρά την έχτρα την παλιά που 'ναι θεμελιωμένη,
σκληρή, πατροπαράδοτη, άφθαρτη, στοιχειωμένη,
για κάθε ξένην αφεντιά, βαθιά μες στη γενιά μας—
εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας
να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σα λουρίτης...
Ου, να χαθείς! Με ντρόπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!

ΜΗΤΡΟΣ
Μη με προπαίρνεις άδικα. Πατέρα μου, είναι τόσοι!
περνούν σα μαύρος σίφουνας... σφιχτά μας έχουν ζώσει.
Έπιασαν άλλοι τα ριζά κι άλλοι χτυπούν τη λάκκα?
ξεθεμελιώνουν σχιναριές, δεν άφησαν ασφάκα?
φωνές και χλιμιτίσματα, αλαλαγμοί και χτύποι...
Πάνε του γέρου Δημουλά οι παινεμένοι κήποι,
πάνε και φράχτες και λιθιές! Σα να 'ταν λυσσασμένοι,
με τ' άλογα τους του ριχτού, όρμησαν μανιωμένοι
να φθάσουν ένα δύστυχο, πατέρα, μισολάγι
που το 'φεραν κυνηγητά οι σκύλοι από το πλάγι.
Λες κ' είν' ανεμοστρόβιλος ! Εμπρός... εμπρός απ' όλους
εν' άλογο σιδερικό σκορπά λιθάρια, σβόλους,
και στη χρυσή τη σέλα του βαστά έναν καβαλάρη
οπού πέτα σαν αιτός και που κρατεί κοντάρι...
Πω, πω! πατέρα, χαλασμός για μια νεροχελώνα—
δεν είναι μεγαλύτερο... Πήρε τον ψυλλιθρώνα,
και τόχασαν το πάτημα... Ολόγυρα αλωνίζουν
αμέτρητα λαγωνικά, κι αναποδογυρίζουν
τ’ αμπελοφύτια του Χτενά, του Κούρτη τα λινάρια.
Πήραν ξελάκου μια κοπή και σφάζουν τα κριάρια
οι σκύλοι τους που εμάνιωσαν...

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Κι ακόμα δεν τους τρώμε!
Το βλέπεις αν ειμ' άδικος όταν τους καταριώμαι.

ΜΗΤΡΟΣ
Πατέρα μου, εσταμάτησαν.