Αν τα κοινωνικά κινήματα του καιρού μας τολμούσαν, κάποια στιγμή, να θέσουν το ερώτημα «Μα γιατί δεν πείθουμε, γαμώτο!», αν είχαν την γενναιότητα να ξεφύγουν από την βαθύτατη πικρία που υποκρύπτει αυτό το «γαμώτο» στο τέλος του ερωτήματος, αν άντεχαν να αναμετρηθούν καθαρά με τις πραγματικές αιτίες των χρόνιων μειονοτικών κοινωνικών τους (μας) απόψεων, αν έθεταν με μια συμπονετική περιέργεια το «Γιατί οι απόψεις μας, το όνειρό μας, δεν πείθει τους πολλούς;
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *
Γιατί δεν καταφέρνουμε να ασκήσουμε ισχυρή κοινωνική επιρροή;», αν δεν μας αρκούσαν οι ανακουφιστικές ψευδο-απαντήσεις για την μη ωριμότητα των συνθηκών ή για την ισχύ των αντίπαλων κυρίαρχων τάξεων ή για την ισχύ των μέσων του καθεστώτος ή εν πάση περιπτώσει για τα δεκάδες διαθέσιμα εργαλεία καθυπόταξης των κυρίαρχων ελίτ, αν όλα αυτά, τότε τα κοινωνικά κινήματα θα συναντιόντουσαν με την ψυχολογία και όλοι θα ανακαλύπταμε με μιαν έκπληξη πως δεν είμαστε εν τέλει καταδικασμένοι σε μια ηρωική ή αυτοθυσιαστική επαναστατική πρακτική που στο τέλος απομένει πάντα αδικαίωτη και ανολοκλήρωτη.
Αν όλα αυτά, τότε θα ανακαλύπταμε πως στην επαναστατική εξίσωση της εποχής μας υπάρχει «κάτι» εξαιρετικά σημαντικό που μας διαφεύγει.
Κι αυτό το «κάτι» μας το λέει η ψυχολογία: Όλοι οι άνθρωποι έχουμε υπαρξιακή ανάγκη για ασφάλεια, κοινωνική αποδοχή, συναισθηματικές συνδέσεις, αυτονομία, ελευθερία, αυτοέκφραση και αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η βιολογία της εξέλιξης μας. Και ξέρουμε πια πως είτε πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση, είτε για την παραμέληση ενός παιδιού, είτε για τις επιπτώσεις του ρατσισμού και της ομοφοβίας, είτε για τα φαινόμενα mobbing στο χώρο της εργασίας, στην πραγματικότητα πρόκειται για ανταποκρίσεις στο Τραύμα, δηλαδή για «τραυματικές απαντήσεις» στις ανεκπλήρωτες αυτές υπαρξιακές μας ανάγκες.
Το Τραύμα καταστρέφει ένα μέρος της αξιοπρέπειας μας. Και εύλογα τότε εμφανίζονται οι ενσωματωμένες σε όλους μας στρατηγικές επιβίωσης: η αντίδραση πάλης ή φυγής ή το συναισθηματικό πάγωμα ή η αποστασιοποίηση. Πώς περιμένουμε λοιπόν από έναν τραυματισμένο-συναισθηματικά μουδιασμένο άνθρωπο να αντιδράσει, να βγει από την παθητικοποίηση, όταν έχει ακρωτηριαστεί η αξιοπρέπεια του; Μπορούμε άραγε να φανταστούμε την οδυνηρή εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ανθρώπινος ψυχισμός που για να νοιώθει μια κάποια ασφάλεια δεν μπορεί να νοιώθει αξιοπρέπεια; Πως νοιώθει άραγε ο άνθρωπος που μπορεί να συνδεθεί συγκροτώντας συλλογικότητες, αλλά για να το κάνει πρέπει να εγκαταλείψει την ασφάλεια του;
Χρειάζεται πλέον να το πούμε καθαρά, ότι αυτό ακριβώς είναι το τραύμα που προκαλεί ο καπιταλισμός: μια διαρκή εσωτερική δυσφορία, μια απελπισία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, επειδή τίποτα δεν έχει συνοχή.
Και το πιο «καταπληκτικό» είναι πως όλοι μας σχεδόν είμαστε πεισμένοι πως ο καπιταλισμός και το τραύμα είναι εντελώς άσχετα. Η θεραπεία και το πολιτικό πεδίο δεν συναντιούνται πουθενά. «Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα ή τώρα είναι πολύ καλύτερα!» θα σου πουν οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ανενημέρωτοι και οι ίδιοι πως στην πραγματικότητα «μιλάει» το δικό τους τραύμα, κλείνοντας τα μάτια στα δραματικά στοιχεία αύξησης του επιπολασμού μιας σειράς ψυχικών ή και ψυχογενών παθήσεων. Έχουμε να κάνουμε πλέον με μια πανδημία ψυχικής νόσου, αλλά αυτό είναι απλά ένα άθροισμα μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ατομικών περιπτώσεων, που δεν έχει καμία σχέση με την τοξική κουλτούρα του καπιταλισμού!
Αλλά το πραγματικά ερώτημα είναι πως ξεμπλέχτηκαν αυτά τα δυο; Πως στο καλό το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό σύστημα έφτασε να θεωρείται άσχετο με την ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων; Πως ο καπιταλισμός είναι αθώος για το Τραύμα; Και η απάντηση είναι πως και αυτό είναι συνέπεια του καπιταλιστικού τραύματος, που κατάφερε να «φαίνεται» αόρατο, όπως ακριβώς οι μεγάλες μάζες των αόρατων ανθρώπων που τραυματίζει .