Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Φώτης Κόντογλου: Ὁ Χριστιανισμός κι ο Μωαμεθανισμός




Δυὸ συγγενικές, μὰ διαφορετικὲς θρησκεῖες. 

Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου. 


«Θρησκευτικώτεροι οἱ πρὸς Ἀνατολὰς ἄνθρωποι», γράφει ἕνας ἀρχαῖος, θέλοντας νὰ πεῖ πῶς οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης, τῆς Εὐρώπης. Σημείωσε πὼς Ἀνατολὴ εἶναι καὶ τὰ Μπαλκάνια, μαζὶ μὲ τὴ Ρωσία.

Στὸν Ἀνατολίτη, τὸ αἴσθημα εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸ μυαλό, ἐνῷ στὸν Εὐρωπαῖο γίνεται τ᾿ ἀνάποδο. Κι ἐπειδὴ ἡ θρησκεία ἀποτείνεται στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὸ μυαλό, γι᾿ αὐτὸ κι οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, καὶ γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ βγήκανε οἱ θρησκεῖες, ἐνῷ ἀπὸ τὴ Δύση δὲν βγῆκε καμμιά.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης εἶναι ὀρθολογιστές, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιδοθήκανε στὶς θετικὲς γνώσεις, στὶς ἐπιστῆμες, καὶ προκόψανε σ᾿ αὐτὲς καὶ σήμερα τραβήξανε ὅλον τὸν κόσμο μαζί τους. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ξεχωρίζουνε καὶ δὲν πιστεύουνε μοναχὰ στὶς αἰσθήσεις τους, στρέφουν κατὰ τὴν Ἀνατολή, γιατὶ ἐκεῖ βρίσκουν τὴν πηγὴ γιὰ νὰ πιοῦνε ὅσοι διψᾶνε γιὰ κάποια μυστήρια ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ ἐρευνηθοῦνε μὲ τὸ μυαλό.



Τὸ πόσο ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι δεμένος δυνατὰ μὲ τὸν ὀρθολογισμό, φαίνεται ἀπὸ τὴν παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε ἡ χριστιανικὴ θρησκεία στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔγινε σιγὰ – σιγὰ ἕνα σύστημα τῆς ἐγκόσμιας γνώσης, ἔχοντας γιὰ σκοπὸ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία κι ὄχι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Στὴ Δύση, κι ἡ θεολογία ὑποτάχθηκε στὸν ὀρθολογισμό, κι ἔγινε κι αὐτὴ μιὰ ἐπιστήμη σὰν τὶς ἄλλες.

Στὴν Ἀνατολή, ὅμως, ἡ θρησκεία ἀπόμεινε θρησκεία. Ἀκόμα κι ὁ μωαμεθανισμός, τὸ λεγόμενο Ἰσλάμ, ποὺ εἶναι μιὰ κατώτερη ἀντίληψη τῆς θρησκείας, μὲ κάποιες χοντροκομμένες ἐντολές, ὡστόσο κράτησε ἀνόθευτον τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα του, μακρυὰ ἀπὸ νεωτερισμούς, καὶ προσαρμογὲς στὴν κάθε ἐποχή, δηλαδὴ μακρυὰ ἀπὸ τον ὀρθολογισμό. Τὰ ὑλικὰ μέσα ποὺ μ᾿ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ θρησκεία τοῦ Κορανίου, τὸ τζαμί, ὁ χότζας, ἡ ψαλμῳδία, ἡ διακόσμηση, τὸ ντύσιμο τῶν κληρικῶν, ἡ τελετουργία, ὅλα ἀπομείνανε ἀνάλλαχτα ὁλότελα, ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ καιρὸ ποὺ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία παραμορφώθηκε μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ τοὺς ὑπαγόρευε τὸ ὀρθολογιστικὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκε ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ τ᾿ ἄλλα παρακλάδια τους, παρεκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἀπόμεινε ἀνάλλαχτη ἐπειδὴ ἤτανε ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ μωαμεθανισμὸς στέκεται πάντα ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ ἀπόμεινε «θρησκεία». Κατὰ τοῦτο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βρίσκεται ἀπὸ μιὰ μεριά, κοντύτερα στὸν μωαμεθανισμό, παρὰ στοὺς λεγόμενους Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, γιατὶ ὁ μωαμεθανισμὸς δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι «θρησκεία», καὶ στέκεται ἀχάλαστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὠφελιμιστικό. Γιὰ τοῦτο βλέπει κανένας Ἄραβες νὰ ἀσπάζωνται μὲ βαθὺν σεβασμὸ τὸ ράσο ἢ τὰ γένεια τῶν παπάδων μας, καὶ μωχαμετάνους νὰ βαφτίζωνται χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καί, πολλὲς φορές, νὰ μαρτυροῦνε γιὰ τὸν Χριστό, ἐνῷ κανένας, οὔτε ἕνας, παπικὸς ἢ προτεστάντης δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς νεομάρτυρες ποὺ ἀποκεφαλίσθηκανε ἢ κρεμασθήκανε κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ βασιλεύανε ἀπάνω μας οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι ἀκαταμέτρητοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ μαρτυρήσανε στὴν Περσία γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Τα καράβια - Του Φώτη Κόντογλου


Τα καράβια

Του Φώτη Κόντογλου

(Από άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 20/12/1953)
Καπετάν Νικόλας Γρίτσας, Αϊβαλιώτης. 
Από το βιβλίο "Τ' Αϊβαλί η πατρίδα μου", εκδ. Μεταίχμιο 


Σαν ήμουνα μικρός βρισκόντανε ακόμη πολλά καράβια. Έφταξα σκαριά που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζουγραφισμένα. Όσα σκαριά κι αρματωσιές  ζούνε ακόμη δεν είναι να λογαριάζονται. Βρίσκουνται σα να πούμε για παρηγοριά. 

Τα μεγάλα, τα καλά τα σκέδια τα ‘φαγε ο ατμός και η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Σήμερα όλα τα ίδια είναι, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά τα χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του. Όπως διάλεγε την κοπέλα που θα ‘παιρνε γυναίκα έτσι διάλεγε και το σχέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζωγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια (ή να γράφουνε λογής λογής τραγούδια στην πρύμη :

 «Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζωγραφισμένη
σύντα μπουντάρω τα πανιά σε βρίσκω μπερδεμένη»


Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσάτα κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απάνω στην ακρογιαλιά. Τα καράβια που ‘ναι φουνταρισμένα στ’ ανοιχτά σκαμπανεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στον γαρμπή και μια στον  μαΐστρο. Τα ψαροπούλια κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγος και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνω σε καμιά τράτα που την έχουνε βουλιάξει τα αφεντικά της για να φύγουνε οι κοριοί. 

Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι σαν είμαστε μικροί πως μας τράβαγε το μέρος που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες. Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκείνων που πελεκούσανε κι εκείνων που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα. Σαν τα τραβούσανε έξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κι εμείς τις μανέλλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο. Καπεταναίοι με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλυτοι, μ’ ένα μαντήλι για σαρίκι γύρω από το κεφάλι, λιοψημμένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών λογιών φάτσες, πολεμάγανε σα τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια που ήτανε αραδιασμένα το ΄να δίπλα στ’ άλλο. 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

δουλεύουνε για να "συγχρονίσουν" την Ελλάδα, ενώ στ΄ αληθινά σκάβουνε το λάκκο της.


Του Φώτη Κόντογλου 


"Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνεται μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. Έναν λαό που ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ όλα τα έθνη και που είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής καλαμαράδες και οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα.

Οι διάφοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια και μέρα – νύχτα δουλεύουνε για να "συγχρονίσουν" την Ελλάδα, ενώ στ΄ αληθινά σκάβουνε το λάκκο της.

Άμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό που εσείς λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα με ένα βλακώδες μοντέλο, όπου κάνανε οι σαρακοστιανοί και κάλπικοι άνθρωποι, που τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς…

Μέσα σ΄ αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κι έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας. Θέλετε με άλλα λόγια να επιβάλλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κι έκφραση στους ανθρώπους, δηλαδή ένα πνευματικό θάνατο ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη»."

Από άρθρο του μεγάλου ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Πόσο επίκαιρο!


ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/100016422913934/posts/pfbid02YtWpXqxHCUasHAzXzwrxEVt6DW6JidvQy4muEr7uhAL5B9h8kK19FwkdcgCSP7v8l/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Φώτη Κόντογλου: "Η Αγριότητα του Ανθρώπου"

Στις απάνθρωπες μέρες που ζούμε σήμερα, όπου στον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός σφάζονται άνθρωποι και ανάμεσά τους γυναίκες με τα παιδιά τους, ας δούμε τι έγραφε για την «Αγριότητα του ανθρώπου» ο Κόντογλου το 1948. 

Το άρθρο έχει υπότιτλο «Και η Πάντερπνη Αγάπη» αλλά να μιλάμε σήμερα, με όλα όσα γίνονται, για αγάπη του ανθρώπου στον άνθρωπο είναι σα να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας.

Ο Κόντογλου στην εικονογράφηση του ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΥ έχει ζωγραφίσει Αγριάνθρωπους και Ανθρωποφάγους της Αφρικής, μόνο που αυτοί, μπροστά στους σημερινούς αγριανθρώπους, ήσαν άκακα αρνιά. 

________****________

Η Αγριότητα του Ανθρώπου

Και η Πάντερπνη Αγάπη

Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 28/3/1948:



"Κανένα πράγμα δε φαίνεται στον άνθρωπο τόσο σιχαμερό όσο το να του πούνε να φάγει κρέας ανθρώπινο. Και μολαταύτα κάποιοι αγριάνθρωποι το τρώγανε και το τρώνε ακόμα με πολλή όρεξη και μάλιστα παραξενεύονται πως δεν το τρώνε κι οι ταξιδευτές που πάνε στον τόπο τους από την Ευρώπη. 

Τον καιρό που πολιόρκησε ο Ρωμαίος Τίτος τα Ιεροσόλυμα, οι δυστυχείς Εβραίοι είχανε γίνει σκέλεθρα από την πείνα. Αφού φάγανε ό,τι μπορούσε να μασήσει άνθρωπος, κοιτάζανε σαν αγρίμια ο ένας τον άλλον έτοιμοι να σπαραχτούνε για να χορτάσουνε την πείνα τους. Στο τέλος πέσανε οι Ρωμαίοι μέσα στην Ιερουσαλήμ, σφάζοντας και καίγοντας.
Ο Φλάβιος Ιώσηπος που ιστόρησε αυτόν τον πόλεμο γράφει και τα παρακάτω:  «Ο Πτολεμαίος ο Λάθουρος ύστερα από τη νίκη εδιαγούμησε τη χώρα. Και σαν βράδιασε στρατοπέδεψε σε κάποια χωριά της Ιουδαίας. Αυτά τα χωριά ήτανε γεμάτα από γυναίκες και μωρά παιδιά.  Τότε ο στρατηγός πρόσταξε τους στρατιώτες να τα σφάξουμε και να τα λιανίσουνε κείνα τα γυναικόπαιδα κι ύστερα να τα ρίξουνε μέσα σε καζάνια που βράζανε.  


Κι έδωσε τέτοια προσταγή ώστε σαν έρθουνε να παραδοθούνε όσοι ξεφύγανε από τη μάχη, βλέποντας τα καζάνια να νομίσουνε πως οι εχθροί τους είναι ανθρωποφάγοι και να τρομάξουνε ακόμα περισσότερο. Τούτο το περιστατικό το γράφουνε κι ο Στράβωνας κι ο Νικόλαος, το ίδιο όπως το ιστόρησα κι εγώ».

Όλα τούτα τα άγρια πράγματα να με συγχωρέσει ο αναγνώστης γιατί τα ‘γραψα. Αλλά καμιά φορά δεν κάνει ζημιά να ακούμε και κανένα τέτοιο, ώστε να μην ξεχνάμε τι θηρία είμαστε εμείς οι άνθρωποι.

 Αν και δεν είναι ανάγκη να τρώμε με ακριβολογία ο ένας τον άλλον μας, για να σιχαθούμε το ακοίμητο θηρίο που φωλιάζει μέσα στο σπήλαιο της ψυχής μας, αφού αυτό φανερώνεται κάθε τόσο με χίλιους δυο άλλους τρόπους … 

Αλλά επειδή φανερώνεται σκεπασμένο με προβιά αρνίσια να μην κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε. Γιατί όποτε δε νιώθουμε τον πόνο τ’ αλλουνού και τον μαλώνουμε μάλιστα γιατί ταράζει την ησυχία μας και γινόμαστε με την αλαζονεία μας και την αχορταγιά μας αιτία της θλίψης του, της αρρώστιάς του και του χαμού του, τι είμαστε λοιπόν παρά θηρία άκαρδα; 

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Φώτης Κόντογλου – Παναγία, Mήτηρ Θεού




Στη θρησκευτική γλώσσα, τον θάνατο των αγίων δεν τον λένε τελευτή, αλλά τον λένε Κοίμηση, για την μακαριότητα που έχει η λέξη και για δείξουνε πως δεν πεθάνανε αλλά πως κοιμούνται γλυκά, κατά τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του για τον Λάζαρο: 

«Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται» (Ιω. ια΄11), και στους συγγενείς της κόρης του αρχισυναγώγου, που έκλεγε και οδυρότανε: «τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Μαρκ. έ 39). Υστερώτερα οι Χριστιανοί λέγανε και για τους πεθαμένους ανθρώπους πως κοιμηθήκανε: « εκοιμήθη ο δούλος του Θεού τάδε».

Για την κοίμηση της Παναγίας δεν γράφει τίποτα το Ευαγγέλιο, γράφει μονάχα για τη Γέννηση της και τον Ευαγγελισμό. 

Τα της Κοιμήσεως τα γνωρίζουμε από την αγία Παράδοση, κατά την οποία την Παναγία την επήρε μετά την Ανάσταση ο απόστολος Ιωάννης, όπως του παράγγειλε ο Χριστός από το σταυρό, και την είχε στο σπίτι του σαν μητέρα, και πως υστερώτερα την είχε μαζί του στην Έφεσο, πράγμα που δεν είναι βέβαιο. Η Παναγία καθότανε μαζί του, ως που τελείωσε τη ζωή της, σε ένα σπίτι κοντά στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτό το μέρος το αγαπούσε πολύ ο Χριστός και πήγαινε συχνά εκεί με τους μαθητάδες του. Εκεί πήγε και ύστερα από τον Μυστικό Δείπνο και προσευχήθηκε, τη νύχτα που τον πιάσανε οι Ιουδαίοι. Εκεί λοιπόν καθότανε και η Παναγία και περίμενε να την πάρει ο Γυιός της.

 Και σαν ήλθε ο καιρός, έστειλε ο Χριστός Άγγελο να της πεί πως θα την πάρει από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Σαν το άκουσε η Παναγία αυτό χάρηκε κι ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών, απ΄ όπου είχε αναληφθεί ο Κύριος, και έκανε την προσευχή της. Και γυρίζοντας στο σπίτι της, τα ετοίμασε όλα για την ταφή της η ίδια.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ο καπετάν-Στέλιος κι ο Βασίφ-εφέντης



Η πατρίδα μου τ’ Αϊβαλί είχε πολλά καΐκια και καράβια. Μα δεν τα ναυλώνανε ξένοι, αλλά οι ίδιοι οι Αϊβαλιώτες. Μ’ αυτά ταξιδεύανε τα λάδια και τα σαπούνια τους, που ήτανε τα καλύτερα στον κόσμο, όπως άκουσα να λένε και στη Μαρσίλια. Αλλά απ’ αυτά ταξιδεύανε στην Πόλη, άλλα στη Σμύρνη, και τα πιο μεγάλα ταξιδεύανε στη Βλαχιά και στη Ρουσία. Καμιά φορά πηγαίνανε κ’ ίσαμε το Μισίρι, στο Τριέτι και στη Μαρσίλια.

Τα μικρά σκαριά ήτανε αχταρμάδες, τσερνίκια, σακολέβες, μπραντούσκες, περάματα, πένες. Τα μεγάλα ήτανε μπομπάρδες, με φαρδιές σκάφες, με πλώρη λοξή, σαν τους αχταρμάδες, και με τάκο πίσω στην πρύμη. Η αρματωσιά τους ήτανε δυο άλμπουρα, το ‘να με σταύρωσες, τ’ άλλο με μπούμα. Καραβόσκαρα δεν είχανε οι Αϊβαλιώτες. Καραβόσκαρα με δυο και τρία άλμπουρα ερχόντανε στ’ Αϊβαλί από άλλα μέρη, για να φορτώσουνε ή για να ξεφορτώσουνε διάφορες πραμάτειες, γιατί ήτανε μεγάλη και πλούσια πολιτεία, κ’ εύρισκε κανένας απ’ όλα τα πράγματα.
Ο καπετάν – Στέλιος ο Καρνιαγούρος πρώτα ταξίδευε χρόνια στη Μπραΐλα, φορτωμένος λάδια δικά του˙ ύστερα είχε πάρε – δώσε μοναχά με την Πόλη. Στην Πόλη είχε πολλές γνωριμίες, τον ξέρανε Ρωμιοί και Τούρκοι και τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί, εκτός που ήτανε σοβαρός άνθρωπος και κουβαρντάς, αλλά και στο παρουσιαστικό ήτανε επίσημος, μεγαλόσωμος, εμορφάνθρωπος, λες κ’ ήτανε από πασάδικο σόγι. Όπου να ρωτούσες τον ξέρανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε Αϊβαλικλί – Στέλιο ή καμπουντάν – Στέλιο.

Η μπομπάρδα του άραζε πάντα στο ίδιο μέρος, και ξεχώριζε ανάμεσα στα λογής – λογής πλεούμενα, που μερμηγκιάζανε μέσα στο λιμάνι, έμορφο σκαρί, αρχοντικό σαν τον καπετάνιο της, βαμμένο με μεράκι, καθαρό, κουβέρτα καθρέφτης, πανιά πάντα καινούργια, ξάρτια, άγκουρες, καδένες, όλα σαν ζωγραφιστά. Ο τάκος της πρύμης ήτανε εμορφοσκαλισμένος με πλουμίδια σοβαρά, σαν να ‘τανε κανένα σκαλιστό προσκυνητάρι κανωμένο από μάστορη ταλιαδούρο, με δυο περιστέρια που βαστούσανε με τις μύτες τους μια κορδέλα οπού έγραφε: «Τους μέλλοντας πλέειν διαφύλαξον, Κύριε».

Μια φορά έτυχε να βρεθούνε στην Πόλη δυο Αϊβαλιώτες καπετάνιοι, ο Στέλιος Καρνιαγούρος κι ο Νικόλας ο Κοντογιώργης ο Γρίτσας, άλλο σκέδιο αυτός, ξερακιανός, ευκολομίλητος, χωρατατζής. Πηγαίνανε και φουμάρανε ναργκιλέ σ’ έναν καφενέ στο Χαβιαρόχανο. Καθόντανε κ’ οι δυο με τα μαρκούτσια στο ‘να χέρι, με τα κομπολόγια στ’ άλλο. Ο Γρίτσας είχε τόση χάρη στην κουβέντα του, κι ο άλλος είχε τέτοιο σαλτανατλίκι στο παρουσιαστικό του, που πηγαίνανε πάντα και καθόντανε κοντά τους ειδών – ειδών άνθρωποι, θαλασσινοί, εμπόροι και γραμματικοί.

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Αφιέρωμα στο άνθος της ανατολής και της πονεμένης Ρωμιοσύνης, Φώτη Κόντογλου


Αφιέρωμα στον ζωγράφο και συγγραφέα

της πονεμένης ρωμοσύνης Φώτη Κόντογλο

της Σοφίας Ντρέκου

† 13 Ιουλίου 1965 μετέστη ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμοσύνης για την Ρωμέϊκη Πολιτεία τ' ουρανού, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγαπητός σε πολλούς/ές από εμάς, Φώτης Κόντογλου. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο.

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φ. Κόντογλου από πολύ νωρίς προσανατολίστηκε στη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913 και κατόπιν έφυγε για το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με διαφορετικές σχολές της δυτικής ζωγραφικής. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Το αισθητήριο του κυρ-Φώτη Κόντογλου «αναβίωσε» την βυζαντινή αγιογραφία, έβγαλε στην επιφάνεια τεχνικές παλιές, έγινε ο μέντορας που γέμισαν οι ναοί μας ομορφιά με ύμνο στο Θεό και δογματική διδασκαλία (μπορεί να κυκλοφορούν άτεχνοι αγιογράφοι αλλά έχουμε και κάποιους που έχουν φτιάξει αριστουργήματα και δεν χορταίνεις να κοιτάς...!!!

Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη...

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Ξέγνοιαστα νιάτα και κακά γεράματα


Τον καιρό που γύριζα τον κόσμο, βρέθηκα μια φορά στη Μαρσίλια, κ’ επειδή μ’ άρεζε αυτή η πολιτεία, κ’ είχα και κάμποσους καλούς φίλους εκεί πέρα, κάθισα ένα – δυο μήνες.
Έκανα παρέα με κάποιους Μαρσεγιέζους, που ήτανε όλοι τους ανοιχτόκαρδοι και καλοί άνθρωποι, προ πάντων ένας ζωγράφος, Γιάννης Λασά τ’ όνομά του, από καλό σπίτι, κ’ ένας άλλος Μποτρού, θαλασσινός, κ’ οι δυο τους ως εικοσιπέντε χρονώ, όσο ήμουνα κ’ εγώ. Μα ήτανε και κάμποσοι Ρωμιοί, ο Νικόλας ο Βαγής και ο Παναγής ο Γκαγκάνης, κι οι δυο πατριώτες μου, ο Νίκος ο Σαμιωτάκης από τις Φώκιες και κάποιοι άλλοι.

Τη Μαρσίλια ήμουνα ξαναπηγαιμένος άλλες δυο φορές πρωτύτερα, αλλά τούτη τη φορά έτυχε να κάνω γνωριμιά μ’ ένα γέρικο σκυλόψαρο, έναν θαλασσινό κοσμογυρισμένον, που καθότανε στην παλιά Μαρσίλια, στο μαχαλά του Σαν Βικτόρ, κι από κείνον έμαθα όλα τα μυστήρια του Παλαιού Πόρτου.

Εγώ καθόμουνα κοντά στην πλατεία Καστελάν. Δυο μήνες που κάθισα, πέρασε πολύ έμορφα. Τις περισσότερες φορές κοιμόμουνα τα ξημερώματα, γιατί τη νύχτα καθόμαστε ως την αυγή σε καμιά ταβέρνα του λιμανιού, σε κανέναν καφενέ της Καναμπιέρ ή στη ρου ντε Μελάν, με τα έμορφα τα δέντρα, που θαρρείς πως είναι Παράδεισος το καλοκαίρι, όλο δροσιά κι ανοιχτή καρδιά κι αλεγρία.

Σαν τύχαινε να σηκωθώ πρωί, πήγαινα πότε στον ζωολογικό κήπο κ’ έβλεπα τα θεριά και τα άλλα ζώα, πότε στο μουσείο που ‘ναι στον πύργο του Μπορελί, πότε σε καμιά παλιά εκκλησιά, πότε το μουσείο που ‘ναι μέσα στο παλάτι του Λονσάν. Αυτό το μουσείο απόμεινε μέσα στην καρδιά μου, γιατί εκεί πέρα βλέπεις ό,τι θαλασσινό υπάρχει στον κόσμο, από τα πιο μικρά κοχλίδια ως τα πιο μεγάλα θεριόψαρα, και καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι στη Μαρσίλια, τη βασίλισσα της θάλασσας.

Τις πιο πολλές φορές σεργιάνιζα μονάχος στο λιμάνι, μέσα στη φασαρία. Κόσμος παρδαλός πηγαινοερχότανε, άλλος μ’ ανασκουμπωμένα τα παντελόνια του, άλλος μ’ ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, άλλος μεθυσμένος, άλλος φορτωμένος ψάρια, άλλος χούγιαζε, άλλος χαχάνιζε, άλλος βλαστημούσε, άλλος κυλούσε ένα βαρέλι, άλλος πουλούσε μύδια, άλλος τα τηγάνιζε, άλλος βαστούσε μια μποτίλια στο χέρι του κ’ έπινε κρασί σα νά ‘τανε νερό και κουνιότανε ο χαλκός από το σκουλαρίκι που ‘χε στο ‘να τ’ αυτί του, όλοι τους ξυπόλητοι κ’ ηλιοκαμένοι, οι πιο πολλοί γελαζούμενοι, κόσμος κουρσάρικος. Μυρουδιές βαριές από κατράμια, από πιπέρια και κανέλες, τηγανιά, ψαρίλα, ανθρωπίλα, αρμύρα, κι ο ήλιος έβραζε από πάνω. Πολλοί τρώγανε μέσα στις ταβέρνες και τραγουδούσανε με κάτι φωνές βραχνιασμένες, γυναίκες ξεστηθωμένες μπαινοβγαίνανε, ίδιες γύφτισσες, με τα λουλούδια στ’ αυτί, μ’ ένα σωρό χάντρες στο λαιμό, σκουλαρίκια και βραχιόλια, μ’ ανασηκωμένα τα φουστάνια τους, με κάτι φρύδια σαν του κοράκου το φτερό. Άντρες και γυναίκες φωνάζανε σαν ζουρλοί, με κείνα τα φραντσέζικα που τα λένε σαν ιταλιάνικα. Πολλοί ναύτες μασούσανε καπνό και φτύνανε δω κι εκεί, άλλος τραβούσε ταμπάκο, άλλος είχε μια μαϊμού καθισμένη απάνω στον ώμο του, άλλος έναν παπαγάλο που έσκουζε πιο πολύ από τ’ αφεντικό του. Χέρια και ποδάρια μαλλιαρά, ψημένα από την άρμη, πιτσιλισμένα από την πίσσα, με κάτι δαχτυλιδάρες περασμένες στα δάχτυλα κι από τα δυο χέρια, που ήτανε πλουμισμένα με λογιών – λογιών ανάλια. Καράβια κρεμόντανε από το ταβάνι, γολέτες μ’ ανοιχτά πανιά, κι ορτσάρανε απάνου από τα κεφάλια όπτε φυσούσε ο αγέρας. Ουρές και φτερούγες από θεριόψαρα ήτανε καρφωμένες από πάνω από τις πόρτες.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσα, γύρισα να κοιτάξω έναν καραβίσιον, που έστριβε τσιγάρο με το ‘να χέρι, γιατί με τ’ άλλο σήκωνε ένα αγκουρέτο, κ’ έπεσα απάνω σ’ έναν άλλον βιαστικόν, που ερχότανε από τ’ άλλο μέρος. Αυτός μ’ έσπρωξε θυμωμένος και σήκωσε το χέρι του να με χειροτονήσει˙ μα, σαν γύρισα κατά κείνον το μούτρο μου, με γνώρισε και μου λέγει γελαστά:

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Φώτης Κόντογλου: Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων





Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, τύχαινε πολλές φορές να βρεθώ μοναχός μέσα στην Περίβλεπτο.

Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.

Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ’ όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Τα Φώτα στ' Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ή;τανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.



Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα 'ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα 'χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ - Του Φώτη Κόντογλου



Σοφία Νασοπούλου - Χάλαρη 


Επειδή διαβάζω διάφορα σχόλια για τις μέρες της μεγάλης γιορτής του 15αύγουστου, τα οποία νομιζω οφείλονται στην πλήρη έλλειψη πνευματικής παιδείας (προσέξτε, πνευματικής και όχι πολιτικής, θρησκευτικής, ιδεοληπτικής), παραθέτω ένα κείμενο του Φώτη Κόντογλου.

Ελπίζω να καταλάβουν όλο και περισσότεροι το νόημα του κειμένου. Να ανοίξουν "μάτια ερμητικά κλειστά" για να βοηθηθούν και να ανυψωθούν οι καρδιές.

Είναι τόσο αναγκαίο στις μέρες μας. 

                                🌿⛵🌿

Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Του Φώτη Κόντογλου 




Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.

Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.

Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


"Έκανα πως δεν άκουα τις σιχαμερές ανοησίες τους περί βυζαντινής τέχνης, περί θεολογίας, περί Ορθοδοξίας. Δεν βαρυέσαι! 

Αυτά τα φτωχογεννημένα πλάσματα δεν έχουνε μέσα τους τίποτα αληθινό, τίποτα πνευματικό, και όμως γίνουνται και δασκάλοι και οδηγοί στους άλλους, οι θεόστραβοι.  Μου βάλανε σκληρά εμπόδια, παγίδες πονηρές,  μεταχειρισθήκανε συκοφαντίες και κάθε σιχαμερή πανουργία, με την ιδέα πως έτσι στεκόντανε στον ψεύτικο θρόνο που τους βάλανε κάποιοι ισχυροί. Με τον τίτλο που πήρανε ανάξια, πολεμάνε εκείνους που δεν καταδεχθήκανε νάχουνε τίτλους, γιατί δεν υποκλίνουνται και δεν κολακεύουνε.  

Κοντά στους παλιούς εχθρούς μου φανερωθήκανε, τώρα τελευταία, κι οι παπόφιλοι, ρασοφόροι και πανταλονοφόροι, άλλη τούτη φυλλοξήρα. Αυτοί δυσφημίζουνε την τέχνη μου, με το θράσος που έχουνε οι απελέκητοι..."

Φ. Κόντογλου, Μυστικά Άνθη, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, 1977 (Από το ακροτελεύτιο κείμενο, "Αυστηροί και πικροί στοχασμοί", σ. 336).

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής Οι τρεις πειρασμοί*

Α’
Πολλά, αμέτρητα, είναι όσα γραφήκανε για τον Παπισμό, αλλά λίγα είναι σαν αυτά που έγραψε για το αινιγματικό τούτο σύστημα ο πλέον βαθυστόχαστος κι’ αποκαλυπτικός Ρώσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογέφσκη. Τούτο το μοναδικό κείμενο είναι ένα κεφάλαιο μέσα στο βιβλίο του «Τ’ Αδέρφια Καραμάζωφ», κι’ αυτό το κεφάλαιο έχει για επανώγραμμα «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής». Ο Ντοστογέφσκης, μ’ όλο που είναι ένα φιλοσοφικό πνεύμα, ωστόσο στον «Μέγαν Ιεροεξεταστή» αισθάνεται και γράφει σαν Ορθόδοξος, που ξέρει καλά ποιος είναι ο αληθινός Χριστός κι’ η διδασκαλία του.
Στον «Μέγαν Ιεροεξεταστή» βάζει τον Χριστό αντιμέτωπο με τον ψεύτικο αντιπρόσωπό του στη γη, με τον Ιησουίτη Ιεροεξεταστή, το φοβερό τέρας που έκαιγε τους «αιρετικούς» στ’ όνομα του Χριστού, ένα πράγμα απίστευτο κι’ ακατανόητο. Είναι τρομερό να σκεφθή κανένας τί μπορεί να κά­νη ο διάβολος για να δυσφημήση τον Χριστό, αφού φτάνει στο σημείο να φαίνεται ο σατανάς πως είναι ο ίδιος ο Χριστός!
Σ’ αυτό το παράδοξο κείμενο του Ντοστογέφσκη, ο Ιεροεξεταστής κάνει μια μακρυά εξομολόγηση στον Χριστό, που δεν βγάζει μήτε μια λέξη από το στόμα του για να δώση απάντηση στα ερωτήματα του ιεροδικαστή, και για τούτο αποκρίνεται ο ίδιος σε όσα ερωτά. Με άλλα λόγια, όσα λέγει είναι ένας καταθλιπτικός μονόλογος που βγαίνει από το στόμα κάποιου πλάσματος που θαρρείς πως ανέβηκε από την κόλαση.
Ο Ιεροεξεταστής καταδίκασε κάποιους «αιρετικούς» σε θάνατο με τη φωτιά, κι’ αφού έγινε θανάτωση στη μεγάλη πλατεία μιας σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στο κελλί του, που βρισκότανε στο κτίριο του «Ιερού Δικαστηρίου», ικανοποιημένος πως έκανε το χρέος του, κατά το σύστημα που υπηρετούσε μ’ έναν φρικτόν φανατισμό. Το σύστημά του ήτανε ένας Χριστιανισμός όχι όπως τον δίδαξε ο Χριστός, αλλά παραμορφωμένος κι’ αγνώριστος ολότελα, μέχρι που να μοιάζη με θρησκεία του αντιχρίστου, κι’ αυτό έγινε για να μπορούνε οι άνθρωποι να τον δεχτούνε, επειδή εκείνα που παραγγέλνει και που ζητά ο Χριστός από τους πιστούς του είναι, κατά τη γνώμη του Ιεροεξεταστή και των ομοίων του, απόλυτα κι’ ανεφάρμοστα, υπεράνθρωπα κι’ απάνθρωπα. Δηλαδή ο Χριστιανισμός έγινε ένα σύστημα σαν τα άλλα ανθρώπινα συστήματα, μια κοσμική εξουσία που έχει στην εξουσία της τους πιστούς της, και που τους διοικεί, τους κρίνει και τους καταδικάζει όπως η πολιτική εξουσία. Από τον Χριστό κράτησε μοναχά το προσωπείο, κι’ ό,τι κάνει, λέγει πως το κάνει στ’ όνομα του Χριστού, ενώ το κάνει στ’ όνομα του σατανά. Για τούτο ο Ιεροεξεταστής ολοένα αναφέρει τον διάβολο με σεβασμό, και τον ονομάζει «Αυτός», «το Μέγα και Σοφό Πνεύμα», «το Σοφό και ισχυρό Πνεύμα».

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Καπετάνιος Αγιογράφος - Φώτης Κόντογλου


ΚΑΛΑ -ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Φώτης Κόντογλου - Ἁγιασμένες μέρες

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει:

«Ἁγίῳ Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».

Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Γλυκές αναμνήσεις του Κόντογλου




Τὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ ἀειμνήστου μεγάλου Κόντογλου ἦταν ἀπὸ μόνο του σὰν ἕνα βίντεο. Γεμᾶτο εἰκόνες. Ὡραῖες εἰκόνες! 

Βουνό, θάλασσα, βράχια, ῥημοκκλήσια. Καὶ μιὰ εὐαίσθητη καρδιά νὰ τὰ γεύεται ὀρθοδόξως! Στὴν ταινιούλα μας αὐτὴ χρησιμοποιήθηκαν βίντεο καὶ φωτογραφίες ἀπὸ: Ἅγιον Ὄρος, Χίο, Καλαμάτα, Βερδικούσια Λαρίσης, Σκιάθο, Λάρισα, Πηγάδι Λαρίσης, Σπέτσες, Καβάλα, ὀρεινὸ χωριουδάκι στὸν νομὸ Γρεβενῶν, Λουτρὸ Λαρίσης, ὀρεινὰ Κρανέας Γρεβενῶν, Τζουμέρκα, Ἀρίστη Ἰωαννίνων, ποταμὸ Λούσιο Πελοποννήσου, Κήπους Ἰωαννίνων, Μεταξοχῶρι Λαρίσης, Βίκο Ἰωαννίνων, Καλαρρύτες Ἰωαννίνων, Κρήτη, Βάστα Ἀρκαδίας, Πράμαντα Ἰωαννίνων, Ὄλυμπο. Εὐχαριστῶ τὸν ἐξαίρετο ξυλογλύπτη Ἀριστoτέλη Μπλιάμπλια γιὰ τὴν συμμετοχή του καὶ τὴν καλλιτέχνιδα σύζυγό του Ἀγγελικὴ γιὰ τὴν ὡραία κούκλα ποὺ μᾶς ἔφτιαξε. 

Δυστυχῶς, σὲ κάποια σημεῖα τοῦ βίντεο μειώθηκε ἡ ἀνάλυσι μετὰ τὴν διαδικασία μεταφορτώσεως. Σημείωσι: Στὸ σημεῖο ποὺ ὁ Κόντογλου κάνει ἀναφορὰ στὰ "Τίμια Δῶρα", προφανῶς ἐννοοῦσε τὰ "Ἅγια Σκεύη".

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Φώτης Κόντογλου πριν μισό αιώνα: Καταντήσαμε μαϊμούδες του ανθρωπίνου γένους «εν ονόματι της προόδου και της θαυμάσιας εποχής μας».

Ρεσ. Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο, γραμμένο πριν από μισό αιώνα.

 

 

 Ο Φώτης Κόντογλου πριν από μισό αιώνα

Κείμενο του Ορθοδόξου συγγραφέως και ομολογητού Φώτη Κόντογλου. Αν και γραμμένο μισόν αιώνα πριν και αναφέρεται στα τότε γεγονότα, όμως είναι άκρως και δραματικά ΕΠΙΚΑΙΡΟ. Ίσως διότι πάντοτε η προδοσία θα είναι το ίδιο δαιμονική ενώ η Ομολογία το ίδιο Θεοδίδακτη.

Μεγάλο, πολύ μεγάλο και σπουδαίο είναι ένα ζήτημα που δεν του δώσανε σχεδόν καθόλου προσοχή οι περισσότεροι Έλληνες. Κι αυτό είναι το ότι από καιρό αρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοί να θέλουν και να επιδιώκουν να δέσουν στενές σχέσεις με τους παπικούς, που επί τόσους αιώνες μας ρημάξανε. Γιατί στ' αληθινά, δεν υπάρχει πιο μεγάλος αντίμαχος της φυλής μας, κι επίμονος αντίμαχος, που, σώνει και καλά θέλει να σβήσει την Ορθοδοξία.



Οι δεσποτάδες πού είπα πως τους έπιασε, άξαφνα κι αναπάντεχα, ο έρωτας με τους Λατίνους, λένε πως το κάνουμε από «αγάπη». Μα αυτό είναι χονδροειδεστάτη δικαιολογία και καλά θα κάνουνε να παρατήσουνε αυτά τα ροσόλια της «αγάπης», που την κάναμε ρεζίλι. Ο διάβολος, άμα θελήσει να κάνει το πιο πονηρό παιγνίδι του, μιλά, ο αλιτήριος γιά αγάπη. Ο,τι είπε ο Χριστός, το λέγει κι αυτός κάλπικα, για να ξεγελάσει.

Τώρα, στα καλά καθούμενα, τους ρασοφόρους μας στην Πόλη, τους έπιασε παροξυσμός της αγάπης για τους Ιταλιάνους, που στέκουνται, όπως πάντα, κρύοι και περήφανοι και δεν γυρίζουνε να τους δούνε αυτούς τους «εν Χριστώ αδελφούς», που όσα τους κάνανε από τον καιρό των Σταυροφόρων ίσαμε τώρα, δεν τους τάκανε μήτε Τούρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωμαχετάνος. Ίσως κι οι δικοί μας να κάνουν από παρεξηγημένη καλοσύνη.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Φώτης Κόντογλου


Το βίντεο είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (γεν. 1895 – θαν.1965). 
Παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία, πληροφορίες για τις σπουδές του και τις επιρροές που δέχτηκε, τα ταξίδια του και την προσωπικότητά του. Για τον Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ μιλούν οι: ΙΩΣΗΦ ΒΙΒΙΛΑΚΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΕΣΠΩ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ και ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΤΙΝΟΣ.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Φώτης Κόντογλου, Ασάλευτο Θεμέλιο: “Όποιος αγαπά την παράδοσή μας θεωρείται οπισθοδρομικός” (βίντεο)

Από το cognoscoteam.gr
Στο δεύτερο κανάλι μας Cognosco Επιλογές ξεκινάμε μία σειρά με αναγνώσεις κειμένων του Φώτη Κόντογλου.
Σήμερα, ξεκινάμε με το εμβληματικό και διαχρονικά διδακτικό (μέσα στην υπερβολή του) “Ασάλευτο Θεμέλιο”, από την ομώνυμη συλλογή του μεγάλου ζωγράφου και λογοτέχνη.

Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν χώρα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση εἶναι ἁγιασμένη...


Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιό πνευματική ἐπανάσταση πού ἔγινε στόν κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη»!
Φώτης Κόντογλου.

Θα επιστρέψουμε και θα εορτάσουμε με τον τρόπο που αρμόζει τις θυσίες των παππούδων μας!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ὁ Φώτης Κόντογλου γιὰ τὰ Χριστούγεννα


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
 
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει: «Ἁγίω Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τὴ τριαδικὴ μονάδι, ἱεροκρυφίως».
 
Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατακαρπὸς ἐν τῷ οἴκω τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ....
ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».
 

Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ...
 πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἑξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὠδήγησαν καὶ ἤγαγον μὲ εἰς ὅρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἠμίν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.