27 Απρίλη 1941, στις 8 το πρωί, ημέρα Κυριακή: Τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα.
ΑΠΟ ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
27 Απρίλη 1941, στις 8 το πρωί, ημέρα Κυριακή: Τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα με το λαό να «υποδέχεται» τους ναζί παραμένοντας ερμητικά κλεισμένος στα σπίτια του, είναι μια έρημη πόλη.
Τέσσερις μέρες νωρίτερα, 23 Απρίλη, ο Τσολάκογλου είχε υπογράψει στη Θεσσαλονίκη το οριστικό πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης. Οι Γερμανοί βλέποντας στο πρόσωπό του τον “πατριωτισμό” που εκτιμούσαν, τον διόρισαν πρώτο «πρωθυπουργό» της κατεχόμενης Ελλάδας.
Στην πρωτεύουσα οι «κεφαλές του έθνους» είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες για να… το βάλουν στα πόδια. Η τελευταία τους προδοτική αποστολή είχε ανατεθεί στον υφυπουργό Ασφαλείας του καθεστώτος Μεταξά (και κατοπινό βουλευτή της ΕΡΕ), τον Κ.Μανιαδάκη.
Ο Μανιαδάκης φροντίζει να παραδοθούν δέσμιοι στους Γερμανούς οι 2.000 περίπου φυλακισμένοι και εξόριστοι αγωνιστές, κυρίως κομμουνιστές, που από τα κάτεργα της δικτατορίας του Μεταξά πέφτουν (από… τα ελληνικά χέρια) στα χέρια της Γκεστάπο.
Η είσοδος των Γερμανών επιφέρει και τον απόλυτο εξευτελισμό του αστικού πολιτικού κόσμου. «…ο Παπανδρέου – περιγράφει ο Σεφέρης – έλεγε: “Οι Γερμανοί δε θα μας πειράξουν”. Ο Καφαντάρης ομολογούσε: “Επίστευσα στην νίκη του Αξονος”…».
Οσο για τους υπουργούς και τους παρακεντέδες του φασίστα Μεταξά, όλη εκείνη η συνομοταξία των “θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων” (Λιναρδάτος), ήταν από αυτούς που αν στις 28 Οκτώβρη ο δικτάτορας δεν είχε υποστεί την “προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε κάνει η τροφός του η Γερμανία” (Σεφέρης – Χειρόγραφο Σεπτέμβρης ’41 ) και τους έλεγε ότι αποδέχτηκε το τελεσίγραφο, τότε “όλοι αυτοί οι κύριοι θα πήγαιναν να του φιλήσουν το χέρι και να τον συγχαρούν για το πατριωτικό του σθένος με πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνεια παρά όταν άκουσαν το περιλάλητο όχι” (στο ίδιο).
Με την κατάληψη της χώρας από τους ναζί ένα μέρος του αστικού πολιτικού συρφετού προχωρά στην ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές και στον δωσιλογισμό. Ένα δεύτερο τμήμα παρέμεινε στην Ελλάδα απέχοντας από τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή περιμένοντας να εμφανιστεί την στιγμή που θα έχουν καθοριστεί οι εξελίξεις. Η πλειοψηφία του υπό βρετανική επιρροή πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης, φροντίζει να διατηρεί επαφές και σχέσεις “κατανόησης” με τους κατακτητές. Οσο για την πλειονότητα των αστών “ταγών”, μαζί με το Παλάτι, λιποτάκτησαν στο εξωτερικό αρπάζοντας μαζί τους και τις τεράστιες ποσότητες των κρατικών αποθεμάτων σε χρυσό…
Η φυγή τους αποτελεί εκδήλωση παροιμιώδους… λεβεντιάς και «εθνικού φρονήματος»: Ανήμερα της συνθηκολόγησης ο βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό, τον πρίγκιπα Πέτρο και τον Άγγλο πρεσβευτή Μάικλ Πάλαιρετ επιβιβάζονται σ’ ένα βρετανικό υδροπλάνο με πρώτο σταθμό την Κρήτη και κατόπιν το Κάιρο. Είχε προηγηθεί η φυγή του εξαίρετου ζεύγους των διαδόχων του θρόνου, του Παύλου με τη Φρειδερίκη. Τη, δε, νύχτα 22 προς 23 Απριλίου με τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ», «Β. Ολγα» και «Ιέραξ» την… κοπάνησαν άπαντες:
Ο υποναύαρχος Σακελλαρίου καταγράφει την κατάντια της αστικής πολιτικής τάξης:
«(…) άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πεθερές, κουβερνάντες και τας αποσκευάς των μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξερέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του “Βασίλισσα Ολγα”, του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς»…