Του Ντίνου Παπαντωνίου
Η έννοια και οι ρίζες της
Η κακιστοκρατία είναι μια οικονομικά, πολιτισμικά και κοινωνικά μεταβλητή «ιδεολογία». Σημαίνει την «κυριαρχία των ανόητων» ή πιο κυριολεκτικά την «κυριαρχία των χειρότερων».
Η λέξη κατασκευάζεται ως αντώνυμο της «αριστοκρατίας», δηλαδή της «κυβέρνησης των καλύτερων», κατά την ελληνική ετυμολογία.
Οι Έλληνες γνώριζαν να μιλούν για την πολιτική και την εξουσία, και να δίνουν στις έννοιες ακριβείς λέξεις.
Η λέξη δεν είναι νέα. Το 1797 ο Ιταλός ποιητής Vittorio Alfieri τη χρησιμοποίησε για να σαρκάσει την παρακμή της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας μετά την εισβολή του Ναπολέοντα: «La nostra santa KaKistocrazìa».
Στην Αγγλία, ο όρος kakistocracy κατέχει θέση στα λεξικά και επιστρέφει κάθε φορά που η πολιτική ζωή βυθίζεται στην παρακμή.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εφημερίδες επανέφεραν τον όρο το 2016, για να περιγράψουν τα πρώτα βήματα του Donald Trump. Είχε ήδη χρησιμοποιηθεί και επί George W. Bush, δείχνοντας πως η κακιστοκρατία έχει διεθνή διάσταση.
Ο Έλληνας που μίλησε πρώτος
Στην Ελλάδα, ο μόνος που μίλησε ανοιχτά για την κακιστοκρατία, ήταν ο πολιτικός επιστήμων και κοινωνιολόγος Μιχάλης Χαραλαμπίδης. Από το 2009 προειδοποιούσε ότι η χώρα έχει ανάγκη από μια «ηγεσία των αρίστων και όχι των κακίστων». (1)
Μίλησε πολλές φορές σε όλη την Ελλάδα για την σχολή της κακιστοκρατίας και πολλά κείμενα του υπάρχουν στα βιβλία του.
Έβλεπε πως το καλύτερο που διαθέτει η Ελλάδα σε επάρκεια και ικανότητα δεν εκπροσωπείται στο πολιτικό διάλογο, ούτε στα κόμματα. Αντί για πολιτική ποιότητα, επικράτησε η μετριότητα και η peggiocrazia.
Οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, δεν ήταν και ιδιαίτερα μελετηροί. Ανακάλυψαν τον όρο χρόνια αργότερα, όταν ο Economist το 2024 αφιέρωσε σχετικό άρθρο.
Κάποιοι μάλιστα έγραψαν ότι η λέξη κακιστοκρατία, άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις το 2020 γεγονός που δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ιστορία της ούτε στην ελληνική εμπειρία.










