Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Νοεμβρίου 2025

Οι (κατά φαντασίαν) χήρες του Σαββόπουλου


Του Θόδωρου Παντούλα

Καθημερινή 16.11.2025

Είμαι κι εγώ από εκείνους που κατά την παρατεταμένη εφηβεία τους έβγαλαν γλώσσα στον Διονύση Σαββόπουλο και το ομολογώ, ελπίζοντας να ισχύει πως αμαρτία εξομολογημένη είναι και συχωρεμένη. Τώρα που ο κουρνιαχτός από την εκδημία του κάπως καταλάγιασε, νοιώθω πως χρωστώ δυο λόγια. Δεν τα γράφω βεβαίως σαν ειδικός, αλλά ως κάποιος που έχει στις αποσκευές του των τραγουδιών τα λόγια και, ενίοτε, και τα βήματα.

Ο Σαββόπουλος λατρεύτηκε και μισήθηκε από το ίδιο του το κοινό ή ακριβέστερα από τα διαφορετικά κοινά του. Διότι, άλλος ο Σαββόπουλος της νεότητας, άλλος αυτός του ‘80 κι άλλος αυτός μετά το «Κούρεμα». Άλλος και, παραδόξως, ο ίδιος!

 Ο ίδιος που από χρόνια άπλωνε το λευκό του σεντονάκι και ταίριαζε διαφορετικά ιδιώματα πασχίζοντας να συλλαβίσει έναν καημό κοινό. Και τον συλλάβισε. Και του Θεού η χάρη τον φύλαξε από τα σουξέ, αλλά κι ο ίδιος συνετά δεν θρονιάστηκε στα κατά καιρούς χειροκροτήματα. «Δόξα είν΄ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής», ξεκαθάρισε, παλεύοντας να κατανοήσει (και να περιθάλψει), το συλλογικό μας τραύμα. Κι όλοι γνωρίζουμε ότι οι αναθεωρήσεις που δεν κρύβουν ιδιοτέλεια είναι αυτές που μας στολίζουν.

04 Νοεμβρίου 2025

Ὁ πνιγμένος ἀπό τά μαλλιά (τῆς Καρυστιανοῦ) πιάνεται


από Θεόδωρος Παντούλας

-2 Νοεμβρίου 2025

Ἄς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί
νά δημιουργήσουν ἕναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θά πήγαινα μ' αὐτόν.

Κ.Π. Καβάφης, κατακλείδα ἀπό τό «Ἄς φρόντιζαν»

Οἱ δημοσκόποι, ἐκτός ἀπό ἐπιστήμονες, εἶναι καί ἐλεύθεροι ἐπαγγελματίες. Ἔχουν, δηλαδή, ἐργοδότες πού τούς πληρώνουν γιά τίς δουλειές πού τούς παραγγέλνουν. Καί, παλαιόθεν, «ὁ πελάτης ἔχει πάντα δίκιο». Πάντα. Μέ αὐτή τήν ὑπενθύμιση δέν ὑπονοῶ κάτι ἐπιλήψιμο, διότι ὅπως δέν ἀμφιβάλλω ὅτι ὑπάρχουν εὐσυνείδητοι ἐπαγγελματίες, δέν ἀμφιβάλω ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν εἶναι καλότροποι καί τό χέρι πού τούς μπουκώνει, ἐάν δέν τό φιλᾶνε, τουλάχιστον δέν τό δαγκάνουν. Τά γράφω αὐτά διότι, ὅπως γνωρίζετε, οἱ δημοσκοπήσεις ἔχουν τρόπον τινά ὑποκαταστήσει τήν ἐκλογική διαδικασία καί διαμορφώνουν, ἐν πολλοῖς, ὄχι μόνο τό κλίμα ἀλλά τά ἴδια τά ἀποτελέσματά της. Οἱ ἐκλογεῖς, γνωρίζοντας ὅτι τό παιχνίδι εἶναι στημένο καί οἱ διαιτητές πιασμένοι, προσέρχονται στίς κάλπες γιά νά ἐπιβεβαιώσουν ἤ νά διαψεύσουν τά προγνωστικά τῶν δημοσκόπων — δέν ἔχουν προσδοκίες γιά κάτι περισσότερο.

Ἐντούτοις, δημοσκόποι καί δημοσκοπήσεις δέν μποροῦν νά ἀγνοήσουν παντελῶς τήν πραγματικότητα καί νά ἀποκρύψουν ὅτι ἡ πλειονότητα ὅσων ἀπαντοῦν στά ἐπιτηδευμένα διλήμματα πού τούς θέτουν, προκρίνουν, ἀντί τῶν διάφορων ἐκδοχῶν «κυβερνησιμότητας», τό σκέτο «χάος», — χωρίς παρόλα αὐτά νά ἱδρώνει στό ἐλάχιστο τό αὐτί ὅσων ἕπονται μέ διαφορά τῆς δημοφιλοῦς καί βροντώδους ἐπιλογῆς τοῦ «κανένα»!

Οἱ δημοσκόποι μάλιστα, τώρα τελευταῖα ὅπως θά παρατηρήσατε, κοντά στούς ὑπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς βάζουν στούς λογαριασμούς τους —τόν φόβο τους νά ἔχουν οἱ ἐπίλοιποι μουστερῆδες δηλαδή— καί τούς ἐν δυνάμει σχηματισμούς! Κόμμα Σαμαρᾶ, κόμμα Τσίπρα καί κόμμα Καρυστιανοῦ — διότι, ὡς γνωστόν, τά κόμματα ἐν Ἑλλάδι δέν εἶναι συλλογικά ἐγχειρήματα πολιτῶν ἀλλά προσωποπαγῆ καπρίτσια χαρισματικῶν ἀρχηγῶν.

20 Οκτωβρίου 2025

Κάποτε σ’ έκλαιε λαός – τώρα ούτε που σε ξέρει

*Θεόδωρος Παντούλας

Καθημερινή 19.10.2025 • 

Πολλοί θα τον ζήλευαν. Κανονικό, και όχι τάχα μου, αρχοντόπουλο. Είχε μπροστά του μια ζωή στρωμένη. Ο Παύλος Μελάς, καλής γενιάς παραβλάσταρο, εύπορος, γιος Ηπειρώτη μεγαλέμπορου, μικροπαντρεμένος με τη Ναταλία, θυγατέρα του Στέφανου κι αδελφή του Iωνος Δραγούμη, πατέρας δυο παιδιών. Γιος πολιτικού, δηλαδή, και γαμπρός κατοπινού πρωθυπουργού.

Και όμως, άφησε τις ανέσεις και τις νοικοκυροσύνες και βγήκε κλαρίτης στις ράχες της Μακεδονίας. Αμαθος στις κακοτοπιές, αλλά δεν πισωπάτησε. Και ήταν ένας αλλιώτικος καπετάνιος αυτός. Γλυκομιλούσε στους χωρικούς και δεν μακέλευε τους αντιπάλους του. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 στάθηκε με τους άνδρες του στη Στάτιστα της Καστοριάς ν’ αναπαυθούν για λίγο και ο ίδιος εκεί αναπαύθηκε για πάντα, ίνα πληρωθή η παραδοξολογία ότι αυτός «δεν πήγε στη Μακεδονία για να σκοτώσει αλλά για να σκοτωθεί» (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος).

Τον σταυρό του ο Παύλος Μελάς παράγγειλε να τον δώσουν στη γυναίκα του και το τουφέκι του στον γιο τους με τη διαβεβαίωση ότι έκανε το καθήκον του. Ηταν μόλις 34 ετών. Αλλού ταφιάστηκε το κορμί κι αλλού η κεφαλή του – μην πέσει στα χέρια των εχθρών το σεπτό σκήνωμά του. Και κοντά εβδομήντα χρόνια μετά, πήγε να τον ανταμώσει στο κιβούρι του η Παύλαινα, η υπεραιωνόβια κυρα-Ναταλία (που αν με άφηναν οι διορθωτές, όλα τα γράμματα του ονόματός της θα τα έγραφα κεφαλαία), η οποία όλο της τον καιρό πορεύτηκε ανδροπατώντας, ισόβιο ψυχοκέρι στη μνήμη εκείνου του αμνού που έγινε όχι το ψοφίμι αλλά το σφαγάδι της Μακεδονίας – της σκέτης Μακεδονίας, άνευ ετέρου προσδιορισμού τότε.

30 Σεπτεμβρίου 2025

Αχ, «και να ’ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου»



*Θεόδωρος Παντούλας 

Καθημερινή 28.09.2035

Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο Μακρυγιάννης, από τον καιρό της αργοπορημένης ανακάλυψής του και δώθε, τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο νεοελληνικό πάνθεον. Οι γραμματικοί ανακάλυψαν έναν προικισμένο… πεζογράφο και οι γραμματιζούμενοι (ξέρετε, αυτοί οι πάντοτε ευκολόπιστοι) τον ανέγνωσαν μετά μανίας, τον γύρεψαν στους αστικούς μπαξέδες (Ελευθερίου – Ανδριόπουλος) και αιτήθηκαν την επιστροφή του που το «στραβό» θα κάνει «ίσο» (Γκάτσος – Ξαρχάκος).

Μετά τον θρίαμβο του εγχώριου σοσιαλισμού (και τη δημοσίευση των Τετραδίων του) ήγγικεν όμως ο καιρός της απομάγευσης και της καταγγελίας του «μακρυγιαννισμού». Τέρμα η… λογοτεχνική κριτική. Εφεξής βορά του αδέκαστου επιστημονισμού, όχι τόσο τα γραφτά όσο ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, που στο πρόσωπό του αναγνωρίστηκε όχι η καταπόνηση από τις άπονες εξουσίες που τον σακάτεψαν –κυριολεκτικά– αλλά το πέρασμα του ρωμιού «από την αγροτική οικονομία σε μια μικροεμπορευματική – τοκογλυφική»! Επιπλέον, ο αγράμματος «πατριδοφύλακας» κατά τας γραφάς του συρμού και του διασυρμού, εκτός από ημίτρελος θεούσος, εντέλει ήταν ένας δευτεροκλασάτος καπετάνιος, ένας παραδόπιστος καιροσκόπος, ένας μεμψίμοιρος καταφερτζής που γέλασε λ.χ. τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο και το πανελλήνιο, αλλά οι «μισομαθείς και άθρησκοι» που τον περίλαβαν τον έκαναν τσακωτό –grand succès– στις επιστημονικές τους ξόβεργες! (Οι υπόλοιποι θηρευτές εισέτι αρκούμαστε στα στοιχειώδη της κυνηγεσίας: «με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους».)

Πέραν τούτων, ως Eλληνες και ως νεοελληνιστές, για πολλούς λόγους, θα χρωστάμε ες αεί χάριτες στον Γιάννη Βλαχογιάννη. Χάρη στους δικούς του κόπους μάθαμε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα για τον Στρατηγό. Eκτοτε, τα «Απομνημονεύματά» του κυκλοφόρησαν σε διάφορες εκδόσεις με διάφορα προβλήματα. Το άλλο του εργόχειρο, η ημετέρα «φωτισμένη λογοκρισία» (Γ. Π. Σαββίδης) το πέρασε από τα σαράντα κύματα για να εκδοθεί με καθυστέρηση σαράντα ετών υπό τον διόλου ευφάνταστο τίτλο «Οράματα και θάματα», μόλις το 1983. Σήμερα έχουν περάσει περισσότερο από είκοσι χρόνια από την τελευταία του ανατύπωση κι ο εκδότης (ΜΙΕΤ), παρότι εξαντλημένο, δεν στέργει να το επανεκδώσει. Με άλλα λόγια, τα δύο αυτά βιβλία είναι δυσεύρετα ή και άβρετα στα βιβλιοπωλεία. Και αυτή η αδόκητος απουσία από τα ράφια (και τις κουβέντες μας) εκτιμώ πως είναι λαλέουσα. Πρωτίστως, μας λέει σταράτα ότι δεν υπάρχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και δεν υπάρχει αναγνωστικό ενδιαφέρον διότι, κυρίως μετά το «Οράματα και θάματα», με όλα αυτά τα θεοτικά, ο Μακρυγιάννης έπαψε να είναι συμβατός με τις επιστημονικοφανείς και ιδεοληπτικές μπαγαποντιές κι έγινε ξεκάθαρα οχληρός γιατί μας θύμιζε ότι η ρίζα μας δεν κρατάει από τον τοκογλύφο του Διαφωτισμού (Βολταίρος), αλλά «απ’ το δέντρο του Θεού» (Γκάτσος).

15 Αυγούστου 2025

«Κυρά μου, αν θα κρεμαστείς, κρεμιέται ο κόσμος όλος»

Του Θοδωρή Παντούλα 

Νομίζω ότι ένας πολιτισμός αποτιμάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που πενθεί και από τον τρόπο που γιορτάζει. Και, ειλικρινά, δεν γνωρίζω κάποιον που να καυχάται για τους σημερινούς τρόπους.

 Στα μέρη μας ωστόσο αυτοί οι, κάποτε αξεχώριστοι, τρόποι είχαν για πολλούς αιώνες συγκεκριμένες εκφάνσεις κι εκφορές. Η Παναγία, καλή ώρα, ακαμάτως μεσίτευε υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών και στάθηκε η καταφυγή των αναγκεμένων, η παραμυθία των αδικουμένων, το αντιστύλι των οδυνομένων.

Τα παραπάνω δεν είναι θεολογικά φληναφήματα αλλά ιστορικές αποτιμήσεις από τις οποίες κάθε άλλο παρά λείπουν τα τεκμήρια. Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ ήταν ένα πρόσωπο εξόχως οικείο και αγαπητό στον λαό. Όλα τα σπίτια –ακόμη και τα πιο φτωχά ή κυρίως αυτά– είχαν το εικονοστάσι τους κι όλα τα εικονοστάσια είχαν εικόνα της. Αυτή η οικειότητα και η αγάπη θησαυρίστηκε σε αχειροποίητα εικονίσματα και απέριττα ξωκλήσια που στέγασαν απελπισμούς και ανατάσεις. 

Η εγγύτητα προς το πρόσωπό της εκφράστηκε εναργώς με τα αμέτρητα, κυριολεκτικά, Θεοτοκονύμια και την πάγκοινη και σπαρακτική επίκληση «βόηθα Παναγιά». 

Στην γλυκύτητα της Γυναίκας, που ήταν κόρη των ανθρώπων και μάνα Εκείνου που έκοψε την Ιστορία στα δυό, προσέτρεχαν κι οι μικρομάνες, ζητώντας της στα νανουρίσματά τους να συντροφεύει τα παιδιά τους.

14 Αυγούστου 2025

«Κυρά μου, αν θα κρεμαστείς, κρεμιέται ο κόσμος όλος»


από Θεόδωρος Παντούλας


Νομίζω ότι ένας πολιτισμός αποτιμάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που πενθεί και από τον τρόπο που γιορτάζει. Και, ειλικρινά, δεν γνωρίζω κάποιον που να καυχάται για τους σημερινούς τρόπους. Στα μέρη μας ωστόσο αυτοί οι, κάποτε αξεχώριστοι, τρόποι είχαν για πολλούς αιώνες συγκεκριμένες εκφάνσεις κι εκφορές. Η Παναγία, καλή ώρα, ακαμάτως μεσίτευε υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών και στάθηκε η καταφυγή των αναγκεμένων, η παραμυθία των αδικουμένων, το αντιστύλι των οδυνομένων.

Τα παραπάνω δεν είναι θεολογικά φληναφήματα αλλά ιστορικές αποτιμήσεις από τις οποίες κάθε άλλο παρά λείπουν τα τεκμήρια. Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ ήταν ένα πρόσωπο εξόχως οικείο και αγαπητό στον λαό. Ολα τα σπίτια –ακόμη και τα πιο φτωχά ή κυρίως αυτά– είχαν το εικονοστάσι τους κι όλα τα εικονοστάσια είχαν εικόνα της. Αυτή η οικειότητα και η αγάπη θησαυρίστηκε σε αχειροποίητα εικονίσματα και απέριττα ξωκλήσια που στέγασαν απελπισμούς και ανατάσεις. Η εγγύτητα προς το πρόσωπό της εκφράστηκε εναργώς με τα αμέτρητα, κυριολεκτικά, Θεοτοκονύμια και την πάγκοινη και σπαρακτική επίκληση «βόηθα Παναγιά». Στη γλυκύτητα της Γυναίκας, που ήταν κόρη των ανθρώπων και μάνα Εκείνου που έκοψε την Ιστορία στα δυο, προσέτρεχαν κι οι μικρομάνες, ζητώντας της στα νανουρίσματά τους να συντροφεύει τα παιδιά τους.

Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο οι άνθρωποι δέονταν, νήστευαν κι άσπριζαν τις αυλές τους για να καλοδεχτούν τη Δέσποινά τους. Παράδοξο κι ετούτο: να είναι, δηλαδή, γιορτή ζωής και αφθαρσίας εγκώμιο η Κοίμησή της! Δεύτερο Πάσχα, Πάσχα του καλοκαιριού λογιζόταν ο Δεκαπενταύγουστος και σε πολλά μέρη στόλιζαν και περιέφεραν τον Επιτάφιό της.

Η εκκλησιαστική εμπειρία βεβαιώνει ότι ο θάνατος στην επικράτειά της δεν έχει ούτε τον πρώτο ούτε τον τελευταίο λόγο. Γι’ αυτό ανάβονταν κεριά στη χάρη της, γίνονταν γονυκλισίες στα εικονίσματά της, τάματα σωρεύονταν στην ποδιά της και πανηγύρια στήνονταν στο όνομά της σε αυλόγυρους ναών και ανοιχτωσιές. Οι κοινότητες συνάζονταν γύρω από τα χοροστάσια και, συχνά, δεξιώνονταν τους ξενιτεμένους τους – ζώντες και τεθνεώτες. Οι πανηγυριστές φίλιωναν, φιλιούνταν και πιάνονταν χέρι χέρι σε κυκλωτικούς χορούς.

26 Ιουλίου 2025

Αμφότεροι, το όραμα και το σχέδιο δεν το είχαν στα νιάτα τους. Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι το έχουν στα στερνά τους;


Του Θοδωρή Παντούλα 

Διάβασα το διακηρυκτικό κείμενο των περίπου 90 πολιτών. Πάντοτε οι πρωτοβουλίες των πολιτών, συμφωνούμε ή όχι, αξίζουν τον έπαινό μας.

 Το γεγονός ότι, σε περίοδο ιδιώτευσης, κάποιοι αφήνουν για λογαριασμό μας τον καναπέ τους και εκτίθενται (ακόμη και ως «μπροστινοί») είναι από μόνο του σημαντικό. Κάποιους μάλιστα τους γνωρίζω και ορισμένους τους εκτιμώ.

Το κείμενο ωστόσο μου φάνηκε αδύναμο. Κοινότοπες διαπιστώσεις το περισσότερο και δυσεξήγητες απουσίες. Λ.χ. πώς θα πολιτευτείς σε μια προσχηματική δημοκρατία που όλα τα χαρτιά της τα έχει σημαδεμένα από τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία; Και ποιοι ακριβώς θα πολιτευτούν μαζί σου;

 Οι οπεκεπέδες; Κυρίως όμως η κατακλείδα της Διακήρυξης ήταν αυτή που με ξάφνιασε. Οι ενεργοί πολίτες, (τους οποίους τα αμετροεπή ΜΜΕ παρουσίασαν ως «προσωπικότητες»), τρόπον τινά ομολογούν την ανεπάρκειά τους να μας ξελασπώσουν και καλούν κάποιους άλλους, που μάλιστα δεν τους ονοματίζουν (!), να το κάνουν για λογαριασμό μας. 

Η αποδοχή ανεπάρκειας βεβαίως είναι πράξη γενναιότητας — αλλά μέχρι εκεί. Γράφτηκε (πάλι στα ΜΜΕ) ότι «οι ενεργοί και αγωνιζόμενοι πολίτες» με το κείμενό τους απευθύνονται στους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά. Αν ισχύει κάτι τέτοιο για τον κ. Καραμανλή δεν έχει νόημα να μιλήσει κανείς. 

Εδώ και χρόνια για τα πεπραγμένα του σιωπά εκκωφαντικά ο ίδιος. Για τον κ. Σαμαρά πάλι, νομίζω ότι είχε ευκαιρίες, και μάλιστα σπάνιες, που τις σπατάλησε. 

Αμφότεροι, το όραμα και το σχέδιο δεν το είχαν στα νιάτα τους. Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι το έχουν στα στερνά τους; 

Τέλος, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, το να καλείς να σε ξελασπώσουν αυτοί που σε κύλησαν στις λάσπες των Μνημονίων δεν είναι πράξη ευθύνης αλλά πράξη αφροσύνης που, πιθανώς, να ταιριάζει σε όσους πιστεύουν ότι υπάρχει μια καλή «καλή» Ν.Δ. αλλά εγώ δεν είμαι από αυτούς.

21 Ιουλίου 2025

Νερό από τον τόπο μας και μήλα απ’ τη μηλιά μας


*Θεόδωρος Παντούλας 20.07.2025 Καθημερινή 

Eνας φίλος λέει ότι «ο ξένος που μας χτυπάει την πόρτα μπορεί να είναι ο Χριστός».

Το επιχείρημα είναι ακαταγώνιστο υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να πιστεύεις στον Χριστό. Η δεύτερη, να είσαι διατεθειμένος να στριμωχτείς. Δεν ξέρω ποια από τις δύο ξεβολεύει περισσότερο. Η πρώτη σού αλλάζει τη ζωή, η δεύτερη σε στενεύει.

Και το στένεμα αυτό, που είναι, θαρρώ, απότοκο της πρώτης προϋπόθεσης, απαιτεί όχι απλώς να δεξιωθείς έναν παροδίτη, αλλά να δεξιωθείς όποιον παροδίτη κρούει τη θύρα σου. Κι αν σου την κρούουν όλης της γης οι αναγκεμένοι, θα πρέπει να αποφασίσεις πόσοι χωράνε στο σπίτι και στους πόσους ξεσπιτώνεσαι επειδή δεν χωράς εσύ.

Σταματώ εδώ, γνωρίζοντας ελάχιστα πρόσωπα που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες συνανθρώπων μας. Γνωρίζω όμως καμπόσα που παραβλέπουν ότι στην κακογερασμένη ήπειρό μας δεν είμαστε εξαίρεση, αλλά ακόμη ένα έθνος που σβήνει. Την προηγούμενη χρονιά (2024) ο αριθμός θανάτων των Ελλήνων ήταν υπερδιπλάσιος από αυτόν των γεννήσεων.

«Κανένα πρόβλημα», μας καθησυχάζουν όσοι γνωρίζουν πράγματα που οι υπόλοιποι αγνοούμε. Θα κάνουμε, λένε, εισαγωγή νταβραντισμένων Αφροασιατών, διότι στα μέρη τους έχουν πληθυσμιακό πλεόνασμα. Κι επιπλέον, δευτερώνουν οι γνωρίζοντες, θα είναι και βασταγεροί, ακριβώς όπως τους θέλουμε: θα μαζεύουν τις σοδειές μας, θα ξεβρωμίζουν τα σπίτια μας και θα γηροκομούν τα γονικά μας. Κι εντέλει, θα σώσουν και το «ασφαλιστικό» και θα έχουμε όλοι μας καλά στερνά και μπόλικα ευρά!

Σοβαρά τώρα; Αυτό λογίζεται «μια κάποια λύσις»; Να στηρίξουμε τη μακροημέρευσή μας στον πόνο των άλλων; Κι όμως, αυτή την παλιανθρωπιά την ακούμε όλο και συχνότερα και την κουβεντιάζουμε πλέον χωρίς να ντρεπόμαστε, χωρίς να μας προσβάλλει η χυδαιότητα που εκδέχεται τους αδύναμους σαν εμπορεύματα που μετακινούνται όπου υπάρχει ζήτηση. Αλλέως ειπείν, όχι μόνο συνηθίσαμε ή μοιάσαμε στο τέρας, αλλά γίναμε όμοιοί του!

29 Ιουνίου 2025

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ

Του Κώστα Χατζηαντωνίου 

Μια νύχτα σαν κι αυτήν (28 Ιουνίου 1867), έπεφτε σαν πυγολαμπίδα κάτω από ένα μεγάλο μοναχικό πεύκο (δική του η παρομοίωση), στο Χάος του Αγκριτζέντο, σε μια περιοχή γεμάτη σαρακηνές ελιές, που προβάλλει στις άκρες ενός οροπεδίου με γαλάζια άργιλο, προς την αφρικανική θάλασσα, ο Λουίτζι Πιραντέλλο. Με την έκπληξη που νιώθει όποιος βρίσκεται πεταμένος καταγής, μόνος στο σκοτάδι ενός έρημου σιδηροδρομικού σταθμού (δική του κι αυτή η ιδέα), ο μέγας Ακραγαντίνος πάσχισε με τη ζωή και το έργο του να βρει νόημα σε αυτή την πτώση που όσο κι αν είναι πτώση για όλους, άλλο τόσο είναι και κλήση.

Από την τεράστια βιβλιογραφία του Λουίτζι Πιραντέλλο, επιλέγω εδώ να μιλήσω για τρία διηγήματά του, σύντομα (ούτε ένα τυπογραφικό έκαστο) που διαβάζονται με μια ανάσα αλλά, αν είσαι άνθρωπος που νιώθει τον κόσμο του μεγάλου Σικελού, σου κόβουν τη ζωή στα δύο. Εκδόθηκαν σχετικώς πρόσφατα από το Manifesto και νομίζω πως τόσο αρμονικά συλλειτουργούν, που θα μπορούσαν να είναι και ένα έξοχο σενάριο σπονδυλωτής κινηματογραφικής ταινίας, εφάμιλλο των τεσσάρων ιστοριών που έντυσαν το περίφημο "Χάος".

Ένας ηττημένος, γερασμένος πριν την ώρα του υπάλληλος που εκρήγνυται όταν το τρένο μιας φανταστικής ζωής σφυρίζει καλώντας τον σε ένα ονειρικό ταξίδι, πριν στη συνέχεια επιστρέψει στον καθημερινό του θάνατο, είναι ο πρωταγωνιστής του πρώτου διηγήματος ("Το τρένο σφύριξε" - "Il treno ha fischiato").

20 Μαΐου 2025

H έρημη Ελλάδα δεν έγινε ερήμην των Μαυρογιαλούρων

*Θεόδωρος Παντούλας • 18.05.2025 

Στον τόπο μας, χάρη στο πνευματικό ξεπάτωμα που προηγήθηκε του οικονομικού, έχουμε μια εν πολλοίς ερημωμένη κι ερειπωμένη χώρα με υποθηκευμένες υποδομές και δημογραφική φυλλόρροια.

Η κυρίαρχη στάση σε όλο αυτό είναι η παραίτηση. Για όσους όμως δεν είναι τόσο μπαγαπόντηδες ώστε να προκρίνουν τον μαρασμό σαν… ευκαιρία, θα ήθελα να θυμίσω μια διαφορετική στάση.

Ξεχάστε, σας παρακαλώ, τη διοικητική γεωγραφία. Η Ελλάδα δεν αποτελείται από εκλογικές περιφέρειες, συγκροτείται από διαμερίσματα. Αυτά τα διαμερίσματα έχουν γεωμορφολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Από αυτά τα χαρακτηριστικά προκύπτουν φυσιογνωμίες.

Η πρότασή μου είναι, αντί να μεταβολίζουμε την αθηναϊκή κακοπλασία στις περιφέρειες, να ανακαλύψουμε και να υπηρετήσουμε τις φυσιογνωμίες τους.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει, η ετερότητα της τοπικότητας δεν είναι άχθος αλλά στολίδι. Και τα διαμερίσματα της χώρας, σμιλεμένα από τη φύση και τον χρόνο, έχουν διαφορετικές προίκες. Διαφορετικές ομορφιές, ίδια φεγγοβολή.

Με την απειροκαλία των τελευταίων δεκαετιών έχουν λερωθεί οι ομορφιές τους, αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανεχόμαστε τη νόθευσή τους από τα μασκαραλίκια με τα οποία τα φορτώσαμε. Η χώρα είναι κατάστικτη από ευρήματα ασύλληπτου αισθητικού βάθους. Η διάσωση και η προβολή τους αποτελούν ισχυρά ταυτοτικά στοιχεία. Δεν έχουμε χρεία άλλων μαρτύρων. Το μακρυγιαννικό «γι’ αυτά πολεμήσαμε», φτάνει και περισσεύει.

23 Απριλίου 2025

Του φτωχού τ’ αρνί – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα



Του φτωχού τ’ αρνί – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

27/04/2019

Του φτωχού τ’ αρνί


Όσα τραγούδια κι αν σου πω ο πόνος δεν γλυκαίνει
μαράζι έχεις στην ψυχή που όλο κοντανασαίνει

Κι ας σε γελούν οι άνθρωποι μέσα στην αγορά
αγρίμι ζυγωμένο μου στην τόση ερημιά

Εσύ είσαι αρνάκι του Θεού, είσαι σφαχτό του κόσμου
έχεις το Πάσχα μέσα σου κι απ’ εκείνο δωσ’ μου

Να γιοματίσω παιδεμούς που έχεις σοδιασμένους
να κεραστώ και τους καημούς που ‘χεις σιγουρεμένους

Παράδες όσους κι αν βαστούν, όποια τιμή κι αν δώσουν,
αυτοί που δεν επόνεσαν ποτέ δεν θα μερώσουν.

Σ’ εμάς στραγγίξαν τα νερά και χλόισε ο τόπος,
τα ψυχοκέρια γίνηκαν ο πιο δικός μας τρόπος.

Λίγο ψωμί, πολύ κρασί και η ευχή σου σώνει.


* Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παραπάνω φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα. 

Όσες φορές κλήθηκε ν’ απαντήσει ποια απ’ τις χιλιάδες φωτογραφίες του είναι η καλύτερη, η απάντησή του είναι κατηγορηματική και πάντα ίδια: 

22 Απριλίου 2025

«Καμπάνες αναστάσιμες χτυπούν αλαργινά» – μα πολύ αλαργινά

*Θεόδωρος Παντούλας

Εφ. Καθημερινή 20.04.2025 

Μια ομολογημένη δυσκολία δεν είναι λιγότερο δυσκολία – είναι μοιρασμένη ωστόσο και δεν σε πλακώνει το βάρος της. Γι’ αυτό και ξεθαρρεύω να ομολογήσω ότι οι μέρες που προηγούνται κι έπονται της Λαμπρής με στενεύουν. Με στενεύει ο συγκρατημένος (από καθωσπρεπισμό, μη μας πούνε και θεούσους) συναισθηματισμός της Μεγάλης Εβδομάδας και η τσουρούτικη μεταπασχαλινή ξεφάντωση.

Οσοι πασχίζουμε, λίγο ή περισσότερο, να είμαστε Χριστιανοί φαινόμαστε, πώς να το πω, μπόσικοι. Είμαστε αλαφιασμένοι από τις σκοτούρες του βιοπορισμού και φαρμακωμένοι από τις ακάλυπτες επιταγές του κυρίαρχου καταναλωτικού ηδονισμού. Είναι σχεδόν εθιμικός ο ξώφαλτσος εκκλησιασμός μας και περίπου εξαναγκασμός το πλαδαρό γλεντοκόπι μας. Δεν αντέχουμε την ευαγγελική προτροπή να ξεβολευτούμε, να τα εκποιήσουμε όλα και να αξιωθούμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Γι’ αυτό και δεν νεκροστολίζουμε αυτοπροσώπως τον Χριστό – με απευθείας ανάθεση στο πλησιέστερο ανθοπωλείο γίνεται ο Επιτάφιος. Και στην Ανάσταση, κομψευόμενοι πάντα, παρά πέντε προσερχόμαστε «για το καλό» και τις κροτίδες, ενώ και πέντε κουταλιάζουμε τη μαγειρίτσα! 

Και την επομένη, το ίδιο άγευστοι, ρευόμαστε την κατασπάραξη του αμνού! Στην πραγματικότητα άδειοι από νόημα δεν μετέχουμε σε γιορτινή σύναξη αλλά σε επετειακό τσιμπούσι. Σε όλα αυτά νομίζω ότι δεν υπάρχει Χριστός. Δεν υπάρχει όμως ούτε η λαχτάρα του. Είμαστε χλιαροί και στον απελπισμό μας – ούτε καν Θωμάδες που αιτούνται πειστήρια. Μένουμε ανυποψίαστοι της δυνατότητας να απελευθερωθεί η ύπαρξή μας από τους καταναγκασμούς της βιολογίας. Ενδίδουμε αμαχητί στην ευκολία των συμβάσεων που με θρασύτητα ονομάζουμε «παράδοση», ενώ δεν είναι παρά ο διασυρμός της σε φολκλόρ.

06 Απριλίου 2025

Χαιρετίας ντραντέλληνα Μιχάλη Χαραλαμπίδη

από Θεόδωρος Παντούλας

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης ήταν εξαίρεση στον ελλαδικό μικρόκοσμο. Και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να τον ταξινομήσουμε. Δεν στριμώχνεται στα κουτάκια μας, στις προκάτ κατηγοριοποιήσεις μας. Έγραφε αλλά δεν ήταν ακριβώς συγγραφέας. Ήταν, κατά κύριο λόγο, ένας διανοούμενος πολιτικός που τιμούσε και τις δύο αυτές ιδιότητες. Και οι δύο –και οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί– σπανίζουν. Πόσο μάλλον ο συνδυασμός τους. Πλεονάζουν οι ημιεγγράματοι πολιτευτές και οι διανοούμενοι (μερικοί τους λένε και «οργανικούς») που σταδιοδρομούν κάνοντας τα θελήματα των πρώτων.

Του Μιχάλη Χαραλαμπίδη τα χνώτα δεν ταίριαζαν με αυτούς τους ανθρώπους, τον στένευαν τα φερσίματά τους. Είχε άλλη συμπεριφορά, γιατί είχε άλλη ποιότητα. Δεν αναφέρομαι στην επιστημοσύνη του. Αναφέρομαι στην ιθαγένειά του. Ήξερε, δηλαδή, από πού ερχόταν και γι’ αυτό ήξερε και πού ήθελε να φτάσει. Ήταν ευγενής και η αφετηρία και η διαδρομή του.

Οι περισσότεροι που βρέθηκαν στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας δεν αρνήθηκαν τις «ευκολίες» της. Και πολλοί από αυτούς όχι απλώς βούτηξαν το δάχτυλο στο μέλι, αλλά πήραν παραμάσχαλα και το βάζο.

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης πορεύθηκε χωρίς να λερωθεί από τέτοιες μικρότητες. Κι όχι μόνον αυτό. Όταν το κόμμα έκανε γιουρούσι στο κράτος, αυτός επέμενε όχι απλώς σε μιαν άλλη, έντιμο, περπατησιά αλλά στην επανεύρεση ενός τρόπου συμβατού με τις καταβολές και της καταβολάδες του τόπου μας. Όταν οι υπόλοιποι σταδιοδρομούσαν ως υπότροφοι του κράτους και του παρακράτους, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης γεωργούσε την επικράτεια αιτούμενος την ένταξη των περιφερειών σε έναν εθνικό κορμό πέραν των ορίων της Αττικής. Μιλούσε για μια πληθυντική πολιτιστική παρακαταθήκη που δεν θα ήταν βαρίδι αλλά πλεονέκτημα στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Μιλούσε για μια παραγωγική μνήμη που θα μας καθιστούσε εκ νέου δημιουργούς – εργαζόμενους, δηλαδή, για τον Δήμο.

01 Απριλίου 2025

Η Κύπρος δεν είναι μακριά. Είναι μέσα μας.

Του Θόδωρου Παντούλα


Γι' αυτούς τους αντάρτες με τις χοντρές ελληνικές κοκάλες δεν μας μίλησε ποτέ και κανένας στο σχολείο. 

Ούτε γι' αυτούς ούτε για τους γοναίους τους, που θάβαν με την ευχή τους τα μοναχοπαίδια τους.

 Δεν μας μίλησαν για τις κοπέλες που τους περίμεναν ή τα παιδόπουλά τους που σταυροκοπιόνταν κατά της Ελλάδας την μεριά. 

Δεν μας μίλησαν για την αψηφησιά εκείνων που γεννήθηκαν και πολιτεύθηκαν ως Ελεύθεροι άνθρωποι.

Μας μίλησαν όμως πολλοί για την "ανάπτυξη". Μας μίλησαν τόσο πολύ για τους ευέλικτους μανατζαραίους της δανειοδίαιτης ευρωπαϊκής ονείρωξης που παραλίγο να πιστέψουμε ότι γινήκαμε σαν τα μούτρα τους.

Δεν γίναμε και γι' αυτό κάθε πρωταπριλιά έχουμε ένα βάρος παραπάνω στα στήθια μας, που δεν μοιάσαμε στης μεγαλονήσου τους αμάραντους.

Η Κύπρος δεν είναι μακριά. Είναι μέσα μας.




ΠΗΓΗ-Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

03 Μαρτίου 2025

«Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό»

από Θεόδωρος Παντούλας

Οι «πολλές κινήσεις κι ομιλίες» με δυσκολεύουν. Η «πολλή συνάφεια του κόσμου» με ζορίζει. Την ομολογώ εξ αρχής την αδυναμία μου, γιατί ακριβώς για τον πολύ «κόσμο» θέλω να γράψω σήμερα. Για τον κόσμο που, παρά τις χρόνιες και φιλότιμες προσπάθειες ραδιοτηλεοπτικής και διαδικτυακής εξηλιθίωσής του, δεν βούλιαξε αυτή τη φορά στον καναπέ του. Για τον κόσμο που γέμισε τις ανά την επικράτεια πλατείες αιτούμενος με τη σιωπηρή, αλλά λαλέουσα, παρουσία του, όχι θερμίδες για τη γαστέρα του αλλά δικαιοσύνη.

 Προηγουμένως όμως, ας συναποφασίσουμε: θέλουμε ο κόσμος να μετέχει καθημέραν της πόλεως, ήγουν της πολιτικής, ή να κάνει ανά τετραετία περάσματα από τον εκλογικό μπερντέ;

Κι όταν συναποφασίσουμε, ας παραδεχτούμε ότι ο εκ νέου υποβιβασμός του σε «ετερόκλητο όχλο» και η συκοφάντησή του σε «ψεκασμένο» συρφετό δεν είναι ενήλικη συμπεριφορά και οπωσδήποτε δεν είναι ο τιμιότερος τρόπος αντιμετώπισής του.
Αλλά ποιοι στο καλό είναι όλοι αυτοί με τα σφιγμένα χείλη και τα χαμένα βλέμματα, που κατέκλυσαν τις πλατείες; Είναι αργόσχολοι; Είναι ταραξίες; Είναι ενεργούμενα της αφερέγγυας αντιπολίτευσης που δεν γεμίζει ούτε ταξί στα καλέσματά της;

 Μην κοροϊδευόμαστε! Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι. Ο κόσμος που γέμισε τις πλατείες είναι ο κανονικός κόσμος – δεν είναι ο κόσμος των διαφημίσεων. Είναι οι ανεκπροσώπητοι, αυτοί που δεν προσήλθαν στις εκλογές, δηλαδή οι μισοί Έλληνες. Είναι κι εκείνοι που προσήλθαν κατηφείς, υποκύπτοντας στον αρχαίο εκβιασμό του «μη χείρον». Είναι οι αόρατοι συμπολίτες που, αίφνης, γίναν ορατοί, είναι οι παρεπίδημοι που ανακατέλαβαν –έστω για λίγο– τον δημόσιο χώρο τον οποίο νέμονται εκ περιτροπής πράκτορες (τουριστικοί, μην πάει ο νους σας στο κακό) και ρεκλαμαδόροι. Αν ανάμεσά τους παρεισέφρησαν και σπεκουλαδόροι, ε, αυτό δεν κάνει τον κόσμο των πρόσφατων διαδηλώσεων λιγότερο υπαρκτό και πολύ περισσότερο λιγότερο κανονικό.

22 Ιανουαρίου 2025

Αυτός με την αξία του κι εμείς με ξένες πλάτες


Θεόδωρος Παντούλας

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.01.2025 

Επ’ εσχάτοις οι μισοί Ελληνες πίνουν νερό στο όνομα του «Στέλιου» και οι άλλοι μισοί παθαίνουν αναφυλαξία με οτιδήποτε υπερβαίνει την επιτρεπόμενη δόση μπασκλασαρίας. Ομολογώ ότι με ξαφνιάζει η ευρηματικότητα με την οποία ανακαλύπτουμε λόγους (και μάλιστα ξεθυμασμένους) για να τσακωθούμε, αλλά νομίζω ότι όλος αυτός ο καβγάς δεν έχει και πολύ νόημα.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης μάς άφησε χρόνους και μαζί του μας άφησε και η εποχή του. Ορφανεμένος από μικρός ο ίδιος βγήκε νωρίς στο μεροκάματο, χωρίς να προλάβει να τελειώσει ούτε το Δημοτικό! Είχε πανωπροίκι το χάρισμα, αλλά δεν ήταν τόσο οι πρωτάκουστες φωνητικές δεξιότητες που τον καθιέρωσαν όσο το ειλικρινές ερμηνευτικό πάθος. Δεν μπήκε απλώς με τα μπούνια στη δισκογραφία, μπήκε στις ψυχές των βασανισμένων ακροατών του. Και στην Ελλάδα του ’50 και του ’60 έγινε η στεντόρεια φωνή όλων των αδικημένων. Αδικημένος κι αυτός, αλλά όχι λυγισμένος. Ολοφύρονταν αλλά δεν κλαιγόταν. Το παράπονό του δεν ξέπεφτε σε κλάψα. Είχε μια περηφάνια ο τρόπος του. Οι χαρακιές του ήσαν παράσημα μιας ζωής στηριγμένης στο «φιλότιμο» κι όχι στις «ξένες πλάτες». Και τα φωνήεντα που τελειωμό δεν είχαν ήσαν βάλσαμο και λεπίδι δίκοπο για τους πονεμένους που αναπαύονταν σιγοντάροντας τον κοινό τους σπαραγμό. Μαστοράτζες και καλφάδια, μικρονοικοκύρηδες και μικροκακομοίρηδες οι περισσότεροι δεν ψώνισαν (ούτε ψωνίστηκαν) από τα καθρεφτάκια της κοινωνικής κινητικότητας. Το όμορφο προσφυγόπουλο δεν ήταν μονάχα ο δικός τους άνθρωπος, ήταν αυτός που δεν το έβαζε κάτω. «Το μίσος και το ψέμα» δεν τα έκανε ζάφτι. Προσδοκούσε μια «καινούργια κοινωνία άλληνε». Και τα έβαζε στα ίσα με το κακό και το άδικο, με τον υπόκοσμο της νύχτας και της μέρας. Κι ήθελε, στ’ αλήθεια, τσαγανό στα 35 σου, όταν μάλιστα μεσουρανείς, να γυρνάς την πλάτη στα λεφτά και στη δημοσιότητα για να πας με τα φιλαράκια σου για ψάρεμα.

Εκτοτε ο ανυπόταγος αλιέας, και επί χούντας και επί Μεταπολίτευσης, τελούσε υπό ραδιοτηλεοπτικό αποκλεισμό. Και, όπως λένε οι θυμόσοφοι, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Δεν αναφέρομαι στους ξεριζωμούς που έπαψαν να πληγώνουν. Αναφέρομαι στο κοινό, που όσο ο «Στελάρας» ψαρολογούσε, αυτό καβαλούσε τον κάλαμο και μεγαλοπιανόταν. Διότι, τι να την κάνει την «έντιμο πενία» όταν γύρω του σφύριζαν μαυλιστικά το χρήμα και οι χρηματισμένοι; Αφού δεν χώραγε πλέον στη ζωή του την έβαλε στο ράφι της σιντιέρας και ξεμπέρδεψε.

31 Δεκεμβρίου 2024

Κουνώντας μαντίλια στο «Ελ. Βενιζέλος»



*Θεόδωρος Παντούλας

29.12.2024 

Οσο εμείς υποδεχόμαστε χαριέντως «παράτυπους» μετανάστες στη δημογραφικά ρημαγμένη χώρα μας, περισσότερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) νέοι άνθρωποι –τα παιδιά μας, τα ανίψια μας κι οι φίλοι τους– πήραν των ομματιών τους κι εγκαταστάθηκαν στην αλλοδαπή.

Ορισμένοι, διαφόρων αποχρώσεων, πολιτευτές χαίρονται χαρά μεγάλη που έφυγαν από τη μέση 1.000.000 άνεργοι, υποαπασχολούμενοι, ετεροαπασχολούμενοι και σε κάθε περίπτωση οχληροί νέοι, κι αυτό τους επιτρέπει –και με το δίκιο τους– να καμαρώνουν για τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας που κατόρθωσαν οι πολιτικές τους! Κάποιοι άλλοι (περισσότερο από φθόνο νομίζω κι όχι από πεποίθηση) επικρίνουν τους φευγάτους σαν ριψάσπιδες, που δεν έμειναν κοντά μας να εργασθούν για την ανόρθωση της υπό επιτρόπευση πατρίδας – αυτό ακούγεται από μόνο του σαν κακόγουστο αστείο, αλλά δεν έχουμε κατ’ ανάγκην όλοι την ίδια αίσθηση του χιούμορ. Τέλος, είμαστε κι όλοι οι επίλοιποι (ανάμεσά τους και η αφεντιά μου) που μακαρίζουμε τους φευγάτους και μας λυπεί σφόδρα, περισσότερο από την αναχώρησή τους, ότι εμείς… μένουμε πίσω.

Σε άλλες ευκαιρίες έχω αναφερθεί, έστω ακροθιγώς, στη φιλαπόδημη φτιαξιά των Ελλήνων και στην απαρόμοιαστη φιλοπατρία των ξενιτεμένων μας που αποδείχθηκαν, σε πολλές περιπτώσεις, δύο και τρεις φορές περισσότερο Ελληνες από τους επιχώριους. Δεν είναι εδώ ο χώρος για περισσότερα. Ούτε και νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερα. Αρκεί να θυμηθούμε τους εθελοντές στους πολέμους του προηγούμενου αιώνα ή πως όποιο ντουβάρι εξαιρείται της πλήθουσας νεοελληνικής ασχήμιας είναι δώρημα των αποδήμων ευεργετών που ποτέ δεν απολησμόνησαν ούτε αυτούς που άφησαν στους γενέθλιους τόπους ούτε ότι από αυτούς κρατάει η σκούφια τους.

Βεβαίως, η σημερινή μετανάστευση είναι καταφανώς πολύ διαφορετική από εκείνες των παρελθόντων αιώνων. Οι αποχωρισμοί είναι λιγότερο οριστικοί και η τεχνολογία με τις ευκολίες της μαλακώνει κάπως της απουσίας τον καημό. Επίσης, δεν εκπατρίζονται πλέον οι χειρώνακτες αλλά οι κατά τεκμήριο μορφωμένοι.

25 Δεκεμβρίου 2024

ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ;

Του Θοδωρή Παντούλα

-«Nα τα πούμε»;
 -«Nα τα πείτε», μας αποκρίνονταν.

 Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας, μια παλιά, προχριστιανική παράδοση. «Xριστός γεννάται». Nέο κρασί σε παλιούς ασκούς. Mπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους από τις ρωμαϊκές καλένδες αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.

Tα λέγαμε ακέρια. Oλόκληρα. Aπό την αρχή ίσα με το τέλος. Iστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους. «Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει». Ξυπνάγαμε αξημέρωτα. Nτυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.

 Παιδιά της Aθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους. Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο. Mαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας. Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες. «Tίνος είστε εσείς;», μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν. Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.       

13 Δεκεμβρίου 2024

Βουλιάζοντας στα απόνερα του Διαφωτισμού

«Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ
μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».



Είναι πολύ όμορφο να διαφωνείς με απόψεις και ταυτοχρόνως να υπερασπίζεσαι πεισματικά το δικαίωμα αυτών που τις εκφέρουν, ακωλύτως να τις εκφράζουν. Ποτέ όμως ο Βολταίρος δεν διατύπωσε τον ανωτέρω διάσημο αφορισμό που για δεκαετίες του πιστώθηκε από μια γενικευμένη αλλά προδήλως επιπόλαια, οπαδικής κοπής, επιδοκιμασία.

Οι ακαδημαϊκές προκαταλήψεις που θωράκισαν τον Βολταίρο όχι απλώς απέκρυψαν τα κουσούρια των Διαφωτιστών (που υπήρξαν τα εικονίσματα της νεωτερικότητας), αλλά φιλοτέχνησαν μια ψευδή αναπαράστασή τους σαν γενναίων εραστών του μεγάλου και του αληθινού. Ο Βολταίρος μάλιστα θεωρήθηκε ο πιονιέρος τους. Και, πράγματι, ο ζηλόφθονος αυλοκόλακας τον είχε τον τρόπο του και ως συγγραφέας και ως… επενδυτής. Ενώ έκανε καριέρα σαν «απόστολος της ανεκτικότητας», ταυτοχρόνως έκανε και το κομπόδεμά του από το δουλεμπόριο! Οι απροκάλυπτα ρατσιστικές, δηλαδή απάνθρωπες, θεωρήσεις του, όπως και οι αντισημιτικές απόψεις του, πέρασαν και δεν ακούμπησαν – ή ακριβέστερα ακούμπησαν αλλά πέρασαν στα μουγγά. Αυτό που έμεινε εδραίο είναι το χαλκευμένο φωτοστέφανο του γιαλαντζί υπέρμαχου της πολυφωνίας!

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια τολμητίες μελετητές αποκαθήλωσαν το τοτέμ του Διαφωτισμού και μας έδειξαν ότι ο Βολταίρος και οι φίλοι του κάθε άλλο παρά άμοιροι των ανθρώπινων αδυναμιών υπήρξαν. Ήσαν το ίδιο, αν όχι περισσότερο αλαζόνες, μισαλλόδοξοι και μικροπρεπείς με τους άλλους ανθρώπους του φυράματός τους. Χάρη σε αυτούς τους απόκοτους ερευνητές υποψιαστήκαμε ότι ο Διαφωτισμός δεν ήταν μια λαϊκή εξέγερση αλλά ένα ελιτίστικο καπρίτσιο που περιφρονούσε τον λαό και τα ταυτοτικά του στοιχεία, ένα αιματηρό κίνημα πραξικοπηματιών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ανεκτικότητα δεν ήταν στις προτεραιότητές του Βολταίρου και των φίλων του – ούτε η διαλλακτικότητα ούτε η ανεξιθρησκία. Η μονομανία του άλλωστε δεν περιοριζόταν στην καθολική εκκλησία –έπαιρνε αμπάριζα όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις.

Και είναι στ’ αλήθεια περίεργο ότι σήμερα, που ο θρησκευτικός φανατισμός δεν μας χτυπάει απλώς την πόρτα αλλά την παραβιάζει, επιστρατεύεται, στο όνομα της «συμπερίληψης» και άλλων πολυπολιτισμικών ωραίων, η καλοσύνη του Διαφωτισμού!
Το ερώτημα που ευλόγως προκύπτει είναι αν μπορεί μια καλπιά (γιατί περί αυτής πρόκειται) να απαντήσει στην εγχώρια ή εισαγόμενη αδιαλλαξία;

03 Νοεμβρίου 2024

Μεσίστια η επέτειος, τσουρούτικη η γιορτή

*Θεόδωρος Παντούλας

27.10.2024 εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κάθε φορά που κοντοζυγώνει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου με ζώνουν τα φίδια. Σκέφτομαι το οπτικοακουστικό υλικό που θα κυκλοφορήσει στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», στο οποίο οι μαθητές θα απαντούν άλλα αντί άλλων σχετικά με τον εορτασμό, και… δαιμονίζομαι. Παλιότερα τους έκανα χάζι τους νεολαίους, υποθέτοντας ότι παίρνουν στο ψιλό τους ρεπόρτερ. Μετά βεβαιώθηκα ότι είναι τωόντι άγευστοι της γιορτής και ανυποψίαστοι του περιεχομένου της.

Και κοντά στα σχολιαρούδια πολλοί νταβραντισμένοι ενήλικοι που, έχοντας δυσανεξία σε οτιδήποτε ούτως ειπείν εθνικό, στρογγυλεύουν με δικολαβισμούς την αποστροφή τους βρίσκοντας παρωχημένες τις παρελάσεις (τις συγκεκριμένες) ή θεωρώντας καλύτερο να γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου και όχι το ξεκίνημά του!

Εχουν τα δίκια τους οι άνθρωποι. Οι πόλεμοι είναι, πράγματι, αγριευτικές καταστάσεις και οι παλιοί ήσαν ακάτεχοι από τις σημερινές μετωνυμίες των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», χώρια ότι δεν είχαν και κουμπιά να πατήσουν. Εφ’ όπλου λόγχη, δηλαδή με σώμα με σώμα, έγραφαν ιδίαις χερσί και εκ του σύνεγγυς τις εποποιίες τους. Μολαταύτα οι κοινωνίες που σέβονται τον εαυτό τους και τη διαδρομή τους στον χρόνο τιμούν όσους αγωνίστηκαν – πάντως όχι για να απλώνουμε εμείς μερακλίδικα τις αρίδες μας. Θέλω να πω ότι η απόδοση τιμών δεν είναι μια επετειακή ρητορεία. Είναι μια ανανεούμενη δέσμευση των επιγόνων ότι θα σταθούν ισοϋψείς με τους προγόνους. Είναι δέσμευση ότι θα πουν κι αυτοί, σαν έρθει η δική τους ώρα, τα δικά τους «όχι».

Δεν είναι προφανέστατα η δική μας περίπτωση αυτή. Εμείς ως πολιτεία παριστάμεθα αγγαρεμένοι από το πρωτόκολλο σε ξέπνοες εκδηλώσεις κι ως κοινωνία οι περισσότεροι ανησυχούμε αν βγαίνει τριημεράκι με την αργία κολλητή για να εκδράμουμε στις ανά την επικράτεια εξοχικές ταβέρνες.