Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

“Μόνο γιατί μ’ αγάπησες”






“Μόνο γιατί μ’ αγάπησες”

Ακριβώς πριν 100 χρόνια.
Ήταν ένα γλυκό σούρουπο στη Αθήνα του 1922.

Η Μαρία Πολυδούρη μπήκε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου.  Εκεί είχε δώσει ραντεβού με τον Κώστα Καρυωτάκη.
Εκείνη έφτασε νωρίτερα και έψαχνε κάπου να καθίσει για να τον περιμένει.
Το ζαχαροπλαστείο λέγονταν “Παλλάδιο” και ήταν γεμάτο κόσμο.
Δύσκολα εύρισκες τραπεζάκι άδειο.
Γκαρσόνια πήγαιναν κι έρχονταν.
Έντονες συζητήσεις, γέλια, φασαρία.

Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά στο βάθος του μαγαζιού.
Άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
Κανείς δεν την ήξερε, άλλωστε πάντα ήταν χαμηλών τόνων.
Κλεισμένη στον εαυτό της απέφευγε τις πολλές συναθροίσεις.
Παρήγγειλε ένα αναψυκτικό.
Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσάντα της κι ένα μολύβι.
Φαίνονταν σκεπτική. Τα μάτια της ήταν συνέχεια προς την πόρτα.
Περίμενε να έρθει εκείνος και η καρδία της κτυπούσε.
Μια κοιτούσε προς την πόρτα και μια έσκυβε τα μάτια της στο σημειωματάριο, σαν να την απασχολούσε κάποιος στίχος.
Σ’ εκείνον τον ελάχιστο χρόνο που προσπαθούσε κάτι να γράψει, μπήκε εκείνος.

Δεν την έψαξε καθόλου. Σαν να ήξερε το σημείο που κάθονταν.
Ούτε που κοίταξε αριστερά ή δεξιά, προχώρησε κατευθείαν προς εκείνη.
Όταν σήκωσε τα μάτια της η Μαρία τον είδε να την πλησιάζει.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Καρυωτάκης Κώστας: Δημόσιοι υπάλληλοι - Ανάλυση: Α. Καραμπάτσος

Καρυωτάκης Κώστας
Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η πολιτεία
κι ο Θάνατος
που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.


Ανάλυση

Α. Καραμπάτσος

Η τεχνική του ποιήματος

Τέσσερις στροφές. Δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες. Είναι σονέτο

Νοηματική ανάλυση

Πλέκει το μοιρολόι της ζωής. Κλαίει ο Καρυωτάκης γιατί έχει πάρει, μπορεί να έχει πάρει, τη μεγάλη απόφαση και ξέρει ότι αν δεν την τελειώσει τώρα, νωρίς, θα πρέπει να σκίσει τα ποιήματά του, που θα ήταν αταίριαστα με τα έργα του.

Λιώνουν και τελειώνουν, λέει, αγαπητέ αναγνώστη, οι υπάλληλοι σαν ανταλλακτικά αδιάφορο ποιος τους «πετά» σαν άχρηστα ανταλλακτικά και τους αντικαθιστά. Άλλοτε η πολιτεία άλλοτε ο θάνατος.

Μια ρουτίνα βλέπει ο Καρυωτάκης, που οι υπάλληλοι είναι βουτηγμένοι στο «τέλμα», με μια, όμως, συνέπεια στον καθωσπρεπισμό της συμπεριφοράς.- «Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν».
Σαν κουρδισμένοι με κινήσεις τακτικές, ολόιδιες, με σκέψεις ίδιες, με έννοιες ίδιες
(αλλά ,αγαπητέ αναγνωστη, ποιος πράγματι, όμως, έχει τόση δύναμη εν-συναίσθησης να κατανοήσει τους άλλους; Αυτό το ξέρει κανείς; ).

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης



Ο Κώστας Καρυωτάκης, 
είναι ένας ποιητής πολύ σπουδαίος.

Είναι αυτός που άνοιξε
το νέο ύφος, το νέο τρόπο σκέψης,
κρίσης και θεώρησης των πραγμάτων,
με μεγάλη τόλμη.

Τόση τόλμη,
που δεν τον ένοιαξε για τη ζωή του,
και αυτοκτόνησε.

Να πάρει ο διάολος, Γιατί;
Γιατί να αυτοκτονήσει;

Νοιάστηκε κανείς
που αυτοκτόνησε;

Τον λογάριασε κανείς,
ή ίδρωσε το αυτί κάποιου;

Γιατί να αυτοκτονήσει;

Δυστυχώς
δεν έζησε να δει να τον δοξάζουν.

Μην ακούτε τα ψέματα
ότι ο Καρυωτάκης είναι
ένας ποιητής απαισιοδοξίας.

Δεν είναι αυτός απαισιόδοξος.
Είναι άθλια η πραγματικότητα.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης - 21 / 07 / 1928

Κάθε πραγματικότης,
μου ήταν αποκρουστική. 

Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ,
δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους,
έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους,
ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους
παιχνίδι χωρίς ουσία.

Τους βλέπω
να έρχονται ολοένα περισσότεροι
μαζί με τους αιώνες.

Κώστας Καρυωτάκης - 21 / 07 / 1928

Απόσπασμα 
από το σημείωμά του
που άφησε πριν αυτοκτονήσει.


Σάββατο 11 Μαΐου 2019

«Κάθαρσις», Κ. Καρυωτάκη, ο ποιητής απέναντι στους μίζερους συμβιβασμούς.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

«Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ* – παφ, παφ, παφ -, “έχετε λίγη σκόνη” να ειπώ “κύριε Άλφα”.
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…”

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριέ μου”.

Αλλά πρώτα-πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω υπό τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: “πεντακόσιες χιλιάδες”. Ένα επόμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: “σύμφωνος”. Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: “Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…”

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Αγάπη, από τον Κώστα Καρυωτάκη

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι δεν είμαι πλέον ο ναυαγός…

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.


Κώστας Καρυωτάκης, Αγάπη από τη συλλογή «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) - Αγάπη


image

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.


Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Άπαντα Καρυωτάκη


(Ποιήματα και πεζά)
Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. 
Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. 
Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την όποια και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: ΚΑΘΑΡΣΙΣ). Γι’ αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει.

Κατεβάστε το δωρεάν εδώ: ebooks4greeks.gr


Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Μαρία Πολυδούρη: Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα...

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.04.16 ]


Σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου 1930 αυτοκτόνησε η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Ο έρωτας ήταν αυτός που κινητροδοτούσε την ίδια τη ζωή για την Μαρία Πολυδούρη. Και ο έρωτας για την ίδια έφερε το όνομα του τραγικού Κώστα Καρυωτάκη.  
Στη μυθιστορία του Γκιμοσούλη «Βρέχει φως», η Μαρία Πολυδούρη, το ερωτικό υποκείμενο του αφηγητή, αλλά και ο Άλλος, ο αντίζηλος Καρυωτάκης, που με την αυτοκτονία του είναι αδύνατον να ηττηθεί, καθώς δεν μπορείς να νικήσεις έναν νεκρό, ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αισθάνονται «ατελείωτα», δηλαδή απόλυτα, μέσω της φαντασίας και του «διπλού» βλέμματός της. Με αυτό υπερβαίνουν την απλή αισθητηριακή εντύπωση και προχωρούν στις αθέατες πλευρές, εκείνες όπου βρίσκεται όλη η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Μολοντούτο, δημιουργείται και πάλι μία καίρια παρενέργεια. Καθώς η απόλαυση αναρριπίζει την επιθυμία και την καθιστά πιο έντονη, δημιουργεί συγχρόνως ένα ανεξάντλητο και αδιαλείπτως ανελυσόμενο ρεπερτόριο επιθυμούμενων επιθυμιών που καταλήγει σ’ ένα συνεχή βασανισμό και στην αποκαλούμενη «οδύνη της ηδονής». «Πως είναι δυνατόν μία και μόνη απόλαυση να ισοδυναμεί με χίλιες οδύνες;» διερωτάται ο Λεοπάρντι, παραφράζοντας το στίχο του Πετράρχη. Απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο η διαπίστωση: «κι όμως έτσι προχωρεί η ζωή», ως εική, όπως τύχει. Την τύχη επικαλείται και η Πολυδούρη καθώς και το παράλογο της ζωής και του θανάτου. Αλλά αυτή ανακαλύπτει από νωρίς το μυστικό της ζωής, ως πράξη και πίστη σε κάτι, σ’ ένα ιδανικό, σ’ έναν έρωτα, σ’ έναν άνθρωπο: «Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες στο σκοτάδι», γράφει στον Καρυωτάκη. Εκείνος απέτυχε να πιαστεί από κάπου και πλήρωσε: «... για όσους, καθώς  εγώ, δεν έβλεπαν κανέναν ιδανικό στη ζωή τους... κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».