Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Γ.Σεφέρης:Ελληνικός πολιτισμός δε θα πει κάτι απομονωμένο, ξένο και αβοήθητο



Από Σπύρος Κουτρούλης


Γράφει ο Γ.Σεφέρης: « "Όσο και να λένε, η Ελλάδα δεν έζησε ποτέ της, είτε στον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης είτε τώρα, μια ζωή ανεξάρτητη από τη ζωή, ξεχωρισμένη από τη ζωή της Ευρώπης. Έζησε τη ζωή μέσα στη ζωή της Ευρώπης, άλλοτε καλύτερα και άλλοτε χειρότερα- θέλω να πώ: άλλοτε με περισσότερη δύναμη, ζωντάνια, πρωτοτυπία (μεγαλοφυία ακόμη) και άλλοτε με λιγότερη. Έτσι σκέπτομαι και το μεγάλο ζήτημα που έθεσαν οι δημοτικιστές και ξέπεσε θλιβερά στα τελευταία χρόνια, δηλαδή έγινε βιομηχανία ενός ελληνικού πολιτισμού.

 Ελληνικός πολιτισμός δε θα πει κάτι απομονωμένο, ξένο και αβοήθητο από κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που γίνεται γύρω μας. Θα πει πρώτα απ' όλα να κρατήσουμε με κάθε τρόπο, να κρατήσουμε ζωντανές και ανοιχτές τις ψυχές μας. Κι αν έχουμε αρκετή ζωντάνια (ή επειδή θα έχουμε αρκετή ζωντάνια) να φροντίσουμε ν' αναπτύξουμε ό,τι πολυτιμότερο διαφυλάχτηκε από τις περασμένες γενεές, είτε χωρίς να το φροντίσει κανένας, είτε μολονότι όλα τα στοιχεία βάλθηκαν να το χαλάσουν και δεν το κατάφεραν, είτε γιατί βρέθηκαν άνθρωποι που πολέμησαν γι' αυτό.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Το «Μυστικό Όπλο» του Ελληνισμού




του Λεωνίδα Αποσκίτη


«Είχα έναν πατέρα θαυμαστή της αρχαίας Ελλάδας και μια μητέρα, η οποία ζούσε στην μυθολογία…
έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον… δεν πάω να παραστήσω την Ιταλίδα ή την Γαλλίδα.
Πάω με τα εμπορεύματά μου. Την αυθεντικότητά μου…Δεν είπα ποτέ ‘’είμαι επιπέδου ευρωπαϊκού’’.
Είμαι επιπέδου ελληνικού…» Ειρήνη Παπά (1926-2022)

Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης ήταν από το 1957 πρεσβευτής της Ελλάδας στην Μ. Βρετανία αλλά δεν κλήθηκε ποτέ να συμμετάσχει στην ελληνική αντιπροσωπεία στην Ζυρίχη και η ενημέρωσή του για τις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού ήταν περιορισμένη. Απογοητευμένος από την στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αντιγράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο, στις 1/1/1959, τους στίχους του Βιζυηνού: «…ελεημοσύνη από την Φραγκιά κι απ’ την Τουρκιά χαστούκια».

Και σχολιάζει από κάτω: «Έπειτα από τον αιώνα τόσα και τόσα, δεν αλλάξαμε αλίμονο».
Αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε τα ίδια και χειρότερα, και μεις όχι μόνο «δεν αλλάξαμε, αλίμονο»… αλλά χειροτερέψαμε.

Σήμερα, οι βασικοί τομείς στους οποίους εντοπίζεται η προβληματικότητα της επιβίωσης του ελληνικού έθνους είναι τρεις:

α) Το Δημογραφικό πρόβλημα: 
η οξύτητα που προσλαμβάνει η υπογεννητικότητα και το προσφυγικό ζήτημα, με την αντικατάσταση πληθυσμού στο μέλλον.

β) Εθνική στρατηγική: 
η έλλειψη συνεπούς εξωτερικής πολιτικής, ανεξάρτητης από τα συμφέροντα ΕΕ και ΝΑΤΟ, που να δίνει προοπτική για τον τόπο και όραμα στον λαό.

γ) Οικονομική χρεωκοπία: 
η παθολογική διάρθρωση της οικονομίας μας λόγω της αποβιομηχάνισης, της εγκατάλειψης της γης, την απουσία εθνικού νομίσματος και της ανάδειξης του προβληματικού τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού σε «βαριά βιομηχανία» της χώρας.

Οι παραπάνω σοβαροί κίνδυνοι που απειλούν την υπόσταση του ελληνικού κράτους και έθνους δεν αντιμετωπίζονται μόνο με οικονομική ανάπτυξη «της αρπαχτής» ή με πολυδάπανους πολεμικούς εξοπλισμούς, με μόνιμο σύμπλεγμα κατωτερότητας και εξάρτησης απέναντι τους δυτικούς «προστάτες» μας.

Αντιθέτως, η Ελλάδα διαθέτει πολλούς υλικούς αναπτυξιακούς πόρους (ορυκτός πλούτος, υδρογονάνθρακες, βότανα…) που δεν αξιοποιούνται δυναμικά, αλλά και ένα μεγάλο «μυστικό» όπλο, το οποίο χρειάζεται να ενεργοποιηθεί.

Το όπλο του πολιτισμού, της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς, της ιδιαίτερα σημαντικής προσφοράς της Ελλάδας στην πνευματική και υλική ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Αν καταστρωθούν τα κατάλληλα σχέδια εκμετάλλευσής της, σύμφωνα και με τις νέες τεχνολογίες, μπορεί να μας εξασφαλίσει μια ακατάλυτη δύναμη άνετης επιβίωσης και σεβασμού από τους άλλους λαούς του πλανήτη.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Προσεγγίσεις στη νεοελληνική ιδιοτυπία

Του Σπύρου Γεωργίου [Άρδην τ. 114]

Ὁ βίος ἑνός λαοῦ, ὁ οἰκονομικός, ὁ πολιτικός καί ὁ πνευματικός, προσδιορίζεται ἀπό τήν ἐσωτερική δυναμική τοῦ λαοῦ αὐτοῦ – ἀπό τό βάθος ἐμβιώσεως καί ἀπό τό βάθος ἐννοήσεως. Ἡ ἔλλειψη βάθους ἐμβιώσεως καί ἡ ἔλλειψη βάθους ἐννοήσεως συναρτῶνται μεταξύ τους. Δέν μπορεῖ ἡ σκέψη νά εἶναι βαθειά, ὅταν ὁ σκεπτόμενος ζεῖ στήν ἐπιφάνεια, δηλαδή ἀπερίσκεπτα.

Χρήστος Μαλεβίτσης

Νεοελληνική πνευματική δυσπραγία, ΕΥΘΥΝΗ 120,

Η οποιαδήποτε δοκιμή διερεύνησης ενός τόσο σύνθετου θέματος –όπως είναι αυτό για τη νεοελληνική ιδιοτυπία–δεν μπορεί παρά να εκτυλίσσεται στις ράγες της περιγραφής και της αξιολόγησης, με «κριτική διάθεση», επειδή ίσως μόνο έτσι μπορεί να γίνει αντιληπτή η σύστασή της που πολλοί την ταυτίζουν με μια «στρεβλή των πραγμάτων κατάσταση». Σε τούτο λοιπόν το πλαίσιο οι εναρκτήριες επισημάνσεις οι οποίες τίθενται είναι, ορισμένως, οι εξής: «(Η ιδιοτυπία μας) μαρτυρεῖ, καταρχήν, ἔλλειψη προσώπων, δηλαδή ἔλλειψη αὐτόνομης ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἐκπτυσσόμενη δημιουργεῖ κι ἐπιτελεῖ τό ἔργο της. Μαρτυρεῖ (όμως κι έντονη) ροπή πρός τό συναισθηματικό (στις «ποικίλες εκφάνσεις της ζωής»), πρός τό ἀράθυμο καί ὄχι πρός τήν ψυχραιμία· (και καθώς όλα τούτα) εἶναι χαρακτηριστικά νοτίου λαοῦ ἰνδοευρωπαϊκοῦ τά κρατικά σχήματα –ὅπως (αυτά) μεταφυτεύθηκαν ἀπό τή Βαυαρία καί ἀπό τή Γαλλία– ἀποδείχτηκαν (σε ό,τι μας αφορᾶ) ἄγονα γιά τή δημιουργία μίας αὐθεντικής Πολιτείας»1.

Αλλά, με γνώμονα τούτες τις πρώτες επισημάνσεις είναι, μάλλον, αναγκαίο να αναφερθούν και κάποιες εξηγητικές (του θέματος) προσεγγίσεις – με τη διευκρίνιση βεβαίως ότι η εν λόγω αναφορά δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως μια δοκιμή διαλεύκανσηςενός περίπλοκου ζητήματος, το οποίο εξακολουθεί να (μας) κατατρύχει με (και μέσα από) τις πολυειδείς απολήξεις του.

***

Η μνεία ορισμένων γενικών παρατηρήσεων που διατύπωσαν –για τα καθ’ ημάς–διάφοροι ξένοι μελετητές (τις οποίες παραθέτει ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος) συνιστά, τρόπον τινά, την πρώτη προσέγγιση:

Από το πλήθος των ξένων που κατέβηκαν στην Ελλάδα και έμειναν για αρκετό διάστημα, ώστε να γνωρίσουν κάπως τον λαό (μας), ξεχωρίζω τον Ιταλό περιηγητή Xavier Scrofani, θετικό παρατηρητή, που υπογραμμίζει ορισμένα κοινά σημεία, τη ματαιοδοξία, την ευστροφία, την κακοπιστία και την εκδικητικότητα, καθώς και τον περισσότερο αναλυτικό σύγχρονό του Γάλλο κλασσικό φιλόλογο J. B. d’ Anse de Villoison, που επισημαίνει την τάση για αδέσμευτη ελευθερία, την επιθυμία της αλλαγής, το «νεωτερίζειν», την εχθρότητα προς τους ομότεχνούς των, αλλά και προς τους συμπατριώτες τους.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Xρ. Γιανναράς: Η διαχρονία του Ελληνικού τρόπου


1) Τι σήμαινε «κατ’ αλήθειαν βίος» για τους αρχαίους Έλληνες; Πώς σχηματίζεται το κατόρθωμα της πόλεως και της κοινωνίας των σχέσεων; Υπάρχουν δείγματα αυτής της προτεραιότητας σε μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους της πατρίδας μας;
2) Πώς κατέστη δυνατός ο πολιτιστικός εξελληνισμός, η ένδοθεν άλωση της πανίσχυρης Ρωμαικής Αυτοκρατορίας;
3) Πώς απάντησε ο χριστιανισμός στις μεταφυσικές αναζητήσεις του ελληνισμού;
4) Είναι η γλώσσα μας το πιο απτό τεκμήριο της διαχρονικής μας συνέχειας; Πώς η αρχαία ελληνική γλώσσα υπηρέτησε το άθλημα της πολιτικής τέχνης στην κλασσική περίοδο, αλλά και το πρωταρχικό βιωματικό περιεχόμενο της χριστιανικής εκκλησιαστικής εμπειρίας;
5) Υπάρχει σύνδεση του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού λόγου με τον λόγο των Πατέρων της Εκκλησίας;

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Ν. Σβορώνος: Ο αντιστασιακός χαρακτήρας του Νου Ελληνισμού


Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί απόσπασμα της παρουσίασης της ζωής και του έργου του μεγάλου ιστορικού Νίκου Σβορώνου στην εκπομπή «Μονόγραμμα» το 1985.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε λίγες φράσεις το νόημα της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η Ιστορία των επίπονων προσπαθειών ενός αρχαίου λαού να συγκροτηθεί σε σύγχρονο έθνος· να πάρει συνείδηση της ταυτότητας του για να εξασφαλίσει τη θέση του ως μιας καθορισμένης ιδιαίτερης οντότητας στο σύνολο του σύγχρονου κόσμου. Προσπάθεια δύσκολη και επίπονη, γιατί ο ελληνισμός βρέθηκε επί αιώνες άλλοτε σα στοιχείο κυρίαρχο και άλλοτε σα στοιχείο πολιτικά υποταγμένο αλλά πολιτισμικά σημαντικό ή πρωταρχικό ανάμεσα σε άλλους λαούς στα όρια υπερεθνικών συγκροτημάτων του Ελληνιστικού Κόσμου, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο όρος «Ελλάδα» ακόμα και ύστερα από την ίδρυση του πρώτου ελεύθερου ελληνικού κράτους έπαιρνε πάντα τη σημασία ενός κέντρου έλξης του ελληνισμού που σκορπισμένος από αιώνες στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται σε στενή επαφή με τον ελλαδικό ελληνισμό. Εδώ ίσως βρίσκονται οι ρίζες που καθόρισαν τις μεγάλες γραμμές που χαρακτηρίζουν τη νεοελληνική ιστορία. Και πρώτα πρώτα ο αντιστασιακός χαρακτήρας της Ιστορίας αυτής που την διατρέχει σα σταθερή συντεταγμένη ολόκληρη. Ο ελληνισμός ανήκει πράγματι στην ομάδα των μικρών λαών που βρίσκονται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου. Στην προσπάθειά του να αναπτύξει εθνική συνείδηση, να συγκροτηθεί σε καινούργιο τελειωμένο έθνος και να διεκδικήσει την πολιτική και οικονομική του ανεξαρτησία και αυτονόμηση χρειάστηκε αρχικά να παλέψει εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών και ύστερα έναντι υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών συγκροτημάτων.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής σκέψης-γλώσσας



Ο Γιάννης Μαυρίκος αναζητά και επισημαίνει την διαφορά του τρόπου θεώρησης των πραγμάτων και λειτουργίας της ελληνικής σκέψης και γλώσσας από την δυτική ή την ανατολική σκέψη, από τις απαρχές της έως σήμερα.

Όταν μιλάει κανένας για ελληνική σκέψη, καραδοκεί ένας κίνδυνος. Ο κίνδυνος των εθνικιστικών συνειρμών. Μια συζήτηση με εθνικιστικό περιεχόμενο ικανοποιεί αρχέγονα ένστικτα και είναι περιττή όταν υπάρχει διάθεση για κάτι πρωτότυπο. Πέρα όμως από την εθνικιστική, η ελληνική σκέψη έχει και οικουμενική διάσταση. Θέλει να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο και να είναι σημείο αναφοράς για κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο. Να μιλήσει κανείς για την ελληνική σκέψη είναι απαιτητικό και δύσκολο αλλά είναι και μία πρόκληση. Το ένστικτό μας μας λέει ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό, δυσκολευόμαστε όμως να πούμε πού ακριβώς έγκειται η σπουδαιότητα. Αυτό λοιπόν το πράγμα θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εδώ μαζί σήμερα. Να δούμε αν το ένστικτό μας επαληθεύεται και αν τελικά μια τέτοια συζήτηση αξίζει τον κόπο. Πέρα από τα τετριμμένα που ακούμε συνήθως, αυτό που θα μας ικανοποιούσε θα ήταν να εντοπίσουμε μία πρωτοτυπία, κάτι που να κάνει την ελληνική σκέψη διαφορετική και μοναδική. Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει είναι, είναι πράγματι μοναδική;

Αν ναι, σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία της: τι την κάνει να ξεχωρίζει από τους τρόπους με τους οποίους σκέφτονται άλλοι λαοί; Κάνοντας μία εισαγωγή θα πρέπει να ορίσουμε κάποιες συντεταγμένες. Πότε εμφανίζεται , πού εκδιπλώνεται και πως εκδηλώνεται η ελληνική σκέψη. Ας αρχίσουμε λοιπόν να σκαλίζουμε λίγο τα πράγματα.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Νίκος Σβορώνος: ο αντιστασιακός χαρακτήρας του Ελληνισμού

Από Σπύρο Κουτρούλη


Στην  «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας»[1], ο Νίκος Σβορώνος συνοψίζει όπως αποκαλύπτει και  ο τίτλος του, τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει από το σύνολό του έργου του.
Στα προλεγόμενα γράφει πως «ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει την νεοελληνική ιστορία»[2]. Η πρόταση αυτή ονοματίζει το σύνολο του έργου του Ν.Σβορώνου, καθώς εύστοχα θεωρήθηκε ως το σήμα που αποτυπώνει την βασική κατεύθυνση της σκέψης του. Βέβαια κάτω από τον όρο «αντιστασιακός» στεγάζονται ένας πλήθος πράξεων και νοοτροπιών που αποσκοπούν στην επιβίωση και στην αδιάκοπη παρουσία του ελληνισμού  καθώς έρχεται σε σύγκρουση με πολλαπλές και υπέρτερες δυνάμεις.
Από αυτή την οπτική  «η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία-Φαναριώτες-κοινότητες-αρματολοί, στην  Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του ιθ’ αι. τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση (κλεφτουριά –αλλεπάλληλα  έστω και ξενοκίνητα κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ‘21»[3].   

Συγχρόνως εντοπίζει  «απουσία καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών»[4] ώστε  να γράφει για «κάποια αστική τάξη», ή «κάποια αστικοποίηση»  ακριβώς γιατί υπάρχει απόσταση με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, ειδικά την βιομηχανική αστική τάξη. Ο λόγος είναι ότι οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της βυζαντινής και κατόπιν της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν την εξέλιξη της προκαπιταλιστικής εμπορικής – βιοτεχνικής τάξης σε αστική τάξη.

Ο Ν.Σβορώνος συμπεραίνει ότι ο Ελληνισμός από το δεύτερο μισό του ια΄ μένει το μόνο συστατικό στοιχείο της βυζαντινής αυτοκρατορίας  οπότε «αρχίζει να παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του σαν ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής και πολιτικής οντότητας , ξαναπαίρνει το δρόμο, απ’ τον οποίο επί αιώνες είχε απομακρυνθεί προς τις ιστορικές του πηγές. Το κλασσικό ελληνικό πνεύμα και πολιτισμός αρχίζουν να γίνονται για τη διανόηση σταθερά σημεία αναφοράς και αναγνωρίζονται σαν εθνική κληρονομιά και το όνομα «Έλλην», που είχε καταλήξει να σημαίνει επί αιώνες τον ειδωλολάτρη ή το μη χριστιανό, αρχίζει να ξαναπαίρνει το διπλό του πολιτισμικό και εθνολογικό περιεχόμενο: μέθεξη στην ελληνική παιδεία και ελληνική καταγωγή»[5]. Στους Παλαιολόγους  η ελληνική διανόηση απομακρύνεται από την ρωμαϊκή ιδέα  και αγκαλιάζει την ελληνική παράδοση. Ο Πλήθων Γεμιστός  είναι ένα παράδειγμα, αλλά ο μαθητής Χαλκοκονδύλης «διατυπώνει με ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπής συνέχειας του Ελληνισμού  από τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή του» ενώ «προφητεύει την ανάσταση ενός ελληνικού κράτους που θα δοξάσει και πάλι τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα»[6].
Βέβαια μετά την τουρκική κατάκτηση «το όνειρο της εθνικής παλιγγενεσίας παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας εξελληνισμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η θέση και η στάση της εκκλησίας στους πρώτους αιώνες της άλωσης, που αντικαθιστά στη συνείδηση των Ελλήνων τη χαμένη αυτοκρατορία και γίνεται το πολιτικό όργανο της συνοχής του υπόδουλου Ελληνισμού, παρέχει κάποια πραγματική βάση στο νοσταλγικό αυτό όνειρο. Το χριστιανικό στοιχείο, ή ακριβέστερα η ιδέα της ορθοδοξίας , που ήταν πάντα κυριαρχικό στη βυζαντινή ιδεολογία, συνδέεται τώρα άρρηκτα με την ιδέα του γένους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεμένη με τη χριστιανική ορθοδοξία και διαμέσου της εκκλησίας με το όνειρο μιας εξελληνισμένης αυτοκρατορίας»[7].
Σύμφωνα με τον Ν.Σβορώνο στο πρόσωπο του Γεννάδιου του πρώτου πατριάρχη μετά την Άλωση συνοψίζονται τρείς ιδέες:  « ιδέα του γένους των Ελλήνων που η αρχαία πατρίδα του είναι η Ελλάδα και η ιδέα της Ελληνικής  αυτοκρατορίας, πατρίδας κοινής  “πάντων των από Χριστού καλουμένων”»[8]. Οι τρείς αυτές ιδέες θα αναδειχθούν στο κοινό θεμέλιο, στο κοινό υπόστρωμα όλων των πνευματικών του αντιπροσώπων  ακόμη και αν προέρχονται από διαφορετικά ιδεολογικά κινήματα. Έτσι η ορθοδοξία και ο μυστικισμός δεν θα εμποδίσουν τον Νικόλαο Καβάσιλα να μελετά την αρχαία φιλοσοφία  και να «θεωρεί τους συμπατριώτες του σαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων»[9], αλλά και «η ελληνολατρεία του Γεμιστού δεν τον εμπόδισε να εμφανιστεί στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας σαν ένας από τους διαπρεπέστερους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας»[10].
Το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνισμού ενσαρκώνεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και του Μορέως , στην αντίσταση στην φραγκική  και τουρκική κατάκτηση, στην προσπάθεια να επιβιώσει και να διακριθεί στην Δύση. Όμως «ο ις’ και ιζ’ αι. στάθηκαν στο σύνολό τους κρίσιμη εποχή για τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς πόλεμοι που τους ακολουθούσαν σφαγές, εξισλαμισμοί, εξανδραποδισμοί και μαζικές μεταναστεύσεις στην Ιταλία, ελάττωσαν στο έπακρο τον ελληνικό πληθυσμό. Ένα μέρος των ακτών και πολλά νησιά ερημώθηκαν τελείως»[11].
Από το έρεβος αυτό αναδείχθηκε όμως ο κοινοτικός συνεργατισμός (μαστιχοχώρια Χίου, χωριά αργυρωρυχείων Χαλκιδικής, χωριά Πηλίου) όπου «οι πρόκριτοι (προεστοί, πρωτόγεροι, γέροντες, άρχοντες, κλπ) αυτών των κοινοτήτων, εκλεγμένοι ή διορισμένοι σύμφωνα με ένα σύστημα δημοκρατικό, περισσότερο ή λιγότερο τιμοκρατικό ή αριστοκρατικό, ανάλογα με τις περιοχές, ασκούσαν όλα τα καθήκοντα μιας κοινοτικής διοίκησης, διενεργούσαν την κατανομή των φόρων και, σε συνεργασία με τις εκκλησιαστικές αρχές, ασκούσαν επίσης λειτουργίες αιρετοκριτών, παρεμβαλλόμενοι έτσι ανάμεσα στους Έλληνες υπηκόους και στις τουρκικές αρχές»[12].  Πιο συγκεκριμένα καταλήγει «η βιοτεχνία τείνει να αποσπασθεί απ’ την οικιακή οικονομία, δημιουργούνται βιοτεχνικές και εμπορικές συντροφίες, αληθινές μετοχικές εταιρείες, που ανάμεσα στις πρώτες στην  Ευρωπαϊκή Οικονομία εφαρμόζουν την αρχή της συνεργασίας του κεφαλαίου και της εργασίας για ν’ αντιμετωπίσουν την έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων (συντροφίες ναυσιπλοϊας των νησιών του Αιγαίου) και δημιουργούν συνεργατικές μορφές, όπως εμφανίζονται στις συντροφίες των Μαδεμοχωρίων και των Αμπελακίων, που προκάλεσαν το θαυμασμό των συγχρόνων»[13].
Ο Σβορώνος επανέρχεται στην σημασία του κοινοτικού συνεργατισμού που η σημασία του ανέρχεται παράλληλα με την άνοδο «κάποιας αστικής τάξης», γράφει λοιπόν: «οι επικεφαλής των επαγγελματικών συντεχνιών στην Κωνσταντινούπολη παίρνουν μέρος  απ’ τα μέσα του ιη’ αι. στην εκλογή του Πατριάρχη και στη διοίκηση της Εκκλησίας. Σε ορισμένες περιοχές ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, οι συντεχνίες μαζί με την Εκκλησία έχουν στα χέρια τους τη διοίκηση των κοινοτήτων. Οι κοινότητες,  προπάντων  στα εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα, σημειώνουν μεγαλύτερη εξάπλωση και τελειοποιούν τις μορφές διοίκησης τους. Τα καταστατικά των κοινοτήτων των νησιών του Αιγαίου Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών, Χίου, Μυκόνου και άλλων, μαρτυρούν ήδη υψηλό βαθμό αυτοδιοίκησης, μ’ ένα σώμα λειτουργών αρκετά διαφοροποιημένο και με αντιπροσώπους στην κεντρική κυβέρνηση. Στο ιη’ αι. φτάνει στην ακμή της η «ομοσπονδιακή» συγκέντρωση, ανώτερη μορφή αυτοδιοίκησης. Εκτός απ’ την ομοσπονδία  δώδεκα πολισμάτων στη Χαλκιδική, τα καλούμενα Μαδεμοχώρια, στην οποία υπάγονταν 300 χωριά, απ’ την ομοσπονδία των  Χασιών στην ίδια περιοχή, των ηπειρωτικών χωριών στο Ζαγόρι , των χωριών στο Πήλιο και των Αμπελακιών, το κοινοτικό «ομοσπονδιακό» σύστημα της Πελοποννήσου, οργανωμένο  οριστικά μετά το 1715, παρουσιάζει τις πιο τέλειες μορφές»[14].
      
Κεντρικό και κρίσιμο ρόλο στην αντίσταση του ελληνισμού έπαιξε η εκκλησία που παραμένει  σε «όλη την περίοδο απ’ το ιε’ ως το τέλος του ιζ’ αι., η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις ακόμα και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζώη»[15].  
Ο Ν.Σβορώνος αποτιμά την σημασία της λόγιας και λαϊκής παράδοσης: « ενώ η λόγια παράδοση ασχολείται με την εθνική πραγματικότητα, η λαϊκή υψώνεται απ’ την ανώνυμη δημιουργία  στην προσωπική. Η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία, που ενώνει σε μια ζωντανή σύνθεση στοιχεία απ’ όλες τις εποχές της τρισχιλιόχρονης ιστορίας του Ελληνισμού και εκφράζει καθαρά τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, βρίσκει εκτός  απ’ τα σταθερά θέματα της ανθρώπινης ζωής νέα ποιητικά θέματα συνδεμένα με όσα γεγονότα πήραν εξαιρετική σημασία στην εθνική ζωή, όπως η τύχη των Ελλήνων στο εξωτερικό (ξενιτιά), η δουλεία, οι αρματολοί, οι κλέφτες, η εθνική αντίσταση. Οι λαϊκοί θρήνοι για τις κατακτημένες απ’ τους Τούρκους πόλεις ανάμεσα στο ιγ’ και το ιε’ κατέχουν εδώ ιδιαίτερη θέση. Αποτελούν  τα πρότυπα που θα μιμηθούν οι πρώτες λαϊκής έμπνευσης προσωπικές πραγματοποιήσεις, δηλαδή οι θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και οι έμμετρες ιστορικές αφηγήσεις. Παράλληλα, άλλα χρονικά σε πεζό λόγο και λαϊκή γλώσσα θα συνεχίσουν τη λαϊκή βυζαντινή παράδοση»[16].  
Διόλου αρνητικά δεν αντιμετωπίζει το διανοητικό εγχείρημα του Σ.Ζαμπέλιου και του Κ.Παπαρρηγόπουλου: «κοινό φαινόμενο σ’ όλα τα νέα έθνη, η «Μεγάλη Ιδέα» αναζητά το στήριγμά της στην ιστορία. Ο Σπ. Ζαμπέλιος υπερασπίζεται τη συνέχεια του Ελληνισμού και αποκαθιστά το Βυζάντιο, το περιφρονημένο απ’ τους θαυμαστές της αρχαιότητας, ενώ ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στο κλασσικό του έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς» (1860-1874), δίνει την τελειότερη μορφή στην ιδέα της συνέχειας, προσπαθώντας να διαγράψει την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Η μονόπλευρη σύλληψη αυτού του έργου δεν αφαιρεί τίποτε απ’ τη γονιμότητα της ιδέας που για την εποχή αποτελεί πρόοδο. Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για μια αντίδραση εναντίον της αποκλειστικής λατρείας της Αρχαιότητας, εφόσον συνεπάγεται την προσήλωση σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους του ελληνικού λαού. Άλλωστε, αυτή η ιδέα θα υποβάλει τη μελέτη της σύγχρονης ζωής του λαού, των εθίμων του, της λογοτεχνίας του»[17].
Η αδιάκοπη παρουσία της ελληνικής γλώσσας αλλά και όλα τα στοιχεία που ήδη μνημονεύθηκαν οδηγεί τον Ν.Σβορώνο στο τελικό του συμπέρασμα: «το βαθύτερο νόημα της νεοελληνικής ιστορίας μπορεί να συνοψισθεί στα παρακάτω: είναι η ιστορία των επίπονων προσπαθειών ενός αρχαίου λαού να συγκροτηθεί σε σύγχρονο έθνος, να συνειδητοποιήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και να εξασφαλίσει τη θέση του ως καθορισμένη οντότητα μέσα στο σύνολο του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το ιστορικό  φαινόμενο, παρ’ όλο που δεν περιορίζεται στον ελληνικό λαό –κι άλλοι εξίσου αρχαίοι λαοί επιχείρησαν και επιχειρούν την ίδια προσπάθεια- παρουσιάζει, στην ελληνική περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γενική ιστορία. Πρόκειται για ένα λαό που ο τρόπος ζωής και της σκέψης του τον συνδέει, τόσο χάρη στην ίδια του τη βούληση όσο και χάρη σε αντικειμενικούς δεσμούς , με την παράδοση που αποτελεί τις βάσεις του  ευρωπαϊκού πολιτισμού»[18].  
Ο Ν.Σβορώνος συνεπώς τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας  τον συνδύασε με την ανάδειξη της συνεχούς (τρισχιλιόχρονη αναφέρει σε ένα σημείο) παρουσίας του ελληνισμού στον κόσμο, τον θεμελιώδη ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας στην διατήρηση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, αλλά και στην θετική αποτίμηση των εγχειρημάτων κοινοτισμού και κοινοτικού συνεργατισμού που ανέπτυξε  το τουρκοκρατούμενο γένος.


[1] Ν.Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1994,ιγ’ έκδοση Αθήνα 2007.
[2] Ό.π. σελ.12.
[3] Ό.π. σελ.13.
[4] Ό.π.σελ.13.
[5] Ό.π.σελ.20.
[6] Ό.π.σελ.21.
[7] Ό.π.σελ.22.
[8] Ό.π.σελ.22.
[9] Ό.π. σελ.22.
[10] Ό.π. σελ.22,23.
[11] Ό.π σελ.43.
[12] Ό.π.σελ.47.
[13] Ό.π.σελ.53.
[14] Ό.π. σελ.54.
[15] Ό.π.σελ.49.
[16] Ό.π.σελ.51.
[17] Ό.π.σελ.93.
[18] Ό.π.σελ.155.

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

H αξιοπρέπεια του ελληνισμού και του Νίκου Σβορώνου

Συχνά αναφερόμαστε στον ιστορικό Νίκο Σβορώνο. Τέκνο της Αριστεράς, ο Σβορώνος και μάλιστα εκείνου του κομματιού της που προσδιοριζόταν ως ανανεωτική αριστερά. Χρησιμοποιώ χρόνο αόριστο, επειδή οι σημερινοί απόγονοι εκείνου του ρεύματος και «μαθητές» του, αποτελούν πια ένα…αόριστο άθυρμα υπηρετών της ταξικής απάτριδους παγκοσμιοποίησης και του μισάνθρωπου εκσυγχρονισμού, αναμασώντας παλαιοσταλινικές, νεοσταλινικές και νεοφιλελεύθερες μεθόδους ανάλυσης της σημερινής ζωής στη χώρα μας. Και είναι αυτοί που πρωτοστατούν στην ψυχαναγκαστική παραχάραξη της εθνικής μας ιστορίας, παραχάραξη ενάντια στην οποία μίλησε με το έργο του, ο «δάσκαλός» τους!
Ο Λευκαδίτης Νίκος Σβορώνος, ήταν ένας τίμιος ιστορικός. Τίμιος, επειδή από τη μια, ακολουθούσε συνετά την ιστορική του μέθοδο, επηρεασμένη από μια σύνθεση της «καθαρής» παραδοσιακής ιστορίας των γεγονότων, της κοινωνιολογικής μαρξιστικής σχολής και την επιρροή της σχολής των Annales, η οποία έβλεπε την ιστορία των ανθρώπων μέσα από μια μακροσκοπική πλευρά. Με «φυσικούς» ιστορικούς κύκλους και διαχρονικότητα, με συνέχειες και τομές, με αφαιρέσεις ώστε να προσεγγιστεί η ουσία του κάθε ιστορικού γεγονότος από μια κοινωνιοκεντρική ματιά.  Τίμιος και αξιοπρεπής, από την άλλη, επειδή δεν άφησε την αριστερή ιδεολογία του να γίνει ιδεοληψία και φαρδιές-πλατιές παρωπίδες ταξικισμού. Έτσι, μόνο μπόρεσε να μιλήσει για δυο βασικά στοιχεία της ταυτότητας του ελληνισμού, στη διάρκεια της μακραίωνης και συνεχούς (με διάρκεια και τομές) ιστορίας του: Το αντιστασιακό ήθος του, απαραίτητο συστατικό για την επιβίωσή του,  ανάμεσα σε ιστορικές και αλλότριες πολιτισμικές συμπληγάδες και απειλές και την αξιοπρέπειά του.
Γι΄αυτή την «βαθιά αρετή» του ελληνισμού, μίλησε μεταξύ άλλων που ανέφερε, στην συγκέντρωση της Ελληνικής Κοινότητας Παρισίων και περιχώρων, στο ξενοδοχείο Lutetia, στις 27 Οκτωβρίου, του 1979:
«Για τους ίδιους τους Έλληνες, που έχουν ακούσει πολλές φορές από δικούς τους και ξένους ότι η ιστορία τους είναι γεμάτη σύμβολα, η πράξη αυτή ( σ.σ μιλά για το αλβανικό έπος και την αντίσταση στο ιταλογερμανικό συμμαχικό άξονα) τους δείχνει πιο απλά και συγκεκριμένα τον πραγματικό χαρακτήρα του ελληνικού λαού, την πιο βαθιά του αρετή, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίες του, που είναι η αξιοπρέπεια
Ο ελληνικός λαός και τα στρατευμένα παιδιά του, αναλαμβάνοντας ολόψυχα, ομόθυμα (εδώ οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες) και ανυστερόβουλα τον άνισο αγώνα διαισθάνονταν ότι η διάρκειά του και οι προεκτάσεις του ήταν απροσδιόριστες για την Ελλάδα και ότι το περιεχόμενό του υπερέβαινε κατά πολύ τη σημασία ενός απλού γεγονότος». 
Δημήτρης Γ
Νίκος Σβορώνος, ο καινοτόμος ιστορικός - Ειδήσεις - νέα - Το Βήμα ...
Διαβάστε επίσης:

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Μια ιδιοπροσωπία ιστορικού χαρακτήρα


Αγάλματα στη Δήλο

Του Γιώργου Καραμπελιά από την huffingtonpost.gr
Η «εντελώς καινούργια σελίδα» την οποία μπορούν να γράψουν οι Έλληνες, εάν ξεχάσουν την ιστορία τους, θα είναι μια σελίδα που δεν θα έχει πια σχέση με το ιστορικό υποκείμενο, δεν θα έχει σχέση με την Ελλάδα.
Η ιδιοπροσωπία των Ελλήνων είναι μια ιστορική ιδιοπροσωπία, δηλαδή το «βαρύ» στοιχείο το οποίο διαθέτουμε είναι ιστορικό βάθος. Η γλώσσα μας και η ιστορία μας υπάρχει εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια, ενώ αντίθετα πλέον είμαστε συρρικνωμένοι γεωγραφικά, συρρικνωμένοι πληθυσμιακά, θα έλεγα συρρικνωμένοι και ως προς την τρέχουσα πολιτισμική παραγωγή μας. Άρα, εκείνο το βασικό στοιχείο πάνω στο οποίο στεκόμαστε ως ταυτότητα και ιδιοπροσωπία είναι το ιστορικό βάθος. Γι’ αυτό και όλες οι τρέχουσες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αφορούν κατ’ εξοχήν στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας.
Και αν όλα τα έθνη διαθέτουν ιστορία, η αυτοσυνειδησία τους δεν είναι πάντα ιστορικού χαρακτήρα. Έτσι η αμερικανική ιδιοπροσωπία, επί παραδείγματι, είναι συνδεδεμένη προνομιακά με την έννοια του συνόρου. Το «νέο σύνορο» (The new frontier), ξεκίνησε από τις πρώτες αποικίες της Ανατολικής Αμερικής, έφτασε στις μεσοδυτικές πολιτείες, ενσωμάτωσε τις δυτικές, έφτασε και στο… Αφγανιστάν. Και καθόλου τυχαία η αμερικανική εμμονή στον αποικισμό του διαστήματος! Σε ολόκληρη τη Δύση η ιστορική συνείδηση είναι επεκτατική και στην Αμερική, που είναι δημιούργημα αποικιακό, φτάνουμε στον υπέρτατο βαθμό της επεκτατικής ιδιοπροσωπίας, δεν υπάρχει η έννοια της ρίζας. Στους Κινέζους διαπιστώνουμε το ακριβώς αντίστροφο – στρέφονται προς τα μέσα, είναι η «αυτοκρατορία του κέντρου».
Γι΄ αυτό, παρότι όλοι οι λαοί διαθέτουν ιστορία, ακριβώς γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε όλα τα άλλα, αγκιστρωνόμαστε στην ιστορική μας συνείδηση. Οι Έλληνες είναι ένα ιστορικό έθνος, το οποίο είχε δημιουργήσει «τα πάντα», και πια κινδυνεύει εξίσου να χάσει «τα πάντα». Εάν χάσει και αυτή την ιστορική αίσθηση, αν υποστεί ένα συλλογικό «Αλτσχάιμερ», τότε δεν μπορεί να έχει καμία τύχη.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον νεώτερο ελληνισμό σύμφωνα με τον Νικόλαο Σβορώνο, «ο αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεώτερα χρόνια»1Και ο συμπατριώτης του, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, γράφει σχετικά με την τελευταία ανολοκλήρωτη ποιητική του σύνθεση τον «Φωτεινό»:
Διατρέχων την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι αι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Η σελίς αυτή της Ελληνικής Ιστορίας η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και ελπίδες, σύγκειται έκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν γεγραμμένης, εν ή η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα από την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος…2

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η αναζήτηση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας

Φώτης Κόντογλου, «Η Ελλάδα των τριών κόσμων», 1933, Εθνική Πινακοθήκη – Παράρτημα Κέρκυρας 
του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 17

Η βυζαντινή ατραπός


Ένα θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης «προοδευτικής» σκέψης υπήρξε η αποσύνδεση μεταξύ αρχαίου ελληνικού κόσμου και χριστιανισμού. Και πόσο μάλλον που ο ελληνικός σκοταδισμός μιλούσε για «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» δυσφημίζοντας έτσι κάθε σοβαρή απόπειρα προσέγγισης της σχέσης ελληνισμού και ορθοδοξίας. Αποσυνδέοντας το Βυζάντιο από τον αρχαίο κόσμο, αποδεχόμαστε την προσκόλληση μας στη Δύση. Γιατί μια και ο «αυθεντικός κληρονόμος» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο δυτικός κόσμος, ενώ η Ελλάδα βυθίστηκε στο «βυζαντινό και θεοκρατικό σκοτάδι», η σύγχρονη Ελλάδα θέλοντας να αναφερθεί στην παράδοση της αρχαίας Ελλάδας θα έπρεπε να απορρίψει την ιστορία της των τελευταίων χιλίων- πεντακοσίων χρόνων και να προσκολληθεί στη Ελλάδα του Χέλντερλιν και του Ουγκώ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός κλασσικού νεοέλληνα αρχαιολάτρη και –παρεμπιπτόντως- ευρωκεντρικού, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, στον Πρόλογο των Εκδόσεων 1941 και 1947 γράφει:
Γράφοντας την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος άφησα έξω την Ελλάδα. Η Ελλάς βρίσκεται πριν από την Ευρώπη. Η έννοια της Ευρώπης προϋποθέτει την Ελλάδα, τη Ρώμη, το Χριστιανισμό και κάτι ακόμα το Βορρά.[1]
Για τον συγγραφέα τα πράγματα είναι σαφή. Η Ελλάδα βρίσκεται πριν από την Ευρώπη, δηλαδή πρόκειται για την αρχαία Ελλάδα, ως προϋπόθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η μεσαιωνική Ελλάδα, το «Βυζάντιο», βρίσκεται έξω από την Ευρωπαϊκή ιστορία! Και από την οπτική του πράγματι είναι έτσι. Εφ’ όσον πρόκειται για την δυτική Ευρώπη, που συνοπτικά συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Ευρώπη», αυτή θα αναπτυχθεί έχοντας όχι ως προϋπόθεση το Βυζάντιο, όσο και εάν ισχύει και αυτό σε ένα βαθμό, όσο –κυρίως– σε βάρος του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού. Η συρρίκνωση και η αποικιακή απομύζηση του Βυζαντίου (σταυροφορίες, Ενετοί και Γενουάτες, φραγκοκρατία) θα αποτελέσει μια από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης. Αν όμως ο συγγραφέας όπως και τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες αναγνώριζαν αυτή την εξώφθαλμη πραγματικότητα, ότι δηλαδή εκτός από την Δυτική Ευρώπη υπάρχει και ένας άλλος «ευρωπαϊκός χώρος» συνδεδεμένος με το Βυζάντιο, με την ιστορική του κληρονομιά στην ανατολική Ευρώπη και με την ορθοδοξία, τότε θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την ιστορική ιδιαιτερότητα του ελληνικού χώρου ως προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό λοιπόν η Ελλάδα υπάρχει μόνον ως πρόγονος της Ευρώπης. Είναι η αρχαιοελληνική κληρονομιά.
Βέβαια ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και μάλιστα στον Πρόλογο του 1966, στο ίδιο βιβλίο θα προσπαθήσει να υπερβεί το πρόβλημα:
Μια βασική διαφορά μεταξύ της παλαιάς και της νέας μορφής του έργου μου αναφέρεται στο Βυζάντιο. Τώρα έδωσα στο Βυζάντιο τη θέση που του αξίζει στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στην πρώτη έκδοση του (1941) του πρώτου τόμου δεν είχα παραχωρήσει στο Βυζάντιο παρά μόνο επτά σελίδες. Αλλά και στη δεύτερη έκδοση (1947) αυξήθηκαν οι σελίδες αυτές μόλις σε δέκα. Τώρα οι δέκα έγιναν περίπου διακόσιες εξήντα… Χαίρω ότι με την πρόοδο της ηλικίας, έφθασα στην ωριμότητα εκείνη του πνεύματος που μ’ έκανε να μπορώ να αποδώσω δικαιοσύνη στον τόσο βασανισμένο βυζαντινό ελληνισμό.[2]
Παρ’ όλο που ο συγγραφέας φαίνεται να κατανοεί πλέον το ζήτημα της μονομέρειας στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και εγκαταλείπει την απόλυτα δυτικοκεντρική οπτική του, πράγμα σημαντικό και συνδεδεμένο με τις γενικότερες εξελίξεις, αυξανόμενης αυτογνωσίας που έχουμε επισημάνει, ωστόσο η οπτική του δεν μεταβάλλεται ριζικά. Μερικές σελίδες πιο κάτω επαναλαμβάνει το ίδιο σχήμα για τις προϋποθέσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος:

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Γιατί σύμφωνα με τον Νίτσε δεν μπορεί κανείς να καταστρέψει τους Έλληνες;

“Η Γέννηση της Τραγωδίας” (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15,ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του.
1
Διαβάστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Πιο επίκαιρος από ποτέ ο Φρειδερίκος Νίτσε. Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο …
“Η Γέννηση της Τραγωδίας” (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15,ο Νίτσε κάνει μία ιδιαίτερα μνεία στο ελληνικό έθνος αποδεικνύοντας ότι ο Νίτσε είναι πολύ μπροστά από την εποχή του.
Διαβάστε το χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: 
«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. 
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. 
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. 
Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να
διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. 

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

«Να σκοτώσουμε τον νεοέλληνα που έχουμε μέσα μας»

«Να σκοτώσουμε τον νεοέλληνα που έχουμε μέσα μας»
Του Γιώργου Καραμπελιά*
karabeliasΕίναι προφανές πως βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή πλανητικών διαστάσεων, που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες και τον ελληνισμό αλλά το ίδιο το ανθρώπινο είδος, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της αυθυπέρβασής του μέσα από την παραγωγή ενός νέου είδους, του αποκαλούμενου μετανθρώπου. Όλα τα έθνη βρίσκονται μπροστά στην απειλή της βύθισής τους στη χοάνη μιας παγκοσμιοποίησης που δεν είναι μόνο οικονομική ή πολιτισμική αλλά πρωτίστως τεχνολογική.
Όμως, ακόμα και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζεται και θα συνεχιστεί η πορεία των εθνών, τουλάχιστον στη διάρκεια του τρέχοντος αιώνος, και μάλιστα οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, για να καταλάβουν μια καλύτερη θέση σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Οι Έλληνες, εάν θέλουν να συνεχίσουν να επιβιώνουν ως συλλογικό υποκείμενο, είναι υποχρεωμένοι να βαδίσουν κυριολεκτικώς ενάντια στην Ιστορία, που μοιάζει να τους έχει καταδικάσει.
Ο ελληνισμός, εκκινώντας από την αρχική του κοιτίδα, στις όχθες του Αιγαίου Πελάγους, διέτρεξε μια ιστορία 3000 χρόνων κατά την οποία –ουσιαστικά μέχρι το 1922– είχε εξωστρεφή χαρακτηριστικά και άρδευσε πολλούς ξένους πολιτισμούς και ηπείρους. Επηρέασε καθοριστικά τον παγκόσμιο και κατ’ εξοχήν τον δυτικό και χριστιανικό πολιτισμό, εξαντλώντας εν πολλοίς την αρχική του ορμή και την πολιτισμική και πληθυσμιακή του πυκνότητα μέσα από αυτή τη διασπορά. Και το 1922, έλαβε οριστικά τέλος αυτός ο κλασικός τρόπος ύπαρξης του Έλληνα ανθρώπου και εισήλθαμε σε μια μακρά περίοδο παρακμής που διαρκεί ήδη 100 χρόνια και διαρκώς επιδεινώνεται, απειλώντας μας και με ιστορική εξαφάνιση.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Έξι παραδοχές για τον ελληνικό πολιτισμό

Γράφει ο Λαοκράτης Βάσσης  – 

Η εποχή που ζούμε είναι η εποχή της κρίσης. Κρίσης όχι μόνο οικονομικής, αλλά και πολιτικής, ηθικής, πολιτιστικής. Η κοινωνία μας μοιάζει σαν χαμένη, να περιφέρεται σαν φάντασμα στους λαβυρίνθους της ιστορίας. Στις δύσκολες περιόδους οφείλουμε να έχουμε πυξίδα την ιστορία και τον πολιτισμό. Οι Έλληνες, ευτυχώς, σε αυτό το επίπεδο έχουμε γερές βάσεις. Ας ξεκινήσουμε, όμως, τον εγκλιματισμό μας στα του ελληνικού πολιτισμού, με κάποιες κρίσιμες και χρήσιμες παραδοχές:

Παραδοχή πρώτη

Ο Ελληνισμός, στην πνευματική του διάσταση, δεν είναι θρησκεία και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους μεταφυσικής, ως αξιακό δηλαδή σύστημα αναλλοίωτο στο χρόνο. Με την ίδια λογική, ο Ελληνισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι (κλειστό) σύστημα ιδεών επίσης αναλλοίωτο στο χρόνο. Είναι φιλοσοφία ζωής, που προκαλεί τους καιρούς με τη διαχρονική της ποιότητα και την αντοχή της.

Παραδοχή δεύτερη

Η ελληνικότητα δεν είναι δόγμα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δόγμα, κλειστό δηλαδή σύστημα κανόνων που ορίζουν πότε ένα έργο είναι ή δεν είναι ελληνικό και που γενικώς ξεχωρίζουν ό,τι το ελληνικό από το μη ελληνικό.  Η ελληνικότητα είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση και ένα ιδιαίτερο άρωμα που αναδίδει η εξακολουθητικά δημιουργούμενη και διαμορφούμενη ελληνική πολιτιστική ταυτότητα «ως στάση ζωής και τρόπος του υπάρχειν» (Ζηζιούλας).

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Η αποκωδικοποίηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας

του Γιώργου Κοντογιώργη  – 

Η ελληνική ιδιαιτερότητα συνδέεται με τη θέση του Ελληνισμού στην κοσμοϊστορία, σε αναφορά με την σημειολογία της νεοτερικότητας. Εάν προσεγγίσει κανείς την κοσμοϊστορία υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής ιδιοσυστασίας των κοινωνιών της, ο ελληνικός κόσμος θα καταλάβει μια, όχι απλώς κομβική, αλλά μοναδική θέση: οικοδόμησε για πρώτη φορά και διακίνησε στην ιστορία την ανθρωποκεντρική περίοδο της ανθρωπότητας, μέχρι που την οδήγησε στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα της νεότερης εποχής.

Η ανθρωποκεντρική αυτή περίοδος της κοσμοϊστορίας, ενσωμάτωσε στους κόλπους της επίσης τη ρωμαϊκή Ευρώπη, έως τη στιγμή που αυτή αποσπάσθηκε από το ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι και περιήλθε εκ νέου στη δεσποτεία. Η ανθρωποκεντρική θητεία του Ελληνισμού συνεχίσθηκε εντούτοις με το προσωνύμιο της βυζαντινής οικουμένης και μάλιστα κατά τρόπο ομοθετικά ίδιο με εκείνον της ελληνιστικής περιόδου.
Από αυτήν θα μετακενωθούν στη δυτική παρειά της λατινικής Εσπερίας τα θεμέλια της ανθρωποκεντρικής επανεκκίνησής της. Ο ελληνικός κόσμος, αν και σε καθεστώς αιχμαλωσίας, θα εξακολουθήσει την ανθρωποκεντρική του θητεία, με πρόσημο τη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα (της πόλης/κοινού), έως την είσοδό του στο κράτος-έθνος. Με απλούστερη διατύπωση, το τέλος της ανθρωποκεντρικής/ελληνικής “αρχαιότητας” τοποθετείται στο τέλος του 19ου αιώνα. Υπό μιαν έννοια δε και για την Εσπερία, στο μέτρο που η μετάβασή της από τον Μεσαίωνα στο ανθρωποκεντρισμό θα επισυμβεί ουσιαστικά με όχημα τη μικρή κλίμακα της πόλης.

Η αντιστροφή και ο δίαυλος

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Διάλεξη Λ. Βάσση: «Η αξιακή ιδιαιτερότητα της ελληνικής πνευματικής παράδοσης» (βίντεο)



Στα πλαίσια των διαλέξεων, της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού  «Παράδοση και εκσυγχρονισμός – Δίλημμα ή σύνθεση;» την Τρίτη 19 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε διάλεξη του εκπαιδευτικού και συγγραφέα, Λαοκράτη Βάσση. Η διάλεξη έχει τίτλο:
Η αξιακή ιδιαιτερότητα της ελληνικής πνευματικής παράδοσης

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Τι φταίει για την κακοδαιμονία των Ελλήνων; Μια σπάνια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη

Μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ρένο Αποστολίδη στην Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία» στις 15 Ιουνίου του 1958. Τα λόγια του παραμένουν επίκαιρα.

Ζητεται  γνώμη σας, κύριε λύτη, ἡ ντελς νεπιφύλακτη καί δέσμευτη, πάνω σέ ,τι θεωρετε ς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία το τόπου. πό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μς λείπει; Ποιά θά νομάζατε «πρώτη μάστιγα» τς νεοελληνικς ζως;
Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!
ρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης συμφωνία!…
Βεβαίως! Ἀλλ᾿ ἀφῆστε με νά συνεχίσω. Αὐτή ἡ ασυμφωνία δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εἶναι, ὃμως, μιά αἰτία πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα, οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται καί ἐκτελοῦνται ἐρήμην τῶν ἀντιλήψεων γιά τή ζωή καί γενικότερα τῶν ἰδανικῶν πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν άνεξαρτησία του. Ἡ φωνή  τοῦ  Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει, οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήν ἐπικαιρότητά της. Σημειῶστε ὅτι δέν βλέπω τό πρόβλημα ἀπό τήν ἀποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οὔτε κάνω δημοκοπία.
Δημοκοπία σφαλς χι. Πολιτική, μως, ναί. Τό ντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τς πολιτικς –  κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα το δικο της χώρου. κεμς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τν σχέσεων μεταξύ λαο καί γεσίας.
Μά ναί. Γιατί εἶναι βασικό. Εἶναι πρῶτο… κι ἄς εἶμαι ποιητής, ἐγώ πού τό λέω, μακριά πάντα ἀπό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός κατά κανόνα ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν!
Στό Τέξας καί στό Οζμπεκιστάν; Ποιητικές χρες!…  μήπως θέλετε νά πετε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα τοκάστοτε ρυθμιστικο ‘‘ξένου παράγοντος’’; Τοῦ κάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως κεῖ κριβς γκειται τό κακό;