Του Άρη Κεραμάρη
Άλλοι την λένε σπηλιά . Άλλοι υπόγειο. Όλοι όμως πάμε εκεί. Τουλάχιστον μία. Άλλοι δεν βγαίνουν ποτέ ξανά. Μένουν εκεί με τις σκιές, τα φαντάσματα, τις μνήμες, μα πιο πολύ … στις ψευδαισθήσεις.
Όλα μπερδεμένα.
Την αυθάδεια της μνήμης ,την λέω και στοίχειωμα. Να την λέτε κι εσείς.
Μπροστά σου ξεκινάει ένα ζεϊμπέκικο του Μάνου, με την πενιά του Τσιτσάνη να σκαλώνει πιο πολύ στις χορδές , παρά οτιδήποτε άλλο. Το πρώτο αίμα που στάζει.
Ένα ζεϊμπέκικο για άντρες πιασμένους στα δίχτυα, με χώρο και αέρα ελάχιστο και τρις χιλιάδες χρόνια να χωράνε μέσα σε τρία λεπτά.
Οι γυναίκες στην άκρη, χώρια, σχηματίζουν τον χορό. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σπάνια και πανέμορφη. Ο ήλιος στο τραγούδι τους δεν δύει. Σβήνει. Τι πιο οριστικό;
Ο ήλιος. Αυτός που δεν τον ξέρουν.
Η σπονδή, το χαράκωμα, το σμίξιμο του αίματος, η λαχτάρα, η προσδοκία, οι ευχές, το κουράγιο , η ώρα που ο καθένας ξέρει τον εαυτό του καλύτερα, όλα αυτά που ζουν οι άνθρωποι στο φως του ήλιου.
Ένα κουβάρι από φτωχές επιθυμίες ενός τσούρμου φτωχοδιαβόλων, στον τελευταίο του χορό, ξετυλίγεται. Όλοι μαζί και ο καθένας μόνος του.
Η μόνη σκόνη που σηκώνεται, είναι αυτή του χρόνου. Όλα είναι αφημένα στην μοίρα και η μοίρα αφημένη σε ένα ψέμα. Στην κορύφωση, ακόμα και το ανθρωπάκι ορκίζεται στον άλλο εαυτό του.