Στην καθαυτό νεωτερικότητα (18ος αιώνας-αρχές 20ου) ο φιλελευθερισμός θεμελιώνεται στην ελευθερία του ατόμου κατ’ αρχήν να έχει ιδιοκτησία και να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και συνδέεται ιστορικώς με τη διπλή και παράλληλη επέκταση του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής αστικής εκδοχής της δημοκρατίας. Σε ένα οντολογικό επίπεδο πολιτικής φιλοσοφίας, ο φιλελευθερισμός δομείται γύρω από τις θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου που εκδέχονται τα μέλη μιας πολιτικής κοινωνίας ως συμβαλλόμενους σε εταιρεία με απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η κατανόηση της κοινωνίας ως συμβολαίου αποσάρθρωσε τις παλαιότερες κοινότητες στις οποίες υπήρχε μια αίσθηση ιερότητας στις κοινωνικές σχέσεις, η οποία απέρρεε και από τη θεώρηση ότι η κοινωνία μπορεί να αντανακλά ευρύτερες κοσμολογικές σχέσεις ή και μία θεία υπερκόσμια τάξη (ή αναλογικώς και τα δύο). Με αυτήν την έννοια ο φιλελευθερισμός υπερβαίνει τον προνεωτερικό κοινοτισμό. Οι θεωρίες κοινωνικών συμβολαίων ομολογουμένως διανοίγουν δυνατότητες προόδου και χειραφέτησης, καθώς για να είναι ένα μέλος της κοινωνίας «συμβαλλόμενος» πρέπει να είναι ελεύθερος (κατάργηση της δουλείας) και να έχει θεσμική τουλάχιστον ισότητα (φεμινισμός, δικαιώματα μειονοτήτων). Η νεωτερική εκδοχή της δημοκρατίας σε αντίθεση με την αρχαία κοινοτική επικεντρώνει στις μειονότητες και στο δικαίωμά τους να αποστασιοποιούνται από την κυρίαρχη κοινότητα και να μην εξοστρακίζονται όπως στην αρχαία δημοκρατία.