[ θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων
ἔργοισιν τελέθει, εἰ καί πόθεν ἄλλοθεν ἔλθοι
ΟΜΗΡΟΣ, Ὀδύσσεια, Ραψωδία η ]
Ἁλώνιζε τὸ Αἰγαῖο. Σκόρπιζε τὴν συμφορὰ σὲ κάθε τουρκικὸ πλεούμενο πού ἔβρισκε στὸν δρόμο του. Ἦταν ἀτρόμητος καὶ δυνατός.
Τό εἶχε ἀποδείξει. Ἀντιμετώπιζε ἄφοβα καὶ μονάχος του τὸν ἐχθρό, ὅσο μεγάλος κι ἂν ἦταν. Στό ἄκουσμα καὶ μόνον τοῦ ὀνόματός του, οἱ βάρβαροι ἔτρεχαν νὰ κρυφτοῦν στὸ πλησιέστερο λιμάνι. Ἕνα ἀπὸ τὰ κρησφύγετα τῶν δειλῶν ἦταν τὸ λιμάνι τῆς Τζιᾶς.
Ὁ Λάμπρος Κατσώνης, ὁ ἄσπονδος ἐχθρὸς τῶν τούρκων, δὲν ἄργησε νὰ φθάσει μέχρις ἐκεῖ. Τοὺς πολέμησε, τοὺς νίκησε καὶ τὸ ἔκανε ὁρμητήριο γιὰ τὶς καταδρομὲς πού ἐπιχειροῦσε σὲ Δαρδανέλλια, Κρήτη καὶ Λυβικὸ Πέλαγος.
Ὁ Σουλτᾶνος εἶχε πάρει τὸ μήνυμα. Δὲν μποροῦσε νὰ ὑποτάξει τὸν στόλο τοῦ Κατσώνη. Σκέφτηκε λοιπὸν νὰ τοῦ προτείνει συμβιβασμὸ ὥστε νὰ σταματήσει τὶς ἐπιδρομὲς. Καί, διὰ τοῦ Στεφάνου Μαυρογένη, διερμηνέα τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου, τοῦ στέλνει τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ.
"(..) Ἀνδρειώτατε Ἥρωα καὶ γενναῖε Λάμπρε Κατσώνη,
Ἔφθασαν εἰς τὰ ὦτα τοῦ Μεγαλειωτάτου καὶ εὐσπλαχνικωτάτου Κυρίου μου καὶ αὐθέντου μου σουλτάνου Χαμίτου, τὰ ἀνδρεῖα σου κατορθώματα καὶ ἀπορεῖ καὶ αὐτὸς καὶ ὅλο τὸ Διβάνιόν του, διὰ ποίαν αἰτίαν, καθ 'ὅ, ὑπήκοος Αὐτοῦ, ἀπεστατήσατε καὶ κατατρέχετε τὴν ἐπικράτειαν αὐτοῦ μὲ μίαν τοιαύτης θαλάσσιον δύναμιν, φερόμενος ὡς ἄσπονδος ἐχθρὸς αὐτοῦ ἥτις εἶναι πατρὶς σας, χωρὶς ἄλλωστε νὰ πάθητε ἀδικίαν παρ' αὐτοῦ.
Μόλον τοῦτο, ὅσην φθορὰν καὶ ἂν διαπράξατε καὶ ὅσα ὀθωμανικὰ αἵματα ἐχύσατε, ὅλα αὐτὰ τὰ συγχωρεῖ καὶ σᾶς ἀναγνωρίζει μ' ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς σας, ὡς εὐγενεῖς καὶ παντὸς φόρου ἐλευθέρους.
Πρὸς δὲ τούτους, εἰς μὲν τοὺς ὀπαδοὺς σας χαρίζει διαδοχικῶς μίαν τῶν νήσων, ὁποίαν αὐτοὶ εἰς τὸ Ἰκάριον πέλαγος ἐκλέξωσι, τὴν δὲ ὑμετέρα γενναιότητα, καθιστᾶ ἡγεμόνα καὶ χαρίζεται αὐτῆς διακοσίας χιλιάδας χρυσίον, ἂν παραιτηθῆτε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ρωσσίας.

