Του Μάνου Λαμπράκη
Υπάρχουν εποχές όπου η Ιστορία δεν παράγει πρόοδο, αλλά ατέρμονη κυκλικότητα. Όπου η πολιτική φθίνει σε τελετουργία τεχνοκρατικής διαχείρισης και η συλλογική εμπειρία διαρρηγνύεται σε ατομικά αποθέματα αγανάκτησης, μνησικακίας και υπαρξιακής κόπωσης. Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι: μια μετά-δημοκρατική κοινωνία εξουθενωμένη από την ίδια της την ιστορικότητα, αδυνατώντας πλέον να παραγάγει κοινό παρόν, πολλώ δε μάλλον κοινό μέλλον.
Η κρίση δεν είναι απλώς θεσμική ή οικονομική. Είναι πρωτίστως οντολογική: αφορά τη δομική αδυναμία να αναγνωριστεί ο εαυτός ως μέρος ενός εμείς που δεν λειτουργεί βάσει αίματος ή συμφέροντος, αλλά βάσει μοιρασμένης μνήμης και θεραπευτικής σχέσης με το τραύμα. Στην θέση του κοινού, εδραιώνεται το μερικό. Στην θέση της ενσυναίσθησης, η καχυποψία. Στην θέση του λόγου, ο ύψιστος θρίαμβος του θορύβου. Και σε αυτή την ασυνάρτητη τοπολογία, το «μαζί» καθίσταται αδιανόητο.
Η μετάθεση της πολιτικής στο πεδίο της ύβρεως και του αμοιβαίου ακρωτηριασμού έχει ως επακόλουθο μια κοινωνία υπαρξιακά απορφανισμένη: χωρίς κοινές αφηγήσεις, χωρίς κοινές σιωπές, χωρίς κοινές συγκινήσεις. Η λέξη πατρίδα δεν σημαίνει πια «τόπος επιστροφής», αλλά τόπος επιστροφής του κακού. Η λέξη λαός δεν δηλώνει πια δυναμική ολότητα, αλλά στατιστική συνάθροιση. Και το ίδιο το πολιτικό σώμα ― άλλοτε φορέας ιστορικής ενότητας ― έχει αποσυντεθεί σε δίκτυα ιδιωτικής ανασφάλειας, πληροφορικής μανίας και μικροψυχικού εθνικισμού.

