Στις αρχές του 1825 οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν αντιμετωπίσει τεράστιο πρόβλημα, λόγω της άφιξης του Ιμπραήμ και της ενίσχυσης των Τουρκοαιγυπτίων, με αποτέλεσμα το «βάρος» των εχθροπραξιών και το επιχειρήσεων να «πέσει» στις ναυτικές δυνάμεις.
Ο Ναύαρχος Μιαούλης, χάρη στην διορατικότητα και την εμπειρία του, καταλαβαίνει πως ο ελληνικός στόλος πρέπει να επιτύχει μια σημαντική αλλά και συμβολική νίκη, ώστε να εμψυχώσει τους Επαναστάτες αλλά και να στείλει μήνυμα στον εχθρό ότι δεν έχει τελειώσει τίποτα.
Έτσι αποφασίζει να επιτεθεί και στη Ναυμαχία της Μεθώνης σημειώνεται μια από τις μεγαλύτερες,ένδοξες αλλά και εξαιρετικά ριψοκίνδυνες ναυτικές επιτυχίες της Επανάστασης.
Το σχέδιο του Ναυάρχου Μιαούλη
Έτσι στις 29 Απριλίου 1825 ο Μιαούλης εξέθεσε την ανάγκη σε κοινή συγκέντρωση Υδραίων και Σπετσιωτών μοιράρχων και κυβερνητών. Οι Σπετσιώτες από την πλευρά τους, βλέποντας ότι ήταν ανάγκη να μείνουν ελληνικά πλοία που να παρακολουθούν τον εχθρό, αποφάσισαν να αναλάβουν αυτό το έργο, έστω και μόνοι.
Έτσι, ενώ οι Υδραίοι κινήθηκαν προς το Νότο, οι Σπετσιώτες κινήθηκαν ανοικτότερα προς την νήσο Πρώτη. Οι κινήσεις αυτές του Ελληνικού Στόλου έδωσαν την δυνατότητα στους Αιγυπτίους να αποσπάσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα βαριά σκάφη τους, έντεκα φρεγάτες και τέσσερα βρίκια, και να τα στείλουν στο λιμάνι του Ναβαρίνου, ώστε να αυξήσουν την δύναμη πυρός εναντίον του φρουρίου.
Όμως, η έντονη ανησυχία του ναυάρχου Μιαούλη για τον κίνδυνο που περιβάλλει το Νεόκαστρο, σε συνδυασμό με την οργή και την θλίψη του για την απόβαση των Αιγυπτίων στην Σφακτηρία και τον θάνατο πολλών και σημαντικών Ελλήνων, τον οδήγησε στην σκέψη να πράξει κάτι άκρως παράτολμο πριν απομακρυνθεί, δηλαδή να εισχωρήσει στο λιμάνι του Ναβαρίνου τα δύο περιπολικά του και να κάψει όσα περισσότερα πλοία του Αιγυπτιακού Στόλου μπορούσε.
Έτσι κάλεσε τους δύο κυβερνήτες των περιπολικών, τον Ανδρέα Πιπίνο και τον Δημήτρη Ραφαλιά και τους ανακοίνωσε τα σχέδιά του.