Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Παναγία Σοίριζα


Και πολυάσχολος αρχηγός κόμματος αν είσαι, δεν χρειάζεσαι λογογράφο για να σου συντάξει ένα κειμενίδιο τριάντα λέξεων για μια επέτειο ή γιορτή. Τα κλισέ περιμένουν έτοιμα στην αποθήκη τους, πάντα χρήσιμα, αφού δείχνουν να τα λένε όλα κι ας μη σημαίνουν τίποτε. Ενα τέτοιο κειμενίδιο ανάρτησε στο φέισμπουκ ο κ. Αλέξης Τσίπρας, με την ευκαιρία της γιορτής του Δεκαπενταύγουστου: «Ο λαός μας τιμά σήμερα την Παναγία. Την Aνύμφευτη Nύμφη, την Υπέρμαχο Στρατηγό, την Ελεούσα, τη Γιάτρισσα, τη Θαλασσινή, την Παρηγορήτρα. Τη Μάνα που προστατεύει τους αδύναμους και σκέπει τους αδικημένους». Κτλ.

Πόσο έπεισε για την αυθεντικότητα της συγκίνησής του το μήνυμα του κ. Τσίπρα; Όσο θα έπειθε κι ένα μήνυμα του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για την Πρωτομαγιά. Ακόμα κι αν οι δύο πολιτικοί αρχηγοί έστυβαν την ψυχή τους για να αντλήσουν δέκα αράδες ουσίας, ελάχιστοι θα αποδεχόμασταν την αλήθεια τους. Βαθιά ριζωμένη η προκατάληψη, δεν θα μας το επέτρεπε. Να σημειώσω παρ’ όλ’ αυτά ότι η ιδέα πως «οι αριστεροί είναι, μέχρις ενός, άθεοι υλιστές» βρίσκεται τόσο κοντά στην αλήθεια όσο και η ιδέα πως «οι δεξιοί είναι, μέχρις ενός, πιστοί χριστιανοί». Ούτε η γνήσια πίστη έχει ιδιοκτήτες ή πολιτικό χρωματισμό ούτε και η υποκρισία. Όσο για το δόγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», οι αριστεροί που αγωνιούν για την παράταξή τους οφείλουν να θυμούνται ότι το δόγμα αυτό επαληθεύτηκε οικτρά με τη μετατροπή της ίδιας της ιδεολογίας τους σε θρησκεία, με αλάθητους και αληθειούχους πάπες-πατερούληδες, με ιεροεξεταστές, ασφυκτική τυπολατρεία, εξοντωτικές διώξεις των «αιρετικών», και με τον λαό υποταγμένο ποίμνιο.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Απάντηση στο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα: «Πόθεν το κοινόν άσμα «Μακεδονία ξακουστή»»

Γράφει ο Ανδρέας Σταλιδης

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 6 Φεβρουαρίου 2018.
Πρώτον. Ακριβώς το γεγονός ότι ο όρος Μακεδονία είναι γεωγραφικά και πολιτικά ασαφής, είναι ο λόγος που κάνει τους Έλληνες να ταυτίζουν την Μακεδονία με την αρχαία ή κλασική της έννοια. Όταν λέμε Μακεδονία, εννοούμε την αρχαία Μακεδονία. Δεν εννοούμε ούτε την έννοια των Ρωμαίων, ούτε των Βυζαντινών, ούτε των Οθωμανών (για τους οποίους ο όρος αυτός είναι ανύπαρκτος και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ των ποτών), ούτε των διαφόρων περιηγητών και χαρτογραφών που ο καθένας της απέδιδε ό,τι όρια ήθελε, ούτε -για να έρθω στον 20ο αιώνα- των Βουλγάρων, των Σέρβων, των Γιουγκοσλάβων, ούτε των επίδοξων (ψευδο-)«Μακεδόνων» σήμερα.

Δεύτερον. Οι ιστορικοί όροι δεν είναι του γούστου μας. Καθίστανται δόκιμοι ή παραμένουν αδόκιμοι μετά από αιώνες, ζύμωσης της πραγματικότητας με την Ιστορία. Κατ’ αρχάς να μάθει ο κ. Μπουκάλας ότι Άνω δεν σημαίνει Βόρεια! Και Κάτω δεν σημαίνει Νότια! Άνω σημαίνει ορεινή. Κάτω σημαίνει πεδινή.
Όταν ο κ. Τσίπρας (ντρέπομαι να γράψω τον θεσμικό του ρόλο) μίλησε για «Άνω Μακεδονία», έγραψα το κάτωθι άρθρο (δείτε το στις σημειώσεις) περί του όρου όπου γράφω ότι ο όρος Άνω Μακεδονία είναι δόκιμος ιστορικός όρος από τον Ηρόδοτο, δηλαδή το 450π.Χ. Ακολούθως, τον όρο αναφέρει ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, ο Λίβιος και πολλοί άλλοι. Μέχρι να φτάσει για πρώτη φορά τον 20ο αιώνα να εμφανιστεί ο όρος στα βουλγάρικα ως Gorna Makedonija.
Ως Άνω Μακεδονία οριζόταν η σημερινή περιοχή των νομών Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών, δηλαδή η ορεινή Μακεδονία. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν συγκεκριμένες πόλεις που ανήκουν στην Άνω Μακεδονία, αλλά και περιοχές της Κάτω Μακεδονίας που είναι περίπου οι σημερινοί νομοί Ημαθίας, Πέλλας, Θεσσαλονίκης, Πιερίας, Κιλκίς, Σερρών, Καβάλας.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Αθεολόγητες μουντζούρες

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 18.08.2018


Οποιος κι αν σωζόταν από του Χάρου τα δόντια, όπως σώθηκε ο Ιταλός που το φορτηγό του σταμάτησε μιαν ανάσα από το χείλος της γκρεμισμένης γέφυρας στη Γένοβα, και ιδιαιτέρως πιστός αν δεν ήταν, τα ίδια θα έλεγε: ότι τον έσωσε ο Θεός. Εντρομος και ευγνώμων συγχρόνως, ο Ιταλός, σαν χριστιανός, δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί την Παναγία, παραμονή της Κοιμήσεως. Αν γιόρταζε ο Αγιος Γεώργιος, αν ήταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, θα ονόμαζε άλλον σαν σωτήρα του, όπως κι αν ήταν βουδιστής, μουσουλμάνος, ζωροαστριστής, Εβραίος.

Μες στην τρελή χαρά του, θα ήταν των αδυνάτων αδύνατο, αδιανόητο μάλλον και ανήθικο, να επιτρέψει στον εαυτό του τη στοιχειώδη λογική. Να σκεφτεί δηλαδή ότι καμία θεότητα, πλην του Βάαλ, δεν θα επέτρεπε στον δικό της εαυτό τέτοια ανθρωποφάγα επίδειξη δύναμης, τέτοια τερατωδώς μικρόψυχη μεγαλοψυχία: να σώζει έναν τη στιγμή που αφήνει να πεθάνουν πολλοί. Οι σαράντα νεκροί της Γένοβας δεν ήταν οπωσδήποτε περισσότερο αμαρτωλοί από τον φορτηγατζή, άρα λιγότερο άξιοι διασώσεως. Ηταν και παιδιά άλλωστε ανάμεσά τους. Πότε πρόλαβαν να αμαρτήσουν, ώστε να αποφασίσει την τιμωρία τους η αμείλικτη θεϊκή καρικατούρα που προσκυνούν οι Αμβρόσιοι αυτού του κόσμου, όποιας θεότητας τοποτηρητές και πρέσβεις κι αν δηλώνουν;

Πριν από δεκατρία χρόνια, επίσης παραμονή της Κοιμήσεως, το κυπριακό αεροπλάνο «Ηλιος» συνετρίβη στο Γραμματικό. Σκοτώθηκαν 121 άνθρωποι. Αν το Μπόινγκ έπεφτε σε κατοικημένη περιοχή, οι νεκροί θα ήταν πολύ περισσότεροι. «Η Παναγία έκανε το θαύμα της, σώζοντας την Αθήνα» γράφτηκε τότε από ανθρώπους που, παλιά ιστορία, δεν ξέρουν τι ακριβώς να πράξουν με την πίστη και την ευλάβειά τους (ή με το νόθο ομοίωμά τους). Πάλι φονική λοιπόν η ουράνια φιλανθρωπία.

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Κάποιοι, κάπου, κάποτε…


Του Παντελή Μπουκάλα


Στη δημοσιογραφία το «κάποιοι» και τα πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια του (το «μερικοί», το «ορισμένοι», το «ελάχιστοι», ακόμα και το «ένιοι», όταν ο γραφιάς θυμάται και τα παλαιότερα κλισέ και τα επιστρατεύει για ποικίλους λόγους) είναι ένα αυτοπροστατευτικό τέχνασμα.



Χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι άδικες γενικεύσεις, άρα και οι μηνύσεις και οι αγωγές απ’ όσους ενδέχεται να νιώσουν προσβεβλημένοι.

«Μη γράφεις ποτέ “οι δικαστές, οι αστυνομικοί, οι τελωνειακοί, οι γιατροί κάνουν το ένα ή το άλλο απρεπές, άνομο, απαράδεκτο κ.ο.κ.”» σε δασκαλεύουν οι ξεσκολισμένοι. «Και άδικος θα είσαι, αν τους περιλάβεις όλους αδιακρίτως, και σε μπελά μπορείς να βρεθείς κι εσύ και η εφημερίδα. Να γράφεις “μερικοί”, “κάποιοι”, “λίγοι ευτυχώς”, “μια μικρή μερίδα” ή ό,τι άλλο μετριάζει και δεν ισοπεδώνει».



Εκτός από αυτοπροστατευτική, η λύση αυτή είναι και στοιχειωδώς τίμια. Κανένας κλάδος, κανένα επάγγελμα, καμία κοινωνική ομάδα, και κανένας λαός ή φυλή βέβαια, δεν φέρεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κακό ή κακό. Υπάρχει διαβάθμιση και ποικιλία. Υπάρχουν εξαιρέσεις από τον κανόνα που φτιάχνει η προκατάληψή μας. Και μπορεί ο κανόνας αυτός να βολεύει τον καταγγελτικό τόνο, καίει όμως μαζί χλωρά και ξερά.



Τα ακούμε και στην πολιτική το «κάποιοι», το «μερικοί» κ.τ.λ. Εκεί όμως κυκλοφορούν σε άλλα συμφραζόμενα, που τους στερούν την τιμιότητά τους και τα μετατρέπουν σε σήματα κουτοπονηριάς. Τα ακούμε όταν οι πολιτικοί θέλουν να καταγγείλουν κάτι, δεν έχουν όμως συγκεκριμένα στοιχεία στα χέρια τους, μόνο φήμες και «εμπιστευτικές πληροφορίες» από σπασμένα τηλεφωνήματα, οπότε απλώς σκανδαλολογούν. Δημοκοπικά. Τα ακούμε όταν οι ρητορεύοντες δεν θέλουν να κατονομάσουν τον «στόχο» τους, για να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους μαζί του, ταυτόχρονα όμως θέλουν να ρίξουν και την μπηχτή τους. Για παράδειγμα, και όσον αφορά τις κεντροαριστερές ζυμώσεις: «Κάποιοι δεν θέλουν την ηλεκτρονική ψήφο επειδή φοβούνται». ΄Η το... ομοιοκατάληκτο: «Κάποιοι μετατρέπουν τη διαδικασία της ψήφου σε ουσία, επειδή φοβούνται».

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Ο αγαπώς και η αγαπώ

Περικλής Κοροβέσης



Παλιός μου καλός φίλος, από αυτούς που στα λένε κατάμουτρα και πίσω σου σε παινεύουν, στο επάγγελμα δημοσιογράφος, από τους πιο έγκριτους, θεωρεί τον Παντελή Μπουκάλα τον μεγαλύτερο Ελληνα διανοητή. Εγώ που πάντοτε είχα πρόβλημα με τον κάθε είδους πρωταθλητισμό, αρκούμαι να ευχηθώ πως μακάρι να είναι έτσι.

Αυτό όμως που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι πως ο Μπουκάλας μάς έδωσε ένα κλασικό βιβλίο για το δημοτικό τραγούδι, ο πρώτος τόμος μιας δεκάτομης σειράς (ο δεύτερος τόμος είναι υπό έκδοση).

Πρόκειται για το βιβλίο «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα» (εκδόσεις «Αγρα»). Τι είναι αυτό που με κάνει να θεωρώ αυτό το βιβλίο τόσο σημαντικό, ενώ έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία, αν όχι χιλιάδες για αυτό το θέμα; (Βάζω μέσα ανακοινώσεις σε συνέδρια, μεμονωμένες μελέτες και άρθρα.) Μόνο στο εν λόγω βιβλίο υπάρχουν 589 αναφορές.

Πέρα από την ανυπέρβλητη ποίηση των δημοτικών τραγουδιών, ο συγγραφέας μπαίνει και εξερευνά στο κοινοτικό γλωσσικό εργαστήριο που το προϊόν το οποίο παράγει είναι η γλώσσα.

Η γλώσσα, ως ζωντανός οργανισμός που είναι, αναπτύσσεται και αλλάζει. Η ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο μέχρι τον Βαμβακάρη είναι ενιαία, αλλά δεν είναι η ίδια.

Ούτε ο Βαμβακάρης θα καταλάβαινε τον Ομηρο, αλλά ούτε και ο Ομηρος τον Βαμβακάρη. Θα τα βρίσκανε όμως στις μουσικές τους. Αλλά η μουσική δεν εντάσσεται στη γλωσσολογία.

Σε αντίθεση με τον άνθρωπο που με τα χρόνια γερνάει, η γλώσσα με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και πιο νέα. Για αυτό και λέμε «νέα ελληνικά» και όχι «γεροντικά ελληνικά», αν σκεφτούμε πως τα παιδικά της χρόνια χάνονται στο βάθος των αιώνων.

Η γλώσσα είναι πάντοτε η προφορική μορφή της και δεν γνωρίζει συντακτικό ή γραμματική. Αντίθετα, με την παραβίαση αυτών των κανόνων αναπτύσσεται. Εδώ νικάει πάντα η αναρχία.

Ο γραπτός λόγος και οι γραμματικοί κανόνες είναι για τη γλώσσα που έχει περάσει και έχει μελετηθεί. Οχι για αυτήν που θα προκύψει.

Και εδώ τα παραδείγματα του Μπουκάλα είναι εξαντλητικά. Το πιο διάσημο, το ρήμα που έγινε όνομα, είναι ο αγαπώς και η αγαπώ που έχουν ζωή 500 ετών.

Ο συγγραφέας, βαθύς γνώστης της ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Ομηρο μέχρι τον Γενίτσαρη, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, επιμελητής βιβλίων, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής ο ίδιος και πολλά άλλα, είναι απολύτως αρμόδιος για την ξενάγηση που μας κάνει με μεγάλη άνεση στο απέραντο πέλαγος της ελληνικής γλώσσας, που στίχοι-τρεχαντήρια έχουν αρμενίσει από τα προ-ομηρικά έπη για να συνεχίσουν τα ταξίδια τους με τα δημοτικά τραγούδια.

Η προφορική παράδοση είναι η αόρατη βιβλιοθήκη των φτωχών και κατά κανόνα αγράμματων, που εντούτοις γίνονται κληρονόμοι, διαχειριστές και συνεχιστές ενός μοναδικού πολιτισμού της αρχαιότητας. Χωρίς να έχουν συνείδηση της καταγωγής αυτού του πλούτου, τον ενσωματώνουν και ζουν και διαμορφώνονται μέσα από αυτόν. (Η λέξη Ελληνας είχε εξαφανιστεί στο Βυζάντιο ως συνώνυμο του ειδωλολάτρη, του μη χριστιανού.)

Ο Κ. Θ. Δημαράς είχε γράψει ήδη από το 1947: «Πραγματικά πουθενά αλλού δεν θα βρούμε ένα πιο καθαρό και ανεπηρέαστο αντιφέγγισμα της ελληνικής ψυχής όσο μέσα στα τραγούδια του ελληνικού λαού [...] εκφράζει την ψυχή του Εθνους». 

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Αποκεφαλισμένη μνήμη

του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Παντελής Μπουκάλας
Και να το διάβασαν το όνομά της στη βάση της προτομής της, Λέλα Καραγιάννη, μάλλον δεν θα τους θύμισε τίποτε. Λέλα Καραγιάννη; Και ποια είν’ αυτή; Ηθοποιός; Πολιτικός; Αθλήτρια; Στο σχολείο, όσο κι αν το προχώρησαν, και επιμελείς αν ήταν, δεν θ’ άκουσαν τίποτε σχετικό. Οπότε; Γιατί να διστάσουν; Γιατί να ξανασκεφτούν αν έχει «επαναστατικό» νόημα ο άθλος που ετοιμάζονταν να διαπράξουν; Βαριοπούλα λοιπόν, σκοινί, σπάσιμο, τράβηγμα: αποκεφαλισμός. Στα μπάζα – δεν ήταν άλλωστε χαλκός για να εκποιηθεί. Λες κι ήξεραν πως ο αποκεφαλισμός ήταν ό,τι ατιμωτικότερο φοβούνταν όσοι πολεμούσαν. Και σπασμένο πάντως το κεφάλι, συνέχισε να ’χει περισσότερο μυαλό μέσα του απ’ ό,τι το δικό τους το σάρκινο και κοκάλινο. Κι ίσως, έτσι ριγμένο χάμω, στην Τοσίτσα, να συνέχισε να τους κοιτάζει μ’ ένα παράπονο σχεδόν μητρικό. Γι’ αυτό και συμπλήρωσαν το ανδραγάθημά τους τσακίζοντας τα γνωρίσματα του προσώπου. Οχι για να μην το βλέπουν αλλά για να μην τους βλέπει. Αν πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο, αν όντως υπήρξε ένα στιγμιαίο έστω αίσθημα ενοχής, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι κεφαλοκόπτες βρίσκονται ακόμα ελαφρώς λίγο πριν από το στάδιο των τυπικών Βανδάλων. Εκείνοι, όπως τους παρέδωσε η Ιστορία, δεν είχαν κανένα πρόβλημα όσο κατέστρεφαν και δήωναν τη Ρώμη. Οπως δεν είχε δα ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, πεπολιτισμένος Ρωμαίος αυτός, όταν κατέστρεφε Αθήνα και Πειραιά.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το καράβι που το λένε «ΑΓΩΝΙΑ 013» - Του Παντελή Μπουκάλα



Για τον κριτικό διάλογο που αναπτύσσεται κάποιες στιγμές ανάμεσα σε ποιητές έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή. Με αφορμή και την αντίδραση του Μανόλη Αναγνωστάκη στον πασίγνωστο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· με αυτόν αρχίζει το ποίημά του «Με τον τρόπο τού Γ.Σ.» (1936), καθώς και η τελευταία παράγραφός του, που απολήγει στο επίσης γνωστό: «Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937». Μάλλον λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης το 1969 απέδωσε από τα αμερικανικά, «ελλείψει άλλης χειρός» όπως σημειώνει, το ποίημα «Θα φύγω απ’ το καράβι μου» του Αμερικανού γερουσιαστή Ευγένιου ΜακΚάρθυ, που απευθύνεται στον Ελληνα ποιητή και όπου ως μότο χρησιμοποιούνται οι στίχοι «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 1937». Ενα απόσπασμα: «Ξενιτεμένος / έξω από τη γλώσσα σου, μεταφρασμένος / απ’ το καράβι “Αγωνία 1937” / ανέβηκες βίαια στο καράβι μας, / με μια κραυγή για την Ελλάδα, Γιώργο Σεφέρη. // Με της Ελλάδας τις πληγές /μάς πλήγωσες. / Μας πλήγωσες· με το βαθύ βογκητό / γυναικών που ολόλυζαν μέσα στους αιώνες» (βλ. το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄» του Σεφέρη, «Ικαρος»).

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Τα μυστήρια των Αθηνών


Αρθρογράφος: 
Παντελής Μπουκάλας


Τα μυστήρια των Αθηνών
 
Του Παντελή Μπουκάλα
 
Δάσκαλοι και καθηγητές δεν ήταν ποτέ δύσκολος στόχος. Ξύνοντας τις λέξεις σου με την ξύστρα του λαϊκισμού, αφού πρώτα δηλώσεις αντιλαϊκιστής, και αθροίζοντας αλήθειες, μισές αλήθειες, ψέματα και μυθεύματα, άνετα τους αδειάζεις. Αν μάλιστα δεν έχεις κουβεντιάσει μια, δυο, πέντε φορές με όσους δουλεύουν στο κατώι της εκπαίδευσης, τότε μόνο ακουστά έχεις για τις συνθήκες της δουλειάς και του βίου τους, o οποίος καθορίζεται απολύτως από τη δουλειά τους, χρονικά και ψυχικά· κι αυτό δεν συμβαίνει ούτε καν με όλους τους κληρικούς.
 
Εύκολα λοιπόν υιοθετείς τις κοινοτοπίες πως αμέτρητοι εκπαιδευτικοί δεν νοιάζονται για τα παιδιά, είναι ημιμορφωμένοι, τη βολεύουν με ιδιαίτερα, λουφάρουν αποσπασμένοι (από τα κόμματα-αφέντες, ποιον άλλον), έχουν τετράμηνες διακοπές κ.τ.λ. Αυτά δεν τα λέμε μόνο αν υπάρξει απειλή απεργίας στις εξετάσεις. Τα πιστεύουμε χειμώνα καλοκαίρι. Απλώς η εξεταστική συγκυρία επιτρέπει να εξαντλήσουμε πάνω τους τα αποθέματά μας σε ειρωνεία. Σαν να μη χρωστάμε πολλοί στην υπομονή κάποιου «λουφαδόρου» δάσκαλου, στην ευαισθησία κάποιου «αγράμματου» καθηγητή ένα παραθυράκι προς τη ζωή. Μυστήρια πράγματα.
 
Ενα επιπλέον μυστήριο. Τούτες τις μέρες, διαβάζω, απεργούν οι εκπαιδευτικοί της Γερμανίας, που δεν είναι βέβαια η κοιτίδα της δημοκρατίας ούτε ο τόπος όπου βλάστησε το πρώτον η παιδεία. Και είναι κι εκεί περίοδος εξετάσεων. Πλην ουδεμία επιστράτευση αποφασίστηκε. Εδώ, όπου ομνύουμε στο όνομα του Κλεισθένη και του Αριστοτέλη, κρίναμε ότι ο λυσιτελέστερος τρόπος για να τιμηθούν συγχρόνως δημοκρατία και παιδεία είναι η επιστράτευση. Η τέταρτη σε λίγους μήνες, μετά τους ναυτεργάτες και τους εργαζόμενους σε μετρό και ΟΤΑ.