Του Βασίλη Λαμπόγλου
Σε ένα γηροκομείο, η νοσοκόμα συνόδεψε έναν φαντάρο στο κρεβάτι ενός .
Ο γιος σας είναι εδώ,” είπε στον ηλικιωμένο.
Έπρεπε να επαναλάβει αρκετές φορές πριν ο ασθενής ανοίξει τα μάτια του…
Βαριά ναρκωμένος λόγω του πόνου στο στήθος από το έμφραγμα, μόλις που μπορούσε να δει αχνά τον άνδρα που στεκόταν πίσω από την συσκευή οξυγόνου. Άπλωσε το χέρι του.
Ο άνδρας έσφιξε τα σκελετωμένα δάχτυλα με τα δυνατά του χέρια χαϊδεύοντας τα απαλά προσπαθώντας να του δώσει μια αίσθηση κουράγιου.
Η νοσοκόμα έφερε ένα κάθισμα για να καθίσει ο στρατιώτης.
Ο στρατιώτης ήταν εκεί και στεκόταν δίπλα του όλη νύχτα, κρατώντας το χέρι του ασθενή και δίνοντάς του κουράγιο.
Η νοσοκόμα, κάθε φορά που πέρναγε από το δωμάτιο, τον καλούσε να καθίσει για να ξεκουράζεται αλλά και να κάνει καμιά βόλτα για να ξεπιαστεί.
Όμως ο στρατιώτης δεν ήθελε να καθίσει. Όποτε έμπαινε στη μονάδα η νοσοκόμα, ο στρατιώτης αδιαφορούσε για τους νυχτερινούς θορύβους του νοσοκομείου, τα γέλια και πειράγματα του νοσηλευτικού προσωπικού, το κλάμα και τα βογγητά των άλλων ασθενών.
Συχνά τον άκουγε να λέει μερικά ενθαρρυντικά λόγια.




