Οι άνθρωποι, που έχουν μάθει να μιλούν με τη σιωπή, ονειρεύονται. Τα όνειρά τους, όμως, δεν τους οδηγούν πάντα κάπου με έναν τρόπο προαναγγελίας, όπως είθισται να απαιτείται στις μέρες μας. Τα όνειρα μεταφράζουν όσα ζήσαμε. Τα μεταφράζουν με έναν αξιακό τρόπο ιδιόμορφο, όχι ασπρόμαυρο, όπως επίσης στις μέρες μας διατυμπανίζεται. Τα όνειρα δι-ερμηνεύουν όσα ζήσαμε, αποκαλύπτοντας κάτω από τη λεπτή επικάλυψη του ασπρόμαυρου μία τέλεια συν-ύπαρξη: μια συν-κίνηση των αποχρώσεων του φωτός. Η σκιά και το φως. Από την πρώτη στιγμή οι λέξεις αυτές διατρέχουν την ταινία που θα ήθελα να σας περιγράψω.
Λυπάμαι τόσο που δεν έχω γνώσεις κινηματογράφου. Γνώσεις που θα με βοηθούσαν να καταλάβω λίγο παραπάνω την τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς με τίτλο «Υπέροχες Μέρες». Για αυτήν την ταινία θα σας πω, φορώντας τα δικά μου ματογυάλια και, παρακαλώ, μη διαβάσετε το κείμενό μου ως μία ανάλυση –δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω κάτι τέτοιο–, διαβάστε το ως πρόταση ανάγνωσης και κυρίως ως εγκάρδια πρόσκληση για άλλες αναγνώσεις, με άλλα γυαλιά, με έμφαση σε άλλα σημεία, σίγουρα με πληρέστερες γνώσεις.
Ο Χιραγιάμα, ένας μεσήλικας Ιάπωνας, εν τη ακτημοσύνη του βιοπορίζεται ως καθαριστής δημοσίων αποχωρητηρίων στο Τόκυο. Παρατηρούμε την καθημερινότητά του κοντά σε ανθρώπους παρομοίως ταπεινούς. Ξυπνά ξημερώματα, μαζεύει το φούτον, το στρώμα του, από το πάτωμα του μικροσκοπικού του σπιτιού, ποτίζει στοργικά (χαϊδεύοντας σχεδόν) τα μπονζάι-φυτά του, νίβεται και ξυρίζεται και ξεκινά για τη δουλειά. Λεπτομέρειες πολύτιμες, αν και εξίσου ταπεινές, συντροφεύουν την αρχή της μέρας του: για παράδειγμα, η γυναίκα που καθημερινά μαζεύει τα ξερά φύλλα του σοκακιού · το ρολόι χειρός που ο Χιραγιάμα αφήνει σπίτι φεύγοντας για τη δουλειά και περιμένει να το φορέσει μία φορά την εβδομάδα, στο ρεπό του· το καθημερινό του κοίταγμα ψηλά στον ουρανό, βγαίνοντας από την πόρτα· η εργατική γειτονιά του, παλαιάς εποχής, «ταπεινή και καταφρονεμένη». Οι επαναλήψεις δεν μας οδηγούν σε μονοτονία, αλλά σε λεπτομερέστερη παρατήρηση, σε ενεργοποίηση των αισθήσεών μας.
Με αφορμή την απονομή των Όσκαρ, μία παράθεση των 100 ταινιών, οσκαρικών και μη, που πρέπει να δει κάθε φίλος του κινηματογράφου, οι οποίες απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Πέφτω συνέχεια πάνω σε λίστες ταινιών με ευφάνταστους τίτλους, όπως “οι καλύτερες όλων των εποχών” ή “οι αγαπημένες μου ταινίες”. Ακόμα κι αν αυτές προέρχονται από δυνατά ονόματα του χώρου, φοβάμαι πως δεν έχουν απόλυτη αξία, γιατί συνήθως δεν αφορούν άμεσα το ευρύ κοινό, αλλά μια ελίτ σινεφίλ.
Ως επαγγελματίας κριτικός, δεν είναι μεν σκοπός μου να αποστερήσω τον εαυτό μου από αυτή την “ελίτ”, αλλά δεν θα επιβαρύνω το κοινό με ακόμα μία λίστα γεμάτη ταινίες που δεν θα κάτσει να δει ποτέ του, ή ταινίες που άρεσαν σε εμένα ειδικά. Έτσι, κατέληξα, αφού δεν ήθελα να αντισταθώ στον πειρασμό να παρουσιάσω κι εγώ μια ευφάνταστη λίστα ταινιών, να κάνω ένα κοσκίνισμα στην ιστορία του σινεμά, και να καταλήξω σε εκατό επιλογές που ένας απλός, οποιασδήποτε σινεφίλ, δεν πρέπει να χάσει ποτέ και για τίποτα.
Η λίστα γίνεται με κριτήρια απλά: το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει μια ταινία για ένα μαζικό κοινό, και τη σημαντικότητα ενός έργου που άντεξε ή φαίνεται ότι θα αντέξει στον χρόνο (για αυτό και είναι δύσκολο να συναντήσετε πολύ πρόσφατες παραγωγές). Έχετε υπόψιν ότι μέσα σε μια αφαιρετική λογική δεν υπάρχουν σίκουελ (οι σειρές εκφράζονται από το πρώτο τους μέρος), δύσκολα – αλλά όχι απαγορευτικά – μπαίνει ένας σκηνοθέτης δεύτερη φορά (ειδικά αν το σύνολο της δουλειάς του εκφράζεται μέσα από μία χαρακτηριστική ταινία), και να επιμείνω ότι δεν είναι η λίστα των προσωπικών μου αγαπημένων (πού είναι, π.χ., ο Eisenstein;)
Ένα δεύτερο υπόψιν είναι ότι η λίστα αυτή έχει αναθεωρηθεί από την πρώτη φορά που τη δημοσιοποίησα το 2009 στην προηγούμενη μου δουλειά, και ότι τα μίνι κείμενα που συνόδευαν τότε τις ταινίες, μπορείτε να τα δείτε κι εδώ απλά τοποθετώντας τον κέρσορα σας πάνω από τους τίτλους.
Αν θεωρήσουμε ως “έξοδο από τον λαβύρινθο” την πιο σημαντική ταινία όλων των εποχών – δηλαδή το νούμερο ένα της λίστας μας που αν το δεν έχετε δει καθυστερήστε την ύστατη στιγμή σας (…) – ας τραβήξουμε μαζί τον μίτο της Αριάδνης αντίστροφα… ώσπου να δούμε φως!
Για τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα διαβάσετε στο τεύχος 128 του Άρδην αναλυτική κριτική του Κ. Μπλάθρα, δεν μπορούμε όμως να μην εστιάσουμε στους λόγους για τους οποίους η ταινία τυγχάνει, από ένα κομμάτι των κριτικών και του κοινού, αποθεωτικής αποδοχής και θεωρείται από τα φαβορί των Όσκαρ. Ο Λάνθιμος έφτιαξε μια εύπεπτη ταινία σε σχέση με τις βαριές, κλειστοφοβικές, προηγούμενες ταινίες του, που ήταν για περιορισμένο κοινό. Στη νέα του ταινία φτιάχνει ένα μαζικό μανιφέστο του woke κινήματος με όλα τα βασικά υλικά: οι λευκοί άνδρες είναι ηλίθιοι, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον «αφυπνιστικό» αγώνα της ηρωίδας που στο τέλος θριαμβεύει. Η ταινία, επειδή έχει και χάπι έντ, ενθουσιάζει ένα συγκεκριμένο κοινό, καθώς, και ως προς τα τεχνικά της χαρακτηριστικά (π.χ. φωτογραφία), είναι καλή, ενώ οι «κριτικοί» μπορούν να προσθέσουν όση σάλτσα θέλουν για να πείσουν για τον χειραφετιτικό αγώνα της Μπέλας.
Παρόλα αυτά, όσο ντόρο και να κάνουν, δεν ξεφεύγει ότι η ταινία είναι επιφανειακή. Υποτίθεται ότι η συνείδηση της ηρωίδας περνά σε άλλο επίπεδο όταν, στο ταξίδι ενηλικίωσης στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, βλέπει για πρώτη φορά λιμοκτονούντες πρόσφυγες.
Τι κάνει; Υπεξαιρεί ένα σημαντικό ποσό από τον φίλο της και το δίνει σε κάτι μούτρα ναύτες που την πείθουν (δεν είναι και δύσκολο) ότι θα τα διαθέσουν στους πρόσφυγες και φυσικά τα κρατούν για τον εαυτό τους.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να παίρνουν κλασικά βιβλία και να τα μεταφέρουν στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο, αλλάζοντάς τους κυριολεκτικά τα φώτα για να ταιριάζουν στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και της woke παράνοιας. Αυτή η μόδα φαίνεται πως ήρθε και στην Ελλάδα και πρώτο θύμα της είναι ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς που έβγαλε η χώρα μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Στην ταινία "Φόνισσα" σε σκηνοθεσία Ευας Νάθενα και σενάριο Κατερίνας Μπέη, η σύνθετη χριστιανική προβληματική του Παπαδιαμάντη πάνω στην φύση του Κακού καταντάει ένα απλοϊκό, μίσανδρο, καταγγελτικό παραμυθάκι, ένα woke σπλάτερ ιδανικό για να ενθουσιάσει τις υστερικές φεμινίστριες του twitter. Οι δημιουργοί της ταινίας έχουν κάνει κοπτοραπτική στο βιβλίο, προσθέτοντας και αφαιρώντας στοιχεία κατά το δοκούν, ώστε να εξυπηρετήσει το ορθοπολιτικό ιδεολογικό μήνυμα που θέλουν να περάσουν. Έτσι, το χωριό όπου ζει η Φόνισσα είναι μια... Ντίσνεϋλαντ γυναικείας καταπίεσης και κακοποίησης!
Όλοι οι άνδρες είναι βίαιοι σατράπηδες που βασανίζουν, χτυπούν και δολοφονούν τις γυναίκες τους, οι γυναίκες κυκλοφορούν στο δρόμο μελανιασμένες από το ξύλο, οι νύφες πηγαίνουν στο γάμο τους σαν να πηγαίνουν σε κηδεία, ακόμη και τα παιδιά τραγουδούν μισογυνικά τραγουδάκια με στίχους για τις ..."κακές τσούπρες".
Φυσικά όλα αυτά δεν υπάρχουν πουθενά στο βιβλίο του Παπαδιαμάντη, όπου επικρατεί μια ιδιότυπη μητριαρχία. Οι άντρες είναι άβουλοι και παθητικοί, σχεδόν αόρατοι σε αντίθεση με τις γυναίκες που είναι δυναμικές, αποφασιστικές και ξέρουν να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. (χαρακτηριστικά παραδείγματα η μάνα της Φραγκογιαννούς αλλά και η ίδια η Φραγκογιαννού που διαχειρίζεται τα οικονομικά του σπιτιού και δίνει στον άντρα της ...χαρτζιλίκι).
Ο μεγάλος κινηματογραφιστής ήρθε στην Αθήνα με αφορμή την ρετροσπεκτίβα στο έργο του που διοργανώνεται από τις 23 μέχρι και τις 29 Νοεμβρίου στο Studio New Star Art Cinema.
Επίσημος καλεσμένος του φετινού Ευρωπαϊκού Πανοράματος και του καλλιτεχνικού του διευθυντή Νίνου Φένεκ Μικελίδη είναι ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα. Ο Σερβοβόσνιος δημιουργός είναι βραβευμένος δύο φορές με τον «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάννες (για τις ταινίες του «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» και «Underground») καθώς και με μεγάλα βραβεία στην Μπερλινάλε, στo Φεστιβάλ Βενετίας και αλλού.
Ο πολιτικοποιημένος σκηνοθέτης στάθηκε στο γεγονός πως ζούμε ένα νέο είδος σκλαβιάς σήμερα, με την εξουσία των ολίγων να «μας μετατρέπουν σε άβουλα άτομα που χαιρόμαστε επειδή δεν έχουμε τίποτα». Στη συζήτηση που πηγαινοερχόταν διαρκώς μεταξύ πολιτικής και σινεμά, κάποια στιγμή αναφέρθηκε στο φιλμ «Underground» που θα προβληθεί στο πλαίσιο του αφιερώματος σε όλα τα έργα του.
Η ιστορία του φιλμ είναι η ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ο Κουστουρίτσα στάθηκε στο κομμουνιστικό παρελθόν της βαλκανικής χώρας αλλά και τον ιστορικό ρόλο της Σερβίας στη διεθνή πολιτική σκηνή καθώς όπως είπε «είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης που τόλμησε να πει όχι στους αμερικανούς και όλοι είδαμε πως το πλήρωσε: την ισοπέδωσαν τα αμερικανικά βομβαρδιστικά σε συνεργασία με εκείνα των χωρών του ΝΑΤΟ».
Δραματική οικογενειακή σειρά σε 12 επεισόδια. Βασισμένη στην κλασσική ρωσική νουβέλα του Ντοστογιέφσκι.
Τέσσερις αδελφοί Καραμαζόφ. Ο κάθε ένας με τη μοναδική του προσωπικότητα και τις διαφορετικές του επιθυμίες. Καθοδηγούμενοι από έντονα, ανεξέλεγκτα συναισθήματα οργής και εκδίκησης, θα εμπλακούν όλοι στη βάναυση δολοφονία του απεχθούς πατέρα τους. Η σειρά ξεδιπλώνει ένα μεγάλο έπος που επιχειρεί να εμπλακεί στην πιο σκοτεινή καρδιά του ανθρώπινου είδους, και να κατανοήσει το αληθινό νόημα της ύπαρξής τους.
Σήμερα 9 Αυγούστου, κλείνουν τα 80 χρόνια από τον αποκεφαλισμό του Φραντς Γέγκερστέτερ, του Αυστριακού αντιναζιστή που αρνήθηκε να υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό όταν κλήθηκε να στρατευθεί, επειδή πίστευε ότι να υπηρετήσει το ναζιστικό κράτος ήταν ασυμβίβαστο με τη χριστιανική πίστη. Η πατρίδα του είχε προσαρτηθεί στη ναζιστική Γερμανία με το “Ἀνσλους” από το 1938. Απλός αγρότης, φιλομαθής με στοιχειώδη μόρφωση, αντιστάθηκε μέχρι το τέλος, εκεί που υπέκυψαν άνθρωποι του πνεύματος.
Γεννήθηκε το 1907 και έζησε στο μικρό χωριό Σακτ Ράντεγκουντ κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Άνω Αυστρίας. Χαρακτήρας ατίθασος και δυναμικός στα νιάτα του, ήταν πάντοτε πιστός αλλά τίποτα δεν έδειχνε ότι θα αφοσιωνόταν τόσο πολύ στη χριστιανική πίστη. Πράγμα που αποδόθηκε στην επιρροή της βαθιά πιστής συζύγου του Φραντσέσκα Σβάνινγκερ, με την οποία παντρεύτηκαν στις 9 Απριλίου 1936 (ΦΩΤΟ).
Όμως, πιο αξιόπιστες είναι μαρτυρίες που αποδέχεται ο βιογράφος του Γκόρντον Τσαν, ότι η μεταστροφή του ανάγεται σε προγενέστερο διάστημα, όταν είχε φύγει κάποια χρόνια από το χωριό του για να εργαστεί σε μεταλλεία σιδήρου στο Άιζενερτζ. Η μεταστροφή αυτή οδήγησε και στο γάμο του, από τον οποίο απέκτησε τρεις κόρες: Τη Ροζαλία (1937), τη Μαρία (1938) και την Αλοϊσία (1940).
O Kώστας Καμαριάρης μας μυεί στην φιλμογραφία του Ρώσσου δημιουργού μέσα από τις ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Εξετάζει το έργο του Ταρκόφσκυ με βάση την οπτική κουλτούρα που περιβάλλει τον ίδιο και τις ταινίες του. Αναλύει τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται στις σκηνές του σκηνοθέτη και εξηγεί για το πώς λειτουργούν ως κάτι περισσότερο από απλές εικόνες, αλλά μάλλον ως μεταφορές βαθύτερου νοήματος.
Το (άγνωστο ) ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης το 1821 στην κινηματογραφική οθόνη
Είναι γεγονός ότι η συμβολή της Θράκης στην Εθνική Παλιγγενεσία αποτελεί ένα ακόμη μέρος της αποσιωπημένης ελληνικής ιστορίας. Μάλιστα η Θράκη έχει και αυτή ολοκαυτώματα και εξόδους ανάλογα της Χίου, των Ψαρών και του Μεσολογγίου. Ειδικότερα, στο νησί της Σαμοθράκης, η κήρυξη της Επανάστασης από τα τοπικά μυημένα μέλη στη Φιλική Εταιρεία, ακολούθησε ο γενικός ξεσηκωμός των Ελλήνων, παρά το γεγονός της εγγύτητας προς την πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους.
Σύμφωνα με αναφορά του 1809 των δημογερόντων της Σαμοθράκης, η πρωτεύουσα Χώρα είχε 350 οικογένειες και άλλες 400-450 οικογένειες κατοικούσαν στο υπόλοιπο νησί. Ο Άγγλος αξιωματικός Grenville Temple, αναφέρει ότι κατοικούσαν 3.200 άνθρωποι και ο Παπαθανασίου, εκτιμά τον προεπαναστατικό πληθυσμό του νησιού στις 4.000-4.500.
Η Σαμοθράκη βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών από το 1479 και παραμονές της Επανάστασης οι προεστοί μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία.
Στις 19 Απριλίου 1821, οι κάτοικοι της Σαμοθράκης δήλωσαν στον διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον». Παράλληλα, οι δημογέροντες Αλέξιος Αινείτης, Γεωργούδης Πεζούλας, Γεώργιος και Σάββας Χατζηγιαννάκης και Χατζηγιώργης, υποσχέθηκαν στους συντοπίτες τους ότι σύντομα θα έρθει ο ελληνικός στόλος. Αντ΄ αυτού όμως την 1η Σεπτεμβρίου 1821, έφτασαν στη Σαμοθράκη 1.000-2000 Οθωμανοί με το στόλο του σφαγέα της Χίου Καρ Αλή. Για να πεισθούν οι Σαμοθρακίτες να παραδοθούν, στάλθηκε ως μεσολαβητής στον οποίον ο Χατζηγιώργης είπε τα εξής: «Δοσίματα δεν έχουμε παρά μονάχα μολύβι και μπαρούτι. Είμαστε Έλληνες και προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να είμαστε σκλάβοι».
Ο οθωμανικός στρατός συγκρούστηκε με τους εξεγερμένους στη Χώρα, στις θέσεις Μύλοι και Σταυρί και στα υψώματα «Κούκου» και «Βριχού». Σύντομα, όμως, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι οποιαδήποτε αντίδραση ήταν μάταιη και κρύφτηκαν σε δύσβατες τοποθεσίες του νησιού, ενώ περίπου πεντακόσιοι κατάφεραν να διαφύγουν. Οι Οθωμανοί, διαδίδοντας ότι θα παραχωρούσαν αμνηστία, απέκλεισαν στη Χώρα τους Έλληνες και αφού επέλεξαν 700 εξ αυτών, τους δολοφόνησαν. Τη σφαγή ακολούθησαν και άλλες, ενώ αναφέρονται συγκλονιστικές ιστορίες γυναικών που για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων ρίχνονταν με τα παιδιά τους σε γκρεμούς.
Δημιούργησε ταινίες, ντοκιμαντέρ που απέδειξαν ότι μπορεί η τηλεόραση να έχει ποιότητα, λογοτεχνία!
Η σειρά ντοκιμαντέρ "Παρασκήνιο", στη δημόσια τηλεόραση, αναμφίβολα αποτελεί τη κιβωτό του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Ήταν ο σκηνοθέτης των ταινιών "Καιρός των Ελλήνων" και "Θεόφιλος" , ο σκαπανέας του ελληνικού παρελθόντος.
Ο ίδιος δεν τις θεωρούσε ιστορικές ταινίες αλλά για τα φαντάσματα του παρελθόντος που συναντούνται με τη σύγχρονη εμπειρία.
Έλεγε για τον εαυτό του:
"...Νομίζω ότι ανήκω περισσότερο Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κινηματογραφιστή. Δεν έχω “πατέρες” κινηματογραφιστές και μπορώ να πώ ότι, παρά το έντονο βίωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, δεν έχω σχέση με τους δημιουργούς του.
Νιώθω πιο κοντά στον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Μητσάκη και τους 'Έλληνες ποιητές. 'Ίσως έγινα κινηματογραφιστής επειδή δεν μπόρεσα να γίνω ποιητής η πεζογράφος.
'Άλλωστε δεν μου αρέσουν καθόλου οι κινηματογραφικές τέχνες. Μ’ ενδιαφέρει το σινεμά που επηρεάζεται από άλλες τέχνες. Νομίζω πώς οι ταινίες μου έχουν μνήμες από τη ζωγραφική, το θέατρο, τη λογοτεχνία που αγάπησα".
Η προσωπική του ηλεκτρονική σελίδα με το έργο του:
Έντονες αντιδράσεις προκάλεσε στους απογόνους των θυμάτων της σφαγής των Καλαβρύτων και σε τοπικούς φορείς, η επικείμενη κυκλοφορία της ταινίας “Καλάβρυτα 1943”, η οποία «είναι ένα μυθιστορηματικό δράμα, εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα», όπως τουλάχιστον η ίδια θέλει να δηλώνει. Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος Σουηδός ηθοποιός Μαξ Φον Σίντοφ.
Όπως δημοσίευσε αρχικά η εφημερίδα “Πελοπόννησος”, οι συγγενείς των θυμάτων (και δικαίως) αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από μία σκηνή της ταινίας, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο τρέιλερ που κυκλοφορεί: Σε αυτήν ένας “καλός Αυστριακός στρατιώτης” της Βέρμαχτ, σπάει με το κοντάκι του όπλου του την πόρτα του φλεγόμενου σχολείου (το οποίο προηγουμένως είχαν κάψει οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής) για να σώσει τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει σε αυτό.
Μόνο που αυτό το περιστατικό συνέβη στην φαντασία των σεναριογράφων! Μία σκηνή, που περισσότερο αρμόζει σε χολιγουντιανή ταινία προπαγάνδας (τις γνωστές μας “αμερικανιές” που εσχάτως αντιγράφουν τώρα και οι Τούρκοι) δεν αρμόζει σε μία παραγωγή που δηλώνει πως “εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα” και στην οποία μάλιστα είναι συμπαραγωγός η ΕΡΤ!
Να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου; Να τον κάνω! Λοιπόν, η ιστορία του “καλού Αυστριακού στρατιώτη που έσωσε τα γυναικόπαιδα” είναι ένα παλιό ιστορικό μύθευμα, που συναντάται ακόμα και στον Τύπο της εποχής. Ένα ιστορικό μύθευμα που έχει βέβαια διαψευστεί από τους αυτόπτες μάρτυρες, τους επιζώντες της σφαγής και την ίδια την ιστορία. Ας πούμε, όμως, ότι οι συντελεστές της ταινίας “Καλάβρυτα 1943” δεν το γνώριζαν.
Ποια νομίζετε ότι είναι η θέση του Ταρκόφσκυ στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου;
Αν και δεν είμαι ειδικός, νομίζω ότι ο Ταρκόφσκυ κατέχει μια ιδιάζουσα θέση. Μέσα στο σύγχρονο κινηματογράφο, όπου το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου και τα ψυχολογικά προβλήματα και όλη η ψυχολογία του βάθους τίθενται με οξύτητα, ο Ταρκόφσκυ, ο οποίος έχει και τα δύο αυτά στοιχεία (και την ψυχολογία του βάθους και τον υπαρξισμό), προσφέρει ένα ιδιαίτερο στοιχείο. Το ότι δεν τα αφήνει όλα αυτά αυτόνομα αλλά, μέσα από μια σουρρεαλιστική, υπερπραγματική διάσταση που διαπνέει το έργο του, τα χρησιμοποιεί σαν μέσα για να μεταφερθούμε σε μιαν άλλη αντίληψη των πραγμάτων, σε έναν άλλο τρόπο να καταλάβουμε τα πράγματα, σε μιαν άλλη θεώρηση.
Άπ’ αυτή την άποψη νομίζω ότι έχει κάτι πολύ σπουδαίο να πεί, και αυτό κάνει τη θέση του Ταρκόφσκυ στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου ιδιαίτερη και μοναδική. Το ότι δηλαδή μας κατευθύνει σε «υπερπραγματικές» σχέσεις αγάπης και τρόπους ζωής, παρ’ όλο που ξέρει καλά την ψυχολογία και είναι πολύ επηρεασμένος απ’ αυτή. Μάλιστα ξαναγυρνάει συνέχεια σ’ αυτή τη σχέση του ήρωά του με τη μητέρα του και τη γυναίκα του, τις οποίες, πολλές φορές, στον ψυχικό του κόσμο ο ήρωας τις ταυτίζει, ενώ άλλοτε πάλι ζεί συχνά το δράμα μιας λανθασμένης σχέσης προς τη μητέρα ή τη γυναίκα.
Μήπως είναι αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Υποθέτουμε ότι μπορεί να είναι και αυτοβιογραφικά, για να τον απασχολούν τόσο πολύ και σε τόσα πολλά έργα. Το βλέπουμε στο «Σολάρις», στον «Καθρέφτη», στο «Στάλκερ» κτλ. Έτσι ο Ταρκόφσκυ έχει πολλά ψυχολογικά στοιχεία, όπως επίσης έχει και τον υπαρξιακό προβληματισμό. Αυτά όλα έχει έναν τρόπο πάντα να τα αναφέρει σε ένα επίπεδο υπερπραγματικό. Δηλαδή έχει την πραγματικότητα με την ψυχολογία την κανονική, αλλά τη στιγμή που κάνει ψυχολογία και δείχνει εσωτερικά προβλήματα, αβύσσους και χάη του ανθρώπου, πετάει και κάποια συμβολικά στοιχεία. Π.χ. στο «Στάλκερ», το κοριτσάκι του «Στάλκερ» («Στάλκερ» σημαίνει ξεναγός, και είναι ο ξεναγος που θα τους οδηγήσει σε μια ζώνη απαγορευμένη, όπου κάτι παράξενο συμβαίνει), το κοριτσάκι αυτού του ανθρώπου είναι κι αυτό ένα σημαδιακό πρόσωπο, το οποίο εισάγει στο έργο ένα στοιχείο σουρρεαλιστικό, κοιτάζει στο τραπέζι ένα ποτήρι και το ποτήρι αρχίζει και κινείται μόνο του. Έτσι χρησιμοποιεί το ποτήρι σαν ένα σύμβολο, ότι υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, όπου συμβαίνουν πράγματα που δεν τα εξηγεί η λογική μας. Μέσω του συμβόλου αυτού μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα σουρρεαλιστική. Παρόμοια μέσα χρησιμοποιεί και στον «Ρουμπλιώφ», στο διάλογο του ήρωα με το νεκρό Θεοφάνη. Και στο «Σολάρις» με τις εμφανίσεις της νεκρής γυναίκας του ήρωα, και στον τρελό με το κερί στη «Νοσταλγία», και στη Μαρία της «Θυσίας». Αυτός είναι ένας δρόμος για ν’ ανεβάσει τα ψυχολογικά μας προβλήματα σε μια σφαίρα άλλη, ανώτερη, όπου οι προβληματικές σχέσεις μας με τους ανθρώπους τείνουν να γίνουν αιώνιες σχέσεις αγάπης. Έτσι εκφράζει με το βαθύτατο αυτό ανθρώπινο πόθο τη θέληση του ανθρώπου ν’ απελευθερωθεί από δεσμεύσεις που του επιβάλλει ο ντετερμινισμός των ψυχολογικών νόμων.
Ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, περιήγηση σε μουσεία, μουσική, τηλεοπτικές σειρές, βιβλία και άλλες προτάσεις για τις μέρες που πρέπει να μένουμε στο σπίτι.
Κινηματογράφος
Ταινίες που έχουμε προτείνει κατά καιρούς από τις σελίδες του περιοδικού, αλλά και νέες προτάσεις. Η… μεγάλη οθόνη της Κατιούσα “ανοίγει” με ένα “κλικ” στους παρακάτω συνδέσμους-εικόνες:
Αθάνατη κι αέναη η μνήμη της! Στις 5 Σεπτέμβρη 1944 εκτελείται στην Καισαριανή, από τους Γερμανούς καταχτητές, η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου, μαθήτρια του Γυμνασίου της Πλάκας, μαζί με άλλους 49 αγωνιστές. Διαβάστε το αφιέρωμα στην ηρωϊκή ζωή της.
Η αγωνιστική δράση της έγινε ταινία με τον τίτλο:
«17 σφαίρες για έναν άγγελο»: Η αληθινή ιστορία
της Ηρώς Κωνσταντοπούλου (βίντεο)
Πολεμική ταινία παραγωγής 1981 σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου με τη συνεργασία του Τάκη Βουγιουκλάκη.
Πρωταγωνιστούν η Μαίρη Βιδάλη, ο Γιώργος Φούντας, ο Νίκος Απέργης, η Έρρικα Μπρόγιερ, η Γκέλυ Μαυροπούλου, η Όλγα Πολίτου και πολλοί άλλοι. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της ηρωίδας της εθνικής αντίστασης Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Σύνοψη της υπόθεσης: H ταινία μάς μεταφέρει στην Κατεχόμενη από τους Ιταλούς και Γερμανούς Αθήνα 1941-1944. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου ήταν δεκατριών ετών όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, παρά την ηλικία της όμως αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δράση. Όταν συλλαμβάνεται για πρώτη φορά, ο εύπορος πατέρας της καταφέρνει να την ελευθερώσει, ενώ εκείνη ερωτεύεται τον νεαρό γιατρό που περιποιείται το κακοποιημένο από τα βασανιστήρια κορμί της. Λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών, συμμετέχει στην ανατίναξη ενός τρένου που μετέφερε πυρομαχικά και ξανασυλλαμβάνεται, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορεί κανείς να τη σώσει. Εκτελείται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, μαζί με άλλους 49 κρατούμενους.
Η ταινία προβλήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1981, έκοψε 135.336 εισιτήρια και ήρθε 9η στις 25 ταινίες της χρονιάς. Στην Πλοκή της ταινίας εμφανίζεται κι άλλη μια πραγματική Ηρωίδα της αντίστασης η Λέλα Καραγιάννη(Όλγα Πολίτου), η οποία είχε οργανώσει δίκτυο κατασκοπίας και έστελνε απόρρητες χρήσιμες πληροφορίες στο Στρατηγείο της μέσης Ανατολής. Από προδοσία συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς ένα μήνα περίπου πριν την απελευθέρωση. (Βλ. εδώ)
Πολύ καλή ταινία για την εποχή της. Κάθε φορά που ακούω το τραγούδι
με την Ελένη Βιτάλη τη στιγμή της εκτέλεσης της Ηρώς, με συγκλονίζει.
«Μάνα γλυκειά μην πικραθείς
αν μάθεις πως η μάνα η γης με πήρε μες στην αγκαλιά της…»
Η Μουσική: Εξ όσων γνωρίζω, ο σημαντικός συνθέτης και τραγουδοποιός Ηλίας Ανδριόπουλος έγραψε ένα και μοναδικό soundtrack για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το συγκεκριμένο soundtrack είναι ανέκδοτο και το άντλησα από ένα παλιό VHS μετά την ψηφιοποίηση της ταινίας. Έχω ξεχωρίσει εννέα θέματα κι ανάμεσά τους δύο λαϊκά τραγούδια ερμηνευμένα από τη σπουδαία Ελένη Βιτάλη. Οι τίτλοι των κομματιών είναι αυθαίρετοι, βασισμένοι στην πλοκή της ταινίας. Ανέκδοτο OST | 1981 | mp3 | Αυτοσχέδια εξώφυλλα και φώτο ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ.
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο βίντεο: Πριν την έναρξη της
ταινίας, μιλά η ίδια η μητέρα της Ηρώς Κωνσταντοπούλου.