Στην αρχή, ξαφνιάστηκε. Όσο τα δευτερόλεπτα όμως περνούσαν και το μεγάλο δάχτυλο άρχισε να μεγεθύνεται, ο πόνος γινόταν ολοένα και πιο οξύς. Έπρεπε να βγάλει το παπούτσι, όμως προτίμησε να πάει κουτσαίνοντας μέχρι τη γωνία να βρει ταξί.
Όπως έγειρε το κεφάλι, εντελώς σαστισμένος, για να κάτσει στη θέση του συνοδηγού, λίγο η άκρη της καράφλας βρήκε, εντελώς απροειδοποίητα, τη μεταλλική πόρτα, γαμώ την Πα…, δεν είχε βρίσει ποτέ του, δεν είχε σιχτιρήσει όλη μέρα, αλλά ο πόνος ερχόταν ανελέητος από όλες τις μεριές, σαν το υγρομάντηλο της Ελισάβετ που καθαρίζει κάθε απόγευμα τη γυάλινη επιφάνεια του γραφείου, κι όποιον πάρει ο Χάρος.
Τέσσερις ώρες αργότερα – αφού η αναμονή στα επείγοντα της πρωτεύουσας είναι κάτι που κρατάει πολύ. Κάταγμα του μεταταρσίου. Δύο ράμματα στο φρύδι. Καθαρισμός με betadine κι έπειτα αποστειρωμένη γάζα στα αριστερά του γυμνού κεφαλιού του. Κι αν ένιωθε κάποια ζαλάδα, οπωσδήποτε επίσκεψη στο πρώτο εφημερεύον. Ίσως πονούσε. Ίσως. Όταν τον ρώτησαν τι συνέβη, είπε τίποτα το ιδιαίτερο. Όμως οι γιατροί ήξεραν. Ήπιος ξυλοδαρμός. «Δεν είναι περιοχή να δουλεύει κανείς εκεί πέρα! Το υποβαθμίζουν το κέντρο για να τα ξεπουλήσουν όλα!», σχολίασε, δίχως ίχνος πρωτοτυπίας, ένας νεαρός επιμελητής.
Γύρισε σπίτι. Θεοσκότεινα. Ευτυχώς. Δεν άναψε το φως για να μην την ξυπνήσει.
Παραπάτησε στο σκαλί, στο σκαλί που ανεβοκατέβαινε τριάντα δύο χρόνια τώρα και χτύπησε με δύναμη το μικρό δάχτυλο του άλλου ποδιού στη μπρούντζινη οικογενειακή ομπρελοθήκη. Κοντοστάθηκε για λίγο για να μην ουρλιάξει. Δεν πόνεσε, αποκλείεται. Έπειτα ανέβηκε, στις μύτες των τραυματισμένων ποδιών, μέχρι το υπνοδωμάτιο. Ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και περίμενε να αποκοιμηθεί. Ήθελε να ησυχάσει, να σταθεί, έστω οριζοντίως, εν ειρήνη.