Η παραβολή του Ασώτου, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1982.
Ο Γέρων Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι πρώην ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Ιβήρων Αγίου Όρους.
Ποῦ βρίσκεται! Πῶς ζῆ! Πῶς γράφει! Τί ποίησι, τί φιλοσοφία, τί ψυχολογία κάνει! Πῶς δρᾶ, ἡσυχάζει, κινεῖται καὶ ἀκινητεῖ!
Μποροῦμε δι’ αὐτοῦ νὰ κρίνωμε τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι μεγάλος, μέγιστος, μοναδικός; Δὲν εἶναι ἀδικία ἢ αὐθάδεια νὰ συγκρίνωμε μὲ τέτοια μεγέθη ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐμᾶς, τοὺς κοινούς;
Θὰ ἀπαντοῦσα ἀδίσταχτα: Ὄχι. Ἂν ἦταν κάποιος ποὺ ἀνέπτυξε μία δρᾶσι ἢ κάποιος ποὺ εἶχε μερικὰ ὅλως ἐξαιρετικὰ φυσικὰ χαρίσματα καὶ δι’ αὐτῶν κατέπληξε τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸν πάρωμε σὰν μέτρο κρίσεως καὶ συγκρίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ ὅμως συμβαίνει κάτι ἄλλο: τοῦτος ὁ Ἀββᾶς εἶναι μέγιστος καὶ ἀνθρωπινότατος. Εἶναι μεγάλος καὶ προσηνής. Κοντά του οἱ μεγάλοι νοιώθουν ἐλάχιστοι καὶ οἱ μικροὶ παίρνουν θάρρος, μποροῦν νὰ κινηθοῦν.
Δὲν κολακεύει τὸν ἕνα, οὔτε περιφρονεῖ τὸν ἄλλο. Δὲν ἀγνοεῖ τοὺς πόνους, τὶς κλίσεις καὶ τοὺς καημοὺς κανενός. Αὐτὸς εἶναι ἕνα ἄρτιο σύνολο. Ἕνας ὥριμος καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὴν ὡριμότητά του φανερώνει μὲ τὸ χρῶμα, τὸ ἄρωμα, τὴν ἁπαλότητα, τὴ γεῦσι.
Εἶναι ἀνθρώπινος, ταπεινός· καταλαβαίνει, γνωρίζει βαθιὰ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ταλαίπωρου κόσμου. Δὲν εἶναι κανεὶς κριτὴς ἄτεγκτος ἢ ἱεροεξεταστὴς ἀνίλεως. Εἶναι γνώστης τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῆς πτωχείας μας, μέτοχος τῆς φύσεώς μας καὶ –ταυτόχρονα– κοινωνὸς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα. Δίδει ἀφορμὲς καὶ περιμένει. Λέει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀφήνει νὰ δράση μέσα μας.
Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ λογοτέχνης, ποὺ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ καημὸς τῆς λογοτεχνίας.