Κώστα Βάρναλη, «Οι μοιραίοι»
(Ανάλυση του ποιήματος από τις σημειώσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη).
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλοι η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!;
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!;
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!;
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!;
Ποιός φταίει; ποιός φταίει;
Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι, στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί
σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Επεξηγήσεις*:
*άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.
*κροκάτη γάζα: λεπτό διαφανές ύφασμα με τα χρώματα του λουλουδιού κρόκος. Της αυγής κροκάτη γάζα· η αυγή· η εικόνα υποδηλώνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας και τα χρώματα του πρωινού και είναι δανεισμένη από τον Όμηρο, που αποκαλούσε την αυγή «Κροκόπεπλο Ηώ».
*στοιχειό: φάντασμα.
*κοντοήμερη: που της απομένουν λίγες ακόμη μέρες ζωής.
*Παλαμήδι: το γνωστό κάστρο του Ναυπλίου, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι πιο άθλιες ελληνικές φυλακές για βαρυποινίτες.
*Γκάζι: κακόφημη αθηναϊκή συνοικία.
*ζαβό ριζικό: στραβή και ανάποδη τύχη.
Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού.
Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές∙
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.»