ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΤΕΡΜΑ
Εδώ, π’ ανταμωθήκαμε, αδερφοί,
δεν είναι πλατωσιά μηδέ κορφή,
μήδ’ άκρα του πελάου και τ’ ουρανού.
Το βάθος είναι τ’ άσωτου Κενού.
Δεν πέσαμε μονάχοι στ’ αναιώνια
σκοτάδια. Μας γκρεμίσαν τα τελώνια
της Ανομίας, οι «πρώτοι» του λαού,
κάθε λαού, καινούριου ή παλαιού.
Ήλιος εδώ να φτάσει, ανάσ’, αχός
δεν αφήνει των πλούσιων ο Θεός
και στον Απάνου Κόσμο από τον Κάτου
οι βόγκοι ν’ ανεβούνε του θανάτου.
Τη σάρκα μάς τη σάπισε η λασπιά τους,
μα την ψυχή μας πιότερο η ψευτιά τους.
Πουλημένα κοπάδια, νύχτα μέρα
για δικά τους πεθαίνουμε συφέρα.
Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί κάναν την οικουμένη φυλακή.
Πέτρα δεν είν’ απάνου να πατήσει
το θύμα, όσο ψηλότερα να φτύσει!
—Πώς εδώθε να βγούμε;
—Όχι ένας ένας!
Όλοι μαζί και μοναχός κανένας!
Σα φτάσ’ η εσχάτη ανάγκη να σωθείς,
ενωμένος Λαός θα σηκωθείς.
Κι όπως μας γράφει ο αδελφός μου ο Γιώργος Κυριακού (1ο σχόλιο)*
Ο +Αναστάσιος εκεί δίπλα γλυκά μας ευλογεί!
__________________
*Σχόλιο Γιώργου Κυριακού
Από τον Αναστάσιο στην Καρυστιάνου, μια ευλογία δρόμος
Στον Ναό της Μητρόπολης Αθηνών, το άγιο σκήνωμα του Αναστασίου, ήρθαν να προσκυνήσουν, να ασπαστούν το χέρι του, Βορειοηπειρώτες που σαν ήταν μικρά, ρακένδυτα και πεινασμένα παιδιά, περίμεναν το έλεος από τη μητέρα Πατρίδα. Το βρήκαν στον πατέρα Αναστάσιο.