Του Γεωργίου Παπασίμου
Η πρόσφατη έρευνα της Eurostat για τη φτώχεια στην Ευρώπη δημιούργησε ένα μικρό σεισμό στη ρηχή πολιτική σκηνή της χώρας. Βάσει της έρευνας αυτής για το πως αισθάνονται οι πολίτες εν σχέσει με την οικονομική τους κατάσταση, οι Έλληνες σε ποσοστό 67% δήλωσαν φτωχοί, φιγουράροντας πρώτοι στον πανευρωπαϊκό πίνακα της λεγόμενης από τους οικονομολόγους «υποκειμενικής φτώχειας» ακολουθώντας η Βουλγαρία με ποσοστό 33,3%. Η δημοσιοποίηση της έρευνας αυτής ενεργοποίησε άμεσα τον προπαγανδιστικό κυβερνητικό μηχανισμό όπου μεταξύ των άλλων ακούστηκαν τερατώδη επιχειρήματα του τύπου, ότι πολλοί Έλληνες υποκρίνονται ή ότι έχουν επηρεαστεί από τη μιζέρια την οποία εισήγαγε στην Ελλάδα η Αριστερά! Πρόκειται για το απαύγασμα της κυβερνητικής θρασύτητας, αφού η έρευνα αυτή απηχεί σε μεγάλο βαθμό την πραγματική κατάσταση της πλειοψηφίας των νοικοκυριών στην Ελλάδα, που δεν μπορούν να βγάλουν τα έξοδα του μήνα, μέσα σε ένα συντριπτικό αρνητικό πλέγμα οικονομικών συνθηκών (ακρίβεια, χαμηλοί μισθοί, τεράστιο κόστος στέγης, φόροι κλπ). Αναμφίβολα η έρευνα αυτή αποτελεί ισχυρό πλήγμα στο κυβερνητικό προπαγανδιστικό αφήγημα περί ισχυράς οικονομίας, μεγάλης ανάπτυξης εν σχέσει με τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών κλπ.
Παρά την τραυματική χρεωκοπία
της χώρας το 2010 και τον δεκαετή «μνημονιακό χειμώνα», επί της ουσίας τίποτα
δεν άλλαξε ως προς το εύθραστο της ελληνικής οικονομίας, με κίνδυνο ότι στην
πρώτη σοβαρή κρίση να πέσει η χώρα ξανά στα βράχια. Ενώ η κεντρική στόχευση της
πολιτικής εξουσίας, του Κράτους και των ενδιάμεσων θεσμών θα έπρεπε να είναι η
θεμελίωση με κάθε τρόπο μιας σοβαρής ενδογενούς ανάπτυξης και ενός
ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενισχύεται αδιάκοπα ο παρασιτικός
χαρακτήρας της οικονομίας και η παρασιτική ολιγαρχία με τις μεγάλες ρίζες της
διαπλοκής της με την εξουσία και το πελατειακό κράτος. Καθημερινά η χώρα συστηματικά μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη «τουριστική
αποικία», όπου ξένα συμφέροντα αγοράζουν αντί πινακίου φακής τις ελληνικές
περιουσίες (βιομηχανίες, κατοικίες, ξενοδοχεία και μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις).
Αυτό άλλωστε τονίζεται και από τον ΙΟΒΕ, που επισημαίνει ότι οι επενδύσεις
μειώθηκαν και κυρίως αυτό σχετίζεται με το γεγονός, ότι δεν υπάρχει επενδυτικό
κύμα σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κερδοσκοπικές επενδύσεις μικρής διάρκειας.
Απόδειξη αυτού είναι ότι τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που προβλέφθηκαν από την Ε.Ε για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού και που για τη χώρα μας μαζί με τις μοχλεύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων θα μπορούσαν να ανέλθουν στα 80 δις ευρώ περίπου, όντας η τελευταία ευκαιρία για αλλαγή του παραγωγικού – παρασιτικού μοντέλου με στόχο την ενίσχυση της ενδογενούς παραγωγικής βάσης, αν μέσω εθνικού στρατηγικού σχεδίου διοχετεύονταν αυτά στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, στη βοήθεια του δευτερογενούς τομέα με προτεραιότητα στις διατροφικές εταιρείες και στη στόχευση σε επιχειρήσεις υπηρεσιών και έρευνας όπου με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ισχυρές ελληνικές εταιρείες, π.χ. στην αμυντική βιομηχανία, ενέργεια και τεχνολογία , διοχετεύθηκαν κατά κύριο λόγο σε μη παραγωγικές επενδύσεις. Συγκεκριμένα, το ήμισυ των χρημάτων αυτών έχουν κατασπαταληθεί από την κυβέρνηση της ΝΔ μέχρι σήμερα με διάχυση αυτών τους παρασιτικούς αρμούς της διαπλεκόμενης οικονομικής ολιγαρχίας. Την ίδια, δε, τύχη, είναι βέβαιο ότι θα έχουν και τα υπόλοιπα, αφού με γρήγορους ρυθμούς η σημερινή κυβέρνηση επισπεύδει τη διοχέτευση αυτών των χρημάτων στον πυρήνα των διαπλεκόμενων της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και γενικά σε μη παραγωγικούς στόχους.