Η Φλώρα είναι πόρνη. Εδώ και μερικά χρόνια κάνει τη δουλειά αυτή για να ζήσει τα δύο της παιδιά. Ξεκίνησε όταν ο άνδρας της την παράτησε για κάποια τραγουδίστρια. Μην έχοντας άλλο τρόπο να επιβιώσει, αποφάσισε να βγει στο δρόμο. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, όμως με τον καιρό έγινε μια ρουτίνα. Δεν την ένοιαζε πια εάν ο πελάτης είναι νέος ή γέρος, κίτρινος ή μαύρος. Σημασία είχε να πληρώνουν.
Ένα σούρουπο στην πιάτσα την πλησίασε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Από την αρχή φαινότανε ότι δεν είναι συνηθισμένος με το πεζοδρόμιο. Ήταν ντροπαλός και ιδιαίτερα νευρικός. Η Φλώρα τον αναμέτρησε με το βλέμμα. «Τι γυρεύει αυτός ο καθωσπρέπει γέρος στα μέρη μας;» Αναρωτήθηκε.
Ο άνδρας ήταν ιδιαίτερα ευγενικός. Της μίλησε λες και απευθυνότανε σε κυρία.
-Καλησπέρα σας κυρία, της είπε χαμηλόφωνα. Έμοιαζε σχεδόν φοβισμένος. Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με συνοδέψετε για μία περίπου ώρα;
Η Φλώρα ξέχασε πότε την αποκάλεσαν για τελευταία φορά «κυρία» και της μίλησαν στον πληθυντικό. Φαντάσθηκε ότι είναι κάποιος ιδιαίτερα βιτζιόζος πελάτης. Είχε συνηθίσει στις ιδιαίτερες επιθυμίες.
- Θέλετε να έλθετε μέσα; του απάντησε το ίδιο ευγενικά και η ίδια, δείχνοντάς του το ξενοδοχείο πίσω της. Έμαθε να παίζει το παιχνίδι των πελατών της. Εάν την θέλουν «κυρία», θα είναι «κυρία».