Οι χρόνιες συνοριακές δολοπλοκίες του τουρκικού κράτους και οι συνεχείς αναφορές της τουρκικής πολιτικής ελίτ στο οθωμανικό παρελθόν με αναβιώσεις κατακτητικών στιγμών, δεν είναι απλά μια επιτηδευμένη εμμονή, απότοκος της μεγαλομανίας της, αλλά προέρχεται από τις ίδιες τις ιστορικές διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης των Τούρκων, δηλαδή τις διαδικασίες εθνικοποίησής τους.

Οι Τούρκοι εμφανίζονται, αυτοκρατοροποιούνται και εθνικοποιούνται σαν πολεμιστές συνόρων. Το εθνικό τους αφήγημα σφυρηλατείται γύρω από την αυτοτροφοδοτούμενη πίστη ότι έχουν το δικαίωμα να κατακτούν. Και αυτή η “μεθοριακότητα” του εθνι(κι)σμού τους συνιστά μια σημαντική παράμετρο του λεγόμενου “τουρκικού προβλήματος”.

Οι Σελτζούκοι και οι Οσμανλήδες Τούρκοι ήταν ανοργάνωτα λεφούσια επιδρομέων, πλιατσικολόγων, που ξεσπούσαν πάνω σε αγρότες, κατέστρεφαν, βίαζαν και άρπαζαν. Οι Οσμανλήδες, ιδιαίτερα, φτάσανε στο Βυζάντιο με τον Μογγόλο Τζένγκις Χαν, το 13ο αιώνα, ως μισθοφόροι του. Αυτοί έκαναν μόνιμο επάγγελμα τις λεηλασίες και τους φόνους για χάρη του μισθωτή τους. Μετά έφερναν, στα μέρη που άρπαζαν, τις οικογένειές τους.

Αυτούς τους εξ επαγγέλματος πολεμιστές συνόρων τους έφερε στο Βυζάντιο η φήμη του πλούτου του. Ήταν διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο τότε ότι «τα περισσότερα από τα μισά πλούτη όλου του κόσμου βρίσκονται στις πόλεις των Βυζαντινών». Αυτή η φήμη έτρεφε τους τυχοδιώκτες και τους κατακτητές, προδιέγραφε το φθόνο, τα ληστρικά σύνδρομα και, τελικά, το ολέθριο μέλλον της αυτοκρατορίας. Οι υλιστικές προσδοκίες συναρθρώνονταν με θρησκευτικές–σωτηριολογικές ιδεοληψίες. Έτσι, οι Δυτικοί κατήγγειλαν το «αιρετικό Βυζάντιο» και οι Τούρκοι το «Βασίλειο των απίστων».

Η βαρβαρότητα υπερίσχυσε του πολιτισμού