Βασίλης Λαμπόγλου
Σαν σε φέρουν τα ζάλα σου στα ανατολικότερα τηs επαρχίαs Σφακίων και σε υψόμετρο 750 μέτρων στο ανυπότακτο και μαρτυρικό χωριό Καλλικράτηs, στην είσοδο του χωριού ανταμωνεις μια μαρμάρινη πλάκα που μαρτυρεί την ονομασία του χωριού(φωτό 1).
Από αυτό το χωριό (που έφερε το όνομα πολύ πριν) ο Μανούσος Καλλικράτης αρχηγός σώματος 1500 εθελοντών τον Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης.
Ενα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460-Κώδικαs τηs μονήs Αγκάθου- βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικό μας αποκαλύπτει(αποσπάσματα, φωτό 3).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης.
Αρχηγός τους ήταν ο 80χρονοs Δρογγαριοs Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός.
Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός.
Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο.
Όταν έφτασαν οι Κρήτες στα Δαρδανέλια βομβαρδίστηκαν από τους Τούρκους με ελάχιστες απώλειες, ενώ σε επόμενη ναυμαχία πλέον των 10 ωρών πνίγηκαν χίλιοι Τούρκοι ( 12 γιουρούσια )ενώ και οι Κρητικοί έχασαν 600 άνδρες.
Αποβιβαζόμενοι στην Πόλη (τέλη Μαρτίου) επάνδρωσαν 3 πύργους (του Λέοντος, την Ωραία Πύλη και του Αλεξίου στο τείχος του Λεοντιου) , από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Και ενώ όλη η Πόλη είχε αλωθεί,οι Κρήτες του 80χρονου Καλλικράτη αρνόντουσαν να παραδοθούν ευρισκόμενοι στουs τρεις πύργους τηs είσοδου του Κερατίου παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές των Οθωμανών που δεν κατόρθωναν να εκπορθήσουν τους πύργους .
Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, έστειλαν 2 πασάδεs με λευκή σημαία, προτεινονταs παράδοση υπό τους δικούς τους όρους.
Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή.
Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που βεβαίως το μόνο που τουs ένοιαζε ήταν το ''πλιάτσικο'' διαρκείας, δέχτηκαν τουs όρουs αποχώρησης.
Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο . Στα ταξίδι της επιστροφής ένα απο καράβια ναυάγησε στο Αγιο όρος εξ' ου και η ύπαρξη του χειρόγραφου.
Όταν τελικά το πλοίο των 170 ηρώων Κρητικών φθάνει στη Σούδα και μεταφέρει τα θλιβερά νέα της Άλωσης πέφτει μεγάλο πένθος σε όλη την Κρήτη.
Η υποδοχή τους παρά τα άσχημα νέα γίνεται με ενθουσιασμό.
Θρυλείται, ότι στις εκδηλώσεις υποδοχής χόρεψαν για πρώτη φορά τον χορό που είναι γνωστός με το όνομα Χανιώτικος Συρτός, ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών, περικλείονταs ταυτόχρονα τα συναισθήματα τηs χαράs τηs επιστροφήs με την οδύνη τηs απώλειαs τηs Πόληs των Πόλεων.
Κατά τη λαϊκή παράδοση, η παλαιότερη μελωδία του χανιώτικου, «ο πρώτος», δημιουργήθηκε με βάση δύο μελωδίες που είχαν συνθέσει οι Κρήτες μαχητές της Κωνσταντινούπολης.
Η εικόνα της Παναγίας από την Αγιά Σοφιά- το δώρο που χάρισε ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου στους Κρήτες κατά την άφιξη τους στην Πόλη- ,του ευαγγελιστή Λουκά (φωτό 4)που σήμερα βρίσκεται στην Ευαγγελίστρια του Φρε στον Αποκόρωνα,είναι ''ενθύμιο'' των μαχητών (υπό του Καλλικράτη)απο τον Αποκόρωνα .
Και τέλοs σύμφωνα με την παράδοση, τα μαντήλια στην Κρήτη μετά την είδηση της άλωσης, βάφτηκαν μαύρα και μπήκαν κρόσσια, συμβολίζοντας τα δάκρυα των Κρητών για την απώλεια της Πόλης.
_____****_____
Τήν δεκάτην πέμπτην τού μηνός Μαρτίου θ΄ ένιαυτού ζ” ίνδικτιώνος, τον καιρόν όπου ό Σουλτάνος Μουχαμέτης ήρχισε νά περιζώνη μέ τά φουσάτα του τή Μεγάλη Πόλη μας, διά νά τήν πάρη, ό παλαιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, άρχηγός τών Σφακιών καί άρχοντας τού Σελίνου, ήλικίας τότες όγδόντα χρονών, (οί δύο γυιοί του ήσανε σκοτωμένοι τρείς χρόνους πρίν είς θαλασσοπόλεμον μέ Σαρακηνούς), έπήρεν άξαφνα Βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου τού έλεγε νά ύπάγη τό όγρηγορότερον μέ τά καράβια του καί μέ όσους έμπόρει περισσότερους άντρας είς την Βασιλεύουσαν, όπου έκιντύνευε. Το μήνυμα το έπήγεν είς τόν Μανούσον ό Βενετός πλοίαρχος Άρμάντος, συγγενής τού άρχοντα τής Βενετίας.
Ό Καπετάν-Μανούσος, έπήρε τότες τέσερρις δρόμωνες καί ένα διάρμενον, οί τρείς δρόμωνες ήταν χτήμα έδικόν του καί έκυβερνούνταν ό είς, ό μεγαλύτερος, άπό τόν ίδιον, ό άλλος άπό τόν Καπετάν-Γρηγόρη, γυιόν τού Σήφη Μανιάκη, άπό Άσκύφου, όπου έπιάσθη άπό Σαρακηνούς καί έγδάρη ζωντανός είς Γαύδον καί ό άλλος άπό τόν Καπετάν-Πέτρο, τόν Γραμματικόν, άπό τήν Κυδωνίαν.
Τούτος, έπειδής πρίν ήταν μοναχός έδώ, είς τό Άγιον Όρος καί είχε μαθημένα καλά τά αρχαία Γράμματα, τόν ώνόμαζαν Γραμματικό, ένώ τό καθεαυτό παρανόμι του ήταν Κάρχας. Ό τέταρτος δρόμωνας ήτον χτήμα τού Καπετάν-Άντρέα, τού Μακρή, άπό τήν Πάτμον καί έκυβερνούνταν άπό τόν ίδιον. Τούτος ήταν γυιός τού Καπετάν-Γιαννίκου τού Μακρή, άπό τό Ρέθεμνος, όπου ήταν παντρεμμένος άπό τήν Πάτμον καί είχε δυό παιδιά, τόν Άντρέα καί τή Ζουμπουλιώ καί όπου τριάντα χρόνους πρίν έσκοτώθη, διά νά γλυτώση τήν Σάμον άπό τόν φοβερόν Κουρσάρον Χουσείνην,…
Ό δρόμωνας τούτος τού Μακρή εύρέθη κατά τύχη είς τόν Χάντακα, φορτωμένος μέ λάδια γιά τήν Φραγκιά καί ό Μακρής τόν έξεφόρτωσε, μόνο καί μόνο διά να πάρη τους Καστρινούς πολεμάρχους καί νά πάγη καί τούτος είς τήν Πόλη.
Τό διάρμενον ήταν χτήμα τού Καπετάν-Νικόλα, τού Στειακού, …και έπειδής ήταν άνήμπορος, διά μεγάλα ταξείδια, τό άνάλαβε ό Καπετάν-Παυλής, ό Καματερός, άπό τήν Κίσσαμο, παλαιός καραβοκύριος καί τούτος, μά μέ δίχως καράβια είς έτούτη τήν περίστασι….
Ό Καματερός ήταν τότες έβδομήντα πέντε χρονών, ό Γραμματικός, σύμφωνα μέ τά ίδια του τά λόγια, ήταν έξηντατριών καί οί άλλοι δυό είχανε δέν είχανε πατημένα τά σαράντα πέντε. Είς τά πέντε καράβια έμπήκαν χίλιοι πεντακόσιοι άντρες πάνω-κάτω. Οί πεντακόσιοι ήσανε άπό μέσα άπό τόν Χάντακα, άπό τό Μαλεβύζιον, τό Τέμενος, τό Μονοφάτσι, τή Μεσαριάν, τήν Δίχτην καί τό Μεράμπελλον καί ούλοι οί έπίλοιποι ήσαν άπό τά Σφακιά, τό Σέλινον, τήν Κίσσαμον, τήν Κυδωνίαν, τόν Άποκόρωναν, τό Άμάριον καί τό Ρέθεμνον.
Τούς άντρας τούς έμάζωξαν μέ τήν άδειαν τού Δούκα τής Κρήτης άπό τη μεριά τού Κάστρου ό Καπετάν-Καματερός όμάδι μέ τόν άρχοντα Θεόδωρον Χορτάτσην, γέρον τότες όγδοντάρην και φτωχόν, μά σάν τον καλύτερον καί σεβαστότερον άπ΄ όλους τούς άρχοντορρωμαίους τής Κρήτης, -έλεος είς τήν ψυχήν του,- καί άπό τήν έπίλοιπην Κρήτην, ό ίδιος ό Δρουγγάριος μέ τούς Καπεταναίους Γραμματικόν καί Μανιάκην».
Τά καράβια έξεκίνησαν καί τά πέντε όμάδι είς τσή δεκαοχτώ Μαρτίου άπό τό λιμάνι τής Σούδας. Έως τα Δαρδανέλλια έταξείδεψαν χωρίς να συναπαντήσουν Άγαρηνόν….
Άλλά ό μεγάλος καί τρομερός κίνδυνος τούς άνάμενε μέσα είς τήν Προποντίδα, όταν τά καράβια έπλεγαν δίπλα άπό τό Προκονήσι. Τότες έφάνηκαν ξαφνικά έμπρός των πάνω άπό έξήντα Άγαρηνά πλοία, μικρομέγαλα, και τότες τά έδικά μας, όπου, διά μεγαλύτερη σιγουράντζα, έκαμαν τούτα Σταυρόν καί ένας πόλεμος φοβερός ήρχισε άναμεταξύ τωνε, όπου έβάσταξε πλειά άπό δέκα ώρες.
Οί Τούρκοι είς τό διάστημα τούτο έκαμαν δώδεκα γιουρούσια, μέ σκοπό νά πάρουν τά καράβια μας, άλλά δεν τό έπέτυχαν. …τότες ό Άρχηγός τών Τούρκων, ένας όνόματι Μουσταφάς, έδιάταξε νά άφίσουν τά γιουρούσια καί νά βάζουν φωτιά νά κάψουν τά Κρητικά καράβια. Καί ήθελαν όντως νά τά κάψει, άν ό γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετάν-Μανούσος Καλλικράτης καί έφτά νέοι πολεμάρχοι -μέσα σε τούτους ήταν καί ό γυιός τού Στειακονικόλα, ό Κωνσταντής,- δέν άναλάβαιναν νά θυσιαστούν έτούτοι μέ δυό καράβια, γιά νά βαρδάρουν τά τρία άλλα καί τούς δώσουν τόν καιρόν νά φύγουσι, όταν ήρθε ή νύχτα.
Είς τόν σωσμόν τών τριών τούτων Καραβιών έβοήθησε πρώτα-πρώτα ό Μεγάλος Θεός τών Χριστιανών καί ή Άγία Θεοτόκος, έπειτα ή μεγάλη γενναιότης τού Δρουγγαρίου, όπου έκαμε καί τό σχέδιο….. [κατά τον Μπάρμπαρο:
Στις 20 Απριλίου την τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες, που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλλια στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της πόλης.] Όταν οί δρόμωνές μας, έφτασαν είς τήν Πόλη τήν αύγή τής άλλης ήμέρας καί έμπήκαν μέσα είς τόν Κεράτιον χωρίς κανένα έμπόδιο, [κατά τον Φραντζή: Μέσα από την αλυσίδα παρέταξε τα πλοία που έτυχε να βρίσκονται εκεί, …μεταξύ αυτών και τρία από την Κρήτη, δηλαδή ένα από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) και δύο από την Κυδωνία (Χανιά).] …
έχώρισαν δε τούς πολεμάρχους [κρητικούς] σε δύο τούρμες (=ομάδες) καί τή μιά, μέ άρχηγούς τόν Άνδρέαν, τόν Γρηγόρη καί τόν Γραμματικόν, έβαλε νά φυλάξη τούς τρείς Πύργους, -τού Βασιλείου, τού Λέοντος καί τού Άλεξίου,- καί τήν άλλη τούρμα νά φυλάξη τήν «Ώραία Πύλη», πού είναι κάτω άπό τούς πύργους αυτούς, μέ Άρχηγό, τόν Καπετάν-Παυλή. …. καί όταν έμέστωσε καλά ό Πόλεμος, ό Καπετάν-Παυλής έκλήθη νά βοηθήση στη μάχη τής Πύλης τού Άγίου Ρωμανού.
Έκεί ό Καπετάν-Παυλής καί οί περισσότεροι άντρες του σκοτώθηκαν τήν παραμονή πού έπεσεν ή Πόλη μαζί μέ πολλούς άλλους καί οί Άρχηγοί τής τούρμας τών Πύργων, ό Καπετάν-Άνδρέας καί ό Καπετάν-Γρηγόρης. Έλεος στήν ψυχή τωνε!
Όλίγον πρωτήτερα είχε τραυματισθή βαρειά στό ίδιο μέρος, όπου άναγκάσθηκε μάλιστα νά φύγη άπό τήν μάχη, καί ό Γενικός Άρχηγός τών Όπλων, ό Γενοβέζος Ίωάννης Ίουστινιάνης, ένας σπουδαίος Πολεμιστής, πού μετά τό τραύμα του έζησε μόνον δύο μέρες».
Καί, όταν έπεσεν ή Πόλη, μονάχα ή τούρμα τής Κρήτης, όσοι έζούσαν, μέ άρχηγόν τόν Καπετάν-Γραμματικόν, άν καί τραυματισμένον κι΄αύτόν σέ πολλά μέρη τού κορμιού του, έσκέφτηκεν ότι θα ήταν καλύτερον νά μείνη στά πόστα της καί νά έξακολουθήση νά πολεμά, μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά νά παραδώσουν τά όπλα.
Καί όταν πρός τό βράδυ πλέον ό Σουλτάνος είδε καί κατάλαβεν, ότι έμείς δεν είχαμε σκοπόν νά παραδοθούμε, έστειλεν ένα Πασσά μέ δυό άξιωματικούς, πού ό ένας έκρατούσε λευκή σημαία καί ό άλλος ήταν δραγουμάνος, καί μάς είπε: – «Ότι, έπειδής -λέγει- ό Σουλτάνος έκτιμά τήν άντρειά μας, μάς άφίνει έλεύθερους νά φύγωμε γιά τό νησί μας μέ τά όπλα μας καί μέ ένα άπό τά καράβια μας».
«Τότες άλάβωτοι καί λαβωμένοι, τό όλον έκατόν έβδομήντα, έκατεβήκαμεν άπό τούς πύργους μας, μέ τά άρματά μας καί έμπήκαμεν είς ένα δρομώνι, πού μάς έδωκαν. Καί έπειδής όλοι οί Καπεταναίοι ήσανε σκοτωμένοι καί έγώ, ό Γραμματικός, βαρειά λαβωμένος δέν ήμπόρουν νά κυβερνήσω, άνάθεσα είς ένα γενναίον άνδρα, τόν Παναγή Χαλκούσην, άπό τόν Χάνδακα, νά κυβερνήση αύτός τό καράβι.
Όταν όμως έβγήκαμεν άπό τά Δαρδανέλλια, …έζήτησα άπό τόν Καπετάν-Χαλκούση νά βάλη πλώρη στό Άγιον Όρος καί νά μέ άφήση έμένα έκεί, στό μοναστήρι τού Βατοπεδίου, όπου ήξερα, ότι ύπήρχε πάντα γιατρός, διά νά περιποιηθή τσή πληγές μου. Καί αύτό καί έγινε.
Καί έδώ είς τήν Μονήν όταν ό Γραμματικός έπήρε καί πάλι τό μοναχικό σχήμα, μέ τό όνομα Ίερώνυμος, έγινε καλά, χάρις είς τήν βοήθειαν τού Θεού καί τού καλού γιατρού καί έζησεν άκόμη όχτώ έτη, χωλός μέν άπό τόν ένα πόδα, άλλά χωρίς αύτό νά τόν έμποδίζει είς τά καθήκοντά του, ώς ίερέως.
Έπειδής όμως είχεν έξασθενήσει ή όρασις του καί τό δεξιό του χέρι έτρεμεν άπό ένα τραύμα πού είχε πάρει έκεί, άνέθεσεν είς έμέ, τόν συμπατριώτην καί Μοναχόν είς τήν ίδίαν Μονήν, νά γράψω έγώ τήν παρούσαν ίστορίαν, πρός δόξαν καί αίώνιον μνημόσυνον όλων τών γενναίων άνδρών τής Κρήτης, πού άγωνίσθηκαν καί άπέθαναν διά τήν Πίστην τού Χριστού καί τήν πατρίδα καί νά τήν ύπογράψω έγώ, άντίς αύτού».
«Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους, εξ Ανωπόλεως, Σφακίων».
ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/18cAVRCVkr/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.